Κοσμος

100 χρόνια από τον εμφύλιο πόλεμο στην Ιρλανδία

Οι Ιρλανδοί θυμούνται φέτος την έκρηξη του μίσους που σημάδεψε την ιστορία τους

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος: 100 χρόνια από τη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης και των πολέμιων της συνθήκης ειρήνης.

Πέρασαν 100 χρόνια από τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ιρλανδία, μια σύγκρουση που ακολούθησε τον Ιρλανδικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Από τη μια πλευρά ήταν η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ιρλανδίας —που στήριζε την Βρετανο-ιρλανδική συνθήκη— κι από την άλλη ήταν ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) εναντίον της Συνθήκης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση (η οποία ονομάστηκε «Ελεύθερο Κράτος» τον Δεκέμβριο του 1922) συμφωνούσε με τους όρους της συνθήκης, ενώ η αντιπολίτευση τη θεωρούσε προδοσία της Ιρλανδικής Δημοκρατίας η οποία είχε ανακηρυχθεί κατά την εξέγερση του Πάσχα του 1916. Πολλοί από τους μαχητές είχαν πολεμήσει μαζί εναντίον των Βρετανών στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (1919-1922) κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, είχαν διχαστεί μετά το τέλος αυτής της σύγκρουσης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη. Τελικά στον Εμφύλιο Πόλεμο νίκησαν οι υπέρ της Συνθήκης τους οποίους προμήθευαν με όπλα οι Βρετανοί. Η σύγκρουση άφησε την ιρλανδική κοινωνία διχασμένη και πικραμένη για τις επόμενες γενιές: σήμερα, δύο από τα πολιτικά κόμματα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, το Fine Gael και το Fianna Fáil είναι άμεσοι απόγονοι των αντίπαλων πλευρών του πολέμου.

Τι ακριβώς ήταν η επίμαχη συνθήκη που είχε υπογραφεί για τον τερματισμό του Ιρλανδικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας 1919-1921 μεταξύ της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και της Βρετανίας. Να σημειωθεί ότι 1921, η Βόρεια Ιρλανδία είχε προτεσταντική πλειοψηφία και ενώθηκε με την υπόλοιπη Βρετανία. Η Συνθήκη λοιπόν προέβλεπε αυτοδιοικούμενο ιρλανδικό κράτος, με δικό του στρατό και αστυνομία, αλλά αυτή την επιστροφή της Βόρειας Ιρλανδίας (έξι βορειοανατολικών κομητειών) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντί να δημιουργηθεί μια ενωμένη ανεξάρτητη δημοκρατία για την οποία είχαν πολεμήσει οι εθνικιστές, το ιρλανδικό ελεύθερο κράτος θα ήταν μια αυτόνομη επαρχία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με τον Βρετανό μονάρχη ως αρχηγό του κράτους όπως ήταν εκείνη την εποχή ο Καναδάς και η Αυστραλία. Μπροστά σε όλα αυτά, οι μαχητές της Ιρλανδικής Ανεξαρτησίας διασπάστηκαν και πρώην σύντροφοι όπως ο Μάικλ Κόλινς και ο Ίμον ντε Βαλέρα έγιναν θανάσιμοι εχθροί.

© Wikimedia Commons

Όταν το κοινοβούλιο της Ιρλανδικής Δημοκρατίας ενέκρινε οριακά τη βρετανο-ιρλανδική Συνθήκη με 64 ψήφους υπέρ και 57 κατά στις 7 Ιανουαρίου 1922, ο ντε Βαλέρα παραιτήθηκε και αμφισβήτησε το δικαίωμα του κοινοβουλίου να την εγκρίνει, λέγοντας ότι τα μέλη του παραβιάζουν τον όρκο τους στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Ακολούθησαν κάμποσοι μήνες ζυμώσεων, διαπραγματεύσεων και σύγχυσης. Στις γενικές εκλογές της 18ης Ιουνίου 1922 το κόμμα υπέρ της Συνθήκης κέρδισε με 239.193 ψήφους έναντι 133.864 του κόμματος που ήταν εναντίον, ενώ 247.226 άτομα ψήφισαν άλλα κόμματα, τα περισσότερα από τα οποία στήριζαν τη Συνθήκη. Οι 132.570 ψήφοι των Εργατικών ήταν διφορούμενες όσον αφορά τη Συνθήκη. Οι εκλογές έδειξαν ότι η πλειοψηφία του ιρλανδικού εκλογικού σώματος αποδεχόταν τη Συνθήκη και την ίδρυση του ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους, αλλά ο ντε Βαλέρα και το μεγαλύτερο μέρος του IRA συνέχισαν να αντιτίθενται σ’ αυτή. Εν τω μεταξύ, υπό την ηγεσία του Μάικλ Κόλινς και του Άρθουρ Γκρίφιθ, η Προσωρινή Κυβέρνηση υπέρ της Συνθήκης ανακήρυξε την ίδρυση του Ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους και οργάνωσε τον Εθνικό Στρατό — για να αντικαταστήσει τον IRA— καθώς και καινούργια αστυνομική δύναμη. Ωστόσο, δεδομένου ότι προβλεπόταν ότι ο νέος στρατός θα χτιζόταν γύρω από τον IRA, οι μονάδες του IRA κατά της Συνθήκης είχαν τη δυνατότητα να καταλάβουν τους βρετανικούς στρατώνες και να πάρουν τα όπλα τους. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι μέχρι το καλοκαίρι του 1922, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Νότιας Ιρλανδίας έλεγχε μόνο το Δουβλίνο και ορισμένες άλλες περιοχές όπως η κομητεία Longford όπου οι μονάδες του IRA υποστήριζαν τη Συνθήκη. Οι μάχες ξέσπασαν τελικά όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση προσπάθησε να επιβληθεί σε καλά οπλισμένες και αδιάλλακτες μονάδες του IRA — ιδιαίτερα σε μια ομάδα σκληροπυρηνικών στο Δουβλίνο.

Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού που με έναν αιχμάλωτο πολέμου του IRA © Wikimedia Commons

Έγινε μακελειό. Ο IRA ενεπλάκη σε πολιτικές δολοφονίες και απαγωγές Βρετανών και, κατά τη γνώμη του, «προδοτών». Η έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου ανάγκασε όλους τους Ιρλανδούς να επιλέξουν πλευρά: γίνονταν αναγκαστικές στρατολογήσεις, οι νεοσύλλεκτοι δεν είχαν στρατιωτική εμπειρία και πολλοί ένοπλοι άλλαζαν στρατόπεδο. Στο μεταξύ, ο ιρλανδικός λαός που είχε κουραστεί από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα διλήμματα: εθνικισμό και βρετανική εξάρτηση, αβασίλευτη δημοκρατία και συνταγματική μοναρχία, ένωση με τη Βόρεια Ιρλανδία ή διχοτόμηση, διαπραγματεύσεις ή αδιαλλαξία. Όταν ο Κόλινς σκοτώθηκε σε ενέδρα από «Ρεπουμπλικάνους» (κατά της Συνθήκης), κοντά στο σπίτι του στην κομητεία Κορκ, τον Αύγουστο του 1922 η ηγεσία του Εθνικού Στρατού απάντησε με έναν κύκλο αντιποίνων που σημάδεψαν βαθιά τους Ιρλανδούς. Οι «αντάρτες» του IRA έκαναν δολιοφθορές και εμπρησμούς καταστρέφοντας υποδομές και κατοικίες οπαδών της Συνθήκης. Τον Οκτώβριο του 1922, ο ντε Βαλέρα έστησε «Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση» χωρίς όμως εξουσία επί του πληθυσμού. Τότε τα πράγματα εξελίχθηκαν σε έκρηξη μίσους με την κυβέρνηση του Ελεύθερου Κράτος να εκτελεί «Ρεπουμπλικανούς» κρατουμένους και ο IRA —το κομμάτι που ήταν κατά της Συνθήκης— να δολοφονεί σε αντίποινα. Ακόμα και η Καθολική Εκκλησία στράφηκε εναντίον του IRA. Tον Φεβρουάριο του 1923, όταν ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών Liam Deasy συνελήφθη από τις δυνάμεις του Ελεύθερου Κράτους, κάλεσε τους αντάρτες να συνάψουν συμφωνία· ακόμα και ο ντε Βαλέρα ζήτησε κατάπαυση του πυρός, αλλά δεν εισακούστηκε. Όλη εκείνη την άνοιξη του 1923, γίνονταν αψιμαχίες και η επίσημη κυβέρνηση του Ελεύθερου Κράτους προκήρυξε εκλογές: στις 27 Αυγούστου 1923, το κόμμα υπέρ του Ελεύθερου Κράτους ήρθε πρώτο με περίπου 40% ενώ οι Ρεπουμπλικανοί, το κόμμα Sinn Féin, απέσπασε περίπου το 27% των ψήφων. Αλλά επικρατούσε πολιτική ανωμαλία: πολλοί από τους υποψηφίους και τους υποστηρικτές τους βρίσκονταν στη φυλακή· τον Οκτώβριο του 1923, 8.000 από τους 12.000 Ρεπουμπλικανούς κρατουμένους έκαναν απεργία πείνας που διήρκεσε 41 ημέρες. Μερικοί πέθαναν. Ο φόρος αίματος ήταν δυσανάλογος ως προς τον στόχο των Ιρλανδών να αποσπαστούν εντελώς από τη Βρετανία. Εξάλλου, ένα μέρος του IRA βάλθηκε να καίει ορφανοτροφεία που φιλοξενούσαν «προτεσταντόπουλα».

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο πολλοί προτεστάντες εγκατέλειψαν την Ιρλανδία. Aλλά τα προβλήματα δεν λύθηκαν: η χώρα είχε καταστραφεί οικονομικά και το μίσος μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών σημάδεψε την πολιτική και την καθημερινότητα των Ιρλανδών, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της χώρας που παραμένει μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου. Όπως συμβαίνει πάντοτε με τους εμφυλίους πολέμους, η εσωτερική σύγκρουση άφησε μια τραυματική κληρονομιά, η οποία συνεχίζει να επηρεάζει την ιρλανδική πολιτική μέχρι σήμερα. Τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα —το Fianna Fáil και το Fine Gael— είναι απόγονοι, αντιστοίχως των δυνάμεων κατά της Συνθήκης και των δυνάμεων υπέρ της Συνθήκης του 1922. Στη δεκαετία του 1970, σχεδόν όλοι οι εξέχοντες πολιτικοί της Ιρλανδίας ήταν βετεράνοι του Εμφυλίου Πολέμου, γεγονός που δηλητηρίασε τη σχέση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της Ιρλανδίας. Επιπλέον, πολλοί από αυτούς τους γιους και τις κόρες των βετεράνων έγιναν επίσης πολιτικοί, πράγμα που σημαίνει ότι οι προσωπικές πληγές του εμφυλίου πολέμου έγιναν αισθητές σε τρεις γενιές.

Μνημείο για τους στρατιώτες που εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις της Προσωρινής Κυβέρνησης στο Ballyseedy, στην κομητεία Kerry, σχεδιασμένο από τον Yann Goulet © Wikimedia Commons