- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ανίτα Κόμπι: H ειδεχθής δολοφονία που συγκλόνισε την Αυστραλία
Μια υπόθεση που έκανε τους εξοργισμένους Αυστραλούς να ζητήσουν την επαναφορά της θανατικής ποινής
Υπόθεση Ανίτα Κόμπι: Η 26χρονη έπεσε θύμα βιασμού και βασανισμού από πέντε άντρες, πριν δολοφονηθεί
Η 26χρονη Ανίτα Κόμπι το 1986 έμενε δυτικά του Σίδνεϋ, στο Μπλακτάουν, μαζί με τον πατέρα της Γκάρι Λυντς, γραφίστα της Αυστραλιανής Αεροπορίας, και τη μητέρα της Πέγκι Λυντς, νοσοκόμα. Στην εφηβεία είχε λάβει μέρος σε πολλούς διαγωνισμούς ομορφιάς κι είχε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα ως μοντέλο μπροστά της. Ωστόσο, αποφάσισε τελικά να ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της και να γίνει κι εκείνη νοσοκόμα. Γνώρισε τον μέλλοντα άντρα της Τζον Κόμπι ενώ σπούδαζε νοσηλευτική και παντρεύτηκαν το 1982. Το 1986 ήταν σε διάσταση και η Ανίτα είχε επιστρέψει στο πατρικό της. Το ζευγάρι διατηρούσε καλές σχέσεις και σύμφωνα με τον Τζον σκόπευαν να ξανασμίξουν, όταν εκείνη δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 1986.
Η τραγωδία της δολοφονίας της που συγκλόνισε την Αυστραλία ξεκίνησε λίγο πριν τις 10 μμ στις 2 Φεβρουαρίου 1986. Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα στη χώρα και η Ανίτα είχε δειπνήσει με φίλες, αφού τελείωσε τη βάρδια της στο νοσοκομείο του Σίδνεϋ. Πήρε το τρένο στις 9.12 μμ για το Μπλακτάουν. Όταν έφτασε στον σταθμό του Μπλακτάουν λίγο πριν τις 10 μμ, αναζήτησε ένα τηλέφωνο για να καλέσει τον πατέρα της, όπως ήταν η συνήθης ρουτίνα της, για να την παραλάβει με αυτοκίνητο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη κινητά τηλέφωνα, το τηλέφωνο για το κοινό είχε βανδαλιστεί, δεν υπήρχαν ούτε ταξί στον σταθμό, οπότε η Κόμπι αποφάσισε να πάει σπίτι με τα πόδια. Εκτός από τους δολοφόνους της, μόνο δύο μάρτυρες είδαν την Κόμπι αφού έφυγε από το σιδηροδρομικό σταθμό.
Η Κόμπι περπατούσε μόνη της από τον σταθμό κατά μήκος της κεντρικής οδού Νιούτον γύρω στις 10 το βράδυ, όταν μια συμμορία πέντε ανδρών την πλεύρισε με το κλεμμένο λευκό τους αμάξι («Χόλντεν Κίνγκσγουντ»). Δύο άνδρες πήδηξαν από το αυτοκίνητο και την έσυραν μέσα στο όχημα, ενώ εκείνη κλωτσούσε και ούρλιαζε. Ένας έφηβος, η μικρότερη αδερφή του και η μητέρα του άκουσαν κάποιον να ουρλιάζει στον δρόμο μπροστά από το σπίτι τους και πρόλαβαν να δουν την Κόμπι να μπαίνει με τη βία στο αυτοκίνητο των δραστών. Το αγόρι έτρεξε απέναντι για να βοηθήσει, αλλά το αυτοκίνητο πρόλαβε να φύγει. Επιστρέφοντας στο σπίτι, κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε όσα είδε. Λίγα λεπτά αργότερα, έφτασαν στο σπίτι ο γείτονάς τους και η κοπέλα του και, αφού τους είπαν για την απαγωγή, έφυγαν για να αναζητήσουν το αυτοκίνητο. Έφτασαν μέχρι μια περιοχή που παρκάρουν ζευγαράκια και είδαν το λευκό «Χόλντεν», αλλά ήταν πλέον άδειο. Ο άνδρας χρησιμοποίησε έναν προβολέα για να ψάξει στη διπλανή μάντρα. Μη βλέποντας τίποτα στη μάντρα και πιστεύοντας ότι το αυτοκίνητο που έψαχνε ήταν ένα διαφορετικό μοντέλο «Χόλντεν», επέστρεψε σπίτι (Οι δράστες αργότερα δήλωσαν ότι είχαν κρυφτεί μέσα στα ψηλά χόρτα για να αποφύγουν το φως του προβολέα και περίμεναν να φύγει ο άνδρας).
Μόλις η Ανίτα Κόμπι μπήκε με τη βία στο αυτοκίνητο στην οδό Νιούτον, οι πέντε δράστες τη διέταξαν να βγάλει τα ρούχα της, αλλά εκείνη αρνήθηκε, ικετεύοντάς τους να την αφήσουν να φύγει και λέγοντας ότι ήταν παντρεμένη και ότι είχε περίοδο. Οι επιτιθέμενοι την γρονθοκόπησαν επανειλημμένα, σπάζοντας της τη μύτη και τα δύο ζυγωματικά, προτού την αναγκάσουν να κάνει πεολειχία και στους πέντε. Στη συνέχεια, οι δράστες οδήγησαν σε ένα βενζινάδικο για να βάλουν βενζίνη με τα λεφτά που είχαν κλέψει από το πορτοφόλι της. Μετά, πήγαν στην απομονωμένη μάντρα, κι ενώ την κρατούσαν με τη βία στο αυτοκίνητο, τη βίασαν εκ περιτροπής και τη χτυπούσαν επανειλημμένα και οι πέντε. Στη συνέχεια έσυραν τη χτυπημένη Κόμπι στη μάντρα κατά μήκος ενός συρματοπλέγματος, όπου την πέταξαν και συνέχισαν να την κακοποιούν σεξουαλικά και σωματικά για αρκετή ώρα. (Σύμφωνα με την ομολογία τους που μαγνητοσκοπήθηκε, ένας από τους δράστες, ο Τζον Τράβερς, ανησύχησε ότι η Κόμπι μπορούσε να τους αναγνωρίσει επειδή είχε δει τα πρόσωπά τους και είχε ακούσει τα ονόματά τους και έπεισε τους άλλους δράστες να τη σκοτώσουν. Ο Τράβερς, παρακινούμενος από τους άλλους, της έκοψε τον λαιμό -τόσο βαθιά που σχεδόν την αποκεφάλισε).
Όταν η Κόμπι δεν επέστρεψε στο σπίτι, οι δικοί της αρχικά υπέθεσαν ότι είχε μείνει σε κάποια φίλη της, αλλά αφού έμαθαν ότι δεν εμφανίστηκε στη δουλειά την επόμενη μέρα, δήλωσαν την εξαφάνισή της στις 3 Φεβρουαρίου. Το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου, ένας αγρότης, ερευνώντας τι σκάλιζαν οι αγελάδες του στη μάντρα, ανακάλυψε το γυμνό κακοποιημένο πτώμα της Κόμπι. Αναγνωρίστηκε αρχικά από τη βέρα της, η οποία ήταν ακόμα στο δάχτυλό της όταν βρέθηκε. Ο εν διαστάσει σύζυγός της Τζον ήταν αρχικά ύποπτος για τη δολοφονία της, αλλά σύντομα φάνηκε ότι δεν είχε καμιά ανάμιξη.
Οι Αυστραλοί εξοργίστηκαν όταν άκουσαν τις λεπτομέρειες για τη δολοφονία της Ανίτα Κόμπι. Στις 6 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση της πολιτείας ανακοίνωσε αμοιβή 50.000 δολαρίων Αυστραλίας για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη των δολοφόνων της. Την ίδια μέρα ο πρωινός ραδιοφωνικός παρουσιαστής Τζον Λόουζ έλαβε ένα αντίγραφο της έκθεσης νεκροψίας της Κόμπι που είχε διαρρεύσει, το οποίο περιείχε σαφείς λεπτομέρειες για τα τραύματά της, και το διάβασε ζωντανά στον αέρα. Ήταν κάτι που συγκλόνισε το κοινό αίσθημα (σε μια συνέντευξή του 30 χρόνια αργότερα είπε ότι το έκανε επειδή ένιωθε ότι «το ευρύ κοινό θα έπρεπε να γνωρίζει» και ότι «το κοινό εξοργίστηκε επειδή γίνονταν δολοφονίες όπως αυτή και δεν δίνονταν όλα τα στοιχεία»).
Στις 9 Φεβρουαρίου, η αστυνομία επανέλαβε τις κινήσεις της Κόμπι τη νύχτα της εξαφάνισής της, με την ελπίδα ότι κάποιος από τους επιβάτες του τρένου θα την είχε δει και θα θυμόταν κάτι. Μια αστυφύλακας, φορώντας παρόμοια ρούχα με εκείνη, πήρε το τρένο στις 9.12 μμ για το Μπλακτάουν. Οι αστυνομικοί ντετέκτιβ πήραν συνεντεύξεις από τους επιβάτες και τους έδειχναν φωτογραφίες της Κόμπι, ενώ η αστυφύλακας περπατούσε σε όλο το τρένο στη διάρκεια της διαδρομής. Μετά από μια πληροφορία από πληροφοριοδότη της αστυνομίας σχετικά με το κλεμμένο «Χόλντεν», η αστυνομία άρχισε να αναζητάει τους Τράβερς, Μέρντοχ και τους τρεις αδελφούς Μέρφι, όταν ανακάλυψε ότι ορισμένοι από αυτούς είχαν ιστορικό βίας και ότι ο Τράβερς συνήθιζε να κουβαλάει μαχαίρι. Στις 21 Φεβρουαρίου, η αστυνομία συνέλαβε τον Τράβερς και τον Μέρντοχ στο σπίτι του θείου του Τράβερς και τον Λες Μέρφι στο σπίτι του Τράβερς. Ο Μέρντοχ και ο Μέρφι κατηγορήθηκαν για αδικήματα που σχετίζονται με κλεμμένα αυτοκίνητα και αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση. Ο Τράβερς, που ομολόγησε ότι είχε κλέψει ένα αυτοκίνητο, έκανε αντικρουόμενες δηλώσεις σχετικά με τη δολοφονία και τέθηκε υπό κράτηση. Ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, ζήτησε να καλέσουν μια φίλη του για να του φέρει τσιγάρα.
Η φίλη, που ήταν η θεία του Τράβερς και τελικά ονομάστηκε «Μις Χ», συμφώνησε να βοηθήσει στην έρευνα. Συναντήθηκε με έναν αξιωματικό και του έδωσε λεπτομέρειες για το ιστορικό του Τράβερς. Στη συνέχεια, η αστυνομία έστειλε τη «Μις Χ» να μιλήσει ξανά με τον Τράβερς, αφού εκείνη συμφώνησε να κρύψει μια συσκευή μικροφώνου εγγραφής στο σουτιέν της για να πάρει ομολογία. Η «Μις X» αργότερα πήγε στο σπίτι του Μέρντοχ φορώντας την κρυφή συσκευή εγγραφής για να καταγράψει και τις δικές του δηλώσεις. Τελικά, 5 άνδρες συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία. Η αστυνομία είχε δράσει ταχύτατα και αποτελεσματικά. Είχαν περάσει μόλις 22 ημέρες από τη στιγμή της δολοφονίας μέχρι τη στιγμή που όλοι οι ύποπτοι τέθηκαν υπό κράτηση. Οι πέντε κατηγορούμενοι, που αργότερα όλοι ομολόγησαν ή καταδικάστηκαν για το φόνο, είχαν πάνω από πενήντα προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα όπως ένοπλη ληστεία, επίθεση, κλοπή, κλοπή αυτοκινήτου, διάρρηξη, χρήση ναρκωτικών, διαφυγή από τη νόμιμη κράτηση, παραλαβή κλοπιμαίων και βιασμό. Ήταν οι 19χρονοι Τζον Τράβερς και Μάικλ Μέρντοχ και τα αδέρφια Μέρφι -ο 33χρονος Μάικλ, ο 28χρονος Γκάρι και η 22χρονη Λέσλι. Προέρχονταν όλοι από υποβαθμισμένες οικογένειες και είχαν νοημοσύνη κάτω του μετρίου. Ήταν μικροεγκληματίες που κατηγορούνταν τώρα για ένα μεγάλο έγκλημα.
Στις 16 Ιουνίου 1987 οι πέντε άντρες καταδικάστηκαν για την απαγωγή, τον βιασμό και τη δολοφονία της Ανίτα Κόμπι. Η ποινή για τον καθένα ήταν ισόβια κάθειρξη, χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης.
Η δολοφονία έχει καλυφθεί από πολλές τηλεοπτικές σειρές αληθινού εγκλήματος (Crime Investigation Australia 2006, Crime Stories 2008 Australian Families of Crime 2010). Η υπόθεση υπήρξε επίσης το υλικό πολλών βιβλίων. Η αυστραλιανή ταινία «The Boys» (1998) είναι εν μέρει εμπνευσμένη από τη δολοφονία της Κόμπι και περιγράφει την πορεία τριών αδελφών προς ένα παρόμοιο έγκλημα.
Τον Φεβρουάριο του 2016, στην 30ή επέτειο της δολοφονίας, η αστυνομία δημοσιοποίησε τις μαγνητοσκοπημένες ομολογίες των Τράβερς και Μέρντοχ που ελήφθησαν από τη Miss X. και ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 90 λεπτών με τίτλο «Ανίτα» κυκλοφόρησε επίσης το 2016.