Κοσμος

Χριστίνα Κατράκη: 22 ιστορίες για την Ουκρανία - Μέρος Α'

Η μυθιστορηματική ζωή μιας Ελληνίδας και της οικογένειάς της από την Ελλάδα στην Ουκρανία
Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ 866
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Χριστίνα Κατράκη: 22 ιστορίες για την Ουκρανία - Μέρος Α': Η ιστορία των Ελλήνων στην Ουκρανία

Η Χριστίνα Κατράκη, ιστορικός, συγγραφέας, καλλιτέχνιδα, πρέσβειρα του Ιδρύματος Sustainable Development Goals (Στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη) για τα Ηνωμένα Έθνη, είναι μια σπουδαία, σχεδόν μυθιστορηματική φιγούρα στην Ουκρανία. Το πρόσωπό της δεσπόζει στο Μνημείο της Ανεξαρτησίας, μια στήλη ύψους 62 μέτρων με ένα γλυπτό στην κορυφή που απεικονίζει μία νεαρή γυναίκα-σύμβολο της ανεξαρτησίας, στην πλατεία Μαϊντάν, την κεντρική πλατεία του Κιέβου. Ήταν εκείνη που χρησίμευε ως μοντέλο στον πατέρα της, τον διεθνούς φήμης γλύπτη Ανατόλι Κους Κατράκη, πρώτο ξάδερφο του Μάνου Κατράκη. Η κ. Κατράκη από την έναρξη της ρωσικής εισβολής παραμένει στην πατρίδα της για να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια μέσω της φιλανθρωπικής οργάνωσης FFUN SDG, ενώ φιλοξενείται συχνά από το BBC και πολλά διεθνή ΜΜΕ. Της ζητήσαμε να μας στείλει ένα κείμενο με αφορμή τον ένα χρόνο από την εισβολή στην Ουκρανία. Μας έστειλε το παρακάτω, με πολλές ιστορίες, κάποιες πραγματικά συγκλονιστικές.


Καθώς σκεφτόμουν τι ιστορίες να γράψω, ώστε το ελληνικό κοινό να κατανοήσει το βάθος του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, να αισθανθεί τι αντιμετωπίζουμε εγώ και η οικογένειά μου ως Έλληνες κάθε μέρα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να βοηθήσουμε χιλιάδες σε ανάγκη, και γιατί το κάνουμε, και κυρίως γιατί όλα αυτά πρέπει να έχουν σημασία για τον μέσο Έλληνα – έχω συνειδητοποιήσει ότι ο καλύτερος τρόπος για να πεις τις ιστορίες της «ελληνικής Ουκρανίας» είναι μέσα από το τραγούδι. Μέσα από τη μουσική που μπορεί να συνδεθεί κάθε Έλληνας. Γιατί εμείς οι Έλληνες, όπως ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη, χορεύουμε και τραγουδάμε όταν η καρδιά μας παίρνει φωτιά, όταν καμία λέξη δεν μπορεί να εκφράσει τον πόνο ή τη χαρά μας που είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Έχω δομήσει αυτό το άρθρο σαν ένα καλειδοσκόπιο, κάθε παράγραφος είναι μια ζωή, κάθε ιστορία είναι μια αίσθηση και κάθε στιγμή είναι μια αιωνιότητα με μια ματιά. Για τον πόλεμο του 2022 έχω 22 τραγούδια  ± σας προσφέρω την playlist μου με ζωές, ιστορίες και στιγμές στο χρόνο.

— Η αρχή —

1) Ο ήλιος
Soundtrack «Σε ψηλό βουνό» του Γιάννη Χαρούλη

Συνήθως δεν υπάρχει πρωινός ήλιος εδώ, ειδικά τον χειμώνα. Και ακόμη και το καλοκαίρι του πολέμου – το φως δεν είναι ποτέ το ίδιο, ποτέ όπως στην Ελλάδα. Σαν να θρηνεί κι ο ήλιος. Ξυπνάω στις 8 π.μ., ετοιμάζοντας τον 7χρονο Μάρκο μου για διαδικτυακό μάθημα (καθώς το σχολείο του υπέστη σοβαρές ζημιές από την επίθεση με ρωσικούς πυραύλους την Πρωτοχρονιά στο Κίεβο. Ο πύραυλος έπεσε ακριβώς απέναντι από το σχολείο του Μάρκου προκαλώντας ζημιές σε παράθυρα, θρανία, καρέκλες στην τάξη). Φτιάχνω καφέ – απαραίτητο φάρμακο για κάθε Έλληνα.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συχνά ξυπνάμε με την είδηση μιας ακόμα απώλειας, ενός άλλου φίλου που δεν είναι πια μαζί μας, ο πρωινός καφές έχει διαφορετική γεύση τώρα εδώ.

Βγαίνω έξω, ανεξάρτητα από το πού βρίσκομαι: στη βάση μας στα Καρπάθια ή στο Κίεβο στην αυλή μας, σε οποιοδήποτε μπαλκόνι στο ξενοδοχείο στον δρόμο κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μας για ανθρωπιστική αποστολή. Βάζω τα ακουστικά μου και ακούω το «Σε ψηλό βουνό». Διαλογίζομαι... Ευχαριστώ το σύμπαν για μία ακόμη μέρα ζωής, προσεύχομαι για την οικογένειά μου και παρακαλώ να μου δώσει εσωτερική γαλήνη και να δώσει δύναμη σε όλους μας να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο.

Συχνά δεν υπάρχει καθόλου ήλιος. Πίνω την πρώτη μου γουλιά καφέ στο χιόνι ή στη βροχή. Νοερά μεταμορφώνομαι, γίνομαι εκείνο το «χαράκι» (γεράκι), καθισμένο στην κορυφή του όρους Ίδη στην Κρήτη, κοιτάζοντας προς το μικρό χωριό Αμάρι από όπου καταγόταν ένας προπάππους μου. Και παρόλο που έχω φτερά, τα πόδια μου έχουν παγώσει και το βάρος αυτού του πάγου με τραβάει κάτω. Κοιτάζω ψηλά στον ουρανό, ξέρω ότι ο ήλιος είναι ακόμα εκεί έξω, ακόμα κι αν δεν τον βλέπω πίσω από τη χιονοθύελλα και το κρύο, πίσω από τα σύννεφα. Και για άλλη μια φορά ζητάω από τον ήλιο να λιώσει τα μέσα μου, να λιώσει την καρδιά μου, να λιώσει την ψυχή μου, να λιώσει τα φτερά και τα νύχια μου... για να νιώσω ξανά, να αγαπήσω, να πετάξω, να περπατήσω και να βοηθήσω αυτούς που έχουν ανάγκη. Για μία ακόμη μέρα, κάθε μέρα. Αυτό είναι το «πρωί μου στον πόλεμο».

— Το παρελθόν —

2) Η στέγη
Soundtrack «Θέλω να ξέρω ένα σπιτάκι» του Λεωνίδα Μπαλάφα

Η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε στο χωριό Stilla και Yanisol (τώρα Novoselivka) της περιοχής Starobeshevo του Ντονέτσκ της Ουκρανίας, αφού μετακόμισε από την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Ήταν όψιμοι έποικοι, αφού οι περισσότεροι Έλληνες που ζούσαν ήδη εκεί, μετατοπίστηκαν βίαια από τον ρωσικό στρατό του Σουβόροφ και της Μεγάλης Αικατερίνης πριν από αιώνες. Πολλοί πέθαναν τα πρώτα χρόνια στη στέπα, παγώνοντας ή πεθαίνοντας από τη δίψα. Τα σπίτια, τα οινοποιεία και οι καταπράσινοι κήποι τους στην Κριμαία καταλήφθηκαν από τους Ρώσους μετά από διαταγή της ρωσικής αυτοκρατορίας. Στην οικογένειά μου δόθηκε γη για να εγκατασταθεί στην καρδιά της τεράστιας στέπας του Ντόνετσκ. Εκεί, ανάμεσα σε πέτρινους λόφους, οι Έλληνες έχτισαν σπίτια, ανάμεσα σε άγονες στέπες έφτιαχναν καταπράσινους κήπους και έσκαψαν ακόμη και λίμνες, μία στη Σίλα και δύο στη Νοβσελίβκα. Οι Έλληνες δούλεψαν σκληρά, τα χωριά τους ήταν από τα πιο καθαρά και όμορφα στην περιοχή του Ντόνετσκ, με βαμμένα πέτρινα σπίτια κάτω από κεραμοσκεπές, με όμορφους φράχτες και ανθισμένους κήπους, καταπράσινους οπωρώνες και φάρμες γεμάτες πρόβατα, κατσίκες και πουλερικά.

Μετά ήρθαν οι Σοβιετικοί. Φέρνοντας μαζί τον τρόμο, την εθνοτική καταστροφή, τις εκτελέσεις, τις δύο λιμοκτονίες και τη γενοκτονία. Η οικογένειά μου επέζησε από την πείνα του 1933 απλώς και μόνο επειδή δεν είχε αρκετά χρήματα για την ωραία κεραμοσκεπή. Ναι, επέζησαν από τη ρωσική γενοκτονία επειδή ήταν φτωχοί. Τέτοια είναι η ειρωνεία της ζωής και του θανάτου. Ο προπάππους μου Γαβριήλ Κατράκης και η Μαριάννα Τασοπούλου μόλις είχαν εγκατασταθεί στο νεο-ιδρυθέν ελληνικό χωριό Novoselivka (σημαίνει νέος). Απέκτησαν 3 παιδιά: τη Λουκία, τον Γιάννη και τον παππού μου τον Βασίλη. Επιπλέον, έχουν υιοθετήσει τον γιο ενός ντόπιου τσαγκάρη, τον Σίμωνα, του οποίου οι γονείς εκτελέστηκαν από τους Ρώσους. Θυσίασαν τα πάντα για τα παιδιά τους για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Μαζί έχτισαν ένα σπίτι από τις πέτρες που μαζεύτηκαν από τους σκυθικούς τύμβους στο χωριό, δύο σκυθικά αγάλματα έγιναν πύλες στην είσοδο της μπροστινής αυλής. Μαζί φύτεψαν ένα περιβόλι και δούλεψαν τα χωράφια τους. Έσκαψαν ακόμα και δύο λίμνες και τις γέμισαν με ζωντανά ψάρια, γιατί για έναν Έλληνα ήταν αδιανόητο να ζει χωρίς νερό και να ψαρεύει, ακόμα και στη στέπα.

Ο ερχομός των Σοβιετικών δεν έμοιαζε καθόλου με τις αναφορές του Καζαντζάκη. Οι Έλληνες στο Ντονέτσκ εξορίστηκαν κατά χιλιάδες στο Καζακστάν για να χτίσουν πόλεις στην έρημο, το 70% από αυτούς πέθανε τον πρώτο χρόνο της εξορίας. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου οι Έλληνες, μαζί με άλλες «μη ρωσικές» μειονότητες, στάλθηκαν στις χειρότερες γραμμές του μετώπου, για να χρησιμοποιηθούν ως ανθρώπινη ασπίδα, οι περισσότεροι πέθαναν την ίδια μέρα. Άλλοι πυροβολήθηκαν από την KGB ως «μη αξιόπιστοι» μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν Ρώσοι, σε βαθμό που οι Έλληνες άρχισαν να κρύβουν την ταυτότητά τους, να αλλάζουν επώνυμα για να επιβιώσουν και να μπουν στα πανεπιστήμια (ο πατέρας μου πήρε το επίθετο Kushch). Μετά ήρθε η πείνα του 1933 και μια δεύτερη το 1947. Το Κρεμλίνο ενορχήστρωσε τη γενοκτονία κατά της Ουκρανίας και όσων ζούσαν εκεί. Ο στόχος ήταν να σκοτωθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, να καταστρέψουν το έθνος και το πνεύμα. Σχεδόν 4 εκ. πέθαναν από πείνα το 1933. Οι άνθρωποι τρελαίνονταν, έκαναν τα πάντα για να επιβιώσουν.

Λίγα χρόνια πριν από την πείνα ο Γαβριήλ και η Μαριάννα ολοκλήρωσαν το πέτρινο σπίτι τους. Το έβαψαν λευκό με μπλε ξύλινα παράθυρα και μια μεγάλη ξύλινη βεράντα, όλα φτιαγμένα σύμφωνα με την ελληνική παράδοση. Φύτεψε σταφύλια και λουλούδια, βασιλικό και μαϊντανό. Τα έκαναν όλα αλλά δεν είχαν λεφτά για την κόκκινη κεραμοσκεπή, που είχαν άλλοι Έλληνες. Προσέλαβαν έναν Ουκρανό εργάτη για να τους βοηθήσει να βάλουν στέγη από σανό, που μαζεύτηκε από το χωράφι τους με σιτάρι. Αυτές οι στέγες ήταν παραδοσιακές στην Ουκρανία, οι Ουκρανοί τις έλεγαν «στρίκχα» και συνήθως ήταν φτιαγμένες από σιτάρι ή καλάμια.

Όταν άρχισε η πείνα, οι Σοβιετικοί αφαίρεσαν όλα τα σιτηρά από τα χωριά, όλα τα βοοειδή και τα πουλερικά. Σύντομα δεν υπήρχαν άλλα σκυλιά και πουλιά στα χωριά και τις πόλεις. Ακόμα και φλοιούς από τα δέντρα έβραζε και έτρωγε ο κόσμος.

Δεν είχε μείνει τίποτα. Η οικογένειά μου επέζησε γιατί όλο τον χρόνο έβραζαν το σιτάρι από τη στέγη και έπιναν αυτόν τον ζωμό σίτου με τα 4 παιδιά τους. Μέχρι το τέλος του χρόνου δεν είχαν στέγη αλλά ήταν ζωντανοί. Εξαιτίας αυτής της φτωχικής στέγης επέζησε η κληρονομιά του Κατράκη. Πλούσιοι γείτονες πέθαναν, η οικογένειά μου έθαψε τα πτώματά τους καθώς λίγοι έμειναν ζωντανοί στο χωριό ή ήταν πολύ αδύναμοι για να μετακινηθούν. Μερικές φορές η φτώχεια είναι ευλογία και ο πλούτος κατάρα.

3) Η ιστορία της Λουκίας
Soundtrack «Μαύρα μου μάτια» του Βασίλη Σκουλά

Την ίδια φρικτή χρονιά του 1933, Ρώσοι έμπαιναν σε κάθε σπίτι αναζητώντας κρυμμένα σιτάρια. Το έπαιρναν με το ζόρι, το έστελναν πίσω στη Ρωσία, όπου επίτηδες θα σάπιζε, ενώ η Ουκρανία θα πέθαινε από την πείνα. Η μεγάλη μου θεία, Λουκία, ήταν από τις πιο όμορφες κοπέλες του χωριού. Ιστορίες για την εμφάνισή της ταξίδεψαν σε ολόκληρη την περιοχή του Starobeshevo. Είχε μεγάλα μαύρα μάτια, σαν δύο πυρακτωμένα κάρβουνα. Πριν από ένα χρόνο παντρεύτηκε έναν  Έλληνα της περιοχής. Μόλις είχε φέρει στον κόσμο ένα αγοράκι.

Όταν οι Ρώσοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι μας, η Λουκία ήταν μόνη με το νεογέννητο. Όλοι οι άλλοι ήταν στα καταναγκαστικά έργα στη σοβιετική αγροτική κολεκτίβα. Πριν από αυτό όλα τα βοοειδή και τα ιδιωτικά αγαθά είχαν αφαιρεθεί από τον πληθυσμό, όλοι έπρεπε να εργαστούν στις κολεκτίβες. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν για σιτηρά κρυμμένα στη στέγη και κάτω από το πάτωμα. Χρησιμοποιούσαν αιχμηρές ξιφολόγχες με τις οποίες τρυπούσαν το ταβάνι και το ξύλινο δάπεδο. Έστησαν τη Λουκία στον τοίχο και άρχισαν να τη ρωτούν πού είναι το σιτάρι, γιατί ένας από τους γείτονες είπε ότι το είχαμε κρύψει. Εκείνη αρνήθηκε, ήξερε ότι όλοι θα πέθαιναν αν έδειχνε το καταφύγιο. Άρπαξαν τον νεογέννητο γιο της και τον τρύπησαν με τη ξιφολόγχη ακριβώς μπροστά στα μάτια της.

Η Λουκία τυφλώθηκε από το σοκ. Συνέχισαν να τη ρωτούν, αλλά εκείνη δεν έβλεπε πια, δεν μπορούσε να τους δείξει... Κατέστρεψαν όλο το πάτωμα και τελικά βρήκαν μια μικρή στοίβα σιτηρών κάτω από τις σανίδες κοντά στο φούρνο. Τα έβγαλαν όλα και τα πήραν, αφήνοντας την τυφλή Λουκία με τον νεκρό νεογέννητο γιο της να κλαίει σαν άγριο θηρίο. Την ίδια χρονιά οι Ρώσοι σκότωσαν και τον σύζυγό της, ο οποίος αρνήθηκε να προδώσει την ελληνική πίστη του στον Θεό και να συμμετάσχει στο κόμμα.

Η Λουκία δεν ξαναβρήκε ποτέ την όρασή της. Και ακόμη και όταν έβγαινε έξω στη βεράντα, δεν μπορούσε να δει τον ήλιο ή το φεγγάρι, δεν μπορούσε να δει τον άντρα της ή το παιδί της... όλα αυτά που της άρπαξαν. Έγινε «αστινάρια», μια ντόπια μάντισσα που έκανε τον ιερό χορό ξυπόλητη στις φλεγόμενες διαδρομές την ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Προσευχόταν και θεράπευε τους ανθρώπους και μπορούσε να πει τη μοίρα τους. Και πάντα ήξερε πότε ήταν κάποιος στο δωμάτιο και πού βρίσκονταν όλα, παρόλο που δεν μπορούσε να δει, έστρωνε άψογα το τραπέζι μέχρι την ημέρα που πέθανε.

4) Η ιστορία του Γαβριήλ
Soundtrack «Φίλος και εχθρός» των Γιώργου & Νίκου Στρατάκη

Ο προπάππους μου ο Γαβριήλ δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς νερό, οπότε με τους τρεις γιους του ξέθαψε δύο λιμνούλες στη μέση της άγονης στέπας, πήγε στη Μαριούπολη για να αγοράσει ζωντανά ψάρια και γέμισε τις λιμνούλες. Έπειτα έφτιαξαν δίχτυα με το χέρι, έφτιαξαν μια βάρκα και προσποιούνταν λες και οι μικρές λιμνούλες ήταν λίμνη, ούτε καν λίμνη αλλά θάλασσα. Πριν πάει στα χωράφια την αυγή, ο Γαβριήλ πήγαινε στη λιμνούλα για να ψαρέψει με τη βάρκα του. Όταν ξυπνούσαν όλοι ερχόταν για πρωινό. Στο ηλιοβασίλεμα, όταν η δουλειά με τα πρόβατα και τον κήπο τελείωνε, επέστρεφε ξανά στο νερό πριν από το δείπνο. Αυτό ήταν το βασίλειο του. Το 1933 κατά τη διάρκεια του λιμού δεν έμεινε ψάρι στις λιμνούλες, οι άνθρωποι έτρωγαν τα πάντα. Η οικογένειά μου επέζησε βράζοντας τη δική της σιταρένια στέγη. Ο παππούς μου ο Βασίλης σπούδαζε και δούλευε στην ελληνική πόλη Starobeshevo, περίπου 10 χιλιόμετρα από το χωριό. Ήταν ένας νέος μηχανικός. Στο προσωπικό έδιναν μια μικρή μερίδα ψωμιού την ημέρα, ένα κομμάτι ανά άτομο. Ο παππούς μου ο Βασίλης έτρωγε το μισό και το υπόλοιπο το έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι. Μόλις μάζευε ένα μικρό σακουλάκι με ψωμί, γύρναγε στην οικογένειά του στο χωριό. Έφερνε αυτό το σακουλάκι με ξερό ψωμί ως το μεγαλύτερο δώρο.

Όταν τελείωσε ο λιμός, ο πατέρας του, ο Γαβριήλ, ήταν τόσο αδύναμος, που δεν μπορούσε καν να κουνηθεί. Η μητέρα του Μαριάννα πήρε ένα μικρό κομμάτι ψωμί, το έβρεξε και το έσπασε σε μικρά κομμάτια για να φάει από λίγο το κάθε παιδί. Ήξερε ότι αφού λιμοκτονούσαν για ένα χρόνο έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί και να τρώνε σιγά-σιγά, διαφορετικά θα πέθαιναν. Το στομάχι τους δεν ήταν πλέον συνηθισμένο στο φαγητό. Όταν ο Γαβριήλ είδε το ψωμί στο τραπέζι, τα μάτια του τρελάθηκαν – άρπαξε το ψωμί και έτρεξε στο δωμάτιό του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και άρχισε να τρώει. Ο παππούς μου με τα αδέρφια του χτυπούσαν και του φώναζαν αλλά εκείνος δεν απαντούσε. Τελικά οι γιοι έσπασαν την πόρτα μόνο και μόνο για να βρουν τον πατέρα τους νεκρό στο κρεβάτι του με κομμάτια ξερό ψωμί σκορπισμένα γύρω του. Το στομάχι του δεν άντεξε μετά από ένα χρόνο πείνας. Ο Γαβριήλ επέζησε της πείνας και της γενοκτονίας για να πεθάνει από ένα κομμάτι ψωμί. Ο παππούς μου ο Βασίλης πάντα κατηγορούσε τον εαυτό του για τον θάνατο του πατέρα του.

5) Μία μηλιά
Soundtrack «Είχα τον κήπο της Έδεμ» των Σωκράτη Μάλαμα & Θανάση Παπακωνσταντίνου

Η προγιαγιά μου Μαριάννα Τασοπούλου ήταν μια σοφή γυναίκα. Και ως τέτοια ήταν γνωστή σε όλη την περιοχή. Καταγόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια που είχε μετακομίσει από το Κατάκολο της Ηλείας, στην Κριμαία και μετά στο Ντονέτσκ, όπου εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό χωριό Στίλα. Ο πατέρας της είχε τις δικές του ψαρόβαρκες στην Κριμαία, η Μαριάννα διέθετε άλμπουμ με φωτογραφίες τους. Έλεγε: «Βλέπετε, πριν από τους Σοβιετικούς, είχαμε άλογα στα χωράφια, πολλά χωράφια. Ήταν δικά μας. Δουλεύαμε από την αυγή μέχρι το σούρουπο και είχαμε πλούσιους τρύγους, εκατοντάδες πρόβατα και καταπράσινους κήπους. Τιμούσαμε τους αγίους και μας τιμούσαν με τις ευλογίες τους. Ορισμένα άλογα τα χρησιμοποιούσαμε μόνο τις Κυριακές για να πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Ήταν όμορφα ζώα και ήταν μόνο για τον Θεό».

Όλα αυτά τα ζώα και όλα αυτά τα εδάφη τα άρπαξαν οι Σοβιετικοί. Ένα μικρό σπίτι είχε μείνει με λίγα πουλερικά και έναν κήπο με μια μηλιά μπροστά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, αρχές του ’50, οι Σοβιετικοί ανάγκασαν κάθε νοικοκυριό να πληρώνει για κάθε οπωροφόρο δέντρο, για κάθε μήλο και για κάθε αυγό. Περνούσαν από τα νοικοκυριά και έκαναν μια λίστα με τα δέντρα και τα ζώα. Εάν προσπαθούσαν να σκοτώσουν ένα ζώο ή να δηλητηριάσουν ένα δέντρο θα φυλακίζονταν. Η οικογένειά μου δεν μπορούσε πλέον να πληρώνει για τις μηλιές στους Σοβιετικούς.

Ένα πρωί η Μαριάννα σηκώθηκε πολύ νωρίς, πριν ξημερώσει. Ξύπνησε απαλά τον Ανατόλι, τον πατέρα μου, που τότε ήταν ένα μικρό αγόρι 6 ή 7 ετών. Του είπε ήρεμα: «Έλα να με βοηθήσεις». «Πού πάμε, γιαγιά;» «Τζζ, Τζίτα», του ψιθύρισε η Μαριάννα. Πήρε το φτυάρι και μαζί πήγαν στον κήπο. «Κοίτα, πρέπει να μετρήσεις πέντε βήματα και μετά να σκάψεις μέσα και να κόψεις τις ρίζες» εξήγησε στον Ανατόλι. Καθώς η Μαριάννα έκοβε απαλά τις ρίζες κάθε μηλιάς στον κήπο, ο Ανατόλι ήταν φρουρός για να μην τους δει κανείς. «Αν κόψεις δίπλα στο δέντρο, θα το δουν και το δέντρο θα πεθάνει γρήγορα. Αλλά αν κόψεις πέντε βήματα μακριά και το καλύψεις, δεν θα το βρουν ποτέ και το δέντρο θα μαραθεί αργά. Αλλά δεν θα υπάρξει σοδειά, δεν θα χρειαστεί να πληρώσουμε», εξήγησε στο αγόρι. Τα δέντρα πέθαναν σιγά-σιγά. Δεν υπήρχαν άλλα μήλα στον κήπο μας. Ο μικρός μας κήπος της Εδέμ δεν υπήρχε πια. Εκείνη τη χρονιά η οικογένεια δεν έπρεπε να πληρώσει για κάθε μήλο.

6) Ο άγγελος του θανάτου
Soundtrack «Μάνα μου Ελλάς» του Βασίλη Λέκκα

Ο Νικήτας Αγγέλου ήταν από το ελληνικό μας χωριό, το Yanisol (Novoselivka), στην περιοχή του Ντονέτσκ. Εγκαταστάθηκαν στο Starobeshevo, μια πόλη περίπου 10 χιλιόμετρα μακριά. Ο Νικήτας είχε μια κόρη την Παρασκευή Αγγέλου (αργότερα γνωστή ως Πασά Αγγελίνα). Η Παρασκευή έγινε αφοσιωμένη κομουνίστρια και μπήκε στο κόμμα. Δεν την ενδιέφεραν πλέον οι ελληνικές της ρίζες ή η εκκλησία στην οποία πήγαινε ο πατέρας της. Δεν την ένοιαζε πλέον ούτε το επίθετό της. Έκοψε κοντά τα μαλλιά της, συμπεριφερόταν σαν αγόρι και δημιούργησε τη δική της κολεκτίβα, μία ταξιαρχία με τρακτέρ, αποκλειστικά για γυναίκες. Συνέχισαν να οργώνουν ένα απότομο χωριό εκείνη την εποχή. Για αυτό της απονεμήθηκε δύο φορές το βραβείο «Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης» και έγινε βουλευτής του Σοβιετικού Κοινοβουλίου, ήταν ένα από τα λίγα άτομα που είχαν απευθείας τηλεφωνική σύνδεση με τον Στάλιν στο σπίτι της στη Μόσχα.

Κάποτε ο παππούς μου θυμήθηκε πως η Παρασκευή μαζί με τη μονάδα της πήγαν να οργώσουν τη γη του παλιού ελληνικού νεκροταφείου, όπου ήταν θαμμένοι και οι δικοί της πρόγονοι. Αναφώνησε περήφανα ότι δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον και ότι οι σταυροί δεν σημαίνουν τίποτα. Τρακτέρ όργωναν την ελληνική μνήμη, ένας σταυρός τη φορά. Οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν και παρακολουθούσαν πώς η πίστη, η μνήμη και η ταυτότητά τους οργώνονταν και καταστρέφονταν. Ένας γέρος καταράστηκε την Παρασκευή: «Δεν θα βρεις ευτυχισμένη ώρα, θα διψάσεις και δεν θα έχεις ποτέ αρκετό νερό για να σκοτώσεις τη δίψα μέσα σου. Θα σε κάψει από μέσα σαν κερί».

Τα λόγια του έγιναν πράξη, καθώς σε ηλικία 46 ετών, πέθανε μόνη σε ένα κρύο νοσοκομείο της Μόσχας, αφήνοντας πίσω της 4 παιδιά και έναν αλκοολικό σύζυγο που τον είχε χωρίσει. Οι ντόπιοι έλεγαν ότι πριν πεθάνει ζητούσε νερό, αλλά για κάποιο λόγο δεν ήταν κανείς εκεί για να της δώσει μία τελευταία γουλιά.

7) Πατέρας και γιος
Soundtrack «Να σταθώ στα πόδια μου» του Γιώργου Νικηφόρου Ζερβάκη

Η οικογένεια του συζύγου μου είναι από την περιοχή της Οδησσού. Είναι Βούλγαρο-Έλληνες, που μετακόμισαν από τη Βόρεια Ελλάδα κοντά στη Θεσσαλονίκη στη Βουλγαρία, σε ένα χωριό κοντά στη Βάρνα. Το οικογενειακό όνομα ήταν Κουγιουμτζής-Πελεβάνης. Από τη Βουλγαρία μετακόμισαν στην περιοχή της Οδησσού, στο χωριό Gorodne όπου τους παραχωρήθηκαν κτήματα για να εγκατασταθούν. Εκεί εγκαταστάθηκαν πολλοί Έλληνες και Βούλγαροι. Έχτισαν τα πέτρινα σπίτια τους με κεραμοσκεπές. Φύτεψαν μεγάλα περιβόλια, έφτιαξαν οινοποιεία και δούλεψαν τα χωράφια τους. Η οικογένεια είχε τεράστιες ποσότητες προβάτων και παρήγαγε τυρί, κρασί και κονσέρβες.

Ο μεγάλος θείος του άντρα μου ήταν ο Γιώργος Πελεβάνης. Έχτισε τη μικρή του Εδέμ, δουλεύοντας ακούραστα μέρα νύχτα. Έγινε ένας από τους μεγαλύτερους αγρότες του χωριού. Όλη του η οικογένεια δούλευε σαν καλολαδωμένο μηχάνημα για να έχει όλα τα καλά και να ζήσει. Το νοικοκυριό τους ήταν το καμάρι της κοινότητας. Μέχρι που ήρθαν οι Σοβιετικοί... Συνέλαβαν τον Γιώργο γιατί είχε κτηνοτροφία, οινοποιείο, χωράφια και κήπους – που φύτεψε και μεγάλωσε με τα χέρια του. Του αφαίρεσαν όλο το απόθεμα της ζωής του, τη γη του, το οινοποιείο του. Αφήνοντας πίσω ένα γυμνό σπίτι και την μπροστινή αυλή. Ο Γιώργος Πελεβάνης εξορίστηκε στα στρατόπεδα εργασίας της Σιβηρίας, απλώς και μόνο επειδή ήταν ένας σκληρά εργαζόμενος αγρότης που δούλεψε όλη του τη ζωή για να δημιουργήσει τον μικρό του κόσμο, το σπίτι του μακριά από το σπίτι του, για να δώσει ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά του.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, οι Σοβιετικοί ανακοίνωσαν ότι ένα άλλο μέλος της οικογένειας θα μπορούσε να αντικαταστήσει εκείνους που βρίσκονταν στα στρατόπεδα, ως ανταλλαγή. Ο μοναχογιός του Γιώργου, ο Γρηγόρης, αποφάσισε να γίνει αναπληρωτής κρατούμενος, για να τελειώσει τη ζωή του ο ηλικιωμένος πατέρας του όχι στα στρατόπεδα της Σιβηρίας αλλά στο σπίτι του και να πεθάνει στο κρεβάτι του, στο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του. Ήθελε να ταφεί ο πατέρας του στο Gorodne της Οδησσού στον οικογενειακό τους τάφο. Ήθελε τα εγγόνια να δουν τον παππού πριν πάει και όταν θα πέθαινε, να μπορούσαν τουλάχιστον να επισκεφτούν τον τάφο του.

Ο Γρηγόρης Πελεβάνης πήγε πρόθυμα στη Σιβηρία για να πάρει τη θέση του πατέρα του στο στρατόπεδο.

Ούτε ο Γρηγόρης ούτε ο Γιώργος επέστρεψαν ποτέ. Κανείς δεν ξέρει πού είναι θαμμένοι ή πώς τελείωσε η ζωή τους στην κρύα ερημιά της Σιβηρίας. Και πατέρας και γιος εξαφανίστηκαν μόνο και μόνο επειδή δούλεψαν σκληρά στη γη τους, για να χτίσουν ένα σπίτι μακριά από το σπίτι τους που θα μπορούσαν να το ονομάσουν «μικρή πατρίδα».

8) Κόκκινο κρασί
Soundtrack «Η μπαλάδα του κυρ-Μέντιου» του Νίκου Ξυλούρη

Ο Γιάννης Κουγιουμτζής ήταν παππούς του άντρα μου. Η οικογένειά του έφτασε επίσης στην Ουκρανία από τη βόρεια Ελλάδα και τη Βουλγαρία, και εγκαταστάθηκε επίσης στο χωριό Goorodne, στην περιοχή της Οδησσού. Όπως και άλλοι, πίστευε σε έναν «νέο κόσμο, νέα ανατολή, φωτεινότερο μέλλον» για όλους. Εκεί θα μπορούσε να είναι ο ιδιοκτήτης και κύριος της ζωής του, να χτίσει το δικό του σπίτι και να αναπτύξει το δικό του οινοποιείο. Το Goorodne πρόσφερε πλούσια γη για το οινοποιείο, γη για το απέραντο κοπάδι των προβάτων του.

Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Αναστασία Πελεβάνη και μαζί έχτισαν ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι. Μετά ήρθε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Γιάννης πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι του. Σε λίγο καιρό οι τοίχοι αντηχούσαν γέλια, καθώς απέκτησαν τρία παιδιά. Για αυτά συνέχισαν να χτίζουν, να μεγαλώνουν, να κάνουν περισσότερα. Ο Γιάννης παρήγαγε 8 τόνους κρασί ετησίως και είχε ένα κοπάδι με 50 πρόβατα. Έφτιαχνε το δικό του σουτζούκ και καβουρμά, ενώ το κόκκινο κρασί του ήταν φημισμένο, ερχόταν κόσμος από παντού για να το αγοράσει.

Ο Γιάννης έλεγε συχνά ότι τα είχε όλα εκτός από τη θάλασσα. Μεγάλωσε χωρίς αυτή και πάντα τη λαχταρούσε. Λάτρευε τη μυρωδιά, το αεράκι, αγαπούσε τον χειμώνα και τη βροχή, τη ζέστη του καλοκαιριού και το φθινοπωρινό ψιλόβροχο. Αγαπούσε τα ψάρια, όλα τα ψάρια αρκεί να έρθουν από τη θάλασσα. Το ποτάμι, η λίμνη δεν είχαν νόημα γι’ αυτόν. Η θάλασσα ήταν μέρος του DNA του, του ιερού του κώδικα, μέρος αυτού που σημαίνει να είσαι Κουγιουμτζής. Τα παιδιά του εγκαταστάθηκαν στην Οδησσό δίπλα στη θάλασσα. Ο Γιάννης ερχόταν να τους επισκεφτεί και να αισθανθεί τη θάλασσα. Μιλούσε στα κύματα, τα χτυπούσε απαλά με τη ραγισμένη παλάμη του αγρότη, έπλενε μέσα τους το καμένο από τον ήλιο πρόσωπό του... Και μετά, επέστρεφε στο Gorodne, πίσω στο περιβόλι του, στο οινοποιείο και στα πρόβατά του. Ήξερε ότι κάποτε θα έρθουν να ζήσουν εδώ, τα παιδιά του, τα παιδιά των παιδιών του και όχι μόνο. Για αυτούς έχτισε ένα άλλο σπίτι δίπλα στο παλιό, ένα μεγαλύτερο, με ευρύχωρα δωμάτια. Όταν έρχονταν τα εγγόνια για επίσκεψη, έτρεχαν παντού, η ορμητική γιαγιά Αναστασία προστάτευε την τάξη. Ακόμα και τα κοτόπουλα και οι γάτες τρέπονταν σε φυγή, όταν έβλεπαν την Αναστασία να περπατά – γι’ αυτήν όλα έπρεπε να είναι στη θέση τους και να τη γνωρίζουν. Ο Γιάννης ήταν ο αντίποδας της Αναστασίας, αυτός έβρισκε την τάξη στη φύση των πραγμάτων. Ωστόσο, μια ιερή τάξη που τους κρατούσε ενωμένους, έδεσε τις ζωές τους και τους κράτησε – μια κοινή ιδέα των ενωμένων συμπάντων, του κόσμου που είχαν δημιουργήσει μαζί. Η σειρά των πραγμάτων τους έλεγε ότι τα παιδιά θα αναλάβουν, θα χτίσουν πάνω σε αυτό, θα αναπτυχθούν περισσότερο – ήταν η σειρά των γονιών τους και όχι μόνο.

Όλα για αυτούς ήταν ο τόπος τους και η συνέχειά τους. Ωστόσο, τα παιδιά μετακινήθηκαν, η τάξη κατέρρευσε, ο χρόνος έκλεψε «τους παλιούς τρόπους». Έμειναν μόνοι για να αντιμετωπίσουν τη «νέα τάξη» της βίαιης δεκαετίας του 1990 στην πρώην Σοβιετική Ουκρανία. Οι νέοι μετανάστευσαν σε πόλεις και στο εξωτερικό αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Αφήνοντας ελληνικά και βουλγαρικά χωριά εγκαταλελειμμένα.

Κάποτε όμορφα σπίτια τώρα καταρρέουν, τα οινοποιεία σαπίζουν, τα χωράφια νοικιάζονται. Χωριά και πόλεις-φαντάσματα είναι διάσπαρτα στις στέπες της Οδησσού και του Ντονέτσκ. Ο προγονικός τους πολύτιμος κόσμος δεν υπάρχει πια. Ο Γιάννης και η Αναστασία έφυγαν από τη ζωή χωρίς να δουν τα παιδιά τους να αναλαμβάνουν εκείνα τον κόπο της αγάπης τους. Ίσως να έχουν πεθάνει από ένα σπασμένο όνειρο, μια διαλυμένη τάξη, μια ραγισμένη καρδιά.

Διαβάστε το δεύτερο μέρος ΕΔΩ