Κοσμος

Ίαν Μπρέιντι και Μάιρα Χέντλι: Το πιο μισητό ζευγάρι δολοφόνων

Οι δολοφονίες πέντε παιδιών στην Αγγλία που συγκλόνισαν τον κόσμο

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

The Moors Murders: Ίαν Μπρέιντι και Μάιρα Χέντλι, το ζευγάρι που διέπραξε πέντε φόνους παιδιών στο Μάντσεστερ της Αγγλίας μεταξύ Ιουλίου 1963 και Οκτωβρίου 1965

Όταν τον Μάιο του 2018 πέθανε ο Ίαν Μπρέιντι, το BBC δημοσιοποίησε το γεγονός ως εξής: «Ο Ίαν Μπρέιντι, ο οποίος βασάνισε, βίασε και δολοφόνησε πέντε παιδιά μαζί με την αγαπημένη του Μάιρα Χίντλι, πέθανε. Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος ενός φρικτού κεφαλαίου στο οποίο ο σαδιστής παιδοκτόνος προσπάθησε επίσης να χειραγωγήσει τον Τύπο και το νομικό σύστημα - συχνά γινόμενος πρωτοσέλιδο ο ίδιος περισσότερο από τα θύματά του. Παρόλο που το όνομά του θα είναι για πάντα συνώνυμο με την εξαχρείωση και το κακό, τα θύματά του είναι εκείνα που θα πρέπει να θυμόμαστε». 

Ο Ίαν Μπρέιντι και η Μάιρα Χίντλι είναι το ζευγάρι που διέπραξε τους «Φόνους στους Χερσότοπους» (“Moors Murders”) μεταξύ Ιουλίου 1963 και Οκτωβρίου 1965, μέσα και γύρω από το Μάντσεστερ της Αγγλίας. Τα θύματα ήταν πέντε παιδιά ηλικίας 10 έως 17 ετών, τουλάχιστον τέσσερα από τα οποία υπέστησαν βιασμό. 

Ο Ίαν Μπρέιντι, γεννημένος στη Σκωτία από μια ανύπαντρη σερβιτόρα, δόθηκε αρχικά για αναδοχή αλλά στη συνέχεια μεγάλωσε με τη μητέρα και τον πατριό του. Ως παιδί συνήθιζε να κακοποιεί μικρά ζώα. Επειδή η ευφυΐα του ήταν άνω του μέσου όρου έγινε δεκτός στη φημισμένη Ακαδημία Σώλαντς. Δυστυχώς η παραβατική συμπεριφορά του στην εφηβεία (διαρρήξεις, λαθρεμπόριο κ.ά.) τον οδήγησαν στο αναμορφωτήριο και στη συνέχεια παράτησε το σχολείο σε ηλικία 15 ετών. Αφού έκανε πολλές σκληρές δουλειές σε εργοστάσια, αποφάσισε «να βελτιώσει τον εαυτό του», δανείστηκε βιβλία από τη βιβλιοθήκη και απομονώθηκε στο δωμάτιό του για να μελετήσει. Προς έκπληξη των δικών του, κατάφερε να αποκτήσει γνώσεις για δουλειά γραφείου και να προσληφθεί ως λογιστής σε μια εταιρεία χονδρικής διανομής χημικών στο Μάντσεστερ. Οι συνάδελφοι του τον θεωρούσαν ήσυχο, συνεπή, αλλά ευέξαπτο. Διάβασε βιβλία αυτοδιδασκαλίας γερμανικών καθώς και το «Ο Αγών μου» του Χίτλερ και έργα για τις θηριωδίες των Ναζί. 

Η Μάιρα Χίντλι είχε μεγαλώσει σε εργατική συνοικία του Μάντσεστερ κι ο αλκοολικός και βίαιος πατέρας της, που είχε πολεμήσει ως αξιωματικός στον Β’ Παγκόσμιο, της έμαθε από μικρή να είναι σκληρή και να ανταποδίδει ό,τι χτύπημα δεχόταν από τα άλλα παιδιά. Αυτή η εξοικείωση με τη βία από μικρή ηλικία στο σπίτι της και η επιβράβευση της βίαιης συμπεριφοράς της εκτός σπιτιού ίσως διαστρέβλωσε την αντίδρασή της σε τέτοιες καταστάσεις στη ζωή. Σε ηλικία 18 ετών -αφού είχε διαλύσει τον αρραβώνα της επειδή έκρινε ανώριμο τον μνηστήρα της- εργαζόταν ως γραμματέας στην ίδια εταιρεία με τον Ίαν Μπρέιντι. Ο Μπρέιντι την εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή. Σύντομα άρχισαν να περνούν χρόνο μαζί, να πηγαίνουν στον κινηματογράφο, να διαβάζουν βιβλία που δανείζονταν από τη βιβλιοθήκη με έργα του Νίτσε, του μαρκήσιου ντε Σαντ, του Ντοστογιέφσκι και να απομονώνονται από τον περίγυρό τους. Η εμφάνιση της Μάιρα άλλαξε. Έβαψε τα μαλλιά της κατάξανθα, έβαζε έντονο κόκκινο κραγιόν και φορούσε μπότες, κοντές φούστες και δερμάτινα μπουφάν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ο Μπρέιντι άρχισε να της μιλάει για τη διάπραξη του «τέλειου εγκλήματος» τον Ιούλιο του 1963 και να αναφέρεται στο φονικό δίδυμο «Λέοπολντ και Λεμπ» -που ήταν γιοι εύπορων οικογενειών, επιχείρησαν το «τέλειο έγκλημα» σκοτώνοντας έναν 12χρονο και απέφυγαν την καταδίκη σε θάνατο.

Στις 12 Ιουλίου ο Μπρέιντι και η Χίντλι δολοφόνησαν την όμορφη 16χρονη Πωλίν Ρηντ. Η Πωλίν εξαφανίστηκε στις 12 Ιουλίου 1963 ενώ πήγαινε σε μια ντίσκο κοντά στο σπίτι της. Η Χίντλι που την γνώριζε την παρέσυρε στον χερσότοπο του Σαντελγουώρθ λέγοντας τάχα ότι χρειαζόταν βοήθεια για να βρει τα χαμένα γάντια της. Εκεί η μικρή χτυπήθηκε στο κεφάλι και της έκοψαν τον λαιμό με τόση δύναμη που κόπηκε ο νωτιαίος μυελός της. Πέρασαν περισσότερα από 20 χρόνια μέχρι ο Μπρέιντι και η Χίντλι να παραδεχτούν τον φόνο της. Το 1987 το ζευγάρι οδήγησε την αστυνομία στο σημείο όπου η Πωλίν είχε ταφεί σε έναν ρηχό τάφο, φορώντας ακόμα το ροζ γιορτινό φόρεμά της.  

Τέσσερις μήνες μετά την εξαφάνιση της Πωλίν εξαφανίστηκε ο 12χρονος Τζον Κιλμπράιντ. Το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1963 έκανε μικροθελήματα στην αγορά για να βγάλει χαρτζιλίκι. Ενώ τριγυρνούσε με φίλους κι έτρωγε μπισκότα, τον πλησίασε η Χίντλι και του ζήτησε να τη βοηθήσει να φορτώσει μερικά κουτιά στο αυτοκίνητό της. Εκείνος συμφώνησε και εκείνη του πρότεινε να τον πάει σπίτι με το αμάξι της. Το αμάξι οδηγούσε ο Μπρέιντι και στο δρόμο, η Χίντλι χρησιμοποίησε πάλι το τέχνασμα ότι ήθελε να βρει ένα γάντι που έχασε στον χερσότοπο του Σαντελγουώρθ. Στις 8 το βράδυ που ο Τζον δεν είχε γυρίσει στο σπίτι του, η οικογένειά του κάλεσε την αστυνομία. Μέχρι τότε το αγόρι είχε βιαστεί, είχε στραγγαλιστεί και το πτώμα του είχε πεταχτεί. (Μια φωτογραφία που τράβηξε ο Μπρέιντι με την Χίντλι να κρατά το σκυλάκι της στην άκρη του τάφου του Τζον Κιλμπράιντ οδήγησε τους ντετέκτιβ στην τοποθεσία δύο χρόνια αργότερα).

Ο Κιθ Μπένετ, ένας χαμογελαστός 12χρονος με γυαλιά, εξαφανίστηκε στις 16 Ιουνίου 1964. Πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς του, που έμενε κοντά στο δικό του. Η αστυνομία έψαξε τον χερσότοπο του Σαντελγουώρθ το 1986 μετά από αναφορές ότι η Χίντλι και ο Μπρέιντι είχαν ομολογήσει τη δολοφονία του. Αν και επετράπη και στους δύο να επισκεφθούν τον χερσότοπο για να δείξουν πού ήταν θαμμένος ο Κιθ Μπένετ, τα λείψανά του δεν βρέθηκαν ποτέ. Η μητέρα του Κιθ προσπαθούσε μέχρι τον θάνατό της να εντοπίσει τον τάφο του γιου της πηγαίνοντας και σκάβοντας η ίδια με φτυάρι στον χερσότοπο.

Τον Αύγουστο του 1964 η αδερφή της Μάιρα Χίντλι, η Μωρήν, που ήταν 7 μηνών έγκυος, παντρεύτηκε τον Ντέιβιντ Σμιθ και οι νιόπαντροι μετακόμισαν στο σπίτι του πατέρα του Σμιθ. Ο Σμιθ εντυπωσιάστηκε από τον Μπρέιντι και οι δυο τους έκαναν στενή παρέα, πράγμα που δυσαρέστησε τη Χίντλι η οποία συνδέθηκε περισσότερο με την αδερφή της. Η Μάιρα Χίντλι και ο Ίαν Μπρέιντι έμεναν με τη γιαγιά της Χίντλι.

Η 10χρονη Λέσλι Ανν Ντάουνι ήταν το νεότερο θύμα του Μπρέιντι και της Χίντλι όταν δολοφονήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1964. Την παρέσυραν από ένα λούνα παρκ και την πήγαν στο σπίτι τους. Το κοριτσάκι βιάστηκε και βασανίστηκε. Ο Μπρέιντι τράβηξε προκλητικές φωτογραφίες. Το ζευγάρι ηχογράφησε τις τελευταίες εφιαλτικές στιγμές της Λέσλι Ανν σε μια κασέτα (η οποία αργότερα παίχτηκε στο δικαστήριο, αλλά μόνο για τους δημοσιογράφους). Την άλλη μέρα ο Μπρέιντι και η Χίντλι μετέφεραν το πτώμα τη Λέσλι Ανν στον χερσότοπο του Σαντελγουώρθ και το έθαψαν γυμνό, με τα ρούχα στα πόδια, σε έναν ρηχό τάφο. 

Ο 17χρονος Έντουαρντ Έβανς ήταν το τελευταίο θύμα και το μεγαλύτερο σε ηλικία. Ήταν ένας μαθητευόμενος μηχανικός που γνώρισε το ζευγάρι σε ένα gay bar και στις 6 Οκτωβρίου 1965 τους ακολούθησε στο σπίτι τους. Αυτή ήταν η συνάντηση που οδήγησε στη σύλληψη των δολοφόνων. Ο Ίαν Μπρέιντι τηλεφώνησε στον κουνιάδο της Μάιρα Χίντλεϊ, τον Ντέιβιντ Σμιθ, και του ζήτησε να πάει στο σπίτι τους. Εκεί ο Σμιθ είδε τον Μπρέιντι να επιτίθεται στον Έντουαρντ με τσεκούρι, να τον πνίγει με ένα μαξιλάρι και να τον στραγγαλίζει με ένα ηλεκτρικό καλώδιο. Ο Σμιθ κάλεσε την αστυνομία, η οποία ερεύνησε το σπίτι.

Ξεκίνησε έτσι μια έρευνα που αποκάλυψε τα εγκλήματα που θα τρόμαζαν ένα έθνος για γενιές, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, και θα έφερναν το ζευγάρι στη φυλακή ισόβια. Η δίκη ξεκίνησε στις 19 Απριλίου 1966. Ο Μπρέιντι κι η Χίντλι κατηγορούνταν για τις δολοφονίες των Έβανς, Ντάουνι και Κιλμπράιντ. Στις 6 Μαϊου οι ένορκοι τους έκριναν ένοχους για τις τρεις δολοφονίες. Επειδή  η θανατική ποινή είχε καταργηθεί στη διάρκεια της προφυλάκισής τους, ο δικαστής επέβαλε ισόβια κάθειρξη και στους δυο -τρις ισόβια στον Ίαν Μπρέιντι και δις ισόβια στην Μάιρα Χίντλι συν επτά χρόνια για υπόθαλψη εγκληματία.

Το βιβλίο «Το ειδεχθες ζευγάρι» του Έντουαρντ Γκόρι είναι εμπνευσμένο από τις δολοφονίες στους χερσότοπους, όπως και το τραγούδι του συγκροτήματος The Smiths από το Μάντσεστερ «Suffer Little Children», από το ομώνυμο πρώτο άλμπουμ τους το 1984. Η υπόθεση εμφανίστηκε σε δύο τηλεοπτικά προγράμματα το 2006,« See No Evil: The Moors Murders» και «Longford».