- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σοσιαλφασισμός: Μια λέξη που έχει ηλικία εκατό ετών
Η ιστορία ενός πολιτικού όρου που από το 1923 όταν πρωτοακούστηκε, έχει αλλάξει σημαινόμενο
Σοσιαλφασισμός: Τι σήμαινε ο όρος και η πολιτική στάση που κατακρίθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή το 1923.
Με τον όρο «σοσιαλφασισμός» το 1923 οι Γερμανοί κομμουνιστές περιέγραφαν τη σοσιαλδημοκρατία ως παραλλαγή του φασισμού: οι αιτίες αυτού του ορισμού ήταν κυρίως το ότι η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση είχε καταπνίξει το κίνημα της ομάδας «Σπάρτακος» το 1919 και το ότι αντιστεκόταν σε μια δικτατορία του προλεταριάτου. Αν και τότε η σοσιαλδημοκρατία μοιραζόταν με την αριστερά το οικονομικό μοντέλο, στη συνέχεια απομακρύνθηκε τόσο από τη διεκδίκηση των εργατικών συμβουλίων και της συνδιαχείρισης όσο κι από την επαναστατική ιδεολογία την οποία εξέφραζε η Κομιντέρν —η Τρίτη Διεθνής που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1919. Ήταν η εποχή μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου, όταν ηγετικά στελέχη της Κομιντέρν όπως ο Στάλιν και ο Βρετανο-ινδός Ρατζάνι Παλμ Ντατ πίστευαν ότι η καπιταλιστική κοινωνία έπνεε τα λοίσθια· ότι η προλεταριακή επανάσταση βρισκόταν προ των πυλών. Κατά τη γνώμη τους, το μοναδικό εμπόδιο σ’ αυτή την ιστορική νομοτέλεια ήταν οι σοσιαλδημοκράτες και άλλες «φασιστικές» δυνάμεις. Έτσι, ο όρος «σοσιαλφασισμός» χρησιμοποιήθηκε ως επιθετικός χαρακτηρισμός των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, των αντι-κομιντερνικών και προοδευτικών σοσιαλιστικών σχηματισμών και των διαφωνούντων εντός των παραρτημάτων της Κομιντέρν καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου: το σημειώνω διότι πρόκειται για την ίδια τακτική που χρησιμοποιού σήμερα η άκρα αριστερά, τα κινήματα woke και η cancel culture. Αυτή τη θεωρία του σοσιαλφασισμού υποστήριξε με χαρακτηριστικά γερμανικό φανατισμό το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (KPD), το οποίο ήλεγχε και χρηματοδοτούσε η σοβιετική ηγεσία από το 1928.
Αν και ο καπιταλισμός κηδεύτηκε επισήμως μέσω των φαντασιώσεων του 6ου συνεδρίου της Κομιντέρν το 1928, όταν κηρύχτηκε το τέλος της καπιταλιστικής σταθερότητας και η έναρξη της λεγόμενης «Τρίτης Περιόδου», το 1923 η αριστερά είχε ήδη ταυτίσει τη σοσιαλδημοκρατία με τον ανερχόμενο ναζισμό. Η αιτία ήταν ότι αμφότερες αυτές οι δυνάμεις περιείχαν σοσιαλιστικά στοιχεία και ότι, όπως είπα, δεν περιελάμβαναν στο πρόγραμμά τους την προλεταριακή επανάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία, που βρισκόταν στον αντίποδα των χιτλερικών κινημάτων, αναγνωρίστηκε ως ο κύριος εχθρός των κομμουνιστών: επί δύο δεκαετίες ο Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ ανέλυε τη θεωρία του περί διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας ως πτέρυγας του φασισμού· και ο Στάλιν, που στερούνταν προσωπικής σκέψης, έσπευσε να την υιοθετήσει —όχι πως αυτή η συμφωνία Στάλιν-Ζηνόβιεφ απέτρεψε την εκτέλεση του Ζηνόβιεφ, τον οποίον ο Στάλιν καθάρισε το 1936 μαζί με άλλους εχθρούς του λαού (συμπεριλαμβανομένου του Κάμενεφ). Καθώς λοιπόν ο Στάλιν δανειζόταν κομμάτια σκέψης από στελέχη τα οποία υποτίθεται ότι διέθεταν κάποια μόρφωση, συμφώνησε με τον Ζηνόβιεφ, ο οποίος πάσχιζε να επιβάλει τον κομμουνισμό στη Γερμανία —να τον εξαγάγει κάτι κάποιον τρόπο. Ο Ζηνόβιεφ περιέγραφε τον φασισμό και τη σοσιαλδημοκρατία ως «δίδυμα αδέρφια», εφόσον, κατά τη γνώμη του, ο φασισμός εξαρτιόταν από την ενεργό υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και τούμπαλιν. Αυτή η αντίληψη περί σοσιαλφασισμού έγινε αποδεκτή από πολλούς στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ένα χρόνο αργότερα, μετά τον θάνατο του Λένιν, η ομάδα γύρω από τον Στάλιν έδωσε τέλος στην απόπειρα μεικτής οικονομίας της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, η οποία είχε θεωρηθεί «σοσιαλδημοκρατική»: έτσι, οξύνθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης και εφαρμόστηκε η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση η οποία τιμώρησε τους υποτιθέμενους μικρούς και μεσαίους γαιοκτήμονες, τους «κουλάκους», κατέστρεψε τις σοδειές, προκάλεσε λιμό και οδήγησε σε πολιτικές τραγωδίες όπως ήταν το Γολομοντόρ και οι μεγάλες εκκαθαρίσεις 1934-1939.
Το μίσος για τον «σοσιαλφασισμό» μεταφέρθηκε από τη σοβιετική κοινωνία στον διεθνή χώρο, όπου τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι αντιφρονούντες αριστεροί καταγγέλλονταν ως φασίστες. Το 1924, ο Στάλιν δήλωνε σε ομιλία του: «Ο φασισμός δεν είναι μόνο στρατιωτικο-τεχνική κατηγορία· είναι η μαχητική οργάνωση της αστικής τάξης που βασίζεται στην ενεργό υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας. […] Η σοσιαλδημοκρατία είναι αντικειμενικά η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού. […] Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η μαχητική οργάνωση της αστικής τάξης μπορεί να επιτύχει αποφασιστικές επιτυχίες στις μάχες ή στη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς την ενεργό υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας.»
Ως απάντηση, υπό την ηγεσία του Καγκελαρίου Hermann Müller, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) συμφώνησε με τα αντικομμουνιστικά κόμματα ότι οι σταλινικοί ήταν φασίστες με αποτέλεσμα κατασταλτική νομοθεσία κατά των κομμουνιστών — η οποία, όπως αναμενόταν, χρησίμευσε ως περαιτέρω απόδειξη ότι οι σοσιαλδημοκράτες ήταν «σοσιαλφασίστες». Αλλά, ποιος μπορεί να αδικήσει τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία; Το 1919, η ομάδα Σπάρτακος είχε προσπαθήσει να κάνει πραξικόπημα υπετιμώντας τερατωδώς τις δυνάμεις της: από τότε στη Γερμανία δρούσαν εξτρεμιστικές αριστερές οργανώσεις, όπως η Roter Frontkämpferbund (Συμμαχία των Μαχητών του Κόκκινου Μετώπου), o Kόκκινος Στρατός της Ρουρ και η Reichsbanner Schwarz-Rot-Gold. Ίσως η διαπίστωση ότι υπήρχε αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των αριστερών οργανώσεων και των πρώτων ναζιστικών κινημάτων να μην αρέσει στην αριστερά· είναι όμως απολύτως ακριβής. Εν πάση περιπτώσει, το ΚΚ της Γερμανίας επέμενε ότι οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ο «κύριος πυλώνας της δικτατορίας του Κεφαλαίου», ενώ εκείνοι απαντούσαν ότι οι κομμουνιστές ήταν «Ναζί βαμμένοι κόκκινοι». Πράγματι, στην Πρωσία, στο μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας, το ΚΚ ενώθηκε με τους Ναζί σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να ανατρέψει την ομοσπονδιακή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μέσω δημοψηφίσματος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το γερμανικό ΚΚ πίστευε ακράδαντα ότι δεν χρειαζόταν ενιαίο μέτωπο κατά των Ναζί διότι οι εργάτες που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τους Εθνικοσοσιαλιστές θα άλλαζαν γνώμη και θα παραδέχονταν ότι ο ναζισμός, σε αντίθεση με τον κομμουνισμό, δεν προσέφερε αληθινή διέξοδο. Αλλά το 1933, μετά την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία, το KΚ τέθηκε εκτός νόμου και χιλιάδες μέλη του συνελήφθησαν: τότε, η Κομιντέρν ξύπνησε από τον λήθαργο και έκανε στροφή στο ζήτημα της συμμαχίας με τους σοσιαλδημοκράτες· η θεωρία του σοσιαλφασισμού εγκαταλείφθηκε —στη Γερμανία τουλάχιστον.
Το 1932, ο Λέον Τρότσκι, αν και δεν φημιζόταν για την οξυδέρκειά του, δήλωνε ότι «μια αγωνιστική ενότητα με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες μπορεί να φέρει τη νίκη». Φρόντισε βέβαια, όπως συνήθιζε, να επιδείξει ασυμβίβαστο πνεύμα προσθέτοντας ότι οποιαδήποτε συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες ήταν μόνο «τακτική» και «προσωρινή» και ότι σε τελευταία ανάλυση η σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να ηττηθεί και να ανατραπεί από την επαναστατική φατρία: «Καμιά κοινή πλατφόρμα με τη Σοσιαλδημοκρατία, ή με τους ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων, κανένα κοινό έντυπο, πανό, πλακάτ! Πορεία χωριστά, αλλά χτυπήστε μαζί! Συμφωνείστε μόνο πώς να χτυπήσετε, ποιον να χτυπήσετε και πότε να χτυπήσετε! Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να συναφθεί ακόμη και με τον ίδιο τον διάβολο.» Εκ των υστέρων, μπορούμε να κατακρίνουμε τους κομμουνιστές για αδράνεια κατά την άνοδο του φασισμού: όπως έγραφε ο Καρλ Πόππερ, «ορισμένα ριζοσπαστικά κόμματα της εποχής καλωσόρισαν ή έκλεισαν τα μάτια στην αποδυνάμωση της δημοκρατίας ή έβλεπαν μια δικτατορία ως προσωρινό σκαλοπάτι για την επανάσταση.» Το ίδιο κάνουν και σήμερα: η αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας, η δυσφήμησή της, η «μη κανονικότητα» εξυπηρετούν διότι επιταχύνουν την έλευση της επανάστασης, της «σωτηρίας». Οι κομμουνιστές χαράσσουν μια γραμμή αίματος μεταξύ αυτών και όλων των άλλων στα «δεξιά» τους, ενώ ταυτοχρόνως ευνοούν δυνάμεις σκοταδισμού, τρομοκρατίας, αυταρχισμού οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την κατάρρευση του συστήματος.
Από την πλευρά τους, οι καθήμενοι στα δεξιά όρισαν τον σταλινισμό, τον μαοϊσμό και άλλες παραλλαγές του μαρξισμού- λενινισμού ως «κόκκινο φασισμό»: ο όρος επιβεβαιώθηκε όταν προστέθηκε στον κομμουνισμό μια αντι-εβραϊκή, αν και όχι αμιγώς «αντισημιτική», συνιστώσα, μια μορφή φιλοπόλεμου εθνικισμού ο οποίος αντικατέστησε τις διεθνιστικές αυταπάτες, εφόσον αποκαλύφθηκε στην πράξη ο δικτατορικός και μιλιταριστικός χαρακτήρας του. Για μερικούς σοσιαλδημοκράτες στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο «κόκκινος φασισμός» δεν διέφερε από τη λαϊκιστική και αντι-ελιτιστική ριζοσπαστική πτέρυγα του ναζιστικού κόμματος, η οποία προσέβλεπε σε εθνική επανάσταση με συγκεκριμένη δράση για την αντιμετώπιση της φτώχειας και για τη στήριξη της εργατικής τάξης. Σ’ αυτή τη ριζοσπαστική πτέρυγα των Εθνικοσοσιαλιστών, υπήρχαν άτομα (όπως ο Otto Strasser) και ομάδες που προωθούσαν την προτεραιότητα του σοσιαλισμού στο εσωτερικό του εθνικοσοσιαλισμού: καλούσαν τους Ναζί να «σπάσουν τα δεσμά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου» και ένιωθαν κάποια συγγένεια με τους κομμουνιστές. Η αντίθεση σε αυτό που οι Ναζί ονόμασαν Finanzkapitalismus ήταν βεβαίως μια λαϊκιστική μορφή οικονομικού αντισημιτισμού εφόσον επέμεναν ότι το κεφάλαιο ήταν «εβραϊκό»· ωστόσο, η αριστερή πτέρυγα του ναζιστικού κόμματος απαιτούσε την εθνικοποίηση μεγάλων εταιρειών και άλλων περιουσιακών στοιχείων ζωτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα, σχεδιοποιημένη οικονομία και κοινοβούλιο που να ελέγχεται από συνδικάτα —το όραμά της έμοιαζε με εκείνο των ΚΚ.
Σήμερα, η αντικαπιταλιστική ρητορική, ο αντισημιτισμός και ο αντικομμουνισμός συνδυάζονται με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν στη δεκαετία του 1930 και εκσυγχρονίστηκαν με την τρομοκρατία των δεκαετιών 1960-70. Οι ακροαριστερές τρομοκρατικές ομάδες στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Ιαπωνία είχαν κληρονομήσει στοιχεία από τον Σπάρτακο, από τον τροτσκισμό, από την προπολεμική εμπειρία των ΚΚ, από τον φασισμό και από τον ναζισμό: όσο για τον φιλοαραβισμό τους, οφειλόταν λιγότερο στο «δίκιο» των Παλαιστινίων και περισσότερο στον παραδοσιακό αντισημιτισμό. Οι Ιταλοί κομμουνιστές, που διαχώρισαν τη θέση τους από τους τρομοκράτες του τύπου των Ερυθρών Ταξιαρχιών, οδηγήθηκαν στον λεγόμενο «ευρωκομμουνισμό» μέσω της λίγο-πολύ σιωπηρής παραδοχής ότι οι σταλινικοί ήταν «κόκκινοι φασίστες»: ο Bruno Rizzi, ένας από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, είχε δηλώσει από το 1938 κιόλας ότι «ο σταλινισμός πήρε μια οπισθοδρομική πορεία, δημιουργώντας ένα είδος κόκκινου φασισμού». Στη συνέχεια, όλες οι αναλύσεις του ολοκληρωτισμού επεσήμαναν τις ομοιότητες μεταξύ του φασισμού και του σταλινισμού: ο όρος που κάποτε είχαν χρησιμοποιήσει οι μπολσεβίκοι για να περιγράψουν τους σοσιαλδημοκράτες άρχισε να απευθύνεται στους ίδιους. Κατά καιρούς, ελευθεριακοί και αναρχικοί χαρακτήρισαν «σοσιαλφασιστικά» τα κομμουνιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, ενώ πολλοί κομμουνιστές που απογοητεύτηκαν από το σοβιετικό πείραμα τα κατηγόρησαν για εκφυλισμό σε κόκκινο φασισμό. Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχισαν να στηρίζουν τη Σοβιετική Ένωση στον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον του δυτικού καπιταλισμού: το αίμα νερό δεν γίνεται.