Κοσμος

Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου

Ένα αρχαίο δόγμα της πολιτικής που καθορίζει τις συμμαχίες των ΗΠΑ στον διεθνή χώρο - Το πέμπτο μέρος μια σειράς άρθρων που διατρέχουν ολόκληρο τον 20ό αιώνα και τις δύο δεκαετίες του 21ου
Σώτη Τριανταφύλλου
30’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής - 5ο μέρος: Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου - Ένα αρχαίο δόγμα της πολιτικής που καθορίζει τις συμμαχίες των ΗΠΑ στον διεθνή χώρο

Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ
Διαβάστε το τρίτο μέρος «Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός» ΕΔΩ
Διαβάστε το τέταρτο μέρος «
Υπάρχουν δύο Αμερικές;» ΕΔΩ

Ήταν απρόσεκτοι άνθρωποι, ο Τομ και η Ντέιζυ· έσπαζαν πράγματα κι ανθρώπους κι ύστερα αποσύρονταν στα λεφτά τους ή στην απέραντη απροσεξία τους ή σε οτιδήποτε ήταν εκείνο που τους κρατούσε μαζί, κι άφηναν τους άλλους να μαζεύουν τα σπασμένα. - Φ.Σ. Φιτζέραλντ, O υπέροχος Γκάτσμπυ

Στην τελευταία ταινία «Star Trek», ο Captain James T. Kirk παίρνει την τολμηρή απόφαση να ενώσει τις δυνάμεις του με έναν εχθρό του προκειμένου να αντιμετωπίσει έναν άλλο εχθρό, ακόμα πιο επικίνδυνο: εκλογικεύει την απόφασή του λέγοντας πως ο εχθρός του εχθρού του είναι φίλος του. Ο Spock είναι, όπως συνήθως, πιο διστακτικός: επισημαίνει στον Kirk ότι τη φράση επινόησε ένας Άραβας πρίγκιπας τον οποίον ο «φίλος» του αποκεφάλισε στο τέλος. Ο Spock, παρότι ζει το 2259 με τη «Vulcan» μνήμη του, είχε δίκιο, όπως απεδείχθη στον δικό μας 20ό και 21ο αιώνα: αν και η διαπολιτισμική ιστορία του μόττο είναι κάπως συγκεχυμένη, η εφαρμογή του στην εξωτερική πολιτική είναι ολοφάνερη ―και συχνά, συμπληρώνεται από τη μεσανατολική και μεσογειακή αρχή «Εγώ κι ο αδερφός μου εναντίον του ξαδέρφου μας· εγώ, ο αδερφός μου κι ο ξάδερφός μου εναντίον του ξένου». Η δεύτερη φράση δείχνει ότι ο βαθμός συγγένειας μπορεί να καθορίζει τον βαθμό αλληλεγγύης και αλληλοκάλυψης.

To δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» υποδηλώνει ότι δύο μέρη μπορούν ή πρέπει να συνεργαστούν εναντίον ενός κοινού εχθρού. Μάλλον δεν πρόκειται για αραβική παροιμία: η παλαιότερη γνωστή διατύπωση της έννοιας απαντά σε μια σανσκριτική πραγματεία για την τέχνη της διακυβέρνησης που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ.· το Yale Book of Quotations την αποδίδει στον Kautilya, γνωστό και ως Ινδό Μακιαβέλλι, ο οποίος συνέγραψε ένα από τα θεμελιώδη κείμενα στρατηγικής, το Arthashastra, όπου την εκφράζει περίπου ως εξής: «Ο βασιλιάς που έχει κοινά σύνορα με έναν ανταγωνιστή μου είναι σύμμαχός μου». Στη Δύση, εμφανίστηκε στα λατινικά ως Amicus meus, inimicus inimici mei («φίλε μου, εχθρέ του εχθρού μου») και στη συνέχεια στα ιταλικά (1711), στα γερμανικά (1721), στα ισπανικά (1723) και στην αγγλική μετάφραση του γαλλικού βιβλίου «Η κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς» το 1825. Στα αγγλικά ―όχι σε μετάφραση― φαίνεται ότι την κατέγραψε για πρώτη φορά το 1884 ο Αμερικανός Gabriel Manigault στο βιβλίο του «A Political Creed: Embracing Some Ascertained Truths in Sociology and Politics» ο Manigault θεωρούσε αυτή την αντίληψη και συμπεριφορά ως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Αργότερα, στον 20ό αιώνα, οι μαρξιστές-λενινιστές τη χρησιμοποίησαν για να δυσφημήσουν όσους απομακρύνονταν από τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία λέγοντας «όταν ο εχθρός σου σε επαινεί σημαίνει πως έχεις προδώσει τους φίλους σου», εννοώντας «Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας και θα το πληρώσεις πολύ ακριβά». Το ίδιο περίπου πίστευαν και πιστεύουν οι Αμερικανοί, οι οποίοι εκλαμβάνουν οποιεσδήποτε αιτιάσεις στην πολιτική τους ως συμπαιγνία με τους εχθρούς τους, τους bad guys.

Το 1954, βρίσκουμε τη φράση στους New York Times: σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται ότι την αμερικανική εξωτερική πολιτική διέπει το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»· ήδη, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι συμμαχίες καθορίζονταν, αναπόφευκτα, μέσω αυτής της λογικής: αν και σκληρά αντικομμουνιστής, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωνε ότι, «αν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Κόλαση, θα έκανα τουλάχιστον μια ευνοϊκή αναφορά στον Διάβολο στη Βουλή των Κοινοτήτων» ―έτσι κάπως συμπαρατάχθηκαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία με την ΕΣΣΔ, και από την πλευρά τους οι Σοβιετικοί με τους δυτικούς, τους οποίους φθονούσαν και σιχαίνονταν μαζί. Μετά το τέλος του πολέμου εναντίον του κοινού εχθρού, στη δεκαετία του 1950, οι Σοβιετικοί και οι Κινέζοι συμμάχησαν με τη Βόρεια Κορέα και με τους Βιετκόνγκ στους πολέμους της νοτιοανατολικής Ασίας εναντίον των ΗΠΑ, ενώ αργότερα, μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στήριξαν τους Αφγανούς μουτζαχεντίν. Στον Τρίτο Κόσμο η Σοβιετική Ένωση ήταν ιδεολογικά συνεπέστερη: προσπαθούσε να στήσει κυβερνήσεις που ήταν ήδη μαρξιστικο-λενινιστικών προθέσεων ή που μπορούσαν να πεισθούν να ακολουθήσουν τον δρόμο του σοσιαλισμού. Πράγματι, με τη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» πλησίασαν τους Άραβες εθνικιστές και ενθάρρυναν όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ως «αντι-ιμπεριαλιστικά» ανεξαρτήτως της νομιμότητας, των μεθόδων τους ή των απώτερων στόχων τους. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ στήριξαν δικτατορικά, συχνά αιμοσταγή, καθεστώτα με μοναδικό προσανατολισμό την αναχαίτιση του κομμουνισμού και την υπόσχεση των δικτατόρων ότι θα ενισχύσουν το ελεύθερο εμπόριο και γενικότερα το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, καταπολεμώντας τον πειρασμό του κομμουνισμού στο εσωτερικό. Το καθεστώς του Mobutu Sese Seko στο Ζαΐρ και του Aoυγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή είναι δύο παραδείγματα ―η λίστα όμως είναι μακρά. 

Οι ΗΠΑ στήριξαν επίσης τον Σαντάμ Χουσεΐν κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ λόγω της αντιαμερικανικής ιρανικής επανάστασης του 1979: ο Χουσεΐν, ως σουνίτης, εχθρευόταν το σιιτικό Ιράν ―όχι ότι οι ΗΠΑ κατανοούσαν την αντιπαλότητα· τη χρησιμοποίησαν ευκαιριακά, χωρίς πραγματικό πρόγραμμα «διαίρει και βασίλευε» και με τραγικά αποτελέσματα στη δεκαετία του 2000. 

Το μοίρασμα σε σφαίρες επιρροής πήρε μορφή κλωτσοπατινάδας: η Σοβιετική Ένωση στήριξε μια χούφτα εθνών που μισούσαν τις ΗΠΑ και τη Δύση, όπως ήταν η Αίγυπτος επί Γκαμάλ Νάσερ και την Ινδία επί Ίντιρα Γκάντι προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη φαινομενικά φιλοαμερικανική πακιστανική κυβέρνηση από τη μία πλευρά και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (μετά τη σινο-σοβιετική διάσπαση). Ομοίως, η Κίνα, μετά την απομάκρυνσή της από την ΕΣΣΔ, στήριξε έθνη και φατρίες που ασπάστηκαν μια αντισοβιετική, μαοϊκή μορφή κομμουνισμού. [1]

Έτσι δημιουργήθηκε η αβέβαιη ισορροπία των frenemies που φαίνεται να ακολουθεί το σχήμα του Frank Harary [2] ο οποίος περιέγραφε πώς η θεωρία ισορροπίας μπορεί να προβλέψει τον σχηματισμό συνασπισμών στις διεθνείς σχέσεις. Σχεδιάζοντας το γράφημα μιας δεδομένης κατάστασης γεγονότων και εξετάζοντας αν είναι ισορροπημένο, μπορούμε να προβλέψουμε την τάση δημιουργίας status quo ―αν δεν είναι ισορροπημένο, ο πιο αδύναμος κρίκος ανάμεσα στα «ζευγάρια» θα αλλάξει στρατόπεδο. Το 1956 και ξανά το 1961, ο Harary απεικόνισε τη μέθοδο χρησιμοποιώντας ορισμένα γεγονότα στη Μέση Ανατολή στα οποία συμμετείχαν οκτώ έθνη ―οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Αίγυπτος, η ΕΣΣΔ, το Ισραήλ, οι «Άραβες», η Ινδία και ο Καναδάς― και σχηματίζοντας διάφορα ζεύγη· ζεύγη εντάσεων και ζεύγη συμμαχιών. Το γράφημα του Harary για τη Μέση Ανατολή που εκείνη την εποχή ήταν ταραγμένη με διαφορετικές αφορμές απ’ ό,τι είναι σήμερα ―η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ εκ μέρους της αιγυπτιακής κυβέρνησης ήταν μια από αυτές― έδειχνε πώς γεννιούνταν οι συγκρούσεις και μετατοπίζονταν οι συμμαχίες: η Γαλλία και η Βρετανία ήθελαν να μείνει ανοιχτή η διώρυγα του Σουέζ για να συνεχιστεί απρόσκοπτα το εμπόριο του πετρελαίου, το Ισραήλ ήθελε να ενισχύσει τα σύνορά του εισβάλλοντας στη Λωρίδα της Γάζας την οποία κατείχε η Αίγυπτος, η ΕΣΣΔ εξόπλιζε την Αίγυπτο και στήριζε τον Νάσερ. Διαμορφώθηκαν δύο μέτωπα: από τη μία πλευρά η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ισραήλ, από την άλλη η Αίγυπτος, η ΕΣΣΔ, τα αραβικά κράτη και η Ινδία. Η Ινδία είχε πολλούς λόγους να συμμαχήσει με το δεύτερο μπλοκ, ένας από τους οποίους ήταν ότι ο εχθρός της Βρετανίας ήταν φίλος της· αν και φυσικά οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ δεν θα μπορούσαν να βρεθούν εύκολα στην ίδια πλευρά, την προκειμένη περίπτωση δεν εφάρμοζαν τυφλά το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» αλλά μάλλον την πολιτική αναχαίτισης του κομμουνισμού: η ΕΣΣΔ προωθούσε τον εθνικιστικό αραβικό σοσιαλισμό και ο Νάσερ κρατούσε ξεκάθαρα αντιαμερικανική στάση.

Αναφέρω το παράδειγμα της Μέσης Ανατολής του 1956 επειδή οι ΗΠΑ, αν και εφαρμόζουν συστηματικά το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», συχνά με καταστροφικές συνέπειες, δεν φαίνεται να κατανοούν ότι και άλλες δυνάμεις στον κόσμο μπορούν να κάνουν το ίδιο, κι ότι το κάνουν. Η Ρωσία και η Κίνα ενώνονται απέναντι στον κοινό ανταγωνιστή, τις ΗΠΑ, και η στενότερη οικονομική τους συνεργασία έχει διευκολυνθεί από τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ήδη από το 2014 όταν προσάρτησε την Κριμαία και αργότερα, το 2022, όταν κήρυξε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Κίνα και η Ρωσία έχουν περίπου τις ίδιες απόψεις για τη Βενεζουέλα, το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας, το διεθνές καθεστώς του Κοσυφοπεδίου, τη νομιμότητα του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, το καθεστώς του Ντανιέλ Ορτέγα στη Νικαράγουα και τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν. Η Ρωσία πουλάει στην Κίνα αντιαεροπορικά πυραυλικά συστήματα S-400 και μαχητικά αεριωθούμενα SU-35· οι δύο χώρες αντιτίθενται στην απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από τη Συνθήκη για τις πυρηνικές δυνάμεις μέσου βεληνεκούς (INF) και, προπάντων, προσελκύουν, εκτός τις χώρες BRICS (τη Βραζιλία —της εποχής Μπολσονάρου τουλάχιστον— την Ινδία και τη Νότια Αφρική) την Αρμενία, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και την Κιργιζία. Ενώ οι ΗΠΑ διαφωνούν με τους εταίρους τους στη Δύση, οι ανατολικές δυνάμεις δεν ήταν ποτέ πιο κοντά, μολονότι οι εσωτερικές τους αντιθέσεις είναι βαθύτερες από εκείνες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Εξάλλου, απ’ ό,τι φάνηκε στην περίπτωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, κι όπως αναμενόταν, η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία και το Ιράν, δικαιολογούν τη ρωσική εισβολή εφόσον το ΝΑΤΟ και η ΕΕ έχουν βλέψεις στη γειτονιά τους. Προπάντων τις ενώνει το κοινό μίσος για τη Δύση. Είναι frenemies αλλά το ξέρουν: αντιθέτως, οι ΗΠΑ τείνουν να επενδύουν σε frenemies σαν να πρόκειται για αληθινούς φίλους.

Αν και η μελέτη των διαδικασιών λήψης στρατηγικών αποφάσεων είναι ολόκληρη επιστήμη ―πράγματι, όχι «ακριβής» επιστήμη― η ίδια η διαδικασία, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, παραμένει απλοϊκή και τυχαία. Η αρχή «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», αν και ισχύει ευκαιριακά μέχρις ότου οι παίκτες να πάψουν να τη χρειάζονται, δεν αντέχει σε περισπούδαστες αναλύσεις. Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τη θεωρία των παιγνίων, είναι «λογικός» παίκτης υπό την έννοια ότι παίζει με αντικειμενικό στόχο τη μεγιστοποίηση του δικού του οφέλους, αλλά δεν είναι τόσο «ευφυής» υπό την έννοια ότι δεν έχει τέλεια γνώση του πώς να παίξει. Το πράγμα μπερδεύεται εφόσον, έτσι κι αλλιώς, το όφελος του κάθε παίκτη δεν εξαρτάται μόνο από τη δική του επιλογή, αλλά και από τις επιλογές των υπολοίπων παικτών, τους οποίους δεν αντιμετωπίζει υποχρεωτικά ως αντιπάλους του. Ένα από τα προβλήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι το ότι στο «παιχνίδι» οι ΗΠΑ δεν κάνουν πάντοτε ως πρώτη κίνηση την προσπάθεια συνεργασίας, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ορίζουν εξαρχής εχθρούς ― σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα τους κατασκευάζουν. Κάτι τέτοιο έκαναν στην Κούβα το 1959 και στο Αφγανιστάν μετά τη σοβιετική εισβολή χωρίς να βλέπουν ότι σε βάθος χρόνου ―όχι σε μεγάλο βάθος― δημιουργούσαν τεράστιες απειλές για την ασφάλειά τους. Γενικά, η εφαρμογή της αρχής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» οδηγεί, με όρους θεωρίας των παιγνίων, σε μηδενικό άθροισμα ―εξού και η παρομοίωση της διεθνούς πολιτικής με παρτίδα πόκερ ή σκάκι. 

Σπανίως οι παίκτες είναι μόνο δύο: ο πόλεμος στη Συρία ήταν ένα παράδειγμα πολλών εμπλεκόμενων παικτών οι οποίοι δεν μπορούσαν να ταξινομηθούν σε εχθρούς και φίλους, είτε αμέσως είτε εμμέσως, με την αρχή «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Για την κατάσταση στη Συρία, φίλοι των ΗΠΑ, στην πραγματικότητα frenemies όπως η Τουρκία, είχαν διαφορετικές εκτιμήσεις, συμφέροντα και επιδιώξεις έναντι του καθεστώτος Άσαντ, των Κούρδων, του λεγόμενου Ελεύθερου Συριακού Στρατού (του FSA, που δεν ήταν και τόσο «ελεύθερος»), του Ισλαμικού Κράτους και των παραφυάδων του. Στο συριακό πεδίο ήταν σχεδόν αδύνατο να οριστούν οι φίλοι και οι εχθροί των ΗΠΑ· εν κατακλείδι, «φίλοι» δεν υπήρχαν. Την πολυπλοκότητα επιδείνωνε το γεγονός ότι πολλοί από τους παίκτες δεν ήταν κράτη αλλά ιδεολογικο-θρησκευτικά μορφώματα με εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Ήταν μια πολυπαραγοντική σύγκρουση στην οποία οι ΗΠΑ μετρούσαν τις ενδείξεις αμοιβαίας φιλίας και τις ενδείξεις αμοιβαίας εχθρότητας: ποιος ήταν ο φίλος του φίλου, ποιος ήταν ο εχθρός του εχθρού και ποιος ο εχθρός του φίλου. Επιπλέον, οι ΗΠΑ παρατηρούσαν την προσέγγιση της Τουρκίας και της Ρωσίας χωρίς να εφαρμόσουν τακτική διαίρει και βασίλευε ―παρότι είχαν την ευκαιρία―[3] και χωρίς να παραιτούνται από την παραδοσιακή συμμαχία με την Τουρκία η οποία σήμερα δεν έχει πια κανένα νόημα. Η Τουρκία είχε χρησιμότητα όταν ήταν «εχθρός» της ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ έκαναν πολλές, υπερβολικά πολλές, υποχωρήσεις για χάρη αυτής της χρήσιμης εχθρότητας. Με λίγα λόγια, παρατηρείται κάποια αδράνεια στην τροποποίηση της αρχής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», όπως βεβαίως και εκείνης «ο φίλος του φίλου είναι φίλος μου». Τι γίνεται όμως με τους εχθρούς των φίλων; Η Τουρκία είναι «εχθρός» της Ελλάδας και σύμμαχος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Κι εδώ βλέπουμε δυσλειτουργική συμπεριφορά εκ μέρους των ΗΠΑ: ευνοούν όπως πάντοτε την Τουρκία και ταυτοχρόνως το Ισραήλ, τον πιο πικρό εχθρό των μουσουλμάνων ― αίφνης, ο εχθρός του φίλου μου είναι εχθρός μου παύει να ισχύει. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η διακριτική αλλαγή θέσης των ΗΠΑ έναντι των Κούρδων την οποία φαίνεται ότι ενθάρρυνε το Ισραήλ μέσω της λογικής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»: το Ιράν εχθρεύεται τους Κούρδους· γενικά το Ισλάμ και οι Άραβες δυσπιστούν έναντι μη-αραβικών, μη-μουσουλμανικών εθνοτήτων ή και μετροπαθών μουσουλμανικών εθνοτήτων, άρα οι Κούρδοι είναι υποψήφιοι «φίλοι», αρκεί να μη δυσαρεστηθεί η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ.

Η υπόθεση Αφγανιστάν

Το Αφγανιστάν ήταν μέρος του Μεγάλου Παιχνιδιού χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον για κανέναν. Παρ’ όλ’ αυτά, η πολιτική και διπλωματική αντιπαράθεση του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα μεταξύ της Βρετανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που αφορούσε εδάφη στην Κεντρική και Νότια Ασία, είχε άμεσες συνέπειες από την Περσία μέχρι τη Βρετανική Ινδία. Η Βρετανία φοβόταν ότι η Ρωσία σχεδίαζε να εισβάλει στην Ινδία· ότι αυτός ήταν ο στόχος της ρωσικής επέκτασης στην Κεντρική Ασία ― από την πλευρά της, η Ρωσία φοβόταν την επέκταση των βρετανικών συμφερόντων στην Κεντρική Ασία. Το Μεγάλο Παιχνίδι ξεκίνησε από το 1830: η Βρετανία σκόπευε να αποκτήσει τον έλεγχο του Εμιράτου του Αφγανιστάν και να το καταστήσει προτεκτοράτο, χρησιμοποιώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Περσική Αυτοκρατορία, το Χανάτο της Χίβα και το Εμιράτο της Μπουχάρα ως ουδέτερα κράτη που θα ανέκοπταν τη ρωσική επέκταση. Έτσι, θα προστάτευε την Ινδία και τους βρετανικούς θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους εμποδίζοντας τη Ρωσία να αποκτήσει ένα λιμάνι στον Περσικό Κόλπο ή στον Ινδικό Ωκεανό. Ακολούθησαν ο πρώτος αγγλο-αφγανικός πόλεμος του 1838, ο πρώτος αγγλο-Σιχ πόλεμος του 1845, ο δεύτερος αγγλο-Σιχ πόλεμος του 1848, ο δεύτερος αγγλο-αφγανικός πόλεμος του 1878 και η προσάρτηση του χανάτου της Kοκάνδης στη Ρωσία. Μερικοί ιστορικοί τοποθετούν το τέλος του Μεγάλου Παιχνιδιού το 1895 όταν καθορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ του Αφγανιστάν και της Ρωσικής αυτοκρατορίας, ενώ άλλοι το τοποθετούν το 1907 όταν υπογράφτηκε η Αγγλο-Ρωσική Σύμβαση. Το 1901 το μυθιστόρημα «Κιμ ή το Μεγάλο Παιχνίδι» του Κίπλινγκ έκανε δημοφιλή τον όρο ο οποίος ξαναχρησιμοποιήθηκε στο τέλος του 1979 όταν τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Το «Μεγάλο παιχνίδι» είχε για τους Σοβιετικούς του 20ού αιώνα παρόμοιο νόημα με εκείνο που είχε για τους Βρετανούς στον 19ο: «εκπολιτισμό» κατά κάποιον τρόπο, προώθηση του ανθρωπισμού και του εμπορίου όπως τα αντιλαμβάνονταν αυτές οι δύο μεγάλες δυνάμεις. Η Βρετανία επεδίωκε να μετατρέψει το Αφγανιστάν από έδαφος αντιμαχόμενων φυλών σε κράτος στενά συνδεδεμένο με τις βρετανικές αποικίες: πίστευε ότι εφόσον ήταν η πρώτη ελεύθερη κοινωνία και η πιο προηγμένη βιομηχανική χώρα στον κόσμο, είχε δικαίωμα και καθήκον να χρησιμοποιήσει τον σίδηρο, την ατμομηχανή και τα βαμβακερά προϊόντα της για να καταλάβει την Κεντρική Ασία και για να την αναπτύξει. Τα βρετανικά αγαθά έπρεπε να συνοδεύουν οι βρετανικές αξίες μεταξύ των οποίων ήταν ο σεβασμός της ιδιωτικής περιουσίας ―πράγμα που σήμαινε ότι οι νομάδες θα εγκαθίσταντο δημιουργώντας σύστημα αμειβόμενης εργασίας. Ομοίως, η Ρωσική Αυτοκρατορία έβλεπε τον εαυτό της ως «πολιτιστική δύναμη» σε μια περιοχή που θεωρούσε ημιβάρβαρη και που, έτσι κι αλλιώς, δεν καταλάβαινε καθόλου: στην Κεντρική Ασία κατοικούσαν εκατοντάδες φυλές με διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες, αντιπαλότητες, πρόσκαιρες και διαρκείς φιλίες. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος που τελείωσε το 1856 με την ήττα της Ρωσίας από τις συμμαχικές δυνάμεις της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ινδική Εξέγερση του 1857 και η επίθεση του Σουλτάνου Αχμέτ Χαν του Χεράτ στην αμφισβητούμενη πόλη Φαράχ του δυτικού Αφγανιστάν, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός αιωνίως ταραγμένου πολιτικού τοπίου: διαδοχικές ρωσικές εκστρατείες και κατακτήσεις εδαφών, δήθεν χορός κατασκόπων μεταξύ Ρωσίας, Βρετανίας και τοπικών πριγκιπάτων ―ένα στοιχείο παραμυθιού που πρόσθεσε ο Kipling― διπλωματικές αποστολές και μάχες σώμα με σώμα. Για το Μεγάλο Παιχνίδι ενδιαφέρθηκε και ο Γερμανός καγκελάριος Όττο φον Μπίσμαρκ αν και η χώρα του δεν είχε άμεσα διακυβεύματα στην περιοχή ―αλλά, καθώς η γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη ενισχυόταν όσο μακρύτερα από τη Γερμανία βρίσκονταν τα ρωσικά στρατεύματα, επί δύο δεκαετίες, από το 1871 μέχρι το 1890, οι Γερμανοί έκαναν ελιγμούς για να βοηθήσουν τους Βρετανούς. Ο χάρτης της Κεντρικής Ασίας παρέμεινε τόσο ρευστός ώστε κατά καιρούς, μέχρι τη συμφωνία του 1895, οι Βρετανοί εισχωρούσαν ανεπίγνωστα σε ρωσικά εδάφη και οι Ρώσοι σε βρετανικά. Τη χάραξη των συνόρων μεταξύ του Αφγανιστάν και της Ρωσικής αυτοκρατορίας ακολούθησε η αναγνώριση του Αφγανιστάν, του νότιου Ιράν και του Θιβέτ ως μέρη της βρετανικής σφαίρας επιρροής, ενώ της Κεντρικής Ασίας και του βόρειου Ιράν ως μέρη της ρωσικής σφαίρας επιρροής. Το 1907 η Βρετανία και η Ρωσία έγιναν στρατιωτικοί σύμμαχοι μαζί με τη Γαλλία και συμφώνησαν στις σφαίρες μεταξύ της Βρετανικής Ινδίας και της Ρωσικής Κεντρικής Ασίας στις παραμεθόριες περιοχές της Περσίας, του Αφγανιστάν και του Θιβέτ. Με την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917 πήρε τέλος το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την Περσία, αλλά στην πραγματικότητα το Μεγάλο Παιχνίδι δεν θα τελείωνε ποτέ αν δεν καταστρέφονταν πρώτα όλοι οι παίκτες.

Τα γράφω όλα αυτά, και θα συνεχίσω με περισσότερα, για να εξηγήσω όσο μπορώ ότι η λογική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι πρόσφατη επινόηση· οι μεγάλες δυνάμεις, και οι μικρότερες όταν μπορούσαν, προσπαθούσαν να λύσουν τις ίδιες εξισώσεις. Στον 19ο αιώνα, το τυπικά αγγλικό άγχος ελέγχου ήταν αληθινό αλλά η ρωσική στρατιωτική προέλαση στην Κεντρική Ασία ήταν εν πολλοίς έργο ενθουσιωδών διοικητών των παραμεθόριων επαρχιών, όχι σοβαρή και συνεπής ρωσική πολιτική. Αλλά, το Μεγάλο Παιχνίδι, αν και για πολλούς ιστορικούς ήταν αποκύημα της οργιώδους φαντασίας μερικών ζινγκοϊστών στρατιωτικών και δημοσιογράφων κι από τις δύο πλευρές, επαναλήφθηκε στη δεκαετία του 1980. [4] Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την Κεντρική Ασία συνδεόταν λιγότερο με τον ορυκτό πλούτο της περιοχής, και περισσότερο με το κύρος και την ισχύ των μεγάλων δυνάμεων. Αν και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση διαγκωνίζονταν για να στηρίξουν ή να επιβάλουν καθεστώτα της αρεσκείας τους σε αδύναμες χώρες, συχνά δεν είχαν άμεσα οικονομικά συμφέροντα σε αυτές. Ο καβγάς γινόταν για το γόητρο.

Η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν συνέβη μετά από παρατεταμένη εσωτερική αστάθεια και την πραξικοπηματική επικράτηση φιλοσοβιετικής κυβέρνησης. [5] Δεν ετίθετο ζήτημα γνήσιας δημοκρατικής κυβέρνησης στο Αφγανιστάν: το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει ήταν μια σχετικά οργανωμένη διοίκηση που να κατευνάζει τα εσωτερικά πάθη, να εξασφαλίζει υλικοτεχνική βοήθεια και τεχνογνωσία από το εξωτερικό και να αξιοποιεί τους φυσικούς πόρους προκειμένου να ταΐσει και να στεγάσει πληθυσμό 13 εκατομμυρίων. Πιθανότατα η φιλοσοβιετική κυβέρνηση, αν και αυθαίρετη, να μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά με τη στήριξη της ΕΣΣΔ, η οποία ήδη από το 1955 έστελνε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Εν πάση περιπτώσει, το 1979-1980, όταν οι Ρώσοι έσπευσαν να βοηθήσουν τους φίλους τους τους μαρξιστές η διεθνής κατάσταση ήταν εκρηκτική: στις 14 Φεβρουαρίου 1979 ο Αμερικανός πρέσβης στο Αφγανιστάν Άντολφ Νταμπς απήχθη από ενόπλους και σκοτώθηκε κατά την επιχείρηση απελευθέρωσής του· οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τους Ρώσους (κατά τη γνώμη μου, κι από τις αναγνωστικές μου έρευνες, τον έφαγαν οι μουτζαχεντίν), ενώ λίγο αργότερα έστειλαν 5.000 στρατιώτες στη… Σαουδική Αραβία για να ενισχύσουν την αντίστασή της έναντι της τάχα επεκτατικής Σοβιετικής Ένωσης. Όταν έχεις τέτοιους φίλους (σαν τη Σαουδική Αραβία), τι τους θέλεις τους εχθρούς. Όσο για την ευφυΐα της CIA, αν και οι αμφιβολίες μας εντάθηκαν μετά την 9/11, ανέκαθεν, η αμερικανική αντικατασκοπεία ήταν επιρρεπής σε γκάφες.

Το κόμμα των μαρξιστών-λενινιστών του Αφγανιστάν πέρασε μια περίοδο στην παρανομία αλλά απέκτησε κάποια δημοτικότητα στη διάρκεια της βασιλείας του Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ (1933-1973) και της πρωθυπουργίας του εξαδέλφου του, του Μοχάμεντ Νταούντ Χαν (1954-1963). Στο κόμμα υπήρχαν δύο πτέρυγες, η Χαλκ (Λαός) και η Παρτσάμ (Σημαία), οι οποίες συνενώθηκαν το 1965 για να διασπαστούν πάλι το 1967, καθώς απευθύνονταν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα: η Παρτσάμ αντιπροσώπευε την ολιγομελή εθνική αστική τάξη, τους διανοουμένους και τους στρατιωτικούς που επιθυμούσαν μια μετριοπαθή αλλαγή της κοινωνίας προς το σοσιαλιστικότερο ―στην ουσία, δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου― χωρίς να θιγούν τα βαθιά ριζωμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της αφγανικής κοινωνίας· η Χαλκ ήταν μια συμμαχία αγροτών και εργατών με πιο ριζοσπαστικό κομμουνιστικό πρόγραμμα. Επικεφαλής της Χαλκ ήταν ο Νουρ Μοχάμεντ Ταράκι, ενώ επικεφαλής της Παρτσάμ ήταν ο Μπαμπράκ Καρμάλ τον οποίον οι περισσότεροι Αφγανοί θεωρούσαν μαριονέτα των Ρώσων, ακόμα και προτού εισβάλλουν τα σοβιετικά στρατεύματα.

Το 1973, ο Μοχάμεντ Νταούντ Χαν κατέλαβε την εξουσία ανατρέποντας το διεφθαρμένο και οικονομικά άπορο βασιλικό καθεστώς, πλην όμως οι προσπάθειές του για οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη απέτυχαν. [6] Τον Νταούντ τον σαμπόταραν οι ίδιοι οι Αφγανοί. Ταυτοχρόνως, το μαρξιστικό κόμμα διχάστηκε ακόμα πιο πικρά όταν δολοφονήθηκε μυστηριωδώς από «δικούς του» ένα επιφανές μέλος του, ο Μιρ Ακμπάρ Χαϊμπέρ. Στις 27 Απριλίου 1978, ο αφγανικός στρατός, που έβλεπε ευνοϊκά το μαρξιστικό κόμμα, ανέτρεψε και εκτέλεσε τον πρωθυπουργό Νταούντ Χαν και μέλη της οικογένειάς του. Με λίγα λόγια φαγώθηκαν μεταξύ τους, με τους μεν να ονομάζουν την κίνηση του στρατού πραξικόπημα και τους δε να την ονομάζουν λαϊκή εξέγερση. Πρόεδρος του επαναστατικού συμβουλίου και πρωθυπουργός της νεοσύστατης «Δημοκρατίας του Αφγανιστάν» έγινε ο γενικός γραμματέας του μαρξιστικού κόμματος Νουρ Μοχάμεντ Ταράκι.

Μετά το πραξικόπημα-εξέγερση, ο Ταράκι προχώρησε σε διώξεις, εξορίσεις και διαγραφές των μελών της αντίπαλης φράξιας σύμφωνα  τόσο με την αφγανική παράδοση όσο και με τη σοβιετική. Κατά τους πρώτους 18 μήνες της θητείας του, εφάρμοσε πρόγραμμα διακυβέρνησης σοβιετικού τύπου με δωρεάν παιδεία για όλους, ισότητα των φύλων και ελευθερίες κατοχυρωμένες ήδη από το Σύνταγμα του 1964. Ο λαός όμως ήταν αφοσιωμένος στο Ισλάμ και αντέδρασε βιαίως στις νομικές μεταρρυθμίσεις, απαιτώντας την αυστηρή εφαρμογή της Σαρία. Έτσι, προτού τελειώσει το 1978, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος.

Τον Σεπτέμβριο του 1979, την εξουσία κατέλαβε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Χαφιζουλάχ Αμίν: μια ανταλλαγή πυροβολισμών στο προεδρικό μέγαρο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Ταράκι. Ακολούθησαν δυο μήνες αστάθειας: το καθεστώς του Χαφιζουλάχ Αμίν, που είχε κινηθεί εναντίον των εχθρών του στο Κόμμα των Μαρξιστών και ταυτοχρόνως της ισλαμικής εξέγερσης, κατέρρευσε. Η ιστορία του Αμίν αντανακλά όλα τα δεινά του Αφγανιστάν, αλλά θα χρειαζόμουν πολλές σελίδες για να την αφηγηθώ: η ουσία είναι ότι τον δολοφόνησαν οι φίλοι του οι Σοβιετικοί την πρώτη μέρα της εισβολής, στις 27 Δεκεμβρίου 1979, ενώ εκείνος πίστευε μέχρι το τέλος ότι δεν θα τον εγκατέλειπαν.

Η εισβολή του σοβιετικού στρατού μπορεί να ιδωθεί από τη πλευρά των Ρώσων ως αμυντική ενέργεια έναντι της επέκτασης της Ιρανικής Επανάστασης κι από την πλευρά των ΗΠΑ ως επίθεση στα δήθεν αμερικανικά συμφέροντα· στα μάτια των Αμερικανών, οι Ρώσοι πλησίαζαν ανησυχητικά τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου, σε μια εποχή όπου οι πετρελαϊκές κρίσεις αποκάλυπταν την εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από το πετρέλαιο της περιοχής. Οι Αμερικανοί φρίκαραν τελείως με η σοβιετική εισβολή: ήταν η πρώτη επιχείρηση του Κόκκινου Στρατού εκτός των συνόρων του σοβιετικού συνασπισμού. Για τους Σοβιετικούς πάντως, που δεν είχαν επαγγελματίες όπως οι ΗΠΑ αλλά επιστρατευμένους πολίτες, το Αφγανιστάν εξελίχθηκε σε μια απελπισμένη εκστρατεία με τεράστιες οικονομικές και ανθρώπινες απώλειες που εξάντλησε τη Σοβιετική Ένωση. Οι μουτζαχεντίν κυριολεκτικά λιάνισαν τους Ρώσους ―και οι Αμερικανοί φάνηκαν κατενθουσιασμένοι μπροστά σ’ αυτούς τους τρομερούς μαχητές της ελευθερίας που δεν δίσταζαν να κόβουν κεφάλια. Εδώ, καθώς μπήκαν στη σκηνή ο Τσάρλι Γουίλσον και ο Γκαστ Αβράκωτος μαζί με την Joan Herring να κινεί τα νήματα, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν εξελίχθηκε στον έσχατο πόλεμο για πληρεξουσίου του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ αγκάλιασαν με πάθος τους μουτζαχεντίν ―ο γερουσιαστής Κλάρενς Λονγκ από το Μέριλαντ εθεάθη να κραυγάζει Αλλάχου Αχμπάρ σε αφγανικό ξέφωτο― και καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1980 μάς περίμεναν κάμποσες εκπλήξεις.

Η σοβιετική πολιτική στο Αφγανιστάν είχε πράγματι ορίζοντα προσάρτησης και δεν είναι όσο παράλογο ακούγεται: το Αφγανιστάν συνορεύει με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, το Τατζικιστάν και το Τουρκμενιστάν. Αντιθέτως, ως προς τις ΗΠΑ, βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου: όχι ότι ήταν η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ ανακατεύονταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Η αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν άρχισε στα σοβαρά το 1981 (είχε προηγηθεί μια φάση όπου δεν ήξεραν πώς να φερθούν) με τον λεγόμενο «πόλεμο του Τσάρλι Γουίλσον» ο οποίος, μαζί με τον πράκτορα της CIA Γκαστ Αβράκωτο (Gust Avrakotos) έπεισαν την επιτροπή χρηματοδότησης των covert affairs να αυξήσει τον προϋπολογισμό στρατιωτικής βοήθειας στο Αφγανιστάν, μια χώρα την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν οι Αμερικανοί. Το δίδυμο Γουίλσον-Αβράκωτος δεν έπεσε μόνο την αμερικανική επιτροπή, αλλά και την ισραηλινή: το Ισραήλ χρηματοδότησε τους μουτζαχεντίν εναντίον των Ρώσων ―είναι κάτι που βρίσκω πάρα πολύ νόστιμο: οι Ισραηλινοί προώθησαν στους μουτζαχεντίν τα όπλα σοβιετικής κατασκευής που είχαν βουτήξει από τους Άραβες στον πόλεμο του 1967. [7] Το βιβλίο του Τζορτζ Κράιλ ’’Charlie Wilson’s War’’ και η ομώνυμη ταινία του Μάικ Νίκολς δίνουν μια εικόνα για γέλια και για κλάματα γύρω από το πώς η Επιχείρηση Κυκλώνας έγινε τσίρκο· πώς οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στο Αφγανιστάν επειδή έτσι έκριναν ο Τσάρλι Γουίλσον —ένα μέλος του Κογκρέσου από τα χωριά του ανατολικού Τέξας— ο Ελληνο-αμερικανός πράκτορας Γκαστ Αβράκωτος και η Ρεπουμπλικανή κοσμική κυρία Joan Herring.

Εδώ κάνω μια μικρή αναδρομή γιατί έχει σημασία να δούμε πώς η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι συχνά μια τυχαία υπόθεση που βασίζεται σε μονομανίες (όπως ήταν ο αντικομμουνισμός) και σε ευκαιριακές φιλίες μέσω του δόγματος που συζητάμε. O Avrakotos ήταν ένας από τους πολλούς Ελληνο-αμερικανούς στη CIA που συμβούλευαν τους υπεύθυνους χάραξης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με κριτήριο τον κίνδυνο του κομμουνισμού. [8] Επειδή στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα νοούνταν ως μέρος της Εγγύς Ανατολής, οι πράκτορες της CIA που είχαν γνώση για την Ελλάδα ασχολούνταν με τα ζητήματα της ευρύτερης περιοχής, συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν. Ο Aβράκωτος είχε «γνώση» για την Ελλάδα: είχε γεννηθεί στη μικρή βιομηχανική πόλη Αλικουίπα της Πενσυλβάνια, όπου ο πατέρας του με καταγωγή από τη Λήμνο, είχε εργαστήριο αναψυκτικών. Το 1962, σε ηλικία 25 ετών, προσελήφθη στη CIA· είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο με σκληρή προσπάθεια ως εργαζόμενος φοιτητής: στη CIA ένιωθε παρακατιανός· εκείνη την εποχή πράκτορες γίνονταν WASPs από πανεπιστημιακά ιδρύματα γοήτρου· ο Αβράκωτος ένιωθε ότι το επώνυμό του μαρτυρούσε κάτι που ίσως ήθελε να κρύψει. Το 1963 τον έστειλαν στην Αθήνα όπου παρατηρώντας την άνοδο της αριστεράς συμβούλεψε τη CIA να ενθαρρύνει ακροδεξιό πραξικόπημα. Όταν έγινε το πραξικόπημα ― όχι ακριβώς με την πρωτοβουλία, αλλά με τη στήριξη μέρους της CIA― ο Αβράκωτος έγινε ο κύριος σύνδεσμος μεταξύ των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και της χούντας. Φέρεται μάλιστα να είχε συμβουλέψει τους συνταγματάρχες να δολοφονήσουν τον Ανδρέα Παπανδρέου προειδοποιώντας τους ωστόσο ότι ο motherfucker θα επέστρεφε από τον άλλο κόσμο και θα τους στοίχειωνε.

Απορώ πώς ο Αβράκωτος γλίτωσε από τη 17η Νοέμβρη: εθεάθη επανειλημμένως να συναναστρέφεται τους συνταγματάρχες, και το όνομά του, αν και δεν ήταν ευρέως γνωστό, συνδεόταν με «σκοτεινούς κύκλους» με «κύκλους της ανωμαλίας» όπως έλεγαν τότε. Το 1975, η τρομοκρατική συμμορία επέλεξε να εκτελέσει το αφεντικό του, τον Ρίτσαρντ Γουέλτς· κι από τότε, η CIA αναγκάστηκε να προστατεύει ασφυκτικά τον Αβράκωτο μέχρι την επιστροφή του στις ΗΠΑ το 1978 και την εγκατάστασή του στη Βοστόνη με αποστολή τη στρατολόγηση ξένων επιχειρηματιών. Δύο από όσους στρατολόγησε ο Αβράκωτος ήταν Ιρανοί που προμήθευσαν τις αμερικανικές αρχές με πληροφορίες στη διάρκεια της κρίσης των ομήρων και της Επιχείρησης Γαμψώνυχας του Αετού τον Δεκέμβριο του 1979.

Για να μην τα πολυλογώ, στο τέλος του 1982, ο Αβράκωτος μετακινήθηκε στο γραφείο της Μέσης Ανατολής και την επόμενη χρονιά έγινε επικεφαλής των επιχειρήσεων στη Νότια Ασία: μεταξύ αυτών ήταν η Επιχείρηση Κυκλώνας την οποία ο Αβράκωτος θεωρούσε μαζί με τον βοηθό του John Terjelian μετατροπή του Αφγανιστάν σε «σοβιετικό Βιετνάμ». Γενικά, είχε αποκτήσει το παρατσούκλι Dr. Dirty τόσο επειδή εμπλεκόταν σε δύσκολες και ημιπαράνομες επιχειρήσεις της CIA όσο και  επειδή ήταν άξεστος στους τρόπους. Ο Αβράκωτος έφυγε από τη CIA το 1989 μετά από μια μετάθεση στο Τμήμα Αφρικής όπου δεν έκανε σχεδόν τίποτα· οι σχέσεις του με την Υπηρεσία Πληροφοριών είχαν διαταραχθεί με την εμπλοκή της CIA στο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας, το οποίο φαινόταν «σκάνδαλο» ακόμα και στα μάτια του ίδιου.

Ένας τρόπος να αφηγηθώ το πώς και το γιατί οι ΗΠΑ εξόπλισαν τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν είναι μέσω της ιστορίας αυτού του Ελληνοαμερικανού από την Ακουιλίπα. Γύρω στο 1984, ο Αβράκωτος διόρισε τον Michael G. Vickers από την παραστρατιωτική ομάδα της CIA στην Επιχείρηση Κυκλώνας για να ανανεώσει την αμερικανική στρατηγική έναντι των μουτζαχεντίν. Ο Vickers τους παρότρυνε να εγκαταλείψουν το Lee-Enfield υπέρ ενός μείγματος όπλων όπως τα AK-47 και τα βαρέα πολυβόλα 14,5 mm και να εισαγάγουν νέες τακτικές, εκπαίδευση και επιμελητεία. Η χρηματοδότηση για την Επιχείρηση Κυκλώνας αυξήθηκε από έτος σε έτος και μέχρι το 1985, χορηγήθηκαν στη CIA 250 εκατομμύρια δολάρια, ένα ποσό ίσο με το ήμισυ του επιχειρησιακού προϋπολογισμού τους. Η επιχείρηση έλαβε μεγάλη ώθηση, αφού ένα πρόγραμμα Πολεμικού Ναυτικού 300 εκατομμυρίων δολαρίων ακυρώθηκε και τα κεφάλαια μεταφέρθηκαν σ’ αυτή την επιχείρηση της CIA. Αν και από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η CIA έστελνε τα όπλα στους μουτζαχεντίν μέσω των πακιστανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, από το 1983 ο Αβράκωτος, όταν άρχισε να συνεργάζεται με τον Τσάρλι Γουίλσον έπεισε αξιωματούχους από την Αίγυπτο [9], το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία να αυξήσουν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση για την επιχείρηση. O Wilson δεν είχε ιδέα από εξωτερική πολιτική: ερχόταν από το Τρίνιτυ του Τέξας (πληθυσμός: 2.500) και άραζε στο Ceasars Palace του Λας Βέγκας παρέα με στριπτιζέζ και call-girls, ενώ διατηρούσε σχέση friends with benefits με την Joan Herring, μια πολυεκατομμυριούχο με κονέ στη δεξιά πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Αλλά, με τυπικό αμερικανικό μπρίο ο good time Charlie ανέλαβε μεσσιανική αποστολή: θέλησε να σώσει τους Αφγανούς ―στο μεταξύ, στις ΗΠΑ κανείς δεν φαινόταν να ενοχλείται από το ότι ένας Τεξανός βουλευτής ασκούσε εξωτερική πολιτική.

Μέσα σε λίγους μήνες, οι Σαουδάραβες δεσμεύτηκαν να αντιστοιχίσουν κρυφά όλες τις δαπάνες της CIA υπέρ των μουτζαχεντίν. H Βρετανία, η Αίγυπτος, η Κίνα και το Ισραήλ τούς παρείχαν όπλα για να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς. Μια πρωτοφανής κατάσταση: το Πακιστάν παραχωρούσε εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις, όπλα και συμβούλους· η Σαουδική Αραβία και οι ΗΠΑ παρείχαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, η Βρετανία, η Αίγυπτος, η Κίνα και το Ισραήλ παρείχαν όπλα. Στήριξη διαφορετικών ειδών προήλθε από πολλές μουσουλμανικές χώρες και από υπηρεσίες πληροφοριών της Βρετανίας, της Γαλλίας, του Καναδά, της Γερμανίας και της Σιγκαπούρης. Όλοι φαίνονταν να στηρίζουν τους μουτζαχεντίν μόνο και μόνο επειδή φοβούνταν τον κομμουνισμό, την υποτιθέμενη εξάπλωσή του. Κανείς απ’ όλους αυτούς τους frenemies δεν φαινόταν να κατανοεί ότι σε μια χώρα με πολυαίμακτα πραξικοπήματα, δολοφονίες, συγκρούσεις μεταξύ φυλάρχων, ανιψιών και κουμπάρων, η οικοδόμηση σοσιαλιστικού κράτους δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια ρωσική χίμαιρα ―μια χίμαιρα που οι Σοβιετικοί πλήρωσαν πολύ ακριβά. Όπως είπα, εισέβαλαν εκείνα τα Χριστούγεννα του 1979 ―μια γιορτή που δεν είχε καμιά σημασία ούτε για τους Ρώσους, ούτε για τους Αφγανούς, για να στηρίξουν το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα Μαρξιστών του Λαού που είχε, ας πούμε, καλές προθέσεις αλλά ισχνά λαϊκά ερείσματα. Οι μαρξιστές-λενινιστές είχαν αρπάξει την εξουσία όπως συνηθιζόταν στο Αφγανιστάν (και στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου) σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αντίπαλοί τους ήταν οι μουτζαχεντίν, υπερπατριώτες ισλαμιστές, μέλη ορεσίβιων φυλών, κτηνοτρόφοι και τρωγλοδύτες, τους οποίους στήριζαν οι ΗΠΑ, διστακτικά μέχρι να κηρυχθεί ο «πόλεμος του Τσάρλι Γουίλσον» με μόνο 5 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, και, βεβαίως, όπως θα περίμενε κανείς, η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν και άλλα μουσουλμανικά κράτη. Υπενθυμίζω ότι το 1979 βρισκόμασταν ακόμα σε περιβάλλον Ψυχρού Πολέμου κι ότι στο Ιράν εκτυλισσόταν η Ισλαμική Επανάσταση η οποία είχε θαμπώσει όλο τον μουσουλμανικό κόσμο και μαζί, περιέργως, την αριστερά στη Δύση. Το δόγμα που εφάρμοζαν τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά ήταν «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»: έτσι, η δεξιά στήριζε το φονταμενταλιστικό Ισλάμ στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν για να μπει στη μύτη των άθεων και πραγματιστών Ρώσων, ενώ η αριστερά ήταν χαμένη στη γνωστή της σύγχυση με τους φιλοσοβιετικούς να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη σοβιετική εισβολή ως ανθρωπιστική και προοδευτική· ταυτοχρόνως χειροκροτούσαν ως ήττα του ιμπεριαλισμού την ισλαμική ιρανική επανάσταση που ανέτρεψε τον αμερικανόδουλο Σάχη. Οι ΗΠΑ, για να εκδικηθούν τους μουλάδες για την εκδίωξη του Σάχη, έστειλαν είκοσι πλοία και δύο αεροπλανοφόρα στον Περσικό Κόλπο και στην Αραβική Θάλασσα ―τα οποία έκαναν απλώς μια βολτίτσα. Αυτό ήταν πάνω-κάτω το περιβάλλον στο οποίο ξεκίνησε ο πόλεμος του Τσάρλι Γουίλσον και του Αβράκωτου, με τη συνεργασία του αξιωματικού της CIA Michael G. Vickers: προμηθεύοντας τους αντάρτες μουτζαχεντίν σοβιετικά όπλα, η αμερικανική εμπλοκή παρέμενε μυστική.

Μετά το 1985, η κυβέρνηση Ρέιγκαν υποστήριζε πλέον όλα τα αντι-σοβιετικά κινήματα αντίστασης παγκοσμίως και δεν υπήρχε πια ανάγκη να συσκοτίζεται η προέλευση των όπλων. Ο ανώτερος αξιωματούχος του Πενταγώνου, Michael Pillsbury, υποστήριξε με επιτυχία την παροχή όπλων κατασκευής ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων μεγάλου αριθμού πυραύλων Stinger, η διανομή των όπλων βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στον Πακιστανό πρόεδρο Μοχάμετ Ζία-ουλ-Χακ, ο ο ποίος είχε προσωπική σχέση με τον βουλευτή Wilson: ήταν ο ενδιάμεσος για τη διανομή κεφαλαίων, τη μεταφορά όπλων, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την οικονομική στήριξη στις ομάδες αντίστασης, στους υποτιθέμενους «μαχητές της ελευθερίας» στο Αφγανιστάν. Μαζί με τις βρετανικές MI6 και Special Air Service (SAS), τη Σαουδική Αραβία και την Κίνα, η ISI εξόπλισε και εκπαίδευσε περισσότερους από 100.000 αντάρτες από το 1978 μέχρι 1992 και ενθάρρυνε εθελοντές από αραβικά κράτη να συμμετάσχουν στον αγώνα εναντίον των Σοβιετικών. Παραλλήλως πολιτικό προσωπικό από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και τη CIA επισκέπτονταν συχνά τη συνοριακή περιοχή Αφγανιστάν-Πακιστάν και πρόσφεραν βοήθεια σε Αφγανούς πρόσφυγες. Ο διευθυντής της CIA William Casey επισκέφτηκε κρυφά το Πακιστάν πολλές φορές για να συναντηθεί με τους αξιωματικούς της ISI που διαχειρίζονταν τους μουτζαχεντίν και παρακολούθησε προσωπικά την εκπαίδευση των ανταρτών τουλάχιστον μία φορά. Ο Casey ήταν πολύ φιλόδοξος σχετικά με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν: ευχόταν να ξεσηκώσει τις μουσουλμανικές νότιες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον των μπολσεβίκων μέσω αντισοβιετικής και εθνικο-θρησκευτικής προπαγάνδας. Στο μεταξύ, η CIA έφερε τον Hekmatyar στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τον φιλοξένησε ο Αμερικανο-αφγανός αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών Zalmay Khalizad. Ο Hekmatyar δεν δέχτηκε να συναντηθεί με τον πρόεδρο Ρέιγκαν και στη θέση του, στη διάσκεψη του Λευκού Οίκου τον Οκτώβριο του 1985, πήγε ο Younis Khalis, ο οποίος κάλεσε δημόσια τον Ρέιγκαν να ασπαστεί το Ισλάμ. Στη δεκαετία του 1980, δημιουργήθηκαν πολλές προσωπικές σχέσεις: για παράδειγμα ο Howard Hart, επικεφαλής του σταθμού της CIA στο Ισλαμαμπάντ, έγινε κολλητός του Abdul Haq ο οποίος πολεμούσε τόσο τους Σοβιετικούς (έφιππος) όσο και τους Ταλιμπάν αργότερα. [10] Φιλία φαίνεται ότι ανέπτυξε ο Haq και με τον διάδοχο του Hart, τον William Piekney, ενώ ο υφυπουργός Άμυνας Richard Armitage συναντούσε τακτικά μουτζαχεντίν, όπως τον Burhanuddin Rabbani, ο οποίος σκοτώθηκε σε τρομοκρατικό χτύπημα το 2011. Πράκτορες της CIA έδωσαν χρήματα σε μετρητά και στον Jalaluddin Haqqani ο οποίος έγινε στέλεχος των Ταλιμπάν.

Το 1986, οι ΗΠΑ αναβάθμισαν το στρατιωτικό υλικό που έστελναν στους μουτζαχεντίν οι οποίοι στο εξής, χρησιμοποιώντας αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger, άρχισαν να κατατροπώνουν τις σοβιετικές εναέριες δυνάμεις: στο έδαφος οι Ρώσοι δεν είχαν καμιά ελπίδα, δεν γνώριζαν επαρκώς τη γεωγραφία και σε μάχες σώμα με σώμα ―τρόπος του λέγειν― ήταν χαμένοι από χέρι· οι μουτζαχεντίν τους έγδερναν ζωντανούς. Εκείνη την εποχή, ο Καρμάλ πάσχιζε να δημιουργήσει λαϊκή βάση για το μαρξιστικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα εισάγοντας αρκετές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων ήταν οι Θεμελιώδεις Αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν μέσω των οποίων παραχωρούσε αμνηστία σε όσους είχαν φυλακιστεί κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νουρ Μουχάμαντ Ταράκι και του Αμίν. Επίσης, η κυβέρνηση Καρμάλ, για να κατευνάσει τα πλήθη, αντικατέστησε την κόκκινη σημαία της πτέρυγας Χαλκ με μια πιο παραδοσιακή: παρ’ όλ’ αυτά, στα μάτια του αφγανικού λαού και των ανταρτών μουτζαχεντίν, το μαρξιστικό κόμμα παρέμενε εχθρικό και ξένο «προς τις παραδόσεις».

Το 1983 ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε καλωσορίσει πολέμαρχους μουτζαχεντίν στον Λευκό Οίκο: λίγα χρόνια αργότερα, το 1987, ο ηγέτης τους, ο Γιουνές Χαλίς (Μοχάμεντ κι αυτός όπως οι περισσότεροι), φωτογραφήθηκε με πλατιά χαμόγελα μαζί με τον Ρέιγκαν στο Oβάλ Γραφείο: Πάρε τα λεφτά (απ’ τα ηλίθια αμαερικανάκια) και τρέχα. Το άλμπουμ των φωτογραφιών των μουτζαχεντίν με Αμερικανούς αξιωματούχους φαίνεται σήμερα εντελώς ασυνάρτητο· σαν προϊόν μοντάζ και photoshop ― ασυνάρτητο ήταν εξαρχής αλλά κανείς στις ΗΠΑ δεν μιλούσε ανοιχτά: οι Αμερικανοί ήταν και είναι ικανοί να συμμαχήσουν με τον χειρότερο εχθρό τους για να στριμώξουν τη Ρωσία, ενώ συγκινούνται μέχρι δακρύων από τον θρησκευτικό πυρετό· θεωρούν τη «θρησκευτική ελευθερία» ιερό δικαίωμα. Οι άθεοι είναι εκείνοι που τους εκνευρίζουν περισσότερο και έναντι των οποίων είναι πιο καχύποπτοι. Κάνω αναπόφευκτα συγκρίσεις, πράγμα όχι τόσο ευγενικό αλλά απαραίτητο σε οποιαδήποτε ανάλυση.

Το 1985, οι αποτυχίες της πολιτικής του Καρμάλ και το αδιέξοδο που ακολούθησε οδήγησαν τη σοβιετική ηγεσία ―τον ίδιο τον Γκορμπατσόφ― να αποφασίσει την απομάκρυνσή του Καρμάλ και την αντικατάστασή του από τον Μοχάμαντ Νατζιμπουλάχ. Αλλά, ούτε ο Νατζιμπουλάχ κατάφερε τίποτα: οι Αφγανοί μισούσαν εγκάρδια τους Ρώσους και τους ρωσόφιλους, όπως μισούσαν τους Αμερικανούς και τους αμερικανόφιλους παρότι οι Αμερικανοί τούς βοηθούσαν εναντίον των Ρώσων. Το 1988, μετά από μια συμφωνία στη Γενεύη, η ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ και το Πακιστάν δέχτηκαν να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν. Οι Ρώσοι είχαν απογοητευτεί: τι λαός ήταν αυτός που δεν ήθελε σχολεία και βιομηχανίες; Και που άλλη δουλειά δεν είχε από το να προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα με το βλέμμα στραμμένο στη Μέκκα; Τι ήταν αυτή η Μέκκα επιτέλους;; Εξάλλου, το 1989-1991 η Σοβιετική Ένωση είχε άλλες δουλειές: το θωρηκτό βούλιαζε. Μαζί της βούλιαζε το φιλοκομμουνιστικό καθεστώς του Νατζιμπουλάχ. Τελικά, ο Νατζιμπουλάχ κατέφυγε στο κτίριο του ΟΗΕ στην Καμπούλ από όπου δεν ξεμύτισε επί τέσσερα χρόνια. Όταν ξεμύτισε βρήκε φρικτό θάνατο.

Το 1991 οι μουτζαχεντίν είχαν φτάσει στην περιοχή της πρωτεύουσας. Και παρότι το Πακιστάν τούς είχε εξοπλίσει, συνέχισε να δέχεται πρόσφυγες που, όπως είπα, ήταν, υποτίθεται, εχθροί τους. Όσο για τους σιίτες, προτίμησαν όπως ήταν φυσικό να ζητήσουν άσυλο στο Ιράν αν και η θέση τους ως μειονότητα στο Πακιστάν δεν θεωρείται προβληματική: παρά κάποια βίαια επεισόδια που σημειώνονται κατά καιρούς, στο Πακιστάν οι σουνίτες συνυπάρχουν ειρηνικά με τους σιίτες. Παραλλήλως, οι μουτζαχεντίν βάλθηκαν να τσακώνονται μεταξύ τους: στη διάρκεια των μαχών στα περίχωρα της Καμπούλ το 1991, σκοτώθηκαν 50.000 άνθρωποι και η πόλη μισοκαταστράφηκε. Οι μουτζαχεντίν που ήταν αφοσιωμένοι στον Γκουλμπουντίν Χακματγιάρ ―που ήταν γνωστό ότι εισέπραττε μεγάλα ποσά από την Πακιστανική Υπηρεσία Πληροφοριών και ότι οργάνωνε επιθέσεις με βιτριόλι εναντίον ακάλυπτων γυναικών― επετέθησαν ακόμα και στο μουσείο της πόλης βανδαλίζοντας και λεηλατώντας το. Από αυτούς τους μουτζαχεντίν προέκυψαν οι Ταλιμπάν, νεαροί που είχαν σπουδάσει σε ισλαμικές σχολές στο Πακιστάν και σε επαρχιακές αφγανικές πόλεις, οι οποίοι κατέλαβαν για πάρτη τους την Κανταχάρ υποσχόμενοι στους κατοίκους τάξη, θρησκεία και ασφάλεια. Με λίγα λόγια, τη σοβιετόφιλη κεντρική διοίκηση αντικατέστησαν οι πιο εξτρεμιστικές φράξιες των μουτζαχεντίν: δεν μιλάμε ακριβώς για κυβέρνηση· μιλάμε μάλλον για τοπικές εξουσίες φυλάρχων οι οποίοι είχαν οικειοποιηθεί τα χωράφια με τις παπαρούνες. Με τα χρήματα από το όπιο αγόραζαν όπλα από οποιαδήποτε πηγή τους συνέφερε.

Μια από τις διαφορές μεταξύ των φατριών ήταν ―και είναι― το ζήτημα της πρόθεσης εξισλαμισμού και κατάκτησης της Δύσης: μια μερίδα φονταμενταλιστών ενδιαφερόταν για τη δημιουργία περίκλειστης ισλαμικής κοινωνίας, ενώ μια άλλη επιθυμούσε την εξαγωγή ισλαμισμού στη Δύση με σκοπό την εκδίκηση και την ταπείνωσή της. Το φαινομενικά παράδοξο ήταν ότι οι Ταλιμπάν, παρότι τους είχαν εξοπλίσει οι ΗΠΑ, στράφηκαν εναντίον των Αμερικανών όχι εναντίον των Ρώσων οι οποίοι τους είχαν πολεμήσει επί εννέα χρόνια. Υπήρχε βεβαίως η πρόθεση αλλά έλειπε η ευκαιρία. Στο μεταξύ, εμφανίστηκε δημοσίως η Αλ-Κάιντα ως διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο στο οποίο συμμετείχαν πολλές τρομοκρατικές οργανώσεις Αράβων και Αφγανών. Τα μέλη της Αλ-Κάιντα εκπαιδεύονταν σε στρατόπεδα στο Αφγανιστάν στρατολογώντας όσους μουτζαχεντίν ήταν πρόθυμοι να συμμετέχουν να τρομοκρατικές ενέργειες και αποστολές αυτοκτονίας. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έφτασε στο Αφγανιστάν το ανώτερο στέλεχος της Αλ-Κάιντα Οσάμα μπιν Λάντεν, ο οποίος είχε απελαθεί από το Σουδάν: στο Αφγανιστάν, ο Μπιν Λάντεν συνάντησε τον μονόφθαλμο (το αναφέρω ως εξωτική λεπτομέρεια) ηγέτη Μουλάχ Μοχάμαντ Ομάρ· η συνάντηση πυροδότησε καινούργια φάση τζιχάντ εναντίον της Δύσης. Σ’ αυτή τη φάση συμμετείχε όλος ο ισλαμικός κόσμος συμπεριλαμβανομένων των χωρών που διατηρούσαν εμπορικές και φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ όπως η Τουρκία, το Πακιστάν ―το οποίο, υπογραμμίζω, έχει πληθυσμό πάνω από 220 εκατομμύρια, συν πυρηνικό οπλοστάσιο: δεν μπορείς εύκολα να το αγνοήσεις― το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία. Ο Μπιν Λάντεν, που είχε στηρίξει τους Αφγανούς μουτζαχεντίν στη διάρκεια των αφγανο-σοβιετικού πολέμου, έσπευσε στο Αφγανιστάν για να βοηθήσει στην ολοκληρωτική κατάληψη της Καμπούλ και στη δολοφονία του Νατζιμπουλάχ, τον οποίον οι Ταλιμπάν κρέμασαν δημοσίως το φθινόπωρο του 1996.

Το 1997-1998 οι ζηλωτές επικράτησαν σε ολόκληρη τη χώρα επιβάλλοντας τη θεοκρατία όπως την αντιλαμβάνονταν: κλείνοντας τα σχολεία, απαγορεύοντας την ιατρική περίθαλψη των γυναικών (μιας και, αποκλείοντας τις γυναίκες από την εργασία, δεν υπήρχε γυναικείο υγειονομικό προσωπικό), τιμωρώντας με ακρωτηριασμούς, λιθοβολισμούς και άλλες εξωδικαστικές εκτελέσεις. Μόνο τρεις χώρες αναγνώρισαν τη νομιμότητά τους: το Πακιστάν (όπου μόλις είχε απομακρυνθεί η Μπεναζίρ Μπούτο, κόρη του πρωθυπουργού τον οποίον το 1979 είχε καθαρίσει ο δικτάτορας Ζία, ο κολλητός του Τσάρλι Γουίλσον, του Αβράκωτου και της Joan Herring), η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και ενώ μέχρι πρότινος οι ΗΠΑ είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους με αυτές τις χώρες ―grosso modo με το σουνιτικό Ισλάμ και εναντίον του Ιράν― είπαν γράψε λάθος: μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ-Κάιντα στις αμερικανικές πρεσβείες στην Κένυα και στην Τανζανία, το καλοκαίρι του 1998, έπληξαν με πυραύλους την πόλη Χοστ στο ανατολικό Αφγανιστάν και ένα χρόνο αργότερα το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλε κυρώσεις στους Ταλιμπάν και στην Αλ-Κάιντα. (Είχαν μια σκασίλα για τις «κυρώσεις»…) Με λίγα λόγια, οι Αμερικανοί άλλαξαν στρατόπεδο, ή μάλλον έγιναν το αντίπαλο στρατόπεδο. Στο μεταξύ αναρωτιούνταν απορημένοι: Μα, γιατί μας μισούν; Ακόμα αναρωτιούνται.

Επιπλέον, το Αφγανιστάν είναι μια καλή περίπτωση μελέτης του δόγματος «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» διότι φωτίζει επίσης τον ρόλο του Πακιστάν. Το Πακιστάν και η Τουρκία είναι οι χειρότεροι frenemies των ΗΠΑ: το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» τις έχει οδηγήσει σε ανίερες συμμαχίες δύο rogues states ― όπως είναι το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία ή η Τουρκία. Εκτός από την μονομανία του αντικομμουνισμού, στην περίπτωση του Αφνιαστάν, οι ΗΠΑ δεν φαίνονταν να καταλαβαίνουν τίποτα και οι εσωτερικές ρωγμές των μουτζαχεντίν τούς ξεπερνούσαν: ο Hekmatyar δολοφονούσε άλλους μουτζαχεντίν, δεν σεβόταν όσα οι Αμερικανοί θεωρούσαν νόμους του πολέμου ―σε επίθεση κατά αμάχων, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού της Καμπούλ με όπλα που προμήθευσαν οι ΗΠΑ, προκάλεσε 2.000 θύματα― ενώ υπήρχαν πληροφορίες ότι είχε φιλικές σχέσεις με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, τον  Σαουδάραβα ιδρυτή της Αλ Κάιντα. Αλλά, παρότι δεν καταλάβαιναν τίποτα, στο τέλος οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να παραδεχτούν σιωπηρά ότι αυτό που είχε πει στον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο η πρωθυπουργός του Πακιστάν Μπεναζίρ Μπούτο: «Δημιουργείτε ένα τέρας του Φρανκενστάιν». Οι Ταλιμπάν γεννήθηκαν από τους μουτζαχεντίν και το ισλαμιστικό κίνημα ενισχύθηκε σε όλο τον κόσμο με εντατικοποιημένο εισοδισμό στις δυτικές χώρες και με τρομοκρατικές διακλαδώσεις. Η CIA είχε πετάξει ένα σωρό λεφτά και είχε εκπαιδεύσει τους αρχηγούς της Αλ Κάιντα, ενώ υπήρχαν πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι που είχαν θαμπωθεί από τους ισλαμιστές. Η έλξη αυτή μπορεί να ιδωθεί ως μια συνέχεια του αραβισμού των αγγλοαμερικανικών ελίτ[11] Στη συνέχεια, όταν οι Αφγανοί ισλαμιστές έγιναν από φίλοι εχθροί, και πάλι οι ΗΠΑ απέτυχαν να τους κατανοήσουν: δεν μπορείς να νικήσεις σε πολέμους όταν νιώθεις πως αφορούν αλλόκοτους ανθρώπους που περιπλανιούνται με σανδάλια σαν σαγιονάρες μέσα στην έρημο.

1. Στον Β’ σινο-ιαπωνικό Πόλεμο, εντός του θεάτρου του Ειρηνικού, σχηματίστηκε μια συμμαχία μεταξύ Κινέζων κομμουνιστών και Κινέζων Εθνικιστών. Αυτές οι δυνάμεις είχαν πολεμήσει μεταξύ τους στη διάρκεια του Κινεζικού Εμφυλίου Πολέμου. Ωστόσο, σχημάτισαν μια συμμαχία, το Δεύτερο Ενωμένο Μέτωπο ως απάντηση στην αμοιβαία απειλή της ιαπωνικής επιθετικότητας. Ομοίως, το Κομμουνιστικό Κόμμα Μαλαισίας και η Βρετανική Αυτοκρατορία συμφώνησαν σε εκεχειρία παρότι δεν τους ένωνε τίποτα εκτός από τον κοινό εχθρό, τους Ιάπωνες.          

2. Frank Harary, “A Structural Analysis of the Situation in the Middle East in 1956”, Journal of Conflict Resolution, Vol.5, No.2, 1961, p.167-178.

3. Για παράδειγμα, το 2015, η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος Sukhoi Su-24 που επιχειρούσε δράση κατά Σύριων Τουρκμένων ανταρτών στη βόρεια Συρία. Στη συνέχεια, έλαβε «συγχώρεση» από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

4. Με το Μεγάλο Παιχνίδι, που δεν ήταν και τόσο μεγάλο τελικά, το Αφγανιστάν απέκτησε παράξενη σπουδαιότητα. Παράξενη ήταν και σπουδαιότητά του τότε που ξέσπασε ο ρωσοβρετανικός ανταγωνισμός, με την Υπόθεση Παντζάχ, μια αψιμαχία που ακολούθησε μια επιχείρηση των ρωσικών δυνάμεων κοντά στην όαση Παντζάχ το 1885: είχε γίνει φασαρία για το τίποτα.

5. Βλ. Hammond, Red Flag Over Afghanistan: The Communist Coup, the Soviet Invasion, and the Consequences, Boulder, CO: Westview Press, Inc., 1984.

6. Ο Muhammad Daoud Khan (1909–1978) ήταν πρωθυπουργός από το 1953 έως το 1963 και πρόεδρος από το 1973 έως το 1978 όταν ενορχήστρωσε ένα πραξικόπημα του Ιουλίου εναντίον του ξαδέλφου του, Μuhammad Zahir Khan.

7. του Ισραήλ, το οποίο είχε κατασχέσει μεγάλη ποσότητα όπλων σοβιετικής κατασκευής κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ και συμφώνησε να τα πουλήσει λαθραία στη CIA

8. Ένας από αυτούς, ίσως ο πιο διάσημος, ήταν ο Tom Karamessines  (Θωμάς Καραμεσίνης) από τη Νέα Υόρκη ο οποίος αφού διετέλεσε σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα (1951-53) και στη Ρώμη (1959-1963), έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο σχέδιο FUBELT εναντίον του Salvador Allende στη Χιλή. Ο Karamessines ενεπλάκη στη δολοφονία του Χιλιανού στρατηγού René Schneider Chereau ο οποίος διαφωνούσε με το σχέδιο πραξικοπήματος, και στη συνέχεια στη διάρρηξη των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος το 1972 (σκάνδαλο Watergate). Εκτελούσε εντολές του Henry Kissinger.

9. Λίγο νωρίτερα, η Αίγυπτος είχε εκσυγχρονίσει τον στρατό της με όπλα από δυτικές πηγές και μπορούσε να διοχετεύσει τα παλαιότερα σοβιετικά όπλα στους μουτζαχεντίν

10. Μετά την αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν τον Οκτώβριο του 2001, ο Haq πέρασε από το Πακιστάν στην επαρχία Νανγκαρχάρ του Αφγανιστάν προκειμένου να εφαρμόσει σχέδιο αντίστασης κατά των Ταλιμπάν. Αν και η CIA τον προέτρεψε πράγματι να μην μπει στο Αφγανιστάν (το αναφέρει στο βιβλίο του At the Center of the Storm: My Years at the CIA (Harper Collins, 2009) ο πρώην διευθυντής της CIA George Tenet αναφέρει ότι, μετά από σύσταση του Bud McFarlane, αξιωματούχοι της CIA συναντήθηκαν με τον Haq στο Πακιστάν και αφού αξιολόγησαν τις δυνατότητές του τον απέτρεψαν από το να μεταβεί στο Αφγανιστάν. Ο Haq συνελήφθη από τους Ταλιμπάν μαζί με άλλα δεκαεννέα άτομα και εκτελέστηκε στις 26 Οκτωβρίου 2001. Καθώς ο Haq ήταν αντι-αμερικανός εθνικιστής, δεν είναι απίθανο η CIA να έκανε τα στραβά μάτια στην προοπτική της εκτέλεσής του.

11. Βλ. Robert Kaplan, The Arabists: The Romance of an American Elite, Free Press, 1993.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου