Κοσμος

Τι είναι «γκέτο» και τι δεν είναι

Τις ημέρες των ταραχών στη Γαλλία ακούστηκαν αναλύσεις για τα γαλλικά «γκέτο» και για την γκετοποίηση των Αφρικανών. Κι όμως δεν είναι σωστό να μιλάμε για «γκέτο» σήμερα

Σώτη Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γιατί ο όρος «γκέτο» είναι αναχρονιστικός, υποτιμητικός και ανακριβής. Γιατί ταιριάζει μόνο σε στίχους χιπ χοπ κομματιών

Τις ημέρες των ταραχών στη Γαλλία ακούστηκαν αναλύσεις για τα γαλλικά «γκέτο» και για τη γκετοποίηση των Αφρικανών μεταναστών. Noμίζω ότι δεν είναι σωστό να μιλάμε για «γκέτο» σήμερα — να, πάνω-κάτω, γιατί.

Τι είναι «γκέτο»

Το γκέτο είναι συμβολικά περίκλειστο μέρος μιας πόλης στην οποία ζουν μέλη μιας μειονοτικής ομάδας, ως αποτέλεσμα πολιτικής, κοινωνικής, νομικής, περιβαλλοντικής ή οικονομικής πίεσης. Ο όρος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1516 για να περιγράψει την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας, στο Cannaregio —αν και υπάρχουν πολλές εικασίες, η ετυμολογία του παραμένει ασαφής. Στην Ευρώπη, τέτοια γκέτο υπήρχαν επειδή οι Εβραίοι θεωρούνταν ξένοι και ήταν αποκλεισμένοι από πολλές επαγγελματικές και κοινωνικές δραστηριότητες: φοβάμαι ότι, από την ιστορία του αντισημιτισμού το μόνο που παραμένει λίγο-πολύ γνωστό σε όλους, είναι το Ολοκαύτωμα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα γκέτο χρησιμοποιήθηκαν από τους Ναζί για να περιορίσουν τους Εβραίους και τους τσιγγάνους προτού μεταφερθούν στα στρατόπεδα προς εξόντωση. Εβραϊκά γκέτο υπήρχαν και σε μουσουλμανικές χώρες όπως ήταν οι «μελάχ» στο Μαρόκο όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί διαχωρίζονταν από τις πόλεις με τείχος και οχυρωμένη πύλη.

Τα γκέτο στον 19ο και 20ό αιώνα

Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, ο όρος ταυτίστηκε με τις εβραϊκές γειτονιές των αμερικανικών μεγαλουπόλεων στις οποίες έφταναν κύματα εξωτερικής και εσωτερικής μετανάστευσης. Οι Ιρλανδοί και οι Γερμανοί μετανάστες του 19ου αιώνα ήταν οι πρώτες εθνοτικές ομάδες που σχημάτισαν εθνοτικούς θύλακες, ενώ από το 1880 μέχρι το 1920 περίπου ακολούθησαν μεγάλοι αριθμοί μεταναστών από τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη —κυρίως Ιταλοί και Πολωνοί. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτές οι κοινότητες ακολούθησαν, σε μικρότερη κλίμακα από εκείνη των WASPs, τη White Flight προς τα προάστια. Αν και πράγματι μερικοί από τους εθνοτικούς θύλακες ονομάστηκαν καταχρηστικά «γκέτο», δεν είχαν ούτε το χαρακτηριστικό των οικονομικών και κοινωνικών διακρίσεων, ούτε την περίκλειστη φύση της συνοικίας: το Lower East Side στο Μανχάταν θεωρούνταν για πολλές δεκαετίες εβραϊκή συνοικία —κυρίως Ανατολικοευρωπαίων— ενώ στο Ανατολικό Χάρλεμ είχαν εγκατασταθεί Πορτορικάνοι· οι Πολωνοί κυριαρχούσαν πληθυσμιακά στο Pilsen του Σικάγο και στο Polish Hill του Πίτσμπεργκ. Η παραλία Μπράιτον στο Μπρούκλιν φιλοξενούσε ήδη από την αρχή του 20ού αιώνα Ρώσους και Ουκρανούς. 

Ο φυλετικός διαχωρισμός και η φτώχεια διακρίνει τα γκέτο από άλλες περιφερειακές ή κεντρικές γειτονιές του άστεως. Τα υψηλά ποσοστά φτώχειας δικαιολογούν εν μέρει τη δυσκολία της εξόδου από τη συνοικία, η οποία τείνει να αναπαράγει περιορισμένες κοινωνικές ευκαιρίες και ανισότητες. Έτσι, από το 1880 περίπου, στις ΗΠΑ, oι αστικές και περιαστικές περιοχές μπορούν να ταξινομηθούν σε «μαύρες» ή σε «λευκές» ανάλογα με την πλειοψηφική φυλετική ομάδα, αλλά βεβαίως ο ταξικός παράγοντας δεν είναι λιγότερο καθοριστικός. Εν τούτοις, παρά τη φυλετική διαίρεση που εμμένει, είναι αρκετά δύσκολο να μιλήσουμε σήμερα για αφροαμερικανικά ή λατινοαμεριλανικά γκέτο: η διαδικασία της προαστιοποίησης άφησε πίσω της παρηκμασμένες inner cities στις οποίες παρέμειναν οι Αφροαμερικανοί και οι ισπανόφωνοι —έτσι, έγινε λόγος για «μαύρα» γκέτο στα οποία δεν λειτουργούσε το μοντέλο του «ανελκυστήρα» που υπονοεί ότι κάθε εθνοφυλετική ομάδα εναλλάσσεται στις διαδικασίες κοινωνικής κινητικότητας και περιαστικοποίησης. Όντως, μερικές ομάδες δεν ξεκινούν από το ισόγειο· ξεκινούν, κατά κάποιον τρόπο, από το τρίτο υπόγειο.

Πότε μια αμερικανική συνοικία υποβιβάζεται σε γκέτο;

Μια απλή απάντηση είναι όταν δεν μπορούν να εισέλθουν σ’ αυτή «ξένοι» κι όταν δεν μπορούν να εξέλθουν από αυτή οι «ιθαγενείς». Η παγίδευση εξελίσσεται με διάφορους τρόπους: ο τεμαχισμός των συνοικιών από αυτοκινητοδρόμους, η καταστροφή της κοινοτικής ζωής από αποτυχημένες πολεοδομικές επεμβάσεις και η πολιτική του redlining που στερεί από συγκεκριμένες περιοχές βασικές υπηρεσίες όπως συντήρηση σχολείων και υποδομών, αποκομιδή σκουπιδιών, αστυνόμευση, τράπεζες, νοσοκομεία, ακόμα και καταστήματα τροφίμων που να διαθέτουν προϊόντα για ανθρώπους, όχι για ζώα. Η υποβάθμιση που επακολουθεί και εντείνεται από την άρνηση των τραπεζών να παραχωρήσουν στεγαστικά δάνεια για αφορά κατοικίας στις εν λόγω περιοχές σημαίνει πτώση ένα ακόμα κατώτερο «υπόγειο»: η συνοικία ξεκινά από χαμηλά και προχωρεί ακόμα χαμηλότερα, ενώ, παραλλήλως, η αγορά εργασίας αποβάλλει όλο και περισσότερους «γκετοποιημένους» ή τους καθηλώνει σε μια underclass, σε μορφές κοινωνικού περιθωρίου. Kαι πάλι, χρειάζεται προσοχή στη χρήση του όρου «γκέτο»: πολλά έχουν αλλάξει από την κρίση του άστεως των δεκαετιών 1970 και 1980, όταν οι κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις επιδείνωσαν τις περιφερειακές διαιρέσεις ανάλογα με τις διαφορές στο εισόδημα και τις φυλετικές γραμμές — έτσι, δημιουργήθηκαν τα λευκά «ντόνατς» γύρω από τις μαύρες τρύπες. Όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να αναζωογονηθούν οι προβληματικές συνοικίες: μερικές από αυτές τις «προσπάθειες» ήταν, φυσικά, η εκμετάλλευση της γης, η αλλαγή χρήσης της και ο αστικός εξευγενισμός που κατέληξε σε αναβάθμιση η οποία δεν εξασφαλίζει απαραιτήτως τη βελτίωση της ζωής των πρώην «γκετοποιημένων».

Τα «γκέτο» στη Γαλλία

Οι δήμοι από όπου ξεκινούν οι ταραχές στη Γαλλία ελάχιστα σχετίζονται με τη γέννηση και εξέλιξη του αμερικανικού γκέτο: έτσι κι αλλιώς, σήμερα κανείς στις ΗΠΑ, πέρα από την ποπ κουλτούρα (μόδα Ghetto fabulous και Bling-Bling, χιπ χοπ κτλ) δεν χρησιμοποιεί πια αυτόν τον όρο — όχι μόνον επειδή είναι politically incorrect, αλλά και επειδή δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, σε μερικές συνοικίες με αφρικανική ή λατινοαμερικανική πλειοψηφία παρατηρούμε πολλά από τα στοιχεία της «κρίσης του άστεως»: υψηλή εγκληματικότητα, καθημερινούς βανδαλισμούς, έλλειψη συντήρησης κτιρίων, εγκατάλειψη χώρων και υποδομών — θα ήταν όμως υπερβολή να μιλήσουμε για απουσία «του κράτους» ή για παραμέληση του χώρου σε σημείο περιβαλλοντικού ρατσισμού. Ούτως ή άλλως, η φυλετική ανάλυση του διαχωρισμού σε «καλές» και «προβληματικές» ή κατ’ ευφημισμόν «ευαίσθητες», περιοχές είναι διάτρητη: η δυσπιστία, η εχθρότητα και ο φόβος μεταξύ των κοινοτήτων δεν βασίζεται στο χρώμα του δέρματος, αλλά στην ταξική τους εικόνα —ακόμα περισσότερο κι από την ταξική τους καταγωγή ή την αληθινή κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση.

Στη Γαλλία, η φυλετική ομοιογένεια των «ευαίσθητων ζωνών» οφείλεται φυσικά στην κοινή προέλευση και θρησκεία των μεταναστών: παντού στον κόσμο οι μετανάστες συσπειρώνονται σε θύλακες· κι όσο πιο πολιτισμικά διαφορετικοί είναι από το mainstream τόσο λιγότερο εντάσσονται στην ευρύτερη κοινωνία περιορίζοντας τις κινήσεις τους εντός του θύλακα. Η περίπτωση της Γαλλίας διαφέρει πολύ από εκείνη των ΗΠΑ όπου η πλειοψηφία των Μαύρων ή των ισπανοφώνων αποτελούν γηγενές στοιχείο του πληθυσμού: εκτός του ότι οι περισσότεροι δεν είναι νεοαφιχθέντες, οι πρόγονοί τους έχουν χτίσει μεγάλο μέρος του αμερικανικού πολιτισμού. Όσον αφορά τα «γκέτο», θα επιμείνω στο ότι στις ΗΠΑ —αντίθετα από ό,τι στη Γαλλία— υπάρχει κοινωνικοοικονομική πόλωση και μακρά ιστορία φτώχειας η οποία διαιωνίζει το μοτίβο της ανισότητας αποτελώντας πολιτισμικό εμπόδιο στην ατομική ευημερία. Εν συντομία, στα επιλεγόμενα γκέτο συνέβαινε τέτοια πολιτισμική προσαρμογή στις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες ώστε η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να κινητοποιηθούν συρρικνωνόταν — όμως, οι κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στο πέρασμα του χρόνου έχουν ακυρώσει, εν μέρει τουλάχιστον, αυτή την τάξη πραγμάτων.

Μερικοί θεωρητικοί πιστεύουν ότι το γκέτο είναι ο χώρος της περιφρόνησης του μέλλοντος, όπου «η πολεμική συμπεριφορά θεωρείται ανδρισμός και η ωμότητα ψυχραιμία, ενώ το να είσαι πολιτισμένος θεωρείται «ιδιότητα λευκών» (άρα, απορρίπτεται). Αυτό ισχύει, εν πολλοίς, και στα υποβαθμισμένα γαλλικά προάστια, ενώ συγκρίσιμη είναι και η στάση μεταξύ των Αμερικανών liberals και των Ευρωπαίων αριστερών που θαμπώνονται από την κουλτούρα του «γκέτο»: θεωρώντας τον κόσμο του γκέτο «αυθεντικό», τείνουν να καταγγέλλουν ως «ρατσιστική» την κριτική στον τρόπο ζωής στις «ευαίσθητες ζώνες» και ως αυταρχική και πατερναλιστική οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής του.

Τούτου λεχθέντος, στη Γαλλία δεν υπάρχουν γειτονιές όπως τα slums του Κάνζας Σίτι, της Βαλτιμόρης, του Ντιτρόιτ ή του Σαιντ Λούις. Εξάλλου, όπως είπα, είτε από αγαθές προθέσεις, είτε επιδιώκοντας το κέρδος, ο πολεοδομικός εξευγενισμός, οι αναπλάσεις, το re-branding των συνοικιών οδηγούν συχνά σε αναβάθμιση τέτοιου τύπου ώστε οι παλιοί κάτοικοι του «γκέτο» εξαναγκάζονται, εξαιτίας της ακριβής στέγασης, να το εγκαταλείψουν. Από την άλλη πλευρά, η gangsta rap ή το χιπ χοπ προσδίδουν βάθος και σκοτεινό glamour στον τρόπο ζωής (και θανάτου) στα γκέτο· αρρενωπότητα, έντονες συγκινήσεις, vivere pericolosamente —χωρίς καμιά μεμψιμοιρία ή σύμπλεγμα κατωτερότητας. Παλιότερα, αυτό το χαρακτηριστικό της τοπικιστικής υπερηφάνειας συναντούσαμε ακόμα και στις γειτονιές των πιστών Καθολικών του Μπέλφαστ οι οποίες θεωρούνταν no-go areas για τους φιλο-βρετανούς Προστετάντες —όμως, όλα τούτα ανήκουν στο παρελθόν. Στο παρελθόν ανήκει και η ιδέα του «γκέτο» για γειτονιές με ασιατική πλειοψηφία όπως το Southall του Μείζονος Λονδίνου, όπου λιγότερο από το 12% του πληθυσμού είναι λευκοί: στην πραγματικότητα, στην περιοχή κατοικούν ποικίλες εθνο-θρησκευτικές ομάδες.

Παρά την αναχρονιστικότητα του όρου, τα τελευταία χρόνια, στη Δανία, μια χώρα που βρέθηκε σχεδόν ξαφνικά μπροστά σε πληθυσμιακές συσπειρώσεις αλλοδαπών με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και απροθυμία ένταξης, ξαναέγινε λόγος για «γκέτο». Το 2018, ο τότε πρωθυπουργός Lars Løkke Rasmussen ανακοίνωσε την πρόθεσή του να «δώσει τέλος στην ύπαρξη παράλληλων κοινωνιών και γκέτο μέχρι το 2030» και εφάρμοσε μια σειρά μέτρων για την επίλυση του προβλήματος της ένταξης· στη συνέχεια όμως, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και ο υπουργός στέγασης Kaare Dybvad έπαψαν να χρησιμοποιούν τη λέξη «γκέτο» για τις «ευάλωτες περιοχές» θεωρώντας τη, δικαίως, ανακριβή και υποτιμητική: αντ’ αυτής χρησιμοποιείται πια ο όρος «παράλληλες κοινωνίες».

Επανέρχομαι στη Γαλλία όπου —όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες— μερικά προάστια μεγαλουπόλεων είναι εύπορα και άλλα δεν είναι. Η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από οικιστικά συγκροτήματα φτηνού ενοικίου κι από αραιότερη δόμηση συγκριτικά με το κέντρο των πόλεων. Αλλά δεν θυμίζουν σε τίποτα ούτε τις παραγκουπόλεις του Τρίτου Κόσμου, ούτε τα αμερικανικά skid rows, ούτε ό,τι ορίζουμε γενικότερα ως «slum», μολονότι ο δείκτης αστικής ζωτικότητας είναι συγκριτικά χαμηλός, η εγκληματικότητα είναι υψηλή και παρατηρείται έξοδος «λευκών» και μεσοαστών προς ασφαλέστερες συνοικίες. Εκτός από μερικές περιοχές που θεωρούνται «κατακτημένα» ισλαμικά εδάφη, στα «ευαίσθητα προάστια» μπορείς να μπεις (με πολλή προσοχή) κι αν θέλεις να βγεις μπορείς να κάνεις έναν πήδο: έξω από τα όρια του «γκέτο» εκτείνεται η γαλλική δημοκρατία που θα σε πιάσει προτού πέσεις.