Κοσμος

Το αόρατο χέρι της Μαφίας

Οι αληθινές ιστορίες και οι πρωταγωνιστές των εγκληματικών οργανώσεων, από την Ιταλία στην Αμερική
Zastro
21’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD
  • UPD
  • Zastro
  • 21’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αφιέρωμα: Η ιστορία της αμερικανικής μαφίας και η εγκληματική δράση της τον 19ο και 20ό αιώνα - Από την Cosa Nostra στην οργάνωση Black Hand 

Μανχάταν, φθινόπωρο 1931. Η Fifth Avenue πλημμυρίζει από δεκάδες μαύρες κούρσες οι οποίες υπομονετικά περιμένουν τη σειρά τους για να παρκάρουν στα γκαράζ του νεότευκτου Empire State Building. Στον 9ο όροφο του εντυπωσιακότερου και υψηλότερου ουρανοξύστη στον κόσμο, ο Salvatore Maranzano περιμένει τον Lucky Luciano στο γραφείο του. Ο Maranzano είναι περιχαρής και γεμάτος αυτοπεποίθηση, νιώθει παντοδύναμος γιατί έχει μόλις κερδίσει τον Joe Masseria στον περίφημο «πόλεμο του Castellammare» και είναι επιτέλους το «Μεγάλο Αφεντικό».

Τέσσερις δολοφόνοι μεταμφιεσμένοι σε φορολογικούς πράκτορες, κατορθώνουν να εισχωρήσουν στη συνάντηση και αδειάζουν τα πιστόλια τους στο κορμί του. Ο Maranzano είναι νεκρός.  Πίσω από την κουίντα είναι ο άνθρωπος που επρόκειτο να συναντήσει ο Maranzano, o Lucky Luciano. Εκστομίζει μονάχα μια φράση πάνω από το πτώμα του Capo dei Capi: «το τέλος της παλιάς φρουράς». Είναι η πρώτη επανάσταση στο εσωτερικό της Αμερικάνικης μαφίας από συστάσεως οργανωμένου εγκλήματος.

Ο Luciano έχει σχεδιάσει τα πάντα στην εντέλεια. Καταργεί την έννοια του Capo dei Capi (Αρχηγός των Αρχηγών) και δίνει εντολή να συσταθούν η Επιτροπή και το Εθνικό Συνδικάτο του Εγκλήματος. Ο βασικός κανόνας είναι ένας και βασίζεται σε μια από τις παλαιότερες λαϊκές ρήσεις στη Σικελία: “a megghiu parola è chidda ca ‘un si dici”: η χρησιμότερη κουβέντα είναι αυτή που δεν ειπώνεται ποτέ. Παλιός κανόνας, νέα μαφία. Δεν χρειάζεται να δοθεί όνομα, γιατί όπως εξηγεί ο Luciano, “ it’s our thing”, όλα είναι μεταξύ μας.

Cosa Nostra

Η ιστορία της αμερικανικής μαφίας έχει απαρχή στην Ιταλία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι νότιες περιοχές της μπότας εξακολουθούν να παραμένουν υπανάπτυκτες, ξεχασμένες, παρατημένες. Η πλειοψηφία ζει στο όριο της φτώχειας, τα παιδιά πεθαίνουν από την ασιτία και οι πόλεις και τα χωριά αναστενάζουν από τη μετανάστευση. Οι πιο γενναίοι ή οι πιο απελπισμένοι - αναλόγως το πρίσμα - αποφασίζουν να διασχίσουν με κάθε τρόπο των ωκεανό για να αγκαλιάσουν το Αμερικάνικο Όνειρο. Όσοι επιζούν από το πολύ δύσκολο ταξίδι και διαβαίνουν τις πύλες του Ellis Island είναι πεπεισμένοι ότι έχουν φτάσει στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών, σε έναν τόπο όπου υπάρχει χώρος για όλους και η δημιουργία περιουσίας είναι εφικτή.

Οι περισσότεροι μετανάστες παραμένουν στη Νέα Υόρκη, ορισμένοι καταλήγουν στη Νέα Ορλεάνη, αλλά η ενσωμάτωσή τους στις τοπικές κοινότητες είναι σχεδόν αδύνατη. Η άρχουσα τάξη είναι συντηρητική, το αμερικανικό κράτος δεν είναι φίλιο στις τόσες πολλές αφίξεις, διότι αντικειμενικά δεν έχει τους πόρους για να τις διαχειριστεί. Ειδικά οι Ιταλοί εμιγκρέδες διατηρούν και μια τρόπον τινά «άρνηση ενσωμάτωσης».

Κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, είναι πολύ εύκολο να τους αναγνωρίσει κι ένας ανυποψίαστος περαστικός. Είναι μελαχρινοί, τραυλίζουν ανακατεύοντας αγγλικά με ιταλικά, χειρονομούν ακατάπαυστα. Ντυμένοι απεριποίητα, δίχως τρόπους, πολύ σύντομα γίνονται συνώνυμο της παραβατικότητας και της βρωμιάς. Θεωρούνται ίσοι με τους μαύρους, με τους πρώην σκλάβους στις φυτείες και χρησιμοποιούνται μονάχα για χειρωνακτικές εργασίες, μάλιστα τις πιο ταπεινές απ’ αυτές. Αυτή είναι η συνθήκη που τους οδηγεί στην περιθωριοποίηση και τους ωθεί να ενωθούν, να δημιουργήσουν δικές τους «εθνοτικές» γειτονιές. Ξεπηδούν πολυπληθείς παραγκουπόλεις, όπου ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι η διατήρηση της ταυτότητας καταγωγής, τα μυστικά και τα ψέματα.

Από αυτούς τους ανθρώπους και τα παιδιά τους γεννήθηκε το έγκλημα τύπου μαφίας. Υπήρχε μια αδιόρατη διασύνδεση με την Cosa Nostra πίσω στην πατρίδα, καθότι πολλοί από τους μετανάστες ήταν εγκληματίες που κατόρθωσαν να αποδράσουν με κάθε τρόπο από την Ιταλία προκειμένου να γλυτώσουν από θανατικές ποινές ή δικαστικές διαδικασίες που νομοτελειακά θα οδηγούσαν σε ισόβια κάθειρξη.

Μη έχοντας άλλους τρόπους επιβίωσης, προσπάθησαν να δημιουργήσουν δικές τους κυψέλες, δικούς τους τρόπους επιβίωσης, οι οποίοι εννιά φορές στις δέκα, είχαν να κάνουν με εγκληματικές δραστηριότητες. Το γρήγορο και εύκολο χρήμα, έφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στο κατώφλι αυτών των συμμοριών και έντιμους ανθρώπους, απογοητευμένους ομοεθνείς μετανάστες που είδαν το αμερικάνικο όνειρο να γκρεμίζεται μεμιάς μπροστά τους.

Έχοντας ως μοναδική διέξοδο την παραβατικότητα, έγινε δεύτερη έξη στην κουλτούρα αυτών των ανθρώπων ο εκφοβισμός, οι περίφημες επιστολές εκβιασμού (lettere di scrocco), το παράνομο εμπόριο, οι υπηρεσίες «προστασίας». Επί της ουσίας δημιουργήθηκαν «Μικρές Ιταλίες» μέσα στους κόλπους κυρίως της Νέας Υόρκης, αλλά και της Νέας Ορλεάνης.

Το μεγάλο λιντσάρισμα

Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος «παραμαφία» στη Νέα Ορλεάνη, βρισκόταν σε εξέλιξη ο πρώτος καταγεγραμμένος πόλεμος οικογενειών στις ΗΠΑ. Οι δυο κύριες εγκληματικές φαμίλιες της πόλης ήταν οι Matranga και οι Provenzano, αμφότερες δίχως αιδώ και τον παραμικρό δισταγμό να ξεκληρίσουν ακόμη και ολόκληρες οικογένειες. Αρχηγός της τοπικής αστυνομίας ήταν ένας Ιρλανδός, ο David Hennessy, το όνομα του οποίου φιγουράρει στη μισθοδοσία του Provenzano. Συνεπώς, οι προσπάθειές του να μπει ένα τέλος στην κλιμάκωση της βίας και την αιματοχυσία, επηρεάζουν μόνο την οικογένεια Matranga.

Ξημερώματα της 16ης Οκτωβρίου του 1890, ομάδα αγνώστων στήνει ενέδρα στην έξοδο ενός σαλούν και σαρώνει τον ίδιο και τη συνοδεία του. Η διακομιδή στο νοσοκομείο είναι ανώφελη, πριν ξεψυχήσει όμως, ο Hennessy καταφέρνει να ψιθυρίσει μια λέξη: “Dagoes”. Στην τοπική slang είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για τους ιταλόφωνους, ένα άκρως υποτιμητικό επίθετο τυπικό της αντι-ιταλικής ξενοφοβίας που δέσποζε στην πόλη.

Η Αστυνομία κυριευμένη από τάσεις ρεβανσισμού ξεκινά άμεσα έρευνες και επιτίθεται άκριτα στους περίπου 30 χιλιάδες κατοίκους της Μικρής Ιταλίας (Little Italy) της Νέας Ορλεάνης. Μετά από μια σειρά ομολογιών που εξήχθησαν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες κακομεταχείρισης και βασανιστηρίων, δεκαεννέα Σικελοί καταλήγουν στη φυλακή.

Δεν συνδέονται όλοι με εγκληματικές δραστηριότητες, ορισμένοι είναι όντως έντιμοι πολίτες και το μόνο τους λάθος είναι πως έχουν ιταλική καταγωγή. Ενοχοποιητικά στοιχεία για τη δολοφονία Hennessy δεν μπορούν να προκύψουν από τέτοιου είδους πρόχειρη επιχείρηση και το δικαστήριο στις 13 Μαρτίου του 1891 αθωώνει τους κατηγορουμένους.

Ξεσπά σάλος, η κοινή γνώμη διαφωνεί, πιστεύει ότι η μαφία έχει δωροδοκήσει το Δικαστικό Συμβούλιο και εξήντα ένας πολίτες της Νέας Ορλεάνης, όλοι τους επιφανή μέλη της κοινότητας των ΗΠΑ και στην πλειοψηφία τους ιρλανδικής καταγωγής, αποφασίζουν να πάρουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους.

Λίγο πριν τις 10 το πρωί την επόμενη μέρα, ένας οργισμένος όχλος οπλισμένος με τουφέκια Winchester εισβάλλει στην τοπική φυλακή και ξεκινά ένα αδιάκριτο κυνήγι από κελί σε κελί. Έντεκα από τους δεκαεννέα κατηγορούμενους απαγχονίζονται ή πυροβολούνται σε αυτό που θα μείνει στην ιστορία ως «Το Λιντσαρίσμα της Νέας Ορλεάνης», το χειρότερο μαζικό λιντσάρισμα της αμερικανικής ιστορίας.

Τρόμος στο Five Points

Ενόσω στη Λουιζιάνα διαδραματίζονται οι πρώτες μαζικές διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις πολιτών ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, στη Νέα Υόρκη η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη. Στο «Μεγάλο Μήλο» δεν υπάρχουν δυο κορυφαίες φαμίλιες, αλλά διαφορετικές μικρές συμμορίες δρόμων που ανταγωνίζονται για τις περιοχές επιρροής.

Ο Paul Kelly, γεννημένος Paolo Antonio Vaccarelli, ένας πρώην πυγμάχος με καταγωγή από την Potenza και όχι από τη Σικελία, είναι ο πρώτος άνθρωπος που πετάει από πάνω του το στερεότυπο του τραχύ, λαϊκού και βρώμικου Ιταλού. Ντύνεται με κομψά ρούχα, έχει ήπια δημόσια συμπεριφορά, είναι ευγενικός και γλυκομίλητος στους δρόμους, ειδικά όταν περιτριγυρίζεται από παιδιά.

Ο πολιτικός βίος του Kelly, η συμπεριφορά και η νοοτροπία του, είναι εκείνες που θα καθορίσουν την εικόνα και το attitude του Ιταλο-αμερικανού γκάνγκστερ. Κλασσική εμφάνιση αξιοσέβαστου επιχειρηματία, pin-stripe κοστούμια, ακριβά καπέλα και παλτό. Ο Kelly είναι ο πρώτος άνθρωπος που αντιλαμβάνεται το έγκλημα ως οργανωμένη επιχείρηση, ο πρώτος που συλλαμβάνει ως ιδέα την έξωθεν καλή μαρτυρία και εκμεταλλεύεται τη γοητεία της παραβατικότητας.

Ίδρυσε τη διαβόητη συμμορία Five Points και άνοιξε δεκάδες οίκους ανοχής στο ευυπόληπτο West Side του Μανχάταν, σπάζοντας ουσιαστικά το μονοπώλιο της εβραϊκής συμμορίας του Εβραίου μοναχού Eastman, βασιλιά της πορνείας στο East Side. Και οι δυο συμμορίες συνδέονται στενά με την Tammany Hall, μια οργάνωση που συνδέεται με τη σειρά της με το Δημοκρατικό Κόμμα το οποίο προσφέρει πολιτική προστασία έναντι αδράς αμοιβής.

Στις αρχές του 1900, μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ Eastman και Kelly για τον έλεγχο του Μανχάταν και τα μέλη του Tammany Hall προτείνουν να δοθεί η τελική ετυμηγορία σε έναν πρωτοφανή αγώνα πυγμαχίας. Οι δυο επικεφαλής γρονθοκοπούνται επί δυο συνεχόμενες ώρες και δεν λυγίζει κανείς. Ο αγώνας λήγει ισόπαλος και η κόντρα συνεχίζεται μέχρι το 1904, όταν ο Eastman συλλαμβάνεται για ένοπλη ληστεία και η Tammany Hall δεν παρεμβαίνει, δίνοντας επί της ουσίας το δαχτυλίδι στον Kelly.

Το Μαύρο Χέρι

Η συμμορία του Five Points αναλαμβάνει αμέσως όλες τις δραστηριότητες της συμμορίας Eastman και αποκτά το πολυπόθητο μονοπώλιο στο Μανχάταν. Η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή των Ιταλών γκάνγκστερ θορυβεί τις ιρλανδέζικες συμμορίες, οι οποίες αναδιοργανώνονται και αποφασίζουν να ενωθούν ιδρύοντας την περίφημη White Hand, τη συμμορία που γεννήθηκε ως αντίβαρο της Black Hand, της οργάνωσης που είχε υπό τη σκέπη της τις περισσότερες συμμορίες δρόμου, τη λεγόμενη «παραμαφία».

Το Black Hand ελέγχει τις κύριες δραστηριότητες προστασίας, πορνείας, κλοπών, πλαστογραφίας τραπεζογραμματίων και εισάγει στην αμερικάνικη κουλτούρα την έννοια του επιστολικού εκβιασμού. Επρόκειτο για απειλητικές επιστολές, στις οποίες περιλαμβάνονταν ευαίσθητα προσωπικά στοιχεία και δεδομένα, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από το αποτύπωμα ενός μαύρου χεριού πριν την «προειδοποίηση» για το κακό που θα βρει τον παραλήπτη. Αυτό το μαύρο χέρι έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Νεοϋορκέζων και από στόμα σε στόμα «έδωσε» ουσιαστικά και το όνομα στην οργάνωση: Black Hand.

Παρόλο που δεν υπάρχει ακόμα ως ιδέα η αμερικανική Cosa Nostra, το «Μαύρο Χέρι» είναι μετά βεβαιότητας ό,τι εγγύτερο σε αυτή, ο γεννήτορας κατά κοινή ομολογία και ο αρχέγονος πυρήνας των ανδρών τιμής, οι οποίοι σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ιταλοαμερικανούς γκάνγκστερ, προσπαθούν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την αποκλειστικότητα της σικελικής καταγωγής με προσαρτημένα εισαγόμενα ήθη και έθιμα απευθείας από την Ιταλία.

Το εύρος της δράσης του «Μαύρου Χεριού» αρχικά περιορίζεται στη Little Italy, είναι όμως τόσο μεγάλη η επιρροή του, ώστε το αμερικανικό κράτος θεσπίζει για πρώτη φορά «Ιταλικό Παράρτημα» στην αστυνομία. Η ερευνητική ομάδα που αναλαμβάνει το πολύ δύσκολο έργο να αναχαιτίσει το «Μαύρο Χέρι» έχει επικεφαλής τον πρωτοπόρο του αγώνα κατά της μαφίας, τον Τζο Πετροζίνο (Πετροσίνο στην αμερικανική εκδοχή). 

Ο Νεοϋορκέζος Υπολοχαγός είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός, το μεγαλύτερο αγκάθι στο «Μαύρο Χέρι». Ένας ζηλωτής υπηρέτης του νόμου που θέλει να απελευθερώσει τους συμπατριώτες του από τα δεσμά της μαφίας, τα σάπια μήλα που μολύνουν και όλα τα υπόλοιπα προσπαθώντας να «κανονικοποιήσουν» τους εκβιασμούς, τους εκφοβισμούς και το λαθρεμπόριο.

Η συγκινητική προσπάθεια του Πετροζίνο να καθαρίσει τη Little Italy έληξε άδοξα στις 12 Μαρτίου του 1909 στο Παλέρμο, όταν ερευνούσε τους δεσμούς του «Μαύρου Χεριού» με την Cosa Nostra. Θρυλείται ότι είχε φτάσει πολύ κοντά στη λύση του νήματος, ότι είχε κατορθώσει να ξεδιαλύνει τις δαιδαλώδεις διαδρομές και να καταλήξει στην κορυφή της πυραμίδας. Δεν πρόλαβε να επιστρέψει γιατί οι δολοφόνοι του φρόντισαν να φυτέψουν τέσσερεις σφαίρες στο κορμί του. Δυο στο μέτωπο και δυο στην καρδιά. Τόσο μεγάλο ήταν το μένος που δεν ακολουθήθηκε η «πεπατημένη» της μιας στο στέρνο και μιας στο κεφάλι.

Η προσάρτηση της Camorra

Ο θάνατος του Πετροζίνο σήμανε αυτομάτως την ανεξέλεγκτη και διαδοχική άνοδο του Black Hand στην πυραμίδα του εγκλήματος. Σταδιακά ανέλαβε τις δραστηριότητες ολοένα και περισσότερων συμμοριών και με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Joe Morello, κατόρθωσε να επιτύχει ένα είδος moratorium και με την Camorra της Νέας Υόρκης, μια διαφορετικού τύπου εγκληματική πραγματικότητα, ναπολιτάνικης καταγωγής.

Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο φατριών του υπόκοσμου ψυχραίνουν το 1915, όταν ξεσπά ο πρώτος εσωτερικός πόλεμος της μαφίας, ένας πόλεμος που διαρκεί μέχρι το 1920 και βρίσκει για μια ακόμα φορά νικητή το Black Hand. Πλέον το «Μαύρο Χέρι» έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει τον έλεγχό του σε όλη τη Νέα Υόρκη και να επιχειρήσει να κονιορτοποιήσει Εβραίους και Ιρλανδούς. 

Το βασίλειο του White Hand δύει, μαζί του διαλύεται παράλληλα και η συμμορία Five Point, από την οποία γεννιέται η λεγόμενη «σχολή του Σικάγο» του Johnny Torrio και του Al Capone. Το «Μαύρο Χέρι» ελέγχει όλη την πόλη, έχει το απόλυτο μονοπώλιο. Δεν δρα μόνο στη Μικρή Ιταλία, δεν περιορίζεται μόνο σε «μικροδουλειές». Ενδυναμώνεται και ισχυροποιείται διαρκώς υποβοηθούμενο και από την ακούσια παρέμβαση Μουσολίνι, ο οποίος κυνηγά αρειμανίως τη σιτσιλιάνικη μαφία, ωθώντας πολλούς εγκληματίες στη μετανάστευση.

Η σκληρή καταστολή του Έπαρχου Μόρι στη Σικελία στο μουσολινικό κράτος μετατρέπεται σε χρυσή ευκαιρία για το «Μαύρο Χέρι», το οποίο υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες «προσωπικότητες» όπως ο Salvatore Maranzano. Ο Σικελός καταφτάνει το 1927 στη Νέα Υόρκη και σε λιγότερο από έναν χρόνο αναλαμβάνει τη φαμίλια του Nicolò Schirò.

Εκείνα τα χρόνια, οι πόλεμοι για τον έλεγχο των περιοχών ήταν η ημερήσια διάταξη για την πόλη, ένας άτυπος αγώνας δρόμου για το ποιος και για πόσο μπορούσε να διαχειριστεί μια επιχείρηση σε συγκεκριμένη γειτονιά της Νέας Υόρκης. Η αμερικανική πολιτεία επί της ουσίας άφηνε τους εγκληματίες να αλληλοεξουδετερωθούν μόνοι τους, άθελά της ωστόσο, τούς έδωσε το φιλί της ζωής.

Ποτοαπαγόρευση

Το National Prohibition Act, πιο γνωστό στην αμερικανική κοινωνία ως “Volstead Act” από τον ομώνυμο Γερουσιαστή της Μινεσότα, ανακατασκεύασε ολόκληρο το οικοδόμημα και υπήρξε το πραγματικό έναυσμα για τον «εκσυγχρονισμό» και το ανακάτεμα της τράπουλας του οργανωμένου εγκλήματος. Μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου, οι συμμορίες περιορίζονταν στα «πατροπαράδοτα» κόλπα, στις προστασίες, την πορνεία και τον εκφοβισμό.

Στις 17 Ιανουαρίου του 1920 εισέβαλε στη ζωή των Αμερικανών η απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της μεταφοράς αλκοόλ. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αυτόματα μια αυξανόμενη ζήτηση για το προϊόν και συνεπεία αυτού γεννήθηκε μια νέα επιχείρηση, στην οποία οι δυνατότητες κερδών ήταν τόσο μεγάλες που μπορούσαν να συντηρήσουν όχι οικογένειες, αλλά πόλεις ολόκληρες. Κύρια δραστηριότητα των γκάνγκστερ έγινε το λαθρεμπόριο, η εκμετάλλευση της αδυναμίας των Αμερικανών να αντισταθούν στο «απαγορευμένο», στο μέχρι πρότινος ελεύθερο αγαθό που χαλάρωνε τα ήθη και ήταν πρόσκαιρος γιατρός των αποτυχιών και της κατάθλιψης.

Στη Νέα Υόρκη η κατάσταση τίθεται και πάλι εκτός ελέγχου. Τα χρήματα είναι τόσα πολλά, η επιρροή τόσο μεγάλη που το «αφεντικό» της μαφίας στην πόλη έχει περισσότερες εξουσίες κι από τον ίδιο τον Κυβερνήτη της. Joe Masseria και Salvatore Maranzano, είναι οι ισχυρότεροι της εποχής, και δεν αργούν να έρθουν σε σύγκρουση. Το 1930 εγκαινιάζεται ο περίφημος «Πόλεμος Castellammarese», ο κύκλος του οποίου έκλεισε ολοκληρωτικά εκείνη την ημέρα στον 9ο όροφο του Empire State Building, όταν ειπώθηκε για πρώτη φορά το “it’s our thing”.

Lucky Luciano

Ο Charlie Luciano, γεννημένος Salvatore Lucania, διαβαίνει το κατώφλι του Ellis Island το 1905 και μεταξύ 1907 και 1908 εντάσσεται στη συμμορία του Five Points. Το 1920 λαμβάνει τη μεγάλη απόφαση και θέτει εαυτόν στην υπηρεσία του Εβραίου γκάνγκστερ Arnold Rothstein. Τον έχει πείσει ο παιδικός του φίλος και συνέταιρος, Mayer Lansky, μελλοντικός ηγέτης του λεγόμενου Εβραϊκού Συνδικάτου.

Ανεβαίνοντας πολύ γρήγορα τη σκάλα της ιεραρχίας, ο Luciano δέχεται πρόταση «επαναπατρισμού» από τον Joe Masseria, την οποία και αποδέχεται με μοναδικό αίτημα να γίνει ο νούμερο 2. Στην πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε νούμερο 2, το ορθότερο για την παρουσία του Luciano στο πλάι του Masseria, είναι πως υπήρξε το δεξί του χέρι.

Masseria και Luciano συχνά διαφωνούν, δεν βλέπουν τις “business” με τον ίδιο τρόπο. Ο πρώτος, που κληρονόμησε την οικογένεια του Joe Morello το 1922, είναι ένας παλιομοδίτης μαφιόζος, δεμένος με τις σικελικές παραδόσεις, όπως και ο αντίπαλός του Maranzano. Και οι δύο ανήκουν στην παλιά φρουρά, διεκδικώντας την αποκλειστικότητα της Σικελικής καταγωγής και προτιμούν να διεξάγουν πόλεμο ακόμη και με το κόστος του περιορισμού των εσόδων από το λαθρεμπόριο.

O Masseria κατηγορεί τον Luciano για συνεργασία με τον Vito Genovese και τον Frank Costello -ο ένας από τη Νάπολη και ο άλλος από την Καλαβρία- και πάνω απ’ όλα για τη διατήρηση της «εγγύτητας» της σχέσης του με τους εβραϊκούς κύκλους. Σε όλες τις αιτιάσεις, ο Luciano απαντά με τον ίδιο τρόπο: “business is business”.

Βασιζόμενος σε αυτή τη λογική και γνωρίζοντας πολύ καλά την απληστία όλων, ο Luciano οργανώνει μια ιστορική διάσκεψη καλώντας όλες τις κύριες οικογένειες των ΗΠΑ, ιταλικές και μη. Νέα Υόρκη, Σικάγο, Κλίβελαντ, Φιλαντέλφια, Ντιτρόιτ, όλοι οι Αρχηγοί των πόλεων καλούνται τον Μάιο του 1929 στο Ατλάντικ Σίτι, υπό την προστασία και την αιγίδα του πολιτικού, γκάνγκστερ και αφεντικού της πόλης Enoch Nucky” Johnson.

Σε αυτή την πρώτη μεγάλη σύνοδο κορυφής στην ιστορία του αμερικανικού εγκλήματος, ο Luciano θέτει τα θεμέλια μιας αρραγούς και επαγγελματικής εγκληματικής οργάνωσης, με συμφωνίες για τον καταμερισμό του λαθρεμπορίου, την ειρηνική επίλυση διαφορών, την κατά το δυνατόν δίκαιη μοιρασιά της πίτας. Κεντρική ιδέα του Lucky ήταν να σταματήσει η αιματοχυσία και η δουλειά να φύγει από το δρόμο και τις γειτονιές, να μπει αθόρυβα στα γραφεία και στην καθημερινή ζωή.

Capo dei Capi

Masseria και Maranzano αρνήθηκαν να παραστούν στο Ατλάντικ Σίτι. Υποστήριζαν το παραδοσιακό μοντέλο, δεν είχαν καμία διάθεση προσέγγισης ή διεύρυνσης του «κύκλου συμμαχιών», ο οποίος αυτομάτως σήμαινε και ανυπολόγιστη αύξηση του κύκλου εργασιών. Δεν νοείτο για κανέναν από τους δυο να κάνουν “business” με μη Σικελούς. Κι όταν μαθαίνουν ότι η «νουθεσία» τους δεν έγινε σεβαστή στο Ατλάντικ Σιτι, έδωσαν το σήμα να ξεκινήσει ο πόλεμος. Ο πόλεμος του Castellammare.

O πόλεμος των δυο δημιουργεί ολοένα και περισσότερα προβλήματα στο λαθρεμπόριο και τις δουλειές. Ανατινάζονται φορτία, «δίνονται» κρησφύγετα και αποθήκες στην Αστυνομία, συλλαμβάνονται αγγελιοφόροι, δολοφονούνται πιόνια. Ο Lucky Luciano αποφασίζει και πάλι να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Προσκαλεί τον Masseria στις 15 Απριλίου του 1931, για μεσημεριανό γεύμα σε ένα εστιατόριο του Coney Island. Ένα παλιό ρητό της μαφίας λέει ότι, για να διαπράξεις έναν φόνο, το θύμα δεν πρέπει να υποψιάζεται τίποτα. Ενόσω ο Masseria τρώει, ο Luciano προσπαθεί να τον μεταπείσει συζητώντας. Το κλίμα είναι ήπιο, το φαγητό πολύ καλό, αλλά η κουβέντα άκαρπη. Ο Masseria σηκώνεται να πάει στην τουαλέτα. Είναι το σήμα που περίμεναν οι Bugsy Siegel, Vito Genovese, Joe Adonis και Albert Anastasia. Ο Lucky έχει κάνει απλώς ένα νεύμα.

Ο Masseria δολοφονείται βάναυσα μέσα στις τουαλέτες, είναι μια σκηνή κινηματογραφική, η δραματουργική τελειότητα της οποίας ενέπνευσε και τον Κόπολα στο θρυλικό «Νονό». Με την ειδοποιό διαφορά ότι εδώ δεν πρόκειται για μυθοπλασία, αλλά για την κορυφαία προδοσία στην ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος.

Η προδοσία του Luciano σηματοδοτεί και το τέλος του πολέμου. Ο Maranzano συγκαλεί άμεσα σύνοδο κορυφής στο Σικάγο. Χωρίζει τις συμμορίες της Νέας Υόρκης μοιράζοντάς τες σε πέντε οικογένειες: Maranzano, Profaci, Mangano, Luciano και Gagliano. Κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού και ενώπιον όλων των αρχηγών απαιτεί να του αποτίσουν φόρο τιμής. Ουδέποτε ήταν στη συμφωνία κάτι τέτοιο.

Οι περισσότεροι αντιδρούν, ειδικά ο Luciano, ο οποίος εξακολουθεί να οραματίζεται το μέλλον του οργανωμένου εγκλήματος με εντελώς διαφορετικό τρόπο και οπωσδήποτε μακριά από «παλιομοδίτικες» παραδόσεις. Λειτουργεί ξανά πυροσβεστικά, αλλά ήδη απεργάζεται το σχέδιο στο μυαλό του. Ξέρει πολύ καλά ότι ούτε ο Maranzano τον εμπιστεύεται και πλέον έχει την απόδειξη πως δεν έχει καμία πρόθεση να λειτουργήσει «σύγχρονα». Για πολλοστή φορά έχει δίκιο.

Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα, ο Maranzano δίνει εντολή να τον σκοτώσουν. Με τη διαφορά ότι τούτη τη φορά ο Luciano τον έχει προλάβει και στις 10 Σεπτεμβρίου 1931, στέλνει τέσσερις Εβραίους δολοφόνους του Lansky να τον δολοφονήσουν. Είναι το τέλος της παλιάς σχολής, το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.

Η πρόποση

Θεωρητικά, o Luciano είναι πλέον το νέο αφεντικό των αφεντικών, οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα είχε εκμεταλλευτεί τη συγκυρία. Αλλά ο Lucky ανέκαθεν προτιμούσε την αποφυγή διαφωνιών, έθαβε τις προσωπικές φιλοδοξίες και πίστευε στο μοντέλο της «συνεργασίας». Καταργεί τη θέση του Capo dei Capi, προχωρά στη σύσταση μιας Επιτροπής, ενός είδους «κυβερνητικού οργάνου» που ονομάζεται National Crime Syndicate: «Εθνικό Συνδικάτο του Εγκλήματος».

Είναι η πρώτη αληθινά μεγάλη συμμαχία μεγάλων αμερικανικών οικογενειών, ένα είδος υποκόσμου στρογγυλής τράπεζας, όπου κανείς δεν είναι πιο σημαντικός από τους άλλους και όλοι καλούνται να συζητήσουν διαφορές και να αποφασίσουν για μια δίκαιη και ειρηνική διαχείριση των επιχειρήσεων.

Κάθε οικογένεια του Συνδικάτου - οι πέντε από τη Νέα Υόρκη, η Outfit από το Σικάγο και η οικογένεια Buffalo που εκπροσωπεί όλες τις μικρότερες οικογένειες - έχει ένα αφεντικό με μια ακριβή ιεραρχική δομή πίσω της. Κάθε μια λαμβάνει ένα πεδίο αρμοδιοτήτων που πρέπει να διαχειρίζεται με πλήρη αυτονομία, αλλά και σκληρούς κανόνες για να μην εμπλέκεται η μία στις δουλειές της άλλης.

Ο Lucky σηκώνεται όρθιος, υψώνει το ποτήρι και λέει: «Όχι πια άσκοπη αιματοχυσία, όχι πόλεμοι που βλάπτουν τις επιχειρήσεις». Η αμερικανική Cosa Nostra, όπως την ξέρουμε μέσα από ταινίες, σειρές, βιβλία και λογής μύθους και πληροφορίες, γεννήθηκε ακριβώς σε εκείνη την ιστορική στιγμή.

Τα νέα σύνορα

Ήδη από το 1933 έχει καταστεί σαφές ότι η εποχή της απαγόρευσης πλησιάζει στο τέλος της. Οι καιροί ευνοούν την επανεπένδυση κεφαλαίων, τις εναλλακτικές πηγές εισοδήματος, τη διείσδυση στις διάφορες βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας, μεταφορών και κατασκευών. Η μαφία αποδεικνύεται διορατική, πάνω από όλα δικαιώνεται για τη σημασία των συνδικάτων, των εργατικών οργανώσεων που είναι το όχημα για τη διέλευση των νέων συνόρων του εγκλήματος.

Ο έλεγχος των συνδικαλιστικών οργανώσεων ισοδυναμεί με εκβιασμό των εταιρειών που θέλουν να αποφύγουν τις απεργίες και τις ταραχές. Και αυτό επιτυγχάνεται έναντι τεράστιων χρηματικών ποσών. Το οργανωμένο έγκλημα μέχρι το 1936 καταγράφει αδιανόητους δείκτες ανάπτυξης και σείεται συθέμελα όταν ο Luciano καταλήγει στη φυλακή με ποινή τριάντα ετών για την κατηγορία της εκμετάλλευσης πορνείας.

Το κεφάλαιο μοιάζει να έχει κλείσει ολοκληρωτικά, η μαφία έχει χάσει τον αναμορφωτή της. Ακόμα και τότε οι συγκυρίες είναι με το μέρος του. Ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1942 τα υποβρύχια του Άξονα βυθίζουν αμερικανικά πλοία με προορισμό την Ευρώπη και η κυβέρνηση εκφράζει λελογισμένους φόβους πως θα υπάρξουν σοβαρές διαρροές από τα λιμάνια της Νέας Υόρκης.

Ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια στις αποβάθρες είναι ο Lucky Luciano. Παρόλο που ήταν έγκλειστος σχεδόν για μια δεκαετία σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, ο Luciano εξακολουθεί να διατηρεί τη δύναμη του παρελθόντος και να ελέγχει απόλυτα τις αόρατες διαδρομές του οργανωμένου εγκλήματος.

Το αμερικανικό Ομοσπονδιακό Κράτος προσφέρει στον Luciano σημαντική μείωση της ποινής του, αρκεί να συνεργαστεί με τις Αρχές. Με συντονισμένες ενέργειες, ο Lucky επιλύει το 1946 το τεράστιο θέμα των λιμανιών και εκπατρίζεται στην Ιταλία. Είναι ελεύθερος, αλλά με την υποχρέωση να μην πατήσει ποτέ ξανά το πόδι του σε αμερικανικό έδαφος. Τότε ακριβώς γεννιέται και η πρώτη «διαχείριση δι’ αντιπροσώπου».

Ορίζεται ο Frank Costello ως «τοποτηρητής», άπαντες όμως γνωρίζουν πως όλα συμβαίνουν με εντολή του Luciano. Στις Ηνωμένες Πολιτείες εν τω μεταξύ δεν υπάρχει η παραμικρή ιδέα και γνώση περί διακλαδώσεων και εύρους του φαινομένου της μαφίας. Η αμερικανική αντίληψη περιοριζόταν στο κυνήγι των γκάνγκστερ, στο λαθρεμπόριο, στην ξεχασμένη πια ποτοαπαγόρευση και το «αναγκαίο κακό» της πορνείας.

Η μαφία δεν υπάρχει

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα γραφεία του FBI και του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχουν πολύ λίγους άνδρες που ασχολούνται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Ο λόγος είναι ότι για πολλούς πολιτικούς και ομοσπονδιακούς δεν υπάρχει Επιτροπή Μαφίας. Ο ίδιος ο J. Edgar Hoover, ιστορικός επικεφαλής του FBI και κεφαλαιώδης μορφή στην αμερικανική ιστορία φτάνει στο σημείο να δηλώσει ότι «η μαφία δεν υπάρχει».

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προτιμά να κυνηγά κομμουνιστές, να υπηρετεί το πλάνο του Ψυχρού Πολέμου και να ευτελίζεται σε μεθόδους μακαρθισμού. Δειλά το 1950, η Γερουσία προσπαθεί να επαναφέρει το ζήτημα, ζητώντας να πέσει φως στην υπόθεση της ανάμιξης του οργανωμένου εγκλήματος και του υποκόσμου στις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές του έθνους.

Συστήνεται ειδική Επιτροπή, στην οποία καλούνται περισσότεροι από 600 μάρτυρες και η ακροαματική διαδικασία μεταδίδεται ζωντανά από το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης, κατόπιν εντολής του Προέδρου-Γερουσιαστή Estes Kefauver. Στόχος είναι να αποκαλυφθεί το αληθινό πρόσωπο της μαφίας στον ανυποψίαστο αμερικανικό λαό, ο οποίος παρακολουθεί εμβρόντητος τη συντριπτική πλειοψηφία των κληθέντων μαρτύρων να επικαλούνται το Fifth Amendment, το Άρθρο 5 του Συντάγματος, το οποίο δίχως να εμβαθύνουμε νομικά, παρέχει το δικαίωμα να μην καταθέτει κανείς εναντίον του εαυτού του.

Όσοι απαντούν διακωμωδούν τη διαδικασία, ειρωνεύονται τις ερωτήσεις της Επιτροπής, ορισμένοι συμπεριφέρονται με τεχνητή αφέλεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Frank Costello, επονομαζόμενος «Πρωθυπουργός του υποκόσμου», ο οποίος στην ερώτηση του Kefauver «Τι έχετε κάνει για τη χώρα σας ως πολίτης; […] Θα υπάρχει έστω μια πράξη που δικαιολογεί την απόδοση υπηκοότητας από το Αμερικανικό Κράτος». Ο Costello προφασίζεται ότι το σκέπτεται, κάνει διάφορους μορφασμούς και χειρονομίες που παραπέμπουν απευθείας σε Ιταλό και απαντά χαμογελώντας: «Ε, εντάξει, εγώ πλήρωσα τους φόρους» με σαφή τον υπαινιγμό στην υπόθεση της σύλληψης του Al Capone για φοροδιαφυγή.

Απαλατσίν

Η Επιτροπή Kefauver ολοκληρώνει τις εργασίες της άκαρπη, δίχως να έχει καταφέρει το παραμικρό. Η Cosa Nostra εξακολουθεί να δρα ανενόχλητη στη σκιά, να διαφεντεύει τις νύχτες και τις μέρες των αμερικανικών μητροπόλεων. Το Ομοσπονδιακό Κράτος προσπαθεί ξανά το 1956 εισάγοντας αυστηρότερες ποινές, κυρίως για τη διακίνηση ναρκωτικών που έχει γίνει πλέον η υπ’ αριθμόν ένα κερδοφόρα επιχείρηση του οργανωμένου εγκλήματος.

Οι ύποπτοι και οι συλληφθέντες εμπλεκόμενοι μαφιόζοι είτε δολοφονούνται είτε πεθαίνουν υπό αδιευκρίνιστα αίτια είτε εξαφανίζονται από το προσκήνιο για να αποφύγουν τις εξοντωτικές ποινές τριάντα ετών κάθειρξης. Είναι η δεύτερη φορά που καλείται να επέμβει ο Luciano προκειμένου να μετριαστεί η κρίση.

Τον Οκτώβριο του 1957 συγκαλεί έκτακτη σύνοδο κορυφής στο Grand Hotel des Palmes στο Παλέρμο, με προσκεκλημένους τοπικούς και Αμερικανούς Capi. Στην ημερήσια διάταξη είναι η ανάγκη αναδιοργάνωσης της διακίνησης ναρκωτικών και η αποστολή Ιταλών με καθαρό ποινικό μητρώο στο εξωτερικό, οι οποίοι, μέσω δραστηριοτήτων κάλυψης και «βιτρίνας» μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της διακίνησης ναρκωτικών.

Αρχίζουν να ξεπηδούν δεκάδες καινούριες πιτσαρίες στη Νέα Υόρκη. Καθαριστήρια, μπακάλικα, ραφεία, τα πλοκάμια είναι παντού. Η άτυπη συμμαχία και το πλάνο που εκπονεί ο Luciano εγκαινιάζει τη νέα εποχή της παγκόσμιας επιχείρησης διακίνησης ναρκωτικών. Κύριο προϊόν η ηρωίνη, με δίκτυα στη Μέση Ανατολή, τη Σικελία, τη Μασσαλία όπου γίνεται η διύλιση και τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου καταλήγει ο κύριος όγκος του προϊόντος.

Ο Luciano έχει προτείνει και κατορθώσει να υιοθετηθεί το δικό του «μοντέλο» του Εθνικού Συνδικάτου του Εγκλήματος, με προσθήκη «εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα» τη δημιουργία ενός διοικητικού οργάνου επίλυσης εσωτερικών ζητημάτων, τη λεγόμενη Cupola. Αυτή η άτυπη Επιτροπή ήταν ο αντιπροσωπευτικός μηχανισμός διαβούλευσης όλων των ανεξάρτητων οικογενειών που καλούντο να αποφασίσουν με συναίνεση για όλα τα «εσωτερικά» ζητήματα.

Ένα μήνα μετά από εκείνη τη θρυλική συνάντηση στο Παλέρμο, η αστυνομία της ταπεινής και φιλήσυχης πόλης Απαλατσίν στα περίχωρα της κομητείας Τιόγκα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, παρατηρεί ένα ασυνήθιστο πέρασμα υπερπολυτελών αυτοκινήτων που κατευθύνονται προς την υπερπολυτελή βίλα του Joseph Barbara.

Ορισμένοι θαρραλέοι αξιωματικοί της αστυνομίας, αποφασίζουν να πλησιάσουν κατά το δυνατόν στη βίλα και παρατηρούν έκπληκτοι περισσότερους από εκατό καλοντυμένους άνδρες να διαπληκτίζονται ενόσω εξελίσσεται το πιο σουρεαλιστικό μπάρμπεκιου στην ιστορία. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι αστυνομικοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες της «συνεδρίασης» της Επιτροπής, η οποία εκείνη τη στιγμή καλείτο να επιλύσει τα ζητήματα της νέας επιχείρησης διακίνησης ηρωίνης που κόστισε τη ζωή στον Albert Anastasia με εντολή της οικογένειας Gambino.

Δίνεται σήμα, καταφθάνουν ενισχύσεις και η αστυνομική επιχείρηση στέφεται με επιτυχία, μιας και συλλαμβάνονται εξήντα εξέχοντα μέλη του υποκόσμου. Άπαντες στις καταθέσεις τους λένε το ίδιο ακριβώς πράγμα: άκουσαν ότι ο Barbara είχε αισθανθεί μια αδιαθεσία και έσπευσαν στην οικία του για να σιγουρευτούν ότι χαίρει άκρας υγείας.

Το περιστατικό διαχέεται στον Τύπο, ο οποίος αγριεύει και δεν φείδεται. Για πρώτη φορά η Cosa Nostra ξεγυμνώνεται και μπαίνει στα σπίτια και στα στόματα όλων, για πρώτη φορά υπάρχει απτή απόδειξη για αυτό το αδιανόητο κυψελωτό σύστημα παραεξουσιών και παραοικονομίας, για πρώτη φορά η Αμερικανική Πολιτεία έχει αποδείξεις ότι υπάρχει οργανωμένο έγκλημα.

Ο βασιλιάς είναι γυμνός

Στις ΗΠΑ εκλέγεται ο Κένεντι, στη χώρα αποπνέει αέρας πραγματικής αλλαγής και προόδου. Ο αδελφός του Μπομπ αναλαμβάνει Γενικός Εισαγγελέας και ανεβαίνει στο άρμα της προσπάθειας αναχαίτισης του οργανωμένου εγκλήματος που έχει σχεδιάσει το FBI. To 1963, ενώπιον της Επιτροπής McClellan που ιδρύθηκε το 1957 για να ερευνήσει τη σχέση μεταξύ μαφίας και συνδικαλιστικών οργανώσεων, καλείται ο πιστός στρατιώτης της οικογένειας Genovese, ο Joseph Joe” Valachi.

Ακόμα κι αν είναι σχεδόν ο τελευταίος τροχός της αμάξης, ο Joe Valachi γίνεται ο πρώτος μεγάλος pentito (μετανοών), ο πρώτος άνθρωπος που σπάει τον όρκο της σιωπής και κάνει κάτι που κανείς δεν έχει κάνει πριν απ’ αυτόν: να αποκαλύψει τα μυστικά της Cosa Nostra. Ζωντανά. Σε εθνικό επίπεδο.

Οι ανακρίσεις είναι δημόσιες και κάθε λεπτό τους συγκλονίζει την αμερικανική κοινωνία. Άφνου οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν ότι κάθε «οικογένεια» έχει έναν Capo (αφεντικό), έναν αναπληρωτή του και έναν μεταβλητό αριθμό από έναν έως τρεις Consiglieri (συμβούλους). Κάτω από αυτούς είναι οι capimanmento (επικεφαλής) που ονομάζονται επίσης capidecima ή caporegime, οι οποίοι ελέγχουν τους made men, τους άντρες της τιμής (uomini d’ onore) ή τους στρατιώτες (Soldati) που έχουν στρατευθεί διά της puncitura, του τσιμπήματος του αγκαθιού.

Puncitura

Η διαδικασία είναι ανατριχιαστική. Ο «στρατιώτης» αφού έχει συστηθεί προηγουμένως από τον άνθρωπο που εγγυάται γι’ αυτόν, στέκεται μπροστά στον caporegime που διαβάζει τους κώδικες τιμής και κατόπιν με ένα αγκάθι από πικρό σιτσιλιάνικο πορτοκάλι, του τρυπά το δείκτη του «καλού» χεριού, αυτού που χρησιμοποιεί για να πυροβολεί.  Σε κάποιες περιοχές, τη στιγμή που ο «βαπτιζόμενος» επαναλαμβάνει τον όρκο, καίγεται και μια μικρή εικόνα - η λεγόμενη santina - και με τις στάχτες της καλύπτεται η μικρή πληγή στο δάχτυλό του.

Όλο το τελετουργικό λαμβάνει χαρακτήρα ιεροτελεστίας, υποκρύπτει μια απίθανη ιερουργία η οποία στα μάτια του νέου μέλους φαντάζει ως μέγιστη τιμή. Η βάπτιση είναι η πρώτη επαφή με τον κόσμο της Cosa Nostra και το νεοεισερχόμενο μέλος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η είσοδος δεν έχει έξοδο. Από τη στιγμή που μπαίνεις δεν ξαναβγαίνεις. Απαγκιστρώνεσαι μόνο νεκρός.

Σε αυτή τη λαογραφική ιεροτελεστία μύησης, το άτομο που θα συσχετιστεί οδηγείται σε ένα δωμάτιο και όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αναφωνεί «Είθε η σάρκα μου να καεί όπως αυτή η ιερή κάρτα, αν δεν κρατήσω την πίστη με τον όρκο μου».

Χάρη στον Valachi, οι ΗΠΑ και ο υπόλοιπος κόσμος συνειδητοποιούν πλήρως το φαινόμενο της μαφίας, λίγο μετά ο «Νονός» του Mario Puzzo τοποθετείται ευλαβικά στα ράφια των βιβλιοπωλείων και αρχίζει η παρακμή της Cosa Nostra. Παρότι οξύμωρο, η εισχώρηση στην pop κουλτούρα και η διάδοση του έργου του Puzzo, μεγάλο μέρος της οποίας οφείλεται στη συγκλονιστική κινηματογραφική μεταφορά στην τριλογία του Κόπολα, οδήγησε στην απομυθοποίηση και στην εξωτερίκευση ενός κόσμου που μέχρι τότε παρέμενε μαεστρικά στο σκότος.

The Pizza Connection

Στη δεκαετία του 1970 η ηρωίνη έχει εξαπλωθεί στη μεσαία τάξη, η διάδοσή της είναι τεράστια και θερίζει ζωές. Ο Πρόεδρος Νίξον αναγνωρίζει τη χρήση ναρκωτικών ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο και κηρύττει τον ανένδοτο. Πόλεμος στη διακίνηση ναρκωτικών σημαίνει πόλεμος στην πιο κερδοφόρα επιχείρηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η γαλλο-αμερικανική συνεργασία κατορθώνει να εξαρθρώσει το διεθνές δίκτυο που φέρνει ναρκωτικά από τη Μασσαλία στη Νέα Ήπειρο.

Οι απώλειες για τη μαφία είναι ανυπολόγιστες. Οι δύο Μαφίες του άξονα Παλέρμο - Νέα Υόρκη υποχωρούν, ψάχνουν απεγνωσμένα χρόνο ανασύνταξης και μεταφέρουν τα κύρια διυλιστήρια στη Σικελία. Το νέο σύστημα διακίνησης ναρκωτικών που ανακαλύφθηκε μεταξύ 1979 και 1984 με την έρευνα “Pizza Connection”, διεξήχθη σε συνεργασία του FBI και των Δικαστών Anti-Mafia, προέβλεπε τη μεταφορά στις ΗΠΑ ορισμένων θυγατρικών, των λεγόμενων “zips”.

Κάθε “zip” ήταν επιφορτισμένη με την παραλαβή συγκεκριμένης ποσότητας ηρωίνης και κατόπιν υπεύθυνη για τη διανομή της σε πιτσαρίες μέσω προμηθειών σάλτσας ντομάτας ή μοτσαρέλας. Έχοντας πλέον τη γνώση και την εμπειρία, το FBI έχει ξεκινήσει την αξιοποίηση διαφόρων πληροφοριοδοτών και μυστικών πρακτόρων. Ο διασημότερος εξ αυτών και πάλι εξ αιτίας του Χόλιγουντ, είναι ο θρυλικός Joe Pistone, γνωστός και ως Donnie Brasco, ο οποίος επί έξι συναπτά έτη ζει, σκέφτεται και συμπεριφέρεται σαν μαφιόζος, κατορθώνοντας να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας Bonanno.

Παράλληλα τίθεται σε ισχύ ο νόμος RICO, ακρωνύμιο του Racketeer Influenced and Corrupt Organizations, ένας νόμος περί επιρροών και διεφθαρμένων οργανισμών από το Racketeer, που δημιουργήθηκε ad hoc για να διωχθεί ποινικά η Cosa Nostra. Ο RICO δεν αφορά και επηρεάζει μεμονωμένα άτομα, αλλά ολόκληρη την οργάνωση. Επιτρέπει στις αρχές να συντάσσουν ένα είδος αλυσιδωτών κατηγορητηριών, αρκεί να ευσταθεί το κατηγορητήριο ενός και μόνο μαφιόζου. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να οδηγήσει την επέκταση της έρευνας και της δίωξης σε ολόκληρη την οικογένεια.

Οι ομοσπονδιακές έρευνες, που έχουν πλέον τους μυστικούς και το RICO στο πλευρό τους, οδηγούν σε νέα κύματα συλλήψεων, συμπεριλαμβανομένου του John Gotti, του ισχυρού αφεντικού της οικογένειας Gambino, ο οποίος συνελήφθη χάρη στις τηλεφωνικές υποκλοπές και την προδοσία του αναπληρωτή του, Sammy Gravano.

Η επίδραση του νομοθετήματος RICO είναι τόσο αποτελεσματική, ώστε ο αριθμός των pentiti (μετανοούντων) να αυξάνεται με τρομακτική ταχύτητα. Αποδεικνύεται ότι οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι ήταν είτε μικρόνοες είτε φοβισμένοι είτε απλώς κοινά χαμίνια, θρασύδειλοι εγκληματίες. Το FBI προσφέρει το «τυράκι», επιτρέπει σε πρώην γκάνγκστερ την είσοδο στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, το οποίο περιλαμβάνει την αλλαγή ταυτότητας, την ανάθεση ενός νέου σπιτιού και δια βίου οικονομική υποστήριξη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πολλές μικρές νίκες οδηγούν στο θρίαμβο.

Το αόρατο χέρι

Με την Operation Pizza Connection, η κυβέρνηση καταφέρνει ένα τρομερό πλήγμα στη Μαφία, μειώνοντας την ισχύ τόσο των οικογενειών όσο και των συμμοριών. Όπως ομολογεί ωστόσο πράκτορας του FBI, «το Κράτος στην ουσία δεν κέρδισε ποτέ, γιατί η Cosa Nostra προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και βγήκε ισχυρότερη από πριν».

Το έχουμε δει να συμβαίνει και στη Σικελία και το ίδιο ισχύει και για την Αμερική. Η Μαφία είναι μια οργάνωση που πάντα γνώριζε πώς να επιβιώνει και πώς να ανασυντάσσεται. Έχει τους τρόπους της, ξέρει να ελίσσεται. Ο αγώνας είναι διαρκής και ατέρμονος. Όσο η μαφία προσαρμόζεται και αλλάζει, τόσο πρέπει να προσαρμοστούν και να αλλάζουν και οι Αρχές. Και ακόμη περισσότερο.

Ο Lucky Luciano έλεγε “it’s our thing”. Cosa nostra, «δικό μας θέμα». Η μαφία γεννιέται και ευδοκιμεί εναντίον όλων, αλλά είναι υπόθεση ολίγων. Από αμνημονεύτων χρόνων, σε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της, ήταν «δικό μας θέμα». Απλώς όχι όπως το αντιλαμβανόταν ο Luciano.

Η μαφία είναι «θέμα» όλων των θυμάτων, των ανθρώπων που υπέφεραν, αυτών που δεν βρήκαν το κουράγιο να εναντιωθούν, εκείνων που αισθάνονται το αόρατο χέρι της να πιέζει και δεν έχουν το κουράγιο να το κόψουν απ’ τη ρίζα.