- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τζόζεφ ΜακΓκάουαν: Ο βιαστής και δολοφόνος καθηγητής
Η σύλληψη ενός βίαιου «κατά συρροή δολοφόνου στα σκαριά»
Τζόζεφ ΜακΓκάουαν: Η δολοφονία της 7χρονης Τζόαν Ντ’ Αλεσάντρο και ο αγώνας της μητέρας της που άλλαξε τη νομοθεσία για τους δολοφόνους παιδιών
Ο Τζόζεφ ΜακΓκάουαν, πρώην καθηγητής Χημείας, που βίασε και σκότωσε βίαια ένα επτάχρονο κορίτσι το 1973 και εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης -αλλά θα είχε την ευκαιρία να αποφυλακισθεί υπό όρους το 2025- πέθανε στη φυλακή τον Ιούνιο του 2021. Είχε επιχειρήσει δυο φορές, μάταια, να πείσει την επιτροπή αποφυλακίσεων ότι ήταν έτοιμος να επανενταχθεί στην κοινωνία.
«Ο ΜακΓκάουαν δεν ήταν παιδόφιλος. Θα σκότωνε οποιαδήποτε έβλεπε μπροστά του εκείνη τη μέρα, είτε ένα κορίτσι 7 ετών είτε μια 70χρονη γυναίκα», διευκρινίζει ο προφάιλερ του FBI Τζον Ντάγκλας, ο οποίος είχε πάρει συνέντευξη από τον δράστη και είχε καταθέσει στην επιτροπή αποφυλακίσεων, αποτρέποντας την αποφυλάκισή του.
Η Τζοάν Ντ’ Αλεσάντρο εξαφανίστηκε στις 2.45 μμ, Μεγάλη Πέμπτη του 1973, αφού έφυγε από το σπίτι της στο Χιλσντέιλ του Νιου Τζέρσεϊ -έναν νέο τότε αστικό οικισμό εύπορων κατοίκων. Η 33χρονη μητέρα της, Ρόζμαρι, είπε στην αστυνομία ότι τα τελευταία λόγια που άκουσε από την κόρη της ήταν: «Αντίο, μαμά. Επιστρέφω αμέσως». Η Τζοάν είχε βγει για να δώσει δύο κουτιά μπισκότα στη γειτονιά, όπως όλες οι Προσκοπίνες -ήταν μέλος προσκοπικής οργάνωσης μικρών κοριτσιών. Όταν δεν επέστρεψε, οι γονείς δήλωσαν την εξαφάνισή της κι εκατοντάδες αστυνομικοί κι εθελοντές από δώδεκα κοινότητες της κομητείας Μπέργκεν άρχισαν να ψάχνουν κάθε σπίτι και κάθε αυλή στην πόλη των 12.000 κατοίκων και στα περίχωρά της, ως το βράδυ.
Στις 22 Απριλίου 1973, Κυριακή του Πάσχα, το πτώμα της 7χρονης Τζοάν Ντ’ Αλεσάντρο ανακαλύφθηκε σε μια δασώδη περιοχή κοντά σε πολιτειακό πάρκο της Νέας Υόρκης. Ο υπεύθυνος του Πάρκου Χάριμαν έλαβε ένα αίτημα -με βάση πληροφορίες που δεν αποκάλυψε- για έρευνα σε μια περιοχή του Πάρκου. Το αίτημα, που ελήφθη λίγο μετά το μεσημέρι, προερχόταν από το γραφείο της Εισαγγελίας της κομητείας Μπέργκεν. Ένας αρχιφύλακας κι έξι αστυφύλακες στάλθηκαν στο σημείο και σε 20 λεπτά βρήκαν το πτώμα που στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για νεκροψία. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, το κορίτσι πέθανε από στραγγαλισμό και το πτώμα είχε σημάδια άγριου ξυλοδαρμού, βιασμού και σοδομισμού. Είπε ότι ήταν ένα κτηνώδες έγκλημα και πρόσθεσε ότι το θύμα προφανώς είχε πεθάνει την Πέμπτη και ότι το πτώμα αφέθηκε στο Πάρκο αρκετές ώρες αργότερα. Τα ρούχα της βρέθηκαν πεταμένα 100 μέτρα από το πτώμα.
Ο Τζόζεφ ΜακΓκάουαν ήταν ένας 26χρονος εργένης, καθηγητής Χημείας, γείτονας της οικογένειας. Συνελήφθη στο σπίτι όπου έμενε με τους γονείς του, ένα στενό από το σπίτι της Τζοάν, ως ύποπτος για τη δολοφονία της. Σύμφωνα με τις φρικιαστικές αναφορές από την τότε αστυνομία, ο ΜακΓκάουαν αφού βίασε, σοδόμισε, ξυλοκόπησε και στραγγάλισε μέχρι θανάτου τη Τζοάν, τύλιξε το πτώμα σε πλαστικό, το έβαλε στο αυτοκίνητό του κι οδήγησε βόρεια για να το πετάξει. Το Πάρκο όπου βρέθηκε -αφού ο ΜακΓκάουαν ομολόγησε τη δολοφονία της Τζοάν και υπέδειξε το μέρος που πέταξε το πτώμα- απείχε 15 μίλια από το σπίτι της. Η τοποθεσία ήταν έξω από τον αυτοκινητόδρομο, ο οποίος διχοτομεί το πάρκο ανατολικά και δυτικά. Αν και το πτώμα βρέθηκε πέρα από τη γραμμή της πολιτείας, η κομητεία Μπέργκεν του Νιού Τζέρσεϊ διατήρησε τη δικαιοδοσία στην υπόθεση, αφού ο φόνος διαπράχθηκε στο Χιλσντεϊλ.
Ο Τζόζεφ ΜακΓκάουαν, αφού κρατήθηκε στη φυλακή με εγγύηση 50.000 δολαρίων, οδηγήθηκε στη συνέχεια ενώπιον του δικαστή της κομητείας που του απήγγειλε κατηγορία για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Η ανακάλυψη του πτώματος κι η σύλληψη του υπόπτου συγκλόνισαν την κοινότητα και η τραγωδία σκίασε τους παραδοσιακά χαρούμενους εορτασμούς του Πάσχα, στην πόλη με τις Καθολικές, Επισκοπικές και Μεθοδιστικές εκκλησίες. Ιδιαίτερα σοκαρισμένοι από τα γεγονότα ήταν οι ενορίτες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή, όπου εκκλησιαζόταν το ζεύγος Ντ’ Αλεσάντρο και τα τρία παιδιά τους. Η Τζοάν επρόκειτο να λάβει την πρώτη της κοινωνία στην εκκλησία την επόμενη Κυριακή. Ο πάστορας της εκκλησίας είχε προσευχηθεί νωρίς την Ημέρα του Πάσχα για «την ταχεία και ασφαλή επιστροφή αυτού του παιδιού».
Ο πατέρας της Τζοάν, προγραμματιστής υπολογιστών σε μεγάλη εταιρία, έμεινε στο σπίτι της οικογένειας την Κυριακή του Πάσχα και δε συμμετείχε στις εκκλησιαστικές λειτουργίες για να περιμένει νέα για την εξαφανισμένη κόρη του. Ο ταραγμένος 35χρονος τότε πατέρας είχε πει στην αστυνομία ότι η κόρη του συμμετείχε με ενθουσιασμό στις πωλήσεις μπισκότων, ως Προσκοπίνα. Αυτό ακριβώς οδήγησε στον θάνατό της. Τη Μεγάλη Πέμπτη το μεσημέρι, η Τζοάν, βλέποντας ένα αυτοκίνητο να μπαίνει στο δρόμο ενός γείτονα, είχε πάρει δύο κουτιά με μπισκότα -τα μόνα που της είχαν μείνει, αφού πούλησε στη γειτονιά τα υπόλοιπα- και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι λέγοντας στην αδερφή της: «Αυτός θα αγοράσει τα μπισκότα μου». Έτρεξε μια μικρή απόσταση έξω από το σπίτι, έστριψε στο πρώτο στενό και εξαφανίστηκε. Οι γονείς περιέγραφαν τη Τζοάν ως χαρούμενο κι ευγενικό κορίτσι, αλλά και μυαλωμένο. Της είχαν μάθει να είναι επιφυλακτική με αγνώστους.
Λίγο πριν τις 5 το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, ο αρχηγός της αστυνομίας εμφανίστηκε στο σπίτι των Ντ’ Αλεσάντρο. Πλήθος κατοίκων ήταν μαζεμένο από έξω και ανάμεσά τους ο πατέρας της Τζοάν που έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Ένα άρθρο γραμμένο εκείνες τις μέρες στους NY Times αναφέρει: «Αφού αντάλλαξαν λίγα λόγια με τον αρχηγό, ο κύριος Ντ’ Αλεσάντρο ξέσπασε σε κλάματα και, παραμερίζοντας φίλους και γείτονες που είχαν συγκεντρωθεί για να βοηθήσουν, όρμησε μέσα στο σπίτι του κι έκλεισε τις πόρτες».
Ο ΜακΓκάουαν κατηγορήθηκε μόνο για φόνο και ομολόγησε την ενοχή του στις 4 Δεκεμβρίου 1973. Ωστόσο, όταν εμφανίστηκε για την καταδίκη του τον Ιανουάριο, ο ανώτερος δικαστής της κομητείας του Μπέργκεν παρέπεμψε την αγωγή στον εισαγγελέα και αρνήθηκε να καταδικάσει τον ΜακΓκόουαν, αν δεν υπήρχε δίωξη για φόνο κατά τη διάπραξη σεξουαλικού εγκλήματος, κρίνοντας ότι η υπόθεση έπρεπε να χαρακτηριστεί φόνος με σεξουαλικό προσανατολισμό. Δηλώνοντας ένοχος για φόνο, ο ΜακΓκόουαν θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί σε μέγιστη ποινή 30 ετών και να δικαιούται αποφυλάκιση υπό όρους σε λιγότερο από πεντέμισι χρόνια. Η δήλωση ενοχής ή η καταδίκη για φόνο κατά τη διάπραξη σεξουαλικού εγκλήματος θα σήμαινε ποινή ισόβιας κάθειρξης (με δικαίωμα αποφυλάκισης υπό όρους μετά από 13 χρόνια). Ποινή που του επιβλήθηκε τελικά. Ο Μακ Γκάουαν πέθανε στη φυλακή το 2021, αφού δυο αιτήσεις αποφυλάκισής του όλα αυτά τα χρόνια, είχαν απορριφθεί.
Μετά την είδηση για τον θάνατο του ΜακΓκάουαν, η μητέρα της Τζόαν είπε: «Τώρα μπορούμε να επικεντρωθούμε σε όσα άφησε πίσω της η Τζοάν πριν 50 χρόνια. Είμαι ευγνώμων προς όλους εκείνους που συγκεντρώθηκαν όταν νικήσαμε, όταν διασφαλίσαμε ότι ο ΜακΓκάουαν θα έμενε στη φυλακή και δεν θα έβλαπτε άλλα αθώα παιδιά, ούτε κανέναν άλλο. Γιατί δεν ήταν μόνο ένας δολοφόνος παιδιών, ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος στα σκαριά». [Η μητέρα αναφερόταν στις σημαντικές αλλαγές στη νομοθεσία που έγιναν δυνατές μετά τη δολοφονία της κόρης της. Ο «Νόμος της Τζοάν», που υπογράφηκε πρώτα στο Νιου Τζέρσεϊ και στη συνέχεια σε εθνικό επίπεδο το 1997 από τον Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, επιβάλλει ισόβια κάθειρξη σε δολοφόνους παιδιών κάτω των 14 ετών κατά τη διάπραξη σεξουαλικού εγκλήματος και απαγορεύει τη δυνατότητα αποφυλάκισης υπό όρους].
Η δολοφονία της Τζοάν Ντ’ Αλεσάντρο από τον Τζόζεφ ΜακΓκάουαν είναι μία από τις τέσσερις ιστορίες του βιβλίου «The Killer Across the Table», γραμμένο από τον Τζον Ντάγκλας, συνταξιούχο πλέον πράκτορα του FBI, και τον Μάρκ Ολσέικερ, οι οποίοι αφιέρωσαν το βιβλίο τους στη μνήμη της Τζόαν και προς τιμήν της Ρόζμαρι «...με αγάπη και θαυμασμό». Ο Ντάγκλας πήρε συνέντευξη πολλών ωρών από τον ΜακΓκόουαν. (Το βιβλίο βρίσκει επίσης παραλληλισμούς και με τη δολοφονία της 6χρονης ΤζονΜπενέ Ράμζι το 1996, μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη).
Ο Τζον Ντάγκλας, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε από το FBI το 1996, έχει κερδίσει διεθνή αναγνώριση ως συγγραφέας βιβλίων με βάση την εμπειρία του στην ανάλυση και την εξέταση κατά συρροή δολοφόνων. Στο έργο του βασίστηκαν σειρές όπως το «Criminal Minds» και το «Mindhunter» (Netflix).