Κοσμος

Ιδεολογίες και φιλοσοφίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής

Στο έκτο άρθρο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική η Σώτη Τριανταφύλλου αναλύει τα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα που την έχουν εμπνεύσει
Σώτη Τριανταφύλλου
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής - 6ο μέρος: Τα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα που έχουν εμπνεύσει την αμερικανή εξωτερική πολιτική.

Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ
Διαβάστε το τρίτο μέρος «Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός» ΕΔΩ
Διαβάστε το τέταρτο μέρος «Υπάρχουν δύο Αμερικές;» ΕΔΩ
Διαβάστε το πέμπτο μέρος «Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου» ΕΔΩ

Ήταν η μοίρα μας ως έθνους να μην έχουμε ιδεολογία, αλλά να είμαστε ιδεολογία - Richard Hofstandter, 1948

Για να εξετάσουμε τις ιδεολογίες που επηρεάζουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στο εσωτερικό των ιδεολογικών ρευμάτων στις ΗΠΑ. Ο εκλογικός δικομματισμός αποκρύπτει τη n ποικιλία των ιδεολογιών και συχνά, στα μάτια των Ευρωπαίων τουλάχιστον, δεν δικαιολογεί τις εσωτερικές συγκρούσεις που εκτυλίσσονται στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Αν και όπως παντού η θεμελιώδης ιδεολογική αντίθεση διαμορφώνεται γύρω από το δίπολο άτομο-κοινότητα ―δηλαδή από τις ιδεολογίες που προβάλλουν είτε τον ατομισμό είτε το κοινοτικό ιδεώδες― στο πολιτικό φάσμα υπάρχουν πλείστες αποχρώσεις· παρόμοιες με εκείνες στον υπόλοιπο κόσμο αλλά σε διαφορετικές δόσεις και με διαφορετικές ονομασίες. Ένα ακόμη στοιχείο που ίσως προκαλεί σύγχυση στον σημερινό μη Αμερικανό παρατηρητή είναι ότι πολλές από αυτές τις ονομασίες έχουν αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου· το σημαινόμενο έχει τροποποιηθεί. Οι όροι που εκφράζουν τις θέσεις του πολιτικού φάσματος είναι βεβαίως αριστερά-δεξιά, αλλά και liberals (Δημοκρατικοί, «προοδευτικοί»), μετριοπαθείς, συντηρητικοί, woke κτλ. Ο σύγχρονος αμερικανικός φιλελευθερισμός είναι στραμμένος προς τα αριστερά και έχει στόχο την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοινωνικών και πολιτικών, τον εξευγενισμό της ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς, καθώς και την ενίσχυση της προστασίας των αδυνάτων εκ μέρους των κυβερνήσεων και της κοινότητας. Οι liberals συνδυάζουν τον κοινωνικό προοδευτισμό με κάποιο βαθμό κρατικής παρέμβασης και ρυθμίσεων: συχνά, ως προς το εποικοδόμημα είναι «αριστεροί», ενώ στην εξωτερική πολιτική στηρίζουν αυτό που ονομάζουν διεθνικισμό —η έννοια περιέχει πλήθος αντιφάσεις και επιδέχεται μακρά συζήτηση. Από την άλλη πλευρά, ο αμερικανικός συντηρητισμός αναφέρεται συνήθως σε συνδυασμό οικονομικού φιλελευθερισμού και παραδοσιακών αξιών: ευνοεί τη μικρή κεντρική κυβέρνηση, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα και το χριστιανικό ήθος στα κοινωνικά ζητήματα. Στην εξωτερική πολιτική, οι συντηρητικοί διακρίνονται σε απομονωτιστές και σε «ιμπεριαλιστές» αν και φυσικά δεν αυτοχαρακτηρίζονται με τον δεύτερο όρο. Οι ιδεολογικές θέσεις ως προς την οικονομία και την κοινωνία αποκλίνουν ακόμα σε επίπεδο ατόμων: για παράδειγμα, ο Mίλτον Φρίντμαν ήταν κεντρώος στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεξιός-ελευθεριακός στα δημοσιονομικά. Οι ιδεολογίες των δύο μεγάλων κομμάτων παρουσιάζουν αλληλοεπικαλύψεις: στον αμερικανικό δικομματισμό συγκεντρώνονται όλες οι ιδεολογίες που απαντούν στον υπόλοιπο κόσμο, αν και ως ξεχωριστά άτομα οι Αμερικανοί μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται διαφορετικά από τους Ευρωπαίους.

Η αμερικανική δεξιά είναι πιο ευανάγνωστη από την αριστερά: περιλαμβάνει 1) τους φιλοεπιχειρηματικούς κύκλους που πιστεύουν στην πλήρη ελευθερία των επιχειρήσεων (χαμηλούς φόρους, ευκολία στις απολύσεις, εκμηδένιση του ρόλου των συνδικάτων). Αυτή η αντίληψη συνδέεται με τη νοσταλγία του πρώιμου καπιταλισμού, του απόλυτου laissez faire πριν από τους νάμους αντι-trust και βεβαίως πριν από το κραχ του 1929 το οποίο οδήγησε σε περιορισμούς και ελέγχους των επιχειρήσεων 2) τους θρησκευομένους «κοινωνικά συντηρητικούς» ―τη χριστιανική δεξιά― και 3) τους συντηρητικούς» σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά όχι «ελευθεριακούς» ως προς τον ρόλο της κυβέρνησης και του κράτους. Στο εσωτερικό της αριστεράς βρίσκουμε 1) τους κοσμικούς και ειρηνόφιλους liberals, 2) τους κοινωνικά συντηρητικούς Δημοκρατικούς του Νότου οι οποίοι έχουν στραφεί πλέον προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα με λαϊκιστική, όχι απαραιτήτως φιλοεπιχειρηματική, οπτική και 3) μεγάλο μέρος των μειονοτήτων που επιζητούν θετικές διακρίσεις. Στις μειονότητες συνωστίζονται «έγχρωμοι», γκέι, τρανς κτλ: εκτός του ότι η έννοια της μειονότητας έχει διευρυνθεί, λόγω των δημογραφικών αλλαγών, τείνει να συμπεριλάβει και τους «λευκούς» οι οποίοι εξελίσσονται σε μειοψηφία.

Πέρα από την απλή ανάλυση αριστερά-δεξιά, ο αριστερός κοινωνικός φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός, ο οικονομικός φιλελευθερισμός (οι libertarians) και ο λαϊκισμός είναι οι τέσσερις πιο συνηθισμένες αμερικανικές ιδεολογίες εξωτερικής πολιτικής και διοίκησης. Εννοείται ότι τα άτομα ασπάζονται κάθε ιδεολογία σε διαφορετικούς βαθμούς· δεν τίθεται ζήτημα συλλήβδην κομματικότητας όπως συμβαίνει σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Οι liberals και οι προοδευτικοί υποστηρίζουν παραδοσιακά τις πολιτικές ελευθερίες, τον κοινωνικό προοδευτισμό, τον πολιτιστικό πλουραλισμό και μια μεικτή οικονομία με κρατική παρέμβαση στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή, όπως τη δωρεάν παιδεία, τα επιδόματα και την υγειονομική περίθαλψη. Οι συντηρητικοί συνήθως υπερασπίζονται τις ιδρυτικές αμερικανικές αξίες από τις οποίες πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απομακρυνθεί: επιμένουν στο συνταγματικό δικαίωμα στην οπλοφορία και ζητούν λιγότερη κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία. Οι ελευθεριακοί, ως κλασικοί φιλελεύθεροι, απαιτούν πλήρη οικονομική ελευθερία και είναι δύσπιστοι ως προς την ικανότητα της κυβέρνησης να επιλύει προβλήματα. Οι μετριοπαθείς ενσωματώνουν στην προσωπική τους οπτική διαφορετικές πτυχές από τον φιλελευθερισμό και τον συντηρητισμό. Αν και λιγοστοί Αμερικανοί παραδέχονται ότι είναι «ακροαριστεροί» ή «ακροδεξιοί» ―οι περισσότεροι προσδιορίζονται είτε ως «μετριοπαθείς» είτε ως «κάπως» φιλελεύθεροι ή συντηρητικοί― ένα μέρος των liberals και ένα μέρος των Ρεπουμπλικανών μπορούν εύκολα να τοποθετηθούν στα πολιτικά άκρα: επηρεάζονται από θεωρητικούς των πολιτικών άκρων και χρησιμοποιούν ακραία ρητορική.

Τα μεγάλα γεγονότα και οι ιστορικές φάσεις επηρέασαν, αναπόφευκτα, τις θέσεις και το πρόσωπο των ιδεολογιών: η Μεγάλη Ύφεση, η ένταση με τη Σοβιετική Ένωση στον Ψυχρό Πόλεμο, τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα, η αντικουλτούρα των δεκαετιών 1960-1970, η απορρύθμιση της οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η τρομοκρατική απειλή του 21ου αιώνα άλλαξαν τα διεθνή δεδομένα δημιουργώντας καινούργιες κοινωνικές απαιτήσεις. Αν και συνολικά, η πλειονότητα των συντηρητικών ευνοεί φορολογικές περικοπές και άλλες πολιτικές laissez-faire με μειωμένη κυβερνητική παρέμβαση, αντιτέθηκε σε  ομοσπονδιακές αποφάσεις σχετικές με τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων, τις αμβλώσεις, τον έλεγχο των όπλων, τις δαπάνες τύπου κράτους προνοίας και τις κοσμικές ή αθεϊστικές τάσεις (για παράδειγμα, οι περισσότεροι συντηρητικοί-ελευθεριακοί επιμένουν στη διατήρηση της σχολικής προσευχής και στη διδασκαλία των θρησκευτικών). Με λίγα λόγια, επιζητούν «μικρό κράτος μακριά από τον πολίτη» και ταυτοχρόνως καλούν για περισσότερες απαγορεύσεις, για την παρέμβαση του Νόμου και της Τάξης στην ατομική ζωή. Παραλλήλως, οι συντηρητικοί τείνουν να ευνοούν τις δαπάνες εθνικής ασφάλειας, τη φυλετική αχρωματοψία ―αντιτίθενται στις ποσοστώσεις θετικής δράσης και θετικών διακρίσεων― ενώ στην εξωτερική πολιτική στηρίζουν την ιδέα της αμερικανικής εξαιρετικότητας ανεξαρτήτως σε ποια πρακτική οδηγεί.

Παρά τις διαβαθμίσεις, σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική οι ιδεολογίες διαμορφώνουν μια ρεπουμπλικανική-δεξιά στάση που περιλαμβάνει επίδειξη ισχύος και μια δημοκρατική-κεντροαριστερή που περιλαμβάνει, θεωρητικά τουλάχιστον, διεθνείς συνεργασίες και ανθρωπιστικές δράσεις. Αλλά, τα αρχέτυπα που χρησιμοποιούμε στις αμερικανικές σπουδές και στις σπουδές των διεθνών σχέσεων είναι, από τη φύση τους, σχηματικά. 

Ο Walter Russell Mead στο βιβλίο του “Special Providence”, (2002) [1] προσέγγισε και περιέγραψε τις πολιτικές θέσεις χρησιμοποιώντας ιστορικά πρόσωπα αντί για αφηρημένα μοντέλα, ενώ άλλοι αναλυτές έχουν χρησιμοποιήσει έννοιες όπως ρεαλισμός, ιδεαλισμός, συντηρητισμός, προοδευτισμός και προπάντων, απομονωτισμός και επεμβατισμός. Αν και όλοι αυτοί οι -ισμοί είναι γενικεύσεις που δεν μπορούν εκφράσουν με ακρίβεια την αμερικανική εξωτερική πολιτική, είναι δύσκολο να τις αποφύγουμε.

Ο Mead ανέλυσε τέσσερα αρχέτυπα ―το Hamiltonian, το Wilsonian, το Jeffersonian και το Jacksonian― το καθένα από τα οποία φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που περιγράφουν τις απόψεις και τη συμπεριφορά μιας προεδρίας. Αν και συνήθως αυτή η συμπεριφορά σημαδεύει μια εποχή που εκτείνεται πέραν της θητείας ενός και μοναδικού προέδρου, στην πραγματική ζωή οι ιστορικές προσωπικότητες δεν αντιστοιχούν απολύτως στην εικόνα που προβάλλει ο Mead: κατά κανόνα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνδυάζουν αυτά τα τέσσερα αρχέτυπα.

Oι Hamiltonians, που αναφέρονται στον Aλεξάντερ Χάμιλτον (1755 ή 1757–1804) ο οποίος θήτευσε ως υπουργός Οικονομικών επί Τζορτζ Ουάσιγκτον και ως υψηλόβαθμο στέλεχος του στρατού επί Τζον Άνταμς, προωθούν τη σύμπραξη μεγάλων επιχειρήσεων και κυβέρνησης, καθώς και μια εξωτερική πολιτική που να εξυπηρετεί επιχειρηματικούς και εμπορικούς σκοπούς. Με λίγα λόγια, οι Hamiltonians τείνουν να ενισχύουν το εμπόριο και τη θέση των αμερικανικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αγορές. Οι περισσότεροι αναλυτές τούς τοποθετούν στους ρεαλιστές, αλλά ο χαρακτηρισμός δεν λέει πολλά πράγματα: συνήθως, ρεαλιστές θεωρούνται οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που δεν έχουν αυταπάτες για την ανθρώπινη φύση και που παίρνουν αποφάσεις με βάση την ψυχρή λογική. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους στην Ευρώπη που δηλώνουν παρόμοια χαρακτηριστικά, οι Αμερικανοί Ηamiltonians διαμορφώνονται από τη συγκεκριμένη γεωπολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών: λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, οι ΗΠΑ δεν υφίστανται τις συνέπειες της εξωτερικής τους πολιτικής εκτός αν αυτή αφορά, για παράδειγμα, το Μεξικό ή τον Καναδά. Αντιθέτως, στην Ευρώπη, η εξωτερική πολιτική μιας χώρας επηρεάζει όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Καθώς οι Hamiltonians βλέπουν την πολιτική με εμπορικούς όρους, πιστεύουν στην θεμελιώδη αρχή ότι στον καπιταλισμό η ελεύθερη ανταλλαγή υποδηλώνει μια κατάσταση win-win. Δηλαδή, η  παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη μπορεί να αποβεί επωφελής για τους πάντες, όχι μόνο για τις ΗΠΑ ―αν κάνουν όλοι τα σωστά πράγματα ακολουθώντας το αμερικανικό υπόδειγμα. Παρ’ ολ’ αυτά, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όσοι προδιορίζονταν ως Hamiltonians δεν ευνοούσαν το ελεύθερο εμπόριο· ζητούσαν δασμούς και προτιμούσαν τις μερκαντιλιστικές εμπορικές πολιτικές. Μετά τον πόλεμο, όταν το ελεύθερο εμπόριο έγινε εργαλείο του Ψυχρού Πολέμου και οι ΗΠΑ ανεδείχθησαν σε οικονομική υπερδύναμη, οι Hamiltonians μετατράπηκαν σε υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου: το ιδεώδες τους είναι το άνοιγμα αγορών με σκοπό την επέκταση της αμερικανικής ισχύος και ευημερίας. Για τους Hamiltonians, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια σχεδόν τέλεια σύγκρουση ―οι πραγματικές μάχες ήταν σπάνιες αλλά οι στρατιωτικές δαπάνες στήριζαν τη βιομηχανία. Εν ολίγοις, οι Hamiltonians θέτουν ως πρωταρχικούς στόχους το εμπόριο και την οικονομική ανάπτυξη, με παράλληλη αποφυγή των πολέμων, εκτός αν είναι απαραίτητοι για το καλό της οικονομίας· είτε πρόκειται για τη διατήρηση των ανοιχτών ωκεανών, είτε για την εξασφάλιση κρίσιμων πρώτων υλών, είτε για την προστασία των αμερικανικών επενδύσεων. Ο κύριος ωφελούμενος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι ο επιχειρηματικός τομέας: αν το ελεύθερο εμπόριο ωφελεί τις επιχειρήσεις αλλά βλάπτει τους εργαζομένους, δεν πειράζει· οι Hamiltonians επιμένουν στο ελεύθερο εμπόριο.

Οι Jeffersonians είναι, ως επί το πλείστον, ελευθεριακοί απομονωτιστές, ενώ ταυτοχρόνως πιστεύουν, όπως και οι Wilsonians, ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν υιοθετούσε τις αμερικανικές αξίες. Επειδή όμως έχουν ελάχιστες προσδοκίες ότι θα κάνουν κάτι τέτοιο οι «διεφθαρμένοι» ξένοι, ο στόχος της εξωτερικής τους πολιτικής είναι να προστατεύσουν τις αξίες των ΗΠΑ από τις επιβλαβείς ξένες επιρροές. Οι Jeffersonians, που εμπνέονται από τον τρίτο πρόεδρο των ΗΠΑ Tόμας Τζέφερσον, ανησυχούν ότι οι Hamiltonians παραείναι πρόθυμοι να ευνοήσουν τον καπιταλισμό εις βάρος της δημοκρατίας και, αντίθετα από τους Hamiltonians (και τους Wilsonians) που πιστεύουν στην ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, θεωρούν την κυβέρνηση αναγκαίο κακό. Στην εξωτερική πολιτική αντιτίθενται στις επεμβάσεις και στους πολέμους, απορρίπτουν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και είναι μάλλον δύσπιστοι έναντι του καθεστώτος της υπερδύναμης. Φοβούνται ότι η ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου θα υπονομεύσει τις αμερικανικές πολιτικές ελευθερίες· επομένως, προτιμούν μια μικρότερη κυβέρνηση που να εστιάζει περισσότερο στην προάσπιση των αμερικανικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας και λιγότερο στην ενίσχυση του εμπορίου ή στη διάδοση της δημοκρατίας στο εξωτερικό. Oι Jeffersonians είναι αφοσιωμένοι στον αμερικανικό ρεπουμπλικανισμό, άρα αντιτίθενται στις αριστοκρατικές τάσεις και στη «διαφθορά» του χρήματος· και καθώς είναι προσκολλημένοι στην αρετή του απλού λαού δίνουν προτεραιότητα στον αγρότη, στο αρχέτυπο του Αμερικανού που δάμασε την άγρια φύση. Ο όρος Jeffersonians χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει την ηθική και πολιτική του Δημοκρατικού-Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που ίδρυσε ο Τζέφερσον ως αντιπολίτευση στο Ομοσπονδιακό Κόμμα του Aλεξάντερ Χάμιλτον: τότε, η Jeffersonian εξωτερική πολιτική βασιζόταν στην ιδέα ότι οι Αμερικανοί είχαν καθήκον να εγκαταστήσουν στον κόσμο την «Αυτοκρατορία της Ελευθερίας» αποφεύγοντας τις «διαπλοκές συμμαχιών». Εκείνη την εποχή, ως μεγαλύτερη απειλή θεωρούνταν η Βρετανία με τη μοναρχία της, την αριστοκρατία της και τις δόλιες επιχειρηματικές της μεθόδους: οι απειλές κατά τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές· υπήρχε κίνδυνος πειρατών, κίνδυνος Ινδιάνων και διακυβεύματα σχετικά με διεθνείς συμμαχίες ή συγκρούσεις, κυρίως με τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ισπανία.

Οι Jacksonians, που εμπνέονται από τον έβδομο πρόεδρο, τον Άντρου Τζάκσον (1767-1845), πιστεύουν ότι ο πιο σημαντικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής είναι η φυσική ασφάλεια και η οικονομική ευημερία του αμερικανικού λαού. Έτσι, αντιτίθενται στην προσέγγιση της Hamiltonian πολιτικής την οποία θεωρούν υπερβολικά πρόθυμη να στηρίξει τις επιχειρήσεις εις βάρος των Αμερικανών εργαζομένων. Παραλλήλως, οι Jacksonians θεωρούν κάπως αποκρουστική τη θέση του Wilson για τους πολέμους ηθικής τάξεως. Γιατί να θυσιάζουν οι ΗΠΑ τη ζωή Αμερικανών επειδή κάποιος δικτάτορας κακομεταχειρίζεται τους υπηκόους του; Οι Jacksonians μοιάζουν με τους Jeffersonians στο ότι αντιτίθενται στην ισχυρή κεντρική κυβέρνηση και στο ότι υποστηρίζουν την ευρεία δημοκρατία. Αυτό που διαχωρίζει τους Jacksonians από τους Jeffersonians είναι η έννοια της τιμής (honor) του έθνους, την οποία οι Αμερικανοί πρέπει να υπερασπίζονται με οποιοδήποτε κόστος: αν και γενικά οι Jacksonians αντιτίθενται στον πόλεμο, από τη στιγμή που ο πόλεμος κριθεί απαραίτητος, πρέπει να τελειώσει με άνευ όρων παράδοση του εχθρού. Οι περιορισμένοι πόλεμοι δεν ωφελούν: αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να εμπλακούν σε πόλεμο, ο εχθρός πρέπει να καταστραφεί. Με τα μάτια των Jacksonians η υπόθεση του Βιετνάμ και η υπόθεση του Αφγανιστάν ήταν πλήγματα στην τιμή του έθνους.

Οι Jacksonians είναι ίσως οι λιγότερο κατανοητοί από τα τέσσερα αρχέτυπα. Σε κάποιο βαθμό, αυτό οφείλεται στην έλλειψη πνευματικής παράδοσης· τα άλλα τρία αρχέτυπα έχουν πιο συγκεκριμένες φιλοσοφικές ρίζες. Οι Hamiltonians προέκυψαν από τους Βρετανούς συντηρητικούς· οι Jeffersonians ευθυγραμμίζονται με την ελευθεριακή ιδεολογία· οι Wilsonians προέρχονται από το προτεσταντικό ιεραποστολικό κίνημα, το Social Gospel. Οι Jacksonians θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι πιο λαϊκιστές, με ρίζες στους προτεστάντες Σκοτσέζους που εγκαταστάθηκαν αρχικά στις Καρολίνες και στη Βιρτζίνια και επεκτάθηκαν στη Δυτική Βιρτζίνια, στο Κεντάκι, στο Ιλινόι και στην Ιντιάνα. Αυτοί οι άνθρωποι έτειναν να βλέπουν τον εαυτό τους ως τάξη και δεν ζητούσαν από την αμερικανική κυβέρνηση τίποτα ιδεολογικό· ζητούσαν απλώς να στηρίξει την ομάδα τους και τους στόχους της: για παράδειγμα, δεν αντιτίθεντο στις κρατικές δαπάνες αυτές καθαυτές, αλλά ήθελαν να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες. Με την εκλογή του ως προέδρου το 1828, ο Τζάκσον άνοιξε τις πόρτες του Λευκού Οίκου καλωσορίζοντας χιλιάδες ψηφοφόρους του, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, σε μια ακατέργαστη και θορυβώδη εναρκτήρια γιορτή γεμάτη λασπωμένες γαλότσες και φτηνό ουίσκι. Το 1832, οργάνωσε εκστρατεία κατά της Δεύτερης Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών ―προδρόμου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας― ισχυριζόμενος ότι ήταν ένα σχέδιο των ελίτ και των πλουσίων να λεηλατήσουν τον λαό. Στη σημερινή εποχή, οι Jacksonians δεν αντιτίθενται στην κοινωνική ασφάλιση, η οποία βοηθά, για παράδειγμα, στη συνταξιοδότηση της μεσαίας τάξης, αντιτίθενται όμως στα κρατικά επιδόματα για τους αδρανείς φτωχούς. Όσο για τις εξωτερικές υποθέσεις, καθώς είναι «χωρικοί» στην ψυχή ―υπέρμαχοι της απλής ζωής χωρίς ιδεολογικές αναζητήσεις και με προτεραιότητα στην «τιμή»― ρέπουν προς την ακροσφαλή διπλωματία.

Οι Wilsonians είναι οι ιδεαλιστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Εξαιτίας της προτεσταντικής ιεραποστολικής τους παράδοσης, πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ έχουν ηθική υποχρέωση να διαδώσουν τις αμερικανικές δημοκρατικές και κοινωνικές αξίες στον κόσμο, με στόχο έναν ειρηνικό πλανήτη βασισμένο στο κράτος δικαίου. Ο ίδιος ο Γούντροου Γουίλσον (1856-1924), ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε μια σχεδόν θρησκευτική αντίληψη για τις αμερικανικές αξίες οι οποίες, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να διαδοθούν για να εκπολιτίσουν τον κόσμο. Έτσι, οι Wilsonians πιστεύουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι ένα εγχείρημα ηθικής: οι πόλεμοι πρέπει να διεξάγονται για την προώθηση της δημοκρατίας και για την προστασία των αθώων από τη βία και τις γενοκτονίες. Αυτή η υποχρέωση απαιτεί συχνά δυναμικές στρατιωτικές αποκρίσεις. Για μια μακρά περίοδο της αμερικανικής ιστορίας, η πολιτική του Wilson ευθυγραμμιζόταν με μια μορφή κυριαρχικού προτεσταντισμού: το κοινωνικό ευαγγέλιο της επίγειας βελτίωσης σήμαινε επίσης τη σωτηρία των ψυχών. Πράγμα που μας φέρνει στη μεσσιανική  αντίληψη του ρόλου των ΗΠΑ στον διεθνή χώρο με ό,τι επισύρει: σύμπλεγμα ανωτερότητας, συμπεριφορά RoboCop, στάση δήθεν θυσίας για το κοινό καλό.

Η πολιτική του Γουίλσον ήταν πιο σκληροπυρηνική από όσο παρουσιάζεται συνήθως. Οι Wilsonians πιστεύουν ότι, παρά τις ενδεχόμενες αντιστάσεις στο έργο του εκδημοκρατισμού και της διάδοσης του κράτους δικαίου, οι αμερικανικές αξίες, που είναι «ιδιαίτερες», που είναι εξαιρετικές, μπορούν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο αποτρέποντας τις συγκρούσεις. Η υπεράσπιση των αμερικανικών αξιών στην εξωτερική πολιτική είναι ο καλύτερος τρόπος υπεράσπισης των αμερικανικών συμφερόντων: κερδίζεις κάνοντας το καλό. Ορόσημο αυτής της αντίληψης για την εξωτερική πολιτική θεωρούνται τα Δεκατέσσερα Σημεία του Γουίλσον του 1918 για τον τερματισμό του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης. Ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριζε τότε την Κοινωνία των Εθνών εκδηλώνοντας μια μορφή φιλελεύθερου διεθνικισμού η οποία έδινε έμφαση στην αυτοδιάθεση των λαών, στην επέκταση της δημοκρατίας (χωρίς «εξαγωγή δημοκρατίας» όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα), στη διάδοση του καπιταλισμού και στη διεθνή πολυμέρεια. Γενικά μιλώντας, ήταν εναντίον του απομονωτισμού ―μια πολιτική που, έτσι κι αλλιώς, δεν εφαρμόστηκε ποτέ― και ευνοούσε την ανοιχτή διπλωματία, όχι τις μυστικές διεργασίες. Για μερικούς, ο φιλελεύθερος διεθνικισμός των Wilsonians ευνοεί τις ανθρωπιστικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο μιας εξωτερικής πολιτικής με προσεκτικά καθορισμένη και περιορισμένη χρήση βίας.

Ο Amos Perlmutter ορίζει τον Wilsonianism ως «φιλελεύθερο διεθνικισμό, σεβασμό της αυτοδιάθεσης των εθνών, μη επέμβαση, ανθρωπιστική παρέμβαση» με προσανατολισμό στη συλλογική ασφάλεια, την ανοιχτή διπλωματία, τον καπιταλισμό, την αμερικανική εξαιρετικότητα, τα ανοιχτά σύνορα και την αντίθεση στην επανάσταση [2]. Σίγουρα είναι ένας τρόπος να περιγράψουμε αυτό το αρχέτυπο, πιστεύω όμως ότι η «Wilsonian Στιγμή» ήταν ακριβώς μια «στιγμή» στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου ο αποικιοποιημένος κόσμος είχε αρχίσει να ελπίζει ότι η προπολεμική παγκόσμια τάξη πραγμάτων θα ανατρεπόταν: η Αίγυπτος, η Κορέα, η Κίνα και η Ινδία ήταν μεταξύ των χωρών που ερμήνευσαν τα Δεκατέσσερα Σημεία του Γούντροου Γουίλσον ως κάλεσμα πολιτικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας. Στον σύγχρονο κόσμο το να μιλάμε για «φιλελεύθερο διεθνικισμό» είναι σαν να χρυσώνουμε ένα πικρό χάπι. Τούτου λεχθέντος, συχνά, η εξωτερική πολιτική της Χίλαρι Κλίντον τοποθετείται στους Wilsonians, ενώ ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα ίσως ήταν πιο κοντά στους Jeffersonians― πιθανότατα, η Κλίντον ενθάρρυνε τον Ομπάμα να παρέμβει σε ζώνες συγκρούσεων που εκείνος θα προτιμούσε να αποφύγει. Ο Ντόναλντ Τραμπ μιλούσε σαν Jacksonian ―στην πραγματικότητα σαν τον γερουσιαστή Berzelius "Buzz" Windrip του Sinclair Lewis―[3] αλλά δεν είχε καμιά όρεξη ή ικανότητα να παρέμβει σε εξωτερικά ζητήματα: ο λαϊκισμός του αντιτίθετο στο κατεστημένο των διεθνών σχέσεων.

Βεβαίως, οι επιλογές των κυβερνήσεων και οι ταξινομήσεις εκ μέρους των αναλυτών υπαγορεύονται από τις συγκυρίες και τα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν τα σημερινά κόμματα. Στο πέρασμα των δεκαετιών, τόσο οι Ρεπουμπλικανοί όσο και οι Δημοκρατικοί έχουν μεταλλαχθεί, με τους νεοσυντηρητικούς να καταλαμβάνουν χώρο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. [4] Καθώς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κινείται προς τον λαϊκισμό [5] και το Δημοκρατικό προς τις ελίτ [6], η εξωτερική πολιτική ασκείται σε διάφορους συνδυασμούς οι οποίοι αποδεικνύουν τη σχηματικότητα των ιδεολογικών αρχετύπων. Στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν υπάρχουν Hamiltonians, Jeffersonians, Jacksonians και Wilsonians. Για παράδειγμα, ενώ η ιδεολογική βάση της εξωτερικής πολιτικής του Δημοκρατικού Κόμματος είναι ο σεβασμός της αυτοδιάθεσης των εθνών, συμβαδίζει με την αναγκαιότητα της ανθρωπιστικής βοήθειας η οποία καταλήγει μοιραία σε στρατιωτικές επεμβάσεις. Αν και οι Δημοκρατικοί τείνουν να πιστεύουν και να εφαρμόζουν πολιτική καρότου ―ήπια ισχύ, smart power [7]― ενώ οι Ρεπουμπλικανοί τείνουν προς την πολιτική του μπαστουνιού, στην πράξη η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ χωρίζεται μάλλον σε χρονικές περιόδους που σχετίζονται με τη δική τους ιστορία, παρά σε ιδεολογικές εφαρμογές: στα πρώτα εκατό χρόνια της ιστορίας τους είχε στόχο την ανεξαρτησία και την εδαφική επέκταση, ενώ η ιδεολογική της βάση ήταν η πίστη στο εθνικό πεπρωμένο και στο διεθνές εμπόριο. Καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της ιστορίας, τα ιδεολογικά οράματα συνδυάζονταν με τη διεκδίκηση εδαφών, με τα εμπορικά συμφέροντα και με τους φόβους για την ασφάλεια. Από τη σκοπιά του παρόντος, η αμερικανική εξωτερική πολιτική στον 18ο και 19ο αιώνα εμφανίζεται σχετικά αδρανής και απομονωτική ―δεν ήταν· απλώς, σε σύγκριση με την παγκόσμια εμβέλεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και αργότερα, οι ΗΠΑ φαίνονταν να περιορίζονται στην αμερικανική ήπειρο. Όσο για το Δόγμα Μonroe, είχε στόχο να κρατήσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις μακριά από τις ΗΠΑ, όχι τις ΗΠΑ μακριά από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι κι αλλιώς, οι εμπειρίες της πρώιμης δημοκρατίας συνέβαλαν στην ιδεολογική προοπτική με την οποία οι Αμερικανοί έμαθαν να βλέπουν τον κόσμο στον 20ό και στον 21ο αιώνα.

1. Mead, WR (2002), Special Providence: American Foreign Policy and How it Changed the World, ΝΥ, Routledge.

2. Βλ. Making the World Safe for Democracy: A Century of Wilsonianism and Its Totalitarian Challengers, University of North Carolina Press (November 9, 2000)

3. Στο μυθιστόρημα “It Can't Happen Here” (1935), ο Sinclair Lewis περιγράφει την άνοδο ενός Αμερικανού δικτάτορα που μοιάζει με τον Χίτλερ. Ο Berzelius "Buzz" Windrip κατεβαίνει στις εκλογές με λαϊκιστική ατζέντα υπέρ του «ξεχασμένου μικρού ανθρώπου» κι όταν εκλέγεται επιβάλλει δικτατορία. Tα liberal MME παρουσίασαν τον Ντόναλντ Τραμπ ως τον σύγχρονο Windrip.

4. Ο αμερικανικός δικομματισμός είναι ένα εκλογικό σχήμα. Στην πραγματικότητα, όπως σε όλες τις χώρες με κοινοβουλευτικά συστήματα, υπάρχει πολυκομματισμός. Ελευθεριακοί συντηρητικοί απομονωτιστές, νεοσυντηρητικοί που ευνοούν την παρεμβατική εξωτερική πολιτική για την εξαγωγή της δημοκρατίας με μονομερή στρατιωτική δράση όταν πιστεύουν ότι εξυπηρετεί έναν ηθικά έγκυρο σκοπό (όπως η διάδοση της δημοκρατίας), παλαιοσυντηρητικοί τονίζουν την παράδοση, τον πατερναλισμό, την ιουδαιο-χριστιανική ηθική, τον τοπικισμό και τον εθνικισμό. Ως προς την εξωτερική πολιτική, οι τελευταίοι είναι τυπικά οικονομικοί εθνικιστές, που ευνοούν μια προστατευτική πολιτική στο διεθνές εμπόριο και αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση, θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό απομονωτιστές. Ο παλαιοσυντηρητισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες συνδέεται επίσης στενά με τον δεξιό λαϊκισμό. Το κίνημα Tea Party είναι επαρχιωτικό, δημοσιονομικά συντηρητικό πολιτικό κίνημα στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με αίτημα χαμηλότερους φόρους και μείωση του εθνικού χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών και του ελλείμματος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών. Πρόκειται για λαϊκιστικό συνταγματικό κίνημα που αναφέρεται στο Boston Tea Party της 16ης Δεκεμβρίου 1773, ένα ορόσημο για την έναρξη της Αμερικανικής Επανάστασης. Οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί θυμίζουν τους Χριστιανοδημοκράτες στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί είναι γενικά φιλελεύθεροι διεθνικιστές που προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα· είναι υπέρ της δημοσιονομικής ευθύνης, της ισχυρής εθνικής άμυνας και της υπέρβασης των κομματικών γραμμών προκειμένου να γίνουν τα πράγματα που πρέπει να γίνουν για τον αμερικανικό λαό.

5. Η ανάλυση του αμερικανικού λαϊκισμού ξεπερνάει τις προθέσεις αυτής της σειράς άρθρων, κυρίως επειδή δεν συνεπάγεται κάποιο συγκεκριμένο σχήμα εξωτερικής πολιτικής. Όπως παντού, τα χαρακτηριστικά του είναι η εχθρότητα προς τις ελίτ και προς τους διανοουμένους. Από τον 19ο αιώνα στον χώρο του αμερικανικού λαϊκισμού συνωστίζονται το βραχύβιο και μάλλον αποτυχημένο Populist Party, o Andrew Jackson, πολιτικοί σαν τον William Jennings Bryan (μεταξύ άλλων, υπουργός Εξωτερικών υπό τον Woodrow Wilson, γνωστός και ως παλικάρι του λαού), ρατσιστές του Νότου σαν τον George Wallace, γραφικοί δημαγωγοί σαν τον Heuy Long (κυβερνήτης της Λουιζιάνα το 1928–32 και γερουσιαστής το 1932-35 γνωστός κι από το σύνθημά του «κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς»), σαν τον Ross Perot, τη Sara Palin και τον Donald Trump, αλλά κι από την αριστερά σαν τον Bernie Sanders ή την Εlizabeth Warren. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι μάλλον το ότι επικεντρώνονται στη δική τους βάση υποστηρικτών απαξιώνοντας όσους διαφωνούν με αποτέλεσμα να γίνονται διχαστικοί. Ο Lincoln, που δεν ήταν λαϊκιστής, αντιτάχθηκε σθεναρά στο λαϊκιστικό κίνημα "Know Nothing" που προσπαθούσε να περιορίσει τη μετανάστευση στην εποχή του, αλλά ως πρόεδρος ήταν ενωτικός.

6. Αυτή η μετακίνηση καταλήγει στην προσχώρηση των Δημοκρατικών του Νότου, των Blue Dog Democrats στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα που ήταν και είναι ο φυσικός τους χώρος. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1865, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ευνόησαν οι Μαύροι Αμερικανοί. Αυτή η τάση άρχισε να αλλάζει σταδιακά στη δεκαετία του 1930, με τα προγράμματα New Deal του Franklin D. Roosevelt που ανακούφισαν οικονομικά όλες τις μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Μαύρων Αμερικανών και των Ισπανοφώνων. Η στήριξη στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στη δεκαετία του 1960 από τους Δημοκρατικούς προέδρους John F. Kennedy και Lyndon B. Johnson βοήθησε στην επέκταση της δημοτικότητας των Δημοκρατικών στις αφροαμερικανικές κοινότητες και στον περιορισμό της στις κοινότητες των λευκών του Νότου. Όσο για τους Ισπανοφώνους μετακινούνται επίσης προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

7. Ο προοδευτικός ρεαλισμός είναι ένα παράδειγμα αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που έγινε σε μεγάλο βαθμό δημοφιλές από τον Robert Wright το 2006 [1], το οποίο επικεντρώνεται στην παραγωγή μετρήσιμων αποτελεσμάτων για την επιδίωξη ευρέως υποστηριζόμενων στόχων. [2] Υποστηρίζει ισχυρότερους διεθνείς θεσμούς, το ελεύθερο εμπόριο και τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ. [3] Οι πεποιθήσεις των προοδευτικών ρεαλιστών έρχονται σε πλήρη αντίθεση με εκείνες των νεοσυντηρητικών. Σε αντίθεση με τους νεοσυντηρητικούς, οι προοδευτικοί ρεαλιστές υπογραμμίζουν τη σημασία της ισχυρής συμμετοχής στα Ηνωμένα Έθνη και της συναίνεσης στο διεθνές δίκαιο. Πιστεύουν ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση , το περιβάλλον και η παγκόσμια ασφάλεια κάνουν τη διεθνή διακυβέρνηση να εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Η πολιτική τονίζει την ανάγκη να μετατραπεί η «σκληρή» στρατιωτική δύναμη και η «ήπια» ελκυστική δύναμη σε «έξυπνη» δύναμη.