- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ραφάι και Μπερνς: Η δολοφονία της οικογένειας Ραφάι
Ο 18χρονος γιος της οικογένειας και ο φίλος του, άριστοι φοιτητές εκλεκτού πανεπιστημίου, κρίθηκαν ένοχοι και φυλακίστηκαν για το αδιανόητης σκληρότητας έγκλημα
Υπόθεση Ατίφ Ραφάι και Σεμπάστιαν Μπερνς: Η δολοφονία της οικογένειας Ραφάι και το «Innocence Project» για την αθωότητα των Ραφάι και Μπερνς
Την άνοιξη του 1994, ο Ταρίκ Ραφάι, η σύζυγός του Σουλτάνα και η κόρη τους Μπάσμα μετακόμισαν στο Μπέλβιου της πολιτείας Ουάσινγκτον από το Βανκούβερ του Καναδά. Ο 18χρονος γιος του ζευγαριού, ο Ατίφ, ήταν δευτεροετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ στη Νέα Υόρκη. Το καλοκαίρι, ο Ατίφ, είχε επισκεφτεί τον φίλο και συμφοιτητή του Σεμπάστιαν Μπερνς στο Βανκούβερ. Την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου, οι δυο φίλοι πήγαν με λεωφορείο στο Μπέλβιου για να επισκεφτούν την οικογένεια του Ατίφ. Λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, στις 13 Ιουλίου, ο Σεμπάστιαν Μπερνς κάλεσε την Άμεση Δράση από το τηλέφωνο της κουζίνας των Ραφάι στις 2 τα ξημερώματα. Πανικόβλητος είπε ότι είχε γίνει «μάλλον διάρρηξη» και ότι οι γονείς του φίλου του ήταν νεκροί. Όταν έφτασε η αστυνομία, βρήκε τον Ταρίκ και τη Σουλτάνα νεκρούς και την κόρη τους Μπάσμα ετοιμοθάνατη, ενώ η κατάσταση στο σπίτι έμοιαζε με σκηνοθετημένη διάρρηξη.
Η Σουλτάνα είχε χτυπηθεί δύο φορές στο κεφάλι με βαρύ, αμβλύ αντικείμενο και ήταν μπρούμυτα στο χαλί, με ένα ματωμένο σάλι πάνω από το κεφάλι της. Η αστυνομία έκρινε ότι εκείνη δέχτηκε την πρώτη επίθεση. Ο Ταρίκ κοιμόταν στο κρεβάτι όταν χτυπήθηκε επανειλημμένα στο κεφάλι και το πρόσωπο. Είχε χτυπηθεί τόσο άσχημα που ήταν σχεδόν αγνώριστος. Η 20χρονη Μπάσμα ήταν αυτιστική και δεν είχε αρθρώσει λέξη από την παιδική της ηλικία. Όταν έφτασαν στο σπίτι οι αστυνομικοί άκουσαν βογκητά και τη βρήκαν πεσμένη πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου της. Τα χέρια της ήταν γεμάτα μώλωπες και ο τοίχος πάνω από το κρεβάτι της ήταν σχεδόν διαλυμένος από χτυπήματα. Πέθανε πέντε ώρες αργότερα.
Το εργαστήριο εγκληματικών ερευνών αργότερα διαπίστωσε ότι οι τρεις ένοικοι είχαν πιθανότατα σκοτωθεί με ένα μεταλλικό ρόπαλο του μπέιζμπολ - δεν βρέθηκε ποτέ το όπλο του εγκλήματος. Οι δύο 18χρονοι είπαν στην αστυνομία ότι έφυγαν από το σπίτι των Ραφάι στις 8.30μμ της 12ης Ιουλίου. Δείπνησαν σε εστιατόριο στην περιοχή Φακτόρια του Μπέλβιου και στη συνέχεια παρακολούθησαν το «The Lion King» στον κινηματογράφο που ήταν απέναντι. Μετά, κατευθύνθηκαν προς το Σιάτλ και σταμάτησαν σε ένα συγκεκριμένο κέντρο διασκέδασης, αλλά τους είπαν ότι έκλεινε και επέστρεψαν στο Μπέλβιου, όπου βρήκαν τα πτώματα στο αναστατωμένο σπίτι. Η αστυνομία έλεγξε το άλλοθί τους. Υπήρχαν μάρτυρες που θυμόταν ότι τους είδαν σε όλες τις τοποθεσίες.
Αρχικά, η αστυνομία θεώρησε ότι το άλλοθί τους ήταν ακλόνητο, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσε ότι από την ώρα που είχαν θεαθεί οι δυο έφηβοι να μπαίνουν στον κινηματογράφο μέχρι την ώρα που τους είδαν να φτάνουν στο κέντρο διασκέδασης στο Σιάτλ, μεσολαβούσε ικανός χρόνος για να διαπράξουν τους φόνους. Η διάρρηξη και οι δολοφονίες με μόνο λάφυρο για τους ληστές ένα βίντεο και ένα γουόκμαν δεν αποτελούσε κίνητρο κατά τους αστυνομικούς. Η θεωρία τους ήταν ότι ο Ατίφ και ο Σεμπάστιαν ήθελαν να εισπράξουν την περιουσία του πατέρα Ραφάι. Οι γονείς ήταν άτομα υψηλής μόρφωσης, με διδακτορικά (ο πατέρας μηχανικός και η μητέρα διατροφολόγος με υψηλές αποδοχές από την εργασία τους) πακιστανικής καταγωγής και αφοσιωμένοι μουσουλμάνοι (η μητέρα φορούσε πάντα παραδοσιακή ενδυμασία). Ο Ατίφ, από τον καιρό που έμεναν στον Καναδά, ήθελε να διαφοροποιείται από τις επιλογές της οικογένειας (στις οικογενειακές φωτογραφίες αυτό είναι εμφανές).
Όσο η αστυνομία ερευνούσε το σπίτι, έβαλε τους δυο 18χρονους σε ένα φτηνό μοτέλ του Μπέλβιου. Αν και δεν ήταν ύποπτοι, σύντομα έγιναν. Τρεις μέρες αργότερα, χωρίς να ενημερώσουν τους αστυνομικούς, επέστρεψαν στον Καναδά και άρχισαν να ξοδεύουν τα χρήματα του Ραφάι -πριν γίνει η κηδεία των θυμάτων.
Στις 20 Ιουλίου, μια αγγελία εμφανίστηκε στους Seattle Times που έλεγε: «Η αστυνομία του Μπέλβιου θέλει να μιλήσει με οποιονδήποτε είχε παρακολουθήσει την τελευταία προβολή του “The Lion King” στο Factoria Cinema στις 12 Ιουλίου 1994». Ήταν μια τυπική ενέργεια της αστυνομίας, όταν ερευνούσε μια σοβαρή υπόθεση, αλλά δεν είχε ακόμη κατονομάσει ενόχους -ωστόσο, έξι μήνες αργότερα, ο Ατίφ και ο Σεμπάστιαν θα κατονομάζονταν επίσημα ως ύποπτοι για τη δολοφονία των Ραφάι.
Στη συνέχεια, στις αρχές του 1995, η Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία συνεργάστηκε με την αστυνομία του Μπέλβιου και άρχισε να ερευνά τους δύο με την υποψία ότι διέπραξαν φόνο και απάτη. Ξεκίνησαν το «Operation Estate», ένα περίτεχνο πεντάμηνο κόλπο στο οποίο μυστικοί ντετέκτιβ παρουσιάζονταν ως μαφιόζοι σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν ομολογίες και δείγματα DNA. Οι ντετέκτιβ εργάστηκαν για να παρασύρουν τους δύο σε έναν κόσμο οργανωμένου εγκλήματος με την υπόσχεση διακόσιων χιλιάδων δολαρίων για μια ταινία που ήθελαν να κάνουν. Η καναδική αστυνομία διέρρηξε το σπίτι που έμεναν ο Ατίφ και ο Σεμπάστιαν και τοποθέτησε μέσα στο σπίτι και το αυτοκίνητο «κοριό». Καταγράφηκαν μαγνητοσκοπημένες συνομιλίες 4.000 ωρών, συμπεριλαμβανομένων των ομολογιών και των δύο ανδρών.
Η καναδική αστυνομία έκανε τη σύλληψή τους στις 31 Ιουλίου 1995 και την ίδια μέρα τους απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες για τρεις ανθρωποκτονίες. Ο Καναδάς συμφώνησε να εκδώσει τους δύο μόνο εάν οι ΗΠΑ αφαιρούσαν το ενδεχόμενο θανατικής ποινής. Μετά από σχεδόν έξι χρόνια, τελικά μπήκαν στη φυλακή της κομητείας Κινγκ της πολιτείας Ουάσινγκτον τον Μάρτιο του 2001. Η δίκη καθυστέρησε πολλές φορές για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης μιας μικρής διαμάχης για ανάρμοστη συμπεριφορά: Στις 10 Αυγούστου 2002, δύο φρουροί έξω από μια αίθουσα συνεδριάσεων της φυλακής είδαν τον 26χρονο Μπερνς να στέκεται πίσω από την 43χρονη δικηγόρο του, Τερέζα Όλσον, με το παντελόνι κατεβασμένο και το πέος του σε στύση. Το μακρύ φόρεμά της ήταν τραβηγμένο γύρω από τη μέση της, ανέφεραν τα δικαστικά έγγραφα. Η δικηγόρος απομακρύνθηκε από το συμβούλιο και τέθηκε σε αναστολή από τον Δικηγορικό Σύλλογο της Ουάσιγκτον για δύο χρόνια.
Η δίκη ξεκίνησε στις 23 Νοεμβρίου 2003. Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι ενώ ο Ραφάι παρακολουθούσε και αποσυνέδεε το βίντεο, ο Μπερνς ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου τα θύματα με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. Πίστευαν ότι ο Μπερνς το έκανε αυτό φορώντας μόνο τα εσώρουχά του για να αποφύγει τις κηλίδες αίματος στα ρούχα του και στη συνέχεια πήρε το ρόπαλο μαζί του στο ντους, όπου ξεπλύθηκε (Οι ερευνητές, με τη χρήση λούμινολ, είχαν βρει αίμα μέσα στο ντους που έδειχνε το παράδοξο της ιστορίας: ο δράστης ένιωθε τόσο άνετα στον χώρο, ώστε μετά το άγριο έγκλημα μπήκε στο ντους για να πλυθεί). Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι μυστικοί Καναδοί ντετέκτιβ εξανάγκασαν και απείλησαν τον Ραφάι και τον Μπερνς να κάνουν ψευδείς ομολογίες. Είπαν επίσης ότι οι γείτονες ανέφεραν ότι άκουσαν ήχους που θα μπορούσαν να είναι χτυπήματα από ρόπαλο του μπέιζμπολ από το σπίτι του Ραφάι, τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι επιβεβαιώθηκε ότι βρίσκονταν αλλού.
Στις 26 Μαΐου 2004 ο Σεμπάστιαν και ο Ατίφ καταδικάστηκαν ο καθένας για τρεις φόνους πρώτου βαθμού. Κατά την καταδίκη, ο Σεμπάστιαν (με απίστευτα πομπώδες και αλαζονικό ύφος που αποτελεί τυπικό δείγμα ναρκισσιστικής προσωπικότητας) διατυμπάνιζε επί μιάμιση ώρα ότι ήταν αθώος. Ο Ατίφ είπε ότι δεν μπορούσε να πιστέψει «το άθλιο ψέμα» που είπαν στην μυστική καναδική αστυνομία ότι ήταν υπεύθυνοι για τις δολοφονίες. Είπε επίσης: «Με βασανίζει το γεγονός ότι... οι δολοφόνοι των γονιών μου κυκλοφορούν ατιμώρητοι».
Καταδικάστηκαν ο καθένας σε τρεις διαδοχικές ποινές ισόβιας κάθειρξης χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης. Ο Ατίφ πήγε στις φυλακές της Πολιτείας Ουάσινγκτον στο Μονρό, όπου διδάσκει μαθήματα γυμνασίου σε κρατούμενους. Ο Σεμπάστιαν πήγε στις φυλακές Ουάλα Ουάλα της πολιτείας και ταλαιπωρήθηκε πολύ γιατί δέχτηκε επιθέσεις από συγκρατούμενους βίαιους καταδίκους και είχε πολλές κρίσεις (του επεβλήθη αναγκαστική σίτιση και παροχή αντιψυχωσικών φαρμάκων λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας).
Εκτός από πολλές δημοσιογραφικές τηλεοπτικές εκπομπές που ασχολήθηκαν με τη δολοφονία της οικογένειας Ραφάι, το 2007 η αδερφή του Σεμπάστιαν Μπερνς, παραγωγός ταινιών, έκανε ντοκιμαντέρ για τη σύλληψη, τη δίκη και την καταδίκη του αδελφού της, εκφράζοντας την πίστη της στην αθωότητά του. Αυτό το ντοκιμαντέρ, καθώς και η σειρά «The Confession Tapes» του Netflix προκάλεσαν το ενδιαφέρον νομικών οργανώσεων που αγωνίζονται για άδικα καταδικασμένους. Τρεις νομικές οργανώσεις έχουν αναλάβει να αποδείξουν την αθωότητα των Ραφάι και Μπερνς έως σήμερα (είναι το γνωστό «Έργο Αθώωσης» - «Innocence Project»).