Κοσμος

Ρωσικά εγκλήματα πολέμου: Η συγγραφέας Victoria Amelina είναι νεκρή

Μικρός αποχαιρετισμός

Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ουκρανή συγγραφέας Victoria Amelina κατέληξε στο νοσοκομείο, παρά τις προσπάθειες των γιατρών να την κρατήσουν στη ζωή

Υπάρχουν πολλοί ηρωικοί τρόποι να πεθάνει κανείς. Προφανώς ο ηρωικότερος όλων είναι να πεθάνεις με το όπλο στο χέρι υπερασπιζόμενος την πατρίδα σου, την ελευθερία που αγκαλιάζει τους πολλούς — και όχι υπερασπιζόμενος το παιδί σου, ας πούμε, τη γάτα σου ή την ταυτότητά σου. Αν μας επέτρεπαν να διαλέξουμε, δεν νομίζω ότι θα σκεφτόμασταν κάποιον άλλον. Όλοι μας, χωρίς εξαιρέσεις.

Να τρως όμως πίτσα και να πεθαίνεις; Να τρως πίτσα, να γελάς, να πίνεις κοκακόλα με μηδέν θερμίδες, να σκουπίζεις το στόμα σου και τα δάχτυλα με τη χαρτοπετσέτα, να μιλάς με κάποιους ξένους φίλους —φίλους που έκανες μόλις τώρα, ε; δεν τους ήξερες μια ζωή—, και να πεθαίνεις χάνοντας το μισό σου κρανίο; Πόσο ηρωικό μπορεί να είναι αυτό;

Κάποιος βέβαια θα πει ότι είναι. Όχι μόνο επειδή και πάλι έπεσες σε μάχη —η χώρα σου είναι σε πόλεμο και αμύνεται απέναντι στον κατακτητή, κάθε σου βήμα είναι και μια μάχη εκεί πέρα, κάθε σου αναπνοή είναι και μια μάχη, κάθε σου σκέψη και καθετί που κάνεις—, αλλά κυρίως επειδή το σώμα σου, το κρανίο σου, τα κόκαλα και η σάρκα σου, τράβηξαν επάνω τους εκείνο το κομμάτι του καυτού μετάλλου και έσωσαν ακριβώς τους νέους σου φίλους. Χωρίς τη δική σου συμβολή, και χωρίς τη δική σου θυσία, χωρίς τα κόκαλα και η σάρκα σου, θα σκοτωνόταν ένας άλλος. Ίσως ένας από τους νέους σου φίλους, εκείνους τους Κολομβιανούς συγγραφείς που έτρωγαν πίτσα μαζί σου.

Αλήθεια, πού είναι η Κολομβία; Πόσο μακριά είναι; Πώς ξέρουν τόσα για τη δικιά σου πατρίδα; Τι τους μέλλει; Εκείνοι δεν έχουν τους δικούς τους πολέμους; Δεν έχουν πνιγεί μέσα στο δικό τους αίμα; Τι περίεργο, ε; Ενώ άλλοι, δίπλα σου, που έτσι να κάνεις το χέρι θα τους πιάσεις, κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, γυρνάνε το κεφάλι, βρίσκουν με άλλα να ασχοληθούν, κάνουν μεγάλη φασαρία για το παιδί στο μπιτς-μπαρ, ω Θε μου το παιδί στο μπιτς-μπαρ. Και δεν κοκκινίζουν από ντροπή.

Κοίτα να δεις όμως: τελικά έβαλαν αυτοί οι Κολομβιανοί συγγραφείς ρούχα, εσώρουχα, φορτιστές και ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο σε μια τσάντα, μπήκαν στο αεροπλάνο και έκαναν όλο το ταξίδι από εκεί —πόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά είναι αυτή η Κολομβία;— μέχρι το σπίτι σου. Τον τόπο σου. Και έφαγαν εκείνη την πίτσα μαζί σου, σίγουρα την πιο νόστιμη της ζωής τους: ήσουν η φίλη τους, η fixer τους, αυτή που τους έμαθε τι συμβαίνει, αυτή που θα τους πήγαινε όπου έπρεπε να πάνε για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τι συμβαίνει στο σπίτι σου, στη χώρα σου. Και για να καταλάβουν πως δεν πολεμάς μόνο για να σώσεις αυτήν. Αλλά και τις άλλες. Αλλά τη ζωή. Αλλά την ελευθερία που αγκαλιάζει τους πολλούς.

Έτσι, κάποιος βέβαια θα πει πως εντέλει νά που ΗΤΑΝ ηρωικός ο θάνατός σου, νά που ΗΤΑΝ με το όπλο στο χέρι, κι ας μην ήταν παρά ένα κουτάκι κοκακόλα με μηδέν θερμίδες. Έτσι κι αλλιώς, τα δικά σου όπλα ήταν τα λόγια σου, το κινητό σου, τα τουίτ σου. Η ψυχωμένη εικόνα σου. Το πάθος σου. Τα μαλλιά σου. Η Νέα Υόρκη σου. Τέτοια πράγματα μικρά, τέτοια πράγματα πελώρια, αστρικά.

Σε ευχαριστούμε, Βικτώρια. Και συγγνώμη.