Κοσμος

Γιατί ο υπαρκτός σοσιαλισμός ταίριαζε στους Ρώσους

Υπάρχει «ρωσική ψυχή»; Ένα σχόλιο για τον ρωσικό εξαιρετισμό

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 865
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρωσία και υπαρκτός σοσιαλισμός: Η ρωσική νοοτροπία και ο διαχωρισμός από τη Δύση

Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 χαροποίησε τον δυτικό κόσμο ως νίκη του καπιταλισμού και της δημοκρατίας. Μερικοί ήμασταν επιφυλακτικοί: μα, ποιος μπορούσε να πιστεύει ότι μετά από αιώνες τσαρισμού και κομμουνισμού οι Ρώσοι θα ξεδίπλωναν τις δημοκρατικές τους αρετές; Όμως, το πνεύμα εκείνης της εποχής, θριαμβευτικό εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν άφηνε περιθώρια για ερωτηματικά: καινούργιες αγορές άνοιγαν· οι επενδυτικές ευκαιρίες αφθονούσαν. Οι ΗΠΑ δεν πολυενδιαφέρονταν για τη μετάβαση της Ρωσίας στη δημοκρατία· τους αρκούσε η φιλελευθεροποίηση της επιχειρηματικότητας.

Ωστόσο, δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν έχουμε τις ίδιες αξίες, ούτε αναγνωρίζουμε τις ίδιες ανάγκες για τον εαυτό μας και για τις κοινότητές μας. Σε μερικές χώρες, οι άνθρωποι, οι περισσότεροι άνθρωποι, είτε δεν κατανοούν τη φύση της δημοκρατίας, είτε δεν την επιθυμούν, είτε και τα δύο. Η ρωσική κλασική λογοτεχνία, από τον Γκόγκολ και τον Σαλτικόφ-Σεντρίν μέχρι τον Τολστόι και στον Ντοστογέφσκι, αναφέρεται συχνά, άλλοτε σαρδόνια, άλλοτε βαρύγδουπα, άλλοτε με τρόπο που φαίνεται σήμερα τεχνητός και τετριμμένος, στη «ρωσική ψυχή». Οι Ρώσοι πιστεύουν πραγματικά ότι μοιράζονται ένα σύνολο χαρακτηριστικών και πεποιθήσεων, το οποίο είναι αποτέλεσμα της γεωγραφίας τους, της ιστορίας τους, της λογοτεχνίας, της Ορθοδοξίας, των παραδόσεων, των εμπειριών τους από την καθημερινή ζωή, αλλά και κάποιου βαθύτερου, εγγενούς μυστηρίου. Με λίγα λόγια, όπως οι Αμερικανοί, και όπως οι Έλληνες, νιώθουν ότι διαφέρουν ριζικά από άλλους λαούς, ότι διακρίνονται από μια ιδιαίτερη, μοναδική, μορφή εξαιρετισμού.

Αυτή η κοινή ιδέα χτίζεται στη ζωή όλων των γενεών: οι Ρώσοι τείνουν να περνούν πολύ χρόνο μεταξύ τους, σχηματίζουν ομάδες και παρέες, και απολαμβάνουν αυτό που θεωρούν «ρωσική εμπειρία» το οποίο υποτίθεται ότι αδυνατούν να συλλάβουν οι, ας πούμε, κουτόφραγκοι. Η ρωσική εμπειρία σημαίνει βάσανα και χαρές στον υπερθετικό βαθμό: κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού σχετιζόταν με τις δυσκολίες της οικοδόμησης του συστήματος σε εχθρικό κλοιό, ενώ, από το 1991, σχετίζεται με την αναβίωση του ρωσικού πολιτισμού, όλων εκείνων των πραγμάτων στα οποία πίστευαν οι Ρώσοι πριν από την επανάσταση. Τι πίστευαν: πρωτίστως ότι, παρά τη φτώχεια, η Ρωσία δεν ήταν μόνο η μεγαλύτερη αλλά και η πιο μεγαλειώδης χώρα στον κόσμο, κι ότι ασκούσε ακαταμάχητη έλξη τόσο στους ίδιους όσο και σε ένα μεγάλο μέρος των λαών στο εξωτερικό. Αυτή η έλξη είχε, και έχει ακόμα, ένα στοιχείο φθόνου για τη ρωσική «αυθεντικότητα», για το ρωσικό αγροτικό παρελθόν, για το υπερθέαμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, για τα επιτεύγματα στις τέχνες, στις επιστήμες και στον αθλητισμό — για όλα όσα είναι, για τους Ρώσους, ένας εορτασμός του εξαιρετισμού τους. Για τον οποίον είναι φυσικά πάρα πολύ υπερήφανοι: στα μάτια τους, η Ρωσία δεν είναι ούτε Ευρώπη ούτε Ασία, αλλά ένας αρχαίος, ανεξάρτητος, μοναδικός πολιτισμός. Σ’ αυτή την πεποίθηση βασίστηκε η ρωσική πολιτική στον κόσμο, καθώς και η πολιτική του κόσμου απέναντι στη Ρωσία.

Η ρωσική νοοτροπία παρουσιάζει εκπληκτική ομοιομορφία και, καθώς καλλιεργείται από την εκάστοτε εξουσία, είναι ανθεκτική και αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Εξίσου παρόμοιες είναι οι μορφές συμπεριφοράς, οι ανθρώπινες αντιδράσεις: κατά κάποιον τρόπο, οι Ρώσοι είναι προβλέψιμοι· ανταποκρίνονται στα στερεότυπα. Ακόμα και μια κωμωδία όπως το ’’Love and Death’’ (ελλ. τίτλος «Ο ειρηνοποιός») του Γούντι Άλεν (1975), που σατίριζε τον ρωσικό εθνικό χαρακτήρα, μπορεί να είναι ακριβής: το ’’Love and Death’’ έδειχνε, για παράδειγμα, τη δυσπιστία των Ρώσων για την ευτυχία και την προθυμία τους να εντρυφήσουν, με πειστική ευγλωττία, σε θλιβερές σκέψεις και μελαγχολικά συναισθήματα. Υπάρχει όμως πλήθος αντιφάσεων: οι Ρώσοι πιστεύουν ότι οι ευρωπαϊκές δημοκρατικές συνθήκες είναι υπερβολικά «συστηματικές», αυστηρές και περιοριστικές — δεν σου επιτρέπουν, για παράδειγμα, να πίνεις δύο βοτκίτσες σε ώρα εργασίας. Παραλλήλως, ο ιδανικός ηγέτης για τη Ρωσία περιγράφεται συνήθως ως ένας σκληρός αλλά δίκαιος τσάρος, ένας πατέρας. Εξάλλου, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αναπτυχθεί συμβιωτικά στον κορμό της αενάως βασανιζόμενης Ρωσίας ένα στρώμα καλοπερασάκηδων κηφήνων που διαφέρει ποσοτικά, όχι ποιοτικά, από τους προνομιούχους της κάθε ιστορικής φάσης σ’ αυτή τη μεγάλη και ποικίλη χώρα.

Η ιδέα του «Παραπετάσματος» που περιέγραφε μετά το 1945 τον κόσμο του υπαρκτού σοσιαλισμού και τον διαχωρισμό του από τη Δύση είχε έννοια και πριν από τη Ρωσική Επανάσταση: η Ανατολή εμπνεόταν από το Βυζάντιο και, εκτός από τις ελίτ των μεγαλουπόλεων, δεν είχε συμμετάσχει στον δυτικό διαφωτισμό. Στη συνέχεια, η Ρωσική Επανάσταση, αν και συνέβη ακριβώς εξαιτίας αυτών των προ-νεωτερικών συνθηκών, επηρέασε ορισμένα προ-επαναστατικά χαρακτηριστικά, όπως, για παράδειγμα, τη μοιρολατρία, ενώ φαίνεται πως δεν κατάφερε να αποτρέψει άλλα: η αυθαιρεσία, η τάση για παράκαμψη των νόμων, η σιωπηλή αποδοχή της αδικίας, η καταφυγή στη μέθη συντηρήθηκαν στο πατερναλιστικό καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού. Άξιζαν άραγε στους Ρώσους οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις; Το ερώτημα εμμένει: Αξίζουν το σημερινό καθεστώς; Αυτό αξίζουν λοιπόν;

Το σίγουρο είναι ότι παρά τις μεγαλεπήβολες επαναστατικές προθέσεις για τη «δημιουργία του νέου ανθρώπου», οι Ρώσοι παρέμειναν εθνικιστές, ωχδεβαριεσιστές, επιρρεπείς σε βιαιοπραγίες, στη συνωμοσιολογία και στη μεταφυσική. Ο σοσιαλισμός απέτυχε παταγωδώς ως προς το οικουμενικό, διεθνιστικό του όραμα: η ξενοφοβία υπήρξε κινητήρια δύναμη της ρωσικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της μακράς και ταραγμένης ιστορίας της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Ο τρόμος της δυτικής επιρροής κάθε είδους σφράγισε τη ρωσική ιστορία και υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης, μια από τις δυσκολίες που εμπόδισαν τους Ρώσους να γίνουν αποδεκτό μέρος της παγκόσμιας οικογένειας των εθνών. Αν και με το πνεύμα της Glasnost —της διαφάνειας— ο Γκορμπατσόφ αποπειράθηκε να διαχειριστεί την ξενοφοβία στη Σοβιετική Ένωση, μετά τον Γέλτσιν η επιστροφή στις μέρες της ξενοφοβίας ήταν ξεκάθαρη και συνοδεύτηκε από έξαρση της βίας. Η βία εκδηλώθηκε τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας έναντι οποιουδήποτε φαινόταν, αν όχι «ξένος», τουλάχιστον «παράξενος»: στη Ρωσία ο εξτρεμισμός και ο ρατσισμός ανθούν και γίνονται ανεκτοί περισσότερο από αλλού — το ότι δεν πολυακούγονται οφείλεται στην παθητικότητα του ρωσικού κοινού. Η συζήτηση είναι μεγάλη, σημειώνω μονάχα ότι δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο με τόσους σκίνχεντς που, επιπλέον, έχουν στενούς δεσμούς με την αστυνομία.

Οι Ρώσοι, αν και η χώρα τους είναι τεράστια, ευνοήθηκαν λιγότερο από κάθε άλλο ευρωπαϊκό έθνος από τον γεωγραφικό παράγοντα: βρίσκονταν μακριά από τις εστίες του πολιτισμού· ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός πολιτισμός και αργότερα η μεσαιωνική Δύση δεν επηρέασαν τις ρωσικές μάζες. Εδώ, ο παγανισμός και η βαρβαρότητα επιβίωσαν μέχρι τους πρόσφατους αιώνες, περιέργως σε συνδυασμό με σπουδαία επιτεύγματα του ανθρώπινου μυαλού. Πραότητα και βαρβαρότητα, κομμουνισμός και ακραίος ατομικισμός, πανίσχυρο κράτος μαζί με την πιο ασθενική πολιτική συνείδηση, απουσία φυλετικού μίσους (τόσες πολλές διαφορετικές σοβιετικές δημοκρατίες) μαζί με πογκρόμ, θρησκευτική πνευματικότητα και άθλια δεισιδαιμονία, καθεστώς εργατών και κομματική απολυταρχία: όλες αυτές οι αντιφάσεις ήταν αποτέλεσμα μιας τέτοιας εκτίναξης της μυθικής αρχαιότητας και μιας τόσο επιμελούς απόκρυψης των σκοτεινών μυστικών του έθνους ώστε, για τον δυτικό παρατηρητή, η Ρωσία να γίνεται αιώνιο αίνιγμα.

Αυτό που συνέβη στους Ρώσους μετά το 1991 ήταν μια συμφορά που, δεδομένου του ήθους που είχε δημιουργηθεί, έμοιαζε αναπόφευκτη

Ο σοσιαλισμός ήταν καθησυχαστικός για τους Ρώσους. Τους πρόσφερε ασφάλεια, ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα αξιών, αρχών, ελέγχων και νόμων μαζί με τα παραθυράκια τους. Είχαν μάθει να ζουν κλεισμένοι στον κόσμο τους, αν και ένα μέρος του πληθυσμού είχε ανέκαθεν πρόσβαση σε δυτικές επιρροές τις οποίες λίγο-πολύ αποδεχόταν ως second best. Το καθεστώς μετά τον Στάλιν δεν επιβαρυνόταν από την καθημερινή τραγωδία που το σημάδεψε μέχρι το 1953 — οι Ρώσοι ζούσαν τη ζωή τους κουτσά στραβά όπως οι περισσότεροι λαοί. Πολλοί από δαύτους ήταν σχεδόν ευχαριστημένοι· άλλοι δεν είχαν ιδέα ότι υπήρχαν καλύτερες κοινωνίες· θεωρούσαν αναπόδραστη μοίρα τη γραφειοκρατία, την κομματική και εθνικιστική προπαγάνδα, την κοινωνική απομόνωση —ιδιαίτερα στον βορρά— τις καρκινογόνες βιομηχανικές πόλεις, τη διαφθορά. Η μεταρρύθμιση του Γκορμπατσόφ ίσως βελτίωνε τη ζωή τους μειώνοντας την ένταση όλων αυτών των φαινομένων. Αλλά αυτό που συνέβη στους Ρώσους μετά το 1991 —το ότι πάνω από το μισό του επίσημου ΑΕΠ της χώρας συγκεντρώθηκε στα χέρια των αφεντικών του υποκόσμου— ήταν μια συμφορά που, δεδομένου του ήθους που είχε δημιουργηθεί, έμοιαζε αναπόφευκτη. Αντί για «δημοκρατία», κάτι εντελώς άγνωστο στη Ρωσία, κάτι «ξένο» και «παράξενο», ο υπαρκτός σοσιαλισμός αντικαταστάθηκε από τον «γκανγκστερικό καπιταλισμό» — ειλικρινά, δεν υπήρχε κανείς λόγος να πανηγυρίζουμε.

Κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού, οι Ρώσοι ανέπτυξαν μια μορφή απελπισμένου χιούμορ που βασιζόταν στην παράδοση της ανθεκτικότητας, της έλλειψης πίστης σε προοπτικές βελτίωσης και της ανειλικρίνειας που καθρεφτιζόταν ανέκαθεν στις εμπορικές τους συναλλαγές — ήδη από την εποχή της Χανσεατικής Ένωσης η οποία δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει τους πονηρούς και ψεύτες Ρώσους. Οι Ρώσοι έδιναν ρεσιτάλ παρανομίας. Από την πλευρά της, η κοινή γνώμη στη Ρωσία πίστευε ότι η ανεντιμότητα των Ρώσων εμπόρων ήταν γελοία υπόθεση σε σύγκριση με τις κολοσσιαίες απάτες του δυτικού εμπορικού κόσμου. Αλλά, αν και οι Δυτικοί, οι Γερμανοί ας πούμε, σέβονταν υπερβολικά τους νόμους και τους συμβουλεύονταν προτού διαπράξουν οποιαδήποτε παρανομία, καταφέρνοντας γενικά να παραμείνουνστο πλαίσιο του νόμου, οι Ρώσοι συναλλάσσονταν με χοντροκομμένο τρόπο· δεν κάλυπταν τα ίχνη τους και έκαναν απάτες ακόμα και σε μικρά και ασήμαντα θέματα. Η σοβιετική εποχή δεν τους άλλαξε: το γεγονός ότι η ιδιοκτησία ήταν κοινή, ότι το καθεστώς περιφρόνησε ακόμα και την προσωπική ιδιοκτησία, τους έκανε αδιάφορους προς τα κοινόχρηστα αγαθά και επιπλέον μικροκλέφτες· κλέφτες του τίποτα. Και παρ’ όλ’ αυτά, δεν ζούσαν στη ζούγκλα στην οποία ζουν σήμερα· μάλιστα, η περεστρόικα υποσχόταν να αντιμετωπίσει πολλές πηγές κοινωνικής δυστυχίας από τις οποίες δεν εξαιρούνταν ούτε ο αλκοολισμός που σκότωνε έναν στους πέντε άνδρες στη Ρωσία.

Η χώρα έπινε για να αντέξει και διατελούσε σε διαρκές hangover: οι Ρώσοι, αν μπορώ να γενικεύσω, είναι ευαίσθητοι και έχουν συγχωρητική ιδιοσυγκρασία —εξού και η τάση τους προς την ανομία— με αποτέλεσμα να χρειάζονται παράγοντες αναισθητοποίησης. Αυτή η κουλτούρα τούς καθιστά εύπιστους έναντι της εξουσίας, ιδιαίτερα όταν ενσωματώνει παραδοσιακό ρωσικό machismo —ηρωισμό, επιθετικότητα, πατριωτισμό— και υποσχέσεις για υψηλότερο πεπρωμένο. Αυτό που θέλω να τονίσω εδώ είναι ότι οι Ρώσοι καθώς και οι κάτοικοι άλλων δημοκρατιών —Λευκορωσία, Ουζμπεκιστάν— δεν ήταν δυσαρεστημένοι από τον υπαρκτό σοσιαλισμό όσο ήμασταν εμείς, οι απέξω. Λιγοστοί είχαν αξιώσεις δυτικής δημοκρατίας· οι περισσότεροι πίστευαν ότι η κοινωνία τους ήταν καθόλα ανώτερη από τις δικές μας. Το ίδιο πιστεύουν και σήμερα: ωστόσο, αν και τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού κινητοποιούσαν εύκολα στα τεθωρακισμένα, δεν θα εμπλέκονταν σε πόλεμο εκμηδένισης όπως αυτός στην Ουκρανία.