Κοσμος

Οι διακυμάνσεις της αμερικανικής επιρροής

Είναι αλήθεια ότι η ισχύς των ΗΠΑ έχει παρακμάσει; Κι αν ναι, τι μας περιμένει; Μήπως το κενό της εξουσίας καλυφθεί από ακόμα πιο αυταρχικές δυνάμεις;

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

ΗΠΑ: Η άσκηση παγκόσμιας ηγεσίας, η διεθνής επιρροή που τίθεται σε αμφισβήτηση και ο ρόλος της υπερδύναμης.

Στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχθηκαν τον μανδύα της παγκόσμιας ηγεσίας και εργάστηκαν για να οικοδομήσουν μια νέα παγκόσμια τάξη βασισμένη στις αρχές της μη επιθετικότητας και του ανοιχτού, χωρίς διακρίσεις, εμπορίου. Ένας πρώιμος πυλώνας αυτής της νέας τάξης ήταν το Σχέδιο Μάρσαλ για την ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση, το οποίο δεν ήταν φιλανθρωπία, αλλά αποτέλεσμα της  αναγνώρισης ότι ένας ειρηνικός κόσμος θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα αμερικανικά συμφέροντα. Η αμερικανική προθυμία να επωμιστεί τα βάρη της παγκόσμιας ηγεσίας επέζησε από ένα δαπανηρό πόλεμο στην Κορέα και ένα ακόμη πιο δαπανηρό αδιέξοδο στο Βιετνάμ. Επέζησε ακόμη και από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που ωθούσε τις ΗΠΑ στον ανταγωνισμό. Σήμερα, αν και οι ΗΠΑ πρωταγωνιστούν στον πόλεμο δια πληρεξουσίου της Δύσης με τη Ρωσία, φαίνεται ότι η επιθυμία για άσκηση παγκόσμιας ηγεσίας έχει μειωθεί και η επιρροή των ΗΠΑ τίθεται σε αμφισβήτηση. Γίνεται πολύς λόγος για «παρακμή».

Με τον όρο «αμερικανική διεθνής επιρροή», εννοούμε την ικανότητα των ΗΠΑ να επηρεάζουν τη συμπεριφορά άλλων κρατών και κοινωνιών κατά την επιδίωξη των στόχων της εθνικής πολιτικής. Η εξουσία που καθοδηγείται από την πολιτική παράγει επιρροή, η οποία διαμορφώνει τη συμπεριφορά. Η σκληρή ισχύς είναι η ικανότητα να επιβραβεύεις τη συνεργασία και να τιμωρείς την απουσία της. Η ήπια ισχύς είναι η ικανότητα να εμπνέεις εμπιστοσύνη και μίμηση, διευκολύνοντας έτσι το έργο της εξασφάλισης συνεργασίας. Χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι για τη μέτρηση της αμερικανικής διεθνούς επιρροής: η πρώτη είναι τα δεδομένα δημοσκοπήσεων που μετρούν τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη του ξένου κοινού στις Ηνωμένες Πολιτείες· η δεύτερη είναι ο απολογισμός των επιτευγμάτων της εξωτερικής πολιτικής με την πάροδο του χρόνου. Και οι δύο μέθοδοι δείχνουν μείωση της επιρροής τα τελευταία 20 χρόνια: τι συνέβη και πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ανακτήσουν την υπεροχής τους. To αν πρόκειται για κάτι επιθυμητό εκ μέρους των Ευρωπαίων είναι άλλη ιστορία - έτσι κι αλλιώς, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι όπου υπάρχει κενό εξουσίας κάποια μεγάλη δύναμη σπεύδει να το καλύψει.

Αν και σε πολλά μέρη του κόσμου υπάρχει παραδοσιακά αντιαμερικανισμός, είτε διότι οι ΗΠΑ έχουν αναμειχθεί σε εσωτερικές υποθέσεις, είτε υπάρχει φημολογία και μύθος για δήθεν ανάμειξη, σε άλλα μέρη η γνώμη για τις ΗΠΑ παρουσιάζει διακυμάνσεις. Έτσι, οι δημοσκοπήσεις κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ έδειξαν μείωση της ευνοϊκής γνώμης για τις ΗΠΑ και, σε ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία, στο ερώτημα αν η Ουάσιγκτον ή το Πεκίνο είναι ο σημαντικότερος εταίρος, το 37% να επέλεξε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το 36% την Κίνα. Μια έρευνα στη Γαλλία έδειξε ότι μόλις το 3% θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες την υπερδύναμη «που μπορεί να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις», ενώ το 36% των Ιταλών πιστεύουν ότι η χώρα τους πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη στενών δεσμών με την Κίνα, σε σύγκριση με το 30% που επιλέγει τις Ηνωμένες Πολιτείες.  Παρόμοια είναι η γνώμη των Βρετανών οι οποίοι κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ εμπιστεύονταν μόνο κατά 28% τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Παρά τις αλλαγές στην κοινή γνώμη, είναι σίγουρο ότι η προεδρία Τζορτζ Μπους (νεότερου) και εκείνη του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδότησαν το ναδίρ της αμερικανικής αίγλης. Αλλά, η εξασθένιση της αμερικανικής επιρροής δεν οφείλεται τόσο στις ΗΠΑ, όσο στις κοινωνίες που παρατηρούν και σχολιάζουν τις ΗΠΑ: στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ ήταν πάντοτε επεισοδιακές και είχαν σοβαρά και ορατά προβλήματα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το βλέμμα των άλλων απέναντί τους. Αν και η αμερικανική κοινωνία, παρά τα πισωγυρίσματα, τις υπερβολές και τις εξαλλοσύνες, προσπαθεί να απαλλαγεί από τις πληγές της, η δυναμική των γεωπολιτικών σχέσεων έχει αλλάξει δραστικά από την εποχή όπου οι ΗΠΑ ήταν η πιο ευημερούσα χώρα στον κόσμο. Επί προεδρίας Αϊζενχάουερ και Τρούμαν, όπως και αργότερα επί Κένεντι και Τζόνσον, οι ΗΠΑ βρίσκονταν στην κορυφή τόσο από πολιτική όσο κι από πολιτιστική άποψη. Και παρά την ταραχώδη προεδρία του Νίξον παρέμειναν στην κορυφή και κατά την προεδρία του Tricky Dick. Στην πραγματικότητα, από το 1945 έως το 2000, όταν δεν είχε γίνει ακόμα σαφής ο διεθνής ρόλος της Κίνας και της μετασοβιετικής Ρωσίας, οι ΗΠΑ διατηρούσαν την πρωτοκαθεδρία: δεν υπήρχε κανείς για να αμφισβητήσει αυτή τη θέση στον πλανήτη.

Η παρακμή της οφείλεται λιγότερο στα δικά της λάθη και στις δικές της ελλείψεις, και περισσότερο στην ανάδυση νέων δυνάμεων με διεθνείς φιλοδοξίες. Παραλλήλως, είναι αλήθεια ότι μετά από πολλές αποτυχίες της εξωτερικής πολιτικής, δεν υπάρχει πια εσωτερική συναίνεση για τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ: οι περισσότεροι Αμερικανοί επιθυμούν την απόσυρση από τις παγκόσμιες συγκρούσεις - και παρότι ίσως δεν το ομολογούν είναι διστακτικοί ακόμα και σε ό,τι αφορά τη βοήθεια στην Ουκρανία. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη στάση της απομάκρυνσης από τα «κοινά» του διεθνούς χώρου ήταν η αμερικανική εξωτερική πολιτική του 21ου αιώνα, δηλαδή μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όπου η έναρξη νέων πολέμων κατέληξε σε μια τρύπα στο νερό. Αυτές οι αλυσιδωτές αποτυχίες ευνόησαν τη διάχυση της ισχύος και την εμφάνιση «πολλαπλών νεωτερικοτήτων» που μειώνουν τη διάδοση των δυτικών αξιών. Η άνοδος της Κίνας έχει δημιουργήσει έναν εναλλακτικό πόλο έλξης, ιδιαίτερα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: οι υβριδικές οικονομίες και κοινωνίες, αν και βαθιά αυταρχικές, παρουσιάζουν μια αστραφτερή βιτρίνα αποδίδοντας όλα τα δεινά του κόσμου στις ΗΠΑ. Αν και η Κίνα δεν ήταν υπεύθυνη για την 11η Σεπτεμβρίου, τον ασυνάρτητο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, την αποτυχία σταθεροποίησης του Αφγανιστάν και του Ιράκ, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τη Μεγάλη Ύφεση του 2008, την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους, τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και τη Λιβύη ή τη ρωσική επιθετικότητα, δεν έχει να προτείνει το ιδεώδες κοινωνικό μοντέλο - ωστόσο, η κριτική εναντίον της είναι πολύ ηπιότερη από την κριτική εναντίον των ΗΠΑ. Αυτή η κριτική μαζί με τον κλασικό κύκλο της ύβρεως που ακολουθείται από τη νέμεση είναι η αιτία της αμερικανικής «παρακμής». Η αμερικανική αίσθηση παντοδυναμίας ενθαρρύνθηκε από τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο και συνέχισε να αυξάνεται καθόλη τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας με επιτυχία στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, την επακόλουθη ειρήνευση των Βαλκανίων και μια γενικά εύρωστη οικονομία. Αλλά εκτός του ότι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν απέδωσε καρπούς, η διεθνής κοινότητα είδε στη αμερικανική πολιτική μια έλλειψη συνέπειας: ενώ οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι πολεμούν την ισλαμική τρομοκρατία, ανάμεσα στους φίλους τους είναι χώρες που την ευνοούν - όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία.

Kαι παρ’ όλ’ αυτά, η συμπεριφορά των ΗΠΑ δεν είναι «χειρότερη» από παλιότερα. Απλώς, οι άνθρωποι ξεχνούν ή δεν ξέρουν τι έχει προηγηθεί. Η προεδρία Τραμπ υπήρξε μια τετραετία αμετροέπειας και ανοησίας, αλλά ποτέ δεν λείπουν οι αμετροέπεια και η ανοησία: ακόμα και σε προεδρίας που εκ των υστέρων θεωρούνται επιτυχημένες, όπως ήταν εκείνη του Ρόναλντ Ρέιγκαν στη δεκαετία του 1980, οι παρατηρητές παραπονιούνταν για την αμερικανική αλαζονεία, την άγνοια του ευρύτερου κόσμου, τον επαρχιωτισμό και την επιθετικότητα. Όλα αυτά ξεχάστηκαν ότι οι ΗΠΑ πιστώθηκαν την κατάρρευση του κομμουνισμού, ο οποίος κατέρρευσε μόνος του, με ένα ελαφρό σπρωξιματάκι από τη Δύση. Σήμερα, με μια αξιοπρεπή προεδρία -δεν πρέπει να υποτιμάμε τον Τζο Μπάιντεν- οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε μέθη δόξας και μεγαλείου, αλλά η οικονομία τους προχωρεί καλούτσικα, η στάση τους έναντι της Ουκρανίας είναι μάλλον σωστή και δείχνουν προθυμία να συνεργαστούν στους διεθνείς θεσμούς. Αυτό που μπορεί να διασώσει τις ΗΠΑ -κι όλους εμάς- είναι η επικράτηση της άποψης ότι ο πλανήτης είναι μια «παγκόσμια κοινότητα», όχι μια αρένα όπου τα έθνη, οι μη κυβερνητικοί παράγοντες και οι επιχειρήσεις συμμετέχουν και ανταγωνίζονται αλλήλους για πλεονεκτήματα. Αργά ή γρήγορα, το φιλοκινεζικό κύμα -είναι εκπληκτικό το πόσοι άνθρωποι στον κόσμο έχουν μείνει έκθαμβοι από τα κινεζικά υλικά επιτεύγματα- θα υποχωρήσει: πρώτον διότι, μοιραία, θα επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο ο ρυθμός ανάπτυξης στην Κίνα, και δεύτερον διότι θα φανούν οι ρωγμές του πολιτικού συστήματος, το οποίο είναι κατά βάση μια κομματική δικτατορία. Όσο για τη Ρωσία, ο πόλεμος δεν την εκθέτει μόνο ηθικά, τη φθείρει οικονομικά: μοιάζει με τον σκορπιό που τρώει την ίδια του την ουρά. Σ’ αυτό το περιβάλλον ίσως μπορούμε να μιλήσουμε για παρακμή όλων των δυνάμεων, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει μονοπολική τάξη πραγμάτων: αν η Ρωσία αποσυρθεί εξαντλημένη από την Ουκρανία -όχι «ηττημένη»: η ήττα είναι εντελώς απίθανη- και συνταχθεί με την Κίνα σε μέτωπο δικτατορίας, θα νοσταλγήσουμε τον «αμερικανικό αιώνα» που, αν και σημαδευόταν από την υπεροψία των ΗΠΑ, προϋπέθετε λίγο-πολύ τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη.