- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Guernica: Σαν σήμερα 26 Απριλίου 1937, βομβαρδίζεται από γερμανικά και ιταλικά αεροσκάφη στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου - Η καταστροφή και η φρίκη που αποτύπωσε ο Πικάσο στον διασημότερο πίνακά του
Τρεις ώρες και δεκαπέντε λεπτά.
Σε μια ολόκληρη ζωή θα ήταν ένας αναστεναγμός, μια φευγαλέα σκέψη, ένα χαμόγελο για μια γλυκιά ανάμνηση.
Την 26η Απριλίου του 1937 στην Γκερνίκα, ο ίδιος λειψός χρόνος ήταν άπειρος, ατέλειωτος. Φτιαγμένος μονάχα από τρόμο, θάνατο, φωτιά και καταστροφή.
Ήταν Δευτέρα, η ημέρα για το παζάρι στη μικρή αλλά εμβληματική κωμόπολη του εσωτερικού της επαρχίας της Βισκαΐας. Γύρω από την αγέρωχη βελανιδιά, το προγονικό σύμβολο της πόλης, στρωμένοι πάγκοι και λιγοστή κίνηση.
Οι επισκέπτες από τα γειτονικά χωριά είχαν φύγει νωρίς, η εντολή του δημάρχου ήταν να κλείσει η αγορά πριν το μεσημέρι υπό το φόβο της προέλασης των δυνάμεων του Στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο που κινούνταν δέκα χιλιόμετρα νοτιότερα.
Σκάρτες πέντε χιλιάδες ψυχές αριθμούσε τότε η Γκερνίκα, λόγω του ισπανικού εμφυλίου φιλοξενούσε και μερικές εκατοντάδες ρεπουμπλικανούς που κινούνταν από πόλη σε πόλη και χωριό σε χωριό. Αδύνατον να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των ανθρώπων που πατούσαν το χώμα της εκείνο το μεσημέρι.
Οι μικροπωλητές μαζεύουν την πραμάτεια, φυσάει ένας απαλός αέρας, κυριαρχεί μια εκκωφαντική σιωπή. Αυτό ήταν το συναίσθημα όταν ήχησε ο πρώτος συναγερμός από το καμπαναριό της εκκλησίας. Το ρολόι έδειχνε 16.30, η βελανιδιά κουνήθηκε, το έδαφος σείστηκε από τα ποδοβολητά. Οι περισσότεροι έτρεξαν στα πρόχειρα καταφύγια που είχαν ετοιμαστεί έναν χρόνο πριν, όταν βομβαρδίστηκαν το Οτσάντιο (Οτσαντιάνο στα καστιγιάνικα) και το Ντουράνγκο όπου χάθηκε η ζωή πολυάριθμων αμάχων.
Οι συναγερμοί, οι καμπάνες και οι σειρήνες δεν σταμάτησαν να ουρλιάζουν για τρεις ολόκληρες ώρες, καθ’ όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών από τα γερμανικά αεροπλάνα. Ήταν η άτυπη πρόβα για το ενδεχόμενο ενός ολοκληρωτικού πολέμου, το πρώτο παράδειγμα αυτού του είδους της επίθεσης. Οι πρώτες βόμβες χρησιμοποιήθηκαν για να τρομάξουν τον πληθυσμό, να τον αναγκάσουν να τρέξει ατάκτως προς τα καταφύγια, τα υπόγεια των σπιτιών, όπου μπορούσε. Ακολούθησαν τα κύματα των εκρηκτικών, οι ανατινάξεις και το δράμα ολοκληρώθηκε με τις σφαίρες από τα πολυβόλα των αεροσκαφών που πετούσαν χαμηλά και σκορπούσαν τον θάνατο.
Ο κληρικός και μετέπειτα πολιτικός Αλμπέρτο Οναϊντία τα θυμόταν πολύ καλά, ήταν αδύνατον να ξεχάσει. Όποιος αντικρίζει τη θηριωδία αδυνατεί να τη διαγράψει από τη μνήμη του. Δεν λάθεψε, δεν ήταν υπερβολική η μαρτυρία του. Τα αεροπλάνα της γερμανικής (Heinkel He111) και της ιταλικής (Savoia Marchetti S.M.79) αεροπορίας βομβάρδιζαν επί τρεις ώρες και ένα τέταρτο μεταξύ 16.30 και 19.45. Εναλλάσσονταν οι σχηματισμοί, ξεφορτώνονταν εκρηκτικές βόμβες, οι δυνάμεις προσπαθούσαν να εξοντώσουν κάθε έμβιο ον, κρυμμένο ή μη.
Κάποιοι τρέχουν προς τους αγρούς, προς την ύπαιθρο. Εκεί αναλαμβάνουν τα πυροβόλα. «Δαχτυλίδι της φωτιάς» ονομάστηκε η συγκεκριμένη τακτική από τον Διοικητή εκείνης της επιχείρησης, τον ξάδερφο του «Κόκκινου Βαρώνου», Βόλφραμ Φον Ρίχτχοφεν. Του άρεσε το παραμύθι με το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, βρήκε εξαιρετική την ιδέα να συνδεθούν το «Σκοτεινό Δάσος» και η τρομερή φυλή των νάνων του μεσαιωνικού πρωσικού έπους με τους βομβαρδισμούς.
Για εκείνον ήταν σαν το μαγικό Δαχτυλίδι που έδινε απόλυτη εξουσία στον κάτοχό του και το ποθούσαν Θεοί, Μοίρες, θνητοί, γίγαντες, νάνοι, κόρες του Ρήνου και Βαλκυρίες και ο Ρίχαρντ Βάγκνερ τού αφιέρωσε μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες στην ιστορία της μουσικής.
Την 26η Απριλίου το Δαχτυλίδι δεν το φόρεσε κανείς, ούτε η ίδια η Λεγεώνα του Κόνδορα του τρομακτικού Φον Ρίχτχόφεν. Τα τρία εργοστάσια όπλων της Γκερνίκα είχαν μείνει άθικτα, δεν αποκλείστηκε καμία στρατηγική οδός διαφυγής, τα κυβερνητικά κτήρια δεν καταστράφηκαν, η μικρή γέφυρα της πόλης, η «ρεντερία» έστεκε ακόμα περήφανα. Το σημαντικότερο, υπήρχαν επιζώντες. Στην πράξη, ήταν ένας άχρηστος βομβαρδισμός, μια αποτρόπαια επίθεση που στόχευσε μονάχα στον άμαχο πληθυσμό και την ίδια την πόλη.
Ίσως τελικά να ήταν ένα «πείραμα», μια «άσκηση» σε μια μέρα που σίγουρα δεν επελέγη τυχαία, διότι ήταν βέβαιο πως λόγω της λαϊκής αγοράς το πλήθος θα ήταν συγκεντρωμένο πέριξ του κέντρου, σε όλους τους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης.
Ήταν μια επίθεση που ξέσπασε ξαφνικά, μια καταδρομή χωρίς προηγούμενες αναγνωριστικές πτήσεις, χωρίς περιθώρια για αντίδραση. Αυτό ήταν το κύριο ζητούμενο. Ο θάνατος αμάχων, η καταστροφή μιας πόλης εν είδει «δοκιμής» για τις δράσεις που θα επαναλαμβάνονταν συχνά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Γκερνίκα συμβόλιζε την πτώση των ηθικών ορίων, την κατάλυση των κανόνων, το τέλος ενός ανοίκειου ιπποτισμού που ίσχυε στην πολεμική κουλτούρα του 19ου Αιώνα. Σημασία είχε να προωθηθεί ο ολοκληρωτικός πόλεμος, εκείνος χωρίς φραγμούς και κανόνες, εκείνος που εξοντώνει όχι μόνο τις ζωές των στρατιωτών που βαστούν τα όπλα, αλλά και των οικογενειών τους που περιμένουν στο χωριό, στο σπίτι.
Εκείνη η μικρή κωμόπολη στη Χώρα των Βάσκων κρίθηκε «στρατηγικής σημασίας» λόγω της θέσης της. Έπειτα διέθετε κι εκείνα τα τρία σημαντικά εργοστάσια όπλων που δυνητικά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε μελλοντικό χρόνο ο σύμμαχος Φράνκο. Σωστά. Τι δουλειά έχει ο Φράνκο;
Ο Στρατηγός αρνείτο την πατρότητα ή την ενεργό συμμετοχή στη σφαγή, απέκλειε το ενδεχόμενο εμπλοκής των Γερμανών και κατηγορούσε ανοικτά τις βασκικές οργανώσεις αυτονομιστών. Υπολόγιζε όμως δίχως τον νοτιοαφρικανικής καταγωγής Άγγλο ανταποκριτή των Times, Τζορτζ Στιρ, ο οποίος αποστέλλει το συγκλονιστικό κομμάτι του την επομένη του βομβαρδισμού στα κεντρικά του Λονδίνου. Το κείμενο δημοσιεύεται στις 28 Απριλίου και εκθέτει ανοιχτά τη γερμανική Πολεμική Αεροπορία.
Διαρρέει η απόρρητη έκθεση του Πιέτρο Πίνα, Αξιωματικού της ιταλικής Αεροπορίας στην οποία αναγράφεται ότι «η καταστροφή της Γκερνίκα, η οποία πραγματοποιήθηκε από γερμανικά και ιταλικά αεροσκάφη μας δίνει το μέτρο για όλα όσα μπορεί να κάνει μια απρόσμενη εναέρια επίθεση στο κέντρο μιας πόλης». Εκείνη την εποχή τον πάταγο τον προκαλούσαν μονάχα οι σοβαρές εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Τίποτε άλλο.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένοι επιζώντες της Λεγεώνας του Κόνδορα ομολόγησαν ότι συμμετείχαν σε μια επιχείρηση με στόχο μια γέφυρα που την έλεγαν «ρεντερία», αλλά οι δυνατοί άνεμοι εξέτρεψαν τις βόμβες στην παρακείμενη πόλη. Μια θεωρία παντελώς αβάσιμη, τόσο επειδή δεν φυσούσε άνεμος εκείνο το απόγευμα στη Γκερνίκα, όσο και λόγω των πολυβόλων. Καμία γέφυρα δεν ανατινάζεται με σφαίρες από πολυβόλα αεροπλάνων.
Μόνο στη Δίκη της Νυρεμβέργης αποδόθηκε η πραγματική διάσταση. Ο ιθύνων νους της Luftwaffe, ο φοβερός και τρομερός Χέρμαν Γκέρινγκ, παραδέχτηκε τελικά ότι η Γκερνίκα ήταν ένας χώρος αποδείξεων για τη γερμανική Πολεμική Αεροπορία. «Ήταν μια δυσάρεστη υπόθεση, εντάξει. Αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος άσκησης για να δοκιμάσουμε τα αεροπλάνα μας». Τόσο κυνικά, τόσο ανερυθρίαστα κι ας μην είχε ποτέ πρόσωπο η φρίκη.
Ο αριθμός των θυμάτων εκείνης της «δοκιμής» δεν εξακριβώθηκε ποτέ, δεν κατέστη ποτέ εφικτό, γιατί τα στοιχεία έκαναν λόγο για ένα απροσδιόριστο νούμερο μεταξύ 100 και 1600 νεκρών. Εικάζεται ότι τελικά έχασαν τη ζωή τους κάτι λιγότερο από 300 άμαχοι, γιατί την ημέρα δημοσίευσης του άρθρου των Times, τα στρατεύματα του Φράνκο εισέβαλαν στην πόλη και έκαψαν όλα τα έγγραφα, ακόμα και εκείνα που φυλάσσονταν στην Εκκλησία της Σάντα Μαρία. Υποκριτικά ωστόσο, φρόντισαν να αποτίσουν φόρο τιμής στα σύμβολα της βασκικής κουλτούρας, για να μην χάσουν την υποστήριξη του τμήματος του πληθυσμού που τους στήριζε.
Αυτή η φρικτή ιστορία έμεινε θαμμένη για δεκαετίες, χάθηκε στον κυκεώνα των πολλαπλών εκδοχών της, ο καθένας πίστευε εκείνο που εξυπηρετούσε την κοσμοθεωρία του. Εξιστορήθηκε δίχως λέξεις, χωρίς να χρειάζονται λόγια. Απεικονίσθηκε από την ιδιοφυΐα του Πάμπλο Πικάσο στο Παρίσι, όταν διάβασε στη Le Soir, την αναδημοσίευση του κειμένου του πολεμικού ανταποκριτή των Times.
Ξεκίνησε να ζωγραφίζει την Πρωτομαγιά του 1937, στις 3 Ιουνίου ο πίνακας είχε ολοκληρωθεί. Το σύμβολο της Ισπανίας, ένας ταύρος. Ένα πληγωμένο άλογο. Διαμελισμένα κορμιά και τέσσερεις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Είναι ίσως το πιο δυνατό έργο με αντιπολεμικό μήνυμα στην ιστορία, μια έκφραση της φρίκης στους θαμπούς τόνους του μαύρου, και του λευκού. Μια άχρωμη, άψυχη και τόσο φρικαλέα αποτύπωση της πραγματικότητας, στην οποία, ίσως, λάμπει ένα μικρό φως ελπίδας που διασώζεται απ’ το λαϊκό μύθο.
Λέγεται πως μετά την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι και κατά τη διάρκεια της αναζήτησης όλων των υπό κατάσχεση αριστουργημάτων τέχνης, ένας ανώτερος Αξιωματικός έβγαλε από την τσέπη της στολής του μια φωτογραφία και την έδειξε στον ίδιο τον Πικάσο.
«Εσύ ζωγράφισες αυτόν τον πίνακα;» ρώτησε ο Γερμανός.
«Όχι. Εσείς» απάντησε ο Πικάσο.
Η φωτογραφία απεικόνιζε τη Γκερνίκα.