Κοσμος

«Δεν Ξεχνώ» αλλά και «Αναρωτιέμαι»

Η εισβολή στην Κύπρο αλλά και πώς κρατήθηκε τόσο καιρό η χούντα στην εξουσία;

Τέλης Σαμαντάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

20 Ιουλίου 1974: Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ο σχεδόν μισός αιώνας αδιάλειπτης, ελεύθερης, δημοκρατικής πορείας της χώρας

«Δεν ξεχνώ». Το ξέρουμε, το έχουμε διαλαλήσει, το υποστηρίζουμε. Ταυτόχρονα όμως αναρωτιόμαστε: όχι μόνο για το έγκλημα του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου που έδωσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή. Αλλά και για κάτι ευρύτερο: Πώς συνέβη και σε τι οφείλεται το ότι μια ομάδα ανθρωπάριων, ανίκανων σε κάθε πεδίο –πλην του συνωμοτικού– με ηγέτη (την περίοδο εκείνη, ειδικά) ένα προφανώς περιορισμένης αντίληψης άτομο, στα όρια της ψυχικής διαταραχής, να κρατάει δέσμιο έναν ολόκληρο λαό και για να οδηγηθεί στην κατάρρευση της χούντας του, να πρέπει να έχει προηγουμένως δημιουργήσει τις συνθήκες για μια εθνική τραγωδία;

Για όσους ζήσαμε εκείνες τις σκοτεινές περιόδους το σκληρό αυτό ερώτημα θα συνεχίζει να πλανάται. Και μέρες σαν αυτές θα οξύνεται. Οφείλεται άραγε σε ένα συνδυασμό τρομοκράτησης και ταυτόχρονα εκμαυλισμού (την πρώτη τουλάχιστον περίοδο της δικτατορίας) μεγάλων κοινωνικών ομάδων; Οφείλεται στην «παράλυση» της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ως αποτέλεσμα των προηγηθέντων χρόνων της ανωμαλίας με την επέμβαση του Παλατιού, την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, του τότε διχασμού και την ονομαζόμενη «αποστασία»; Πρόκειται, μήπως, ακόμη και για τις ελάχιστες σχετικά –για να είμαστε σοβαροί– δυνάμεις της Αντίστασης, που δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ούτε για τους τρόπους της αντίστασης, ούτε για τους στόχους της αλλά –και πάνω απ’ όλα για το πώς θα μπορούσαν να διεισδύσουν στην κοινωνία, ή να συνεννοηθούν με πολιτικές δυνάμεις, ακόμη και με τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων – που ήταν ώριμα; Με αποτέλεσμα να περιοριστεί η Αντίσταση σε μεμονωμένες ομάδες με δύο μόνο έντονα συλλογικές  μεγάλες εκρήξεις και γι' αυτό, πέρα απ’ τον ηρωισμό τους, σημαντικές: την κατάληψη της Νομικής και, βέβαια, το Πολυτεχνείο; Οφείλεται, άραγε στο συνδυασμό όλων των παραπάνω; Πιθανότατα. Πάντως τα ερωτήματα, όσο δεν ερευνώνται σε βάθος, τόσο θα παραμένουν. Με ένα κάθε άλλο παρά επουσιώδες αποτέλεσμα, που, για κάποια περίοδο, συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73…»

Για να επιστρέψουμε όμως στη σημερινή μέρα και στο «Δεν ξεχνώ». Προς επίρρωση δε των προαναφερθέντων περί «ανθρωπάριων» κ.λπ., ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο -1967-1974» (εκδ. Μεταίχμιο) του Αλέξη Παπαχελά.

Πρόκειται για απόσπασμα από το Πολεμικό Συμβούλιο που συνήλθε, ενώ οι Τούρκοι είχαν ήδη εισβάλλει στην Κύπρο, βομβάρδιζαν την Κερύνεια και ήταν έτοιμοι να αποβιβαστούν. Μιλάει ο δικτάτορας Ιωαννίδης, με παριστάμενους τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, τον «πρωθυπουργό» Ανδρουτσόπουλο και πολλούς από την εγκληματική χορεία της περιόδου.

Αντιγράφω, από αυτό το εξαιρετικό ντοκουμέντο, που είδε για πρώτη φορά τη δημοσιότητα χάρη στο βιβλίο του Παπαχελά:

Δημήτρης Ιωαννίδης: «Να τελειώνουμε. Περισσότερα πράγματα απ’ ότι θα γίνουν τώρα, δεν θα γίνουν. Διότι αν δεν κηρύξουμε την Ένωση, θα μπούνε μέσα οι άλλοι […], αλλά η Ένωση να κηρυχθεί. Εφόσον τους είπαμε στις 9.30’ η ώρα, να πάρουμε τον Σαμψών και να τους πούμε να συνέλθει το Υπουργικό Συμβούλιο [που αυτοανακηρύχθηκε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου] και να κηρύξει την Ένωση. Θα την αποδεχθούμε εμείς και αρχίζει ο πόλεμος. Από εκεί και πέρα θα δούμε τι θα γίνει».

Το τι έγινε είναι γνωστό: και το τσίρκο της επιστράτευσης μαζί με την απόδειξη της πλήρους διάλυσης των ενόπλων δυνάμεων (ιδού πάλι το ερώτημα…) και οι νεκροί της Κύπρου και η κατοχή από την Τουρκία των κυπριακών εδαφών και ο διαμελισμός του νησιού (γεγονός, που όπως αποδεικνύεται πια επανειλημμένα κάποιες δυνάμεις συμφέρει απολύτως και εργάζονται έντονα για τη διαιώνιση του), ενώ παραμένει ως ανοιχτή πληγή στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας (που κι αυτό κάποιους βόρειους ξανθούς συμφέρει απολύτως).

Ας μη συνεχίσουμε όμως. Και ας επαναλάβουμε, μια που το έχει η μέρα: και «Δεν ξεχνώ» και «Αναρωτιέμαι». Γιατί και τα δύο, και η θέση και η αναρώτηση, στη διασύνδεσή τους, μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε, στον όποιο βαθμό είμαστε διατεθειμένοι και ικανοί, το τι συνέβη κάποτε στον τόπο αυτό, τιμώντας ταυτοχρόνως το μισό σχεδόν αιώνα αδιάλειπτης, ελεύθερης, δημοκρατικής πορείας της χώρας μας.