- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ηνωμένες Πολιτείες: Η πολιτική σκηνή το 2023
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν, ο μαινόμενος Τραμπ, και οι μνηστήρες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος
ΗΠΑ: Τι σημαίνουν οι φετινές εξελίξεις για τη χρονιά που έρχεται και για τις προεδρικές εκλογές του 2024
Στον πολιτικό ρυθμό των ΗΠΑ, σπάνια υπάρχει κάποια βαρετή χρονιά. Όποτε ξεκινάει μια προεδρική θητεία, όλοι περιμένουν να δουν αν ο νέος Πρόεδρος θα ικανοποιήσει τις προσδοκίες που δημιούργησε προεκλογικά, κι αν θα αντέξει δημοσκοπικά μετά την πρώτη περίοδο χάριτος που του δίνει η κοινή γνώμη. Η δεύτερη χρονιά έχει πάντα τις “ενδιάμεσες εκλογές” στο Κογκρέσο, όπου συνήθως το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία έρχεται αντιμέτωπο με την απογοήτευση των ψηφοφόρων και την αντίδραση της αντιπολίτευσης, χάνοντας την πλειοψηφία. Την τρίτη χρονιά ξεκινάει ο προεκλογικός αγώνας για το χρίσμα του κάθε κόμματος στις επόμενες προεδρικές εκλογές, ενώ την τέταρτη γίνονται τόσο οι προκριματικές εκλογές των κομμάτων, όσο και οι εθνικές.
Παρόλο που αυτός ο ρυθμός συνεχίζεται αναλλοίωτος εδώ και πάνω από δύο αιώνες, κάθε χρονιά έχει αρκετές εξελίξεις που αλλάζουν το σκηνικό, και που τα αποτελέσματά τους παραμένουν απρόβλεπτα. Καθώς λοιπόν κλείνει η δεύτερη χρονιά προεδρίας του Μπάιντεν, ας δούμε τι μπορεί να σημαίνουν οι φετινές εξελίξεις για το 2023.
Η νέα ισορροπία στη διακυβέρνηση της χώρας
Η ιστορικά μικρή απώλεια εδρών των Δημοκρατικών στη Βουλή τον Νοέμβριο —μόλις 9 από τις 222 που είχαν— αντιμετωπίστηκε ορθώς σαν επιτυχία, καθώς μεταπολεμικά ο μέσος όρος για το εκάστοτε κυβερνών κόμμα είναι απώλεια 25 εδρών στις πρώτες ενδιάμεσες εκλογές. Το γεγονός όμως παραμένει ότι χωρίς τον έλεγχο της Βουλής είναι αδύνατον πλέον να περάσουν οποιοδήποτε νέο νομοσχέδιο, εκτός από τα απολύτως βασικά στα οποία θα συμφωνούν και οι Ρεπουμπλικανοί. Ο Μπάιντεν πάντως συνεχίζει να έχει σημαντική ευχέρεια να κυβερνά μέσω προεδρικών διαταγμάτων, ειδικά καθώς έχει ήδη εξασφαλίσει ψηφισμένο προϋπολογισμό μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι στη Γερουσία, δεν διατηρήθηκε απλώς ο έλεγχος, αλλά αυξήθηκε και η πλειοψηφία των Δημοκρατικών κατά μία έδρα, δίνοντάς τους έτσι τον πλήρη έλεγχο των επιτροπών και αφήνοντας μικρότερα περιθώρια για ανατροπές από διαφωνίες. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχιστεί η έγκριση διορισμών των ομοσπονδιακών δικαστών, μια κρίσιμη αρμοδιότητα της Γερουσίας όπου δεν χρειάζεται έγκριση της Βουλής. Εκεί, γίνεται μεγάλη προσπάθεια να εξισορροπηθούν κατά το δυνατόν οι επιπτώσεις στο δικαστικό σώμα από τον αριθμό-ρεκόρ των 231 διορισμών που έγιναν στην τετραετία Τραμπ, με πολλούς νεοδιορισθέντες να είναι μάλιστα σε σχετικά νεαρή ηλικία, και να έχουν επομένως μπροστά τους πολλές δεκαετίες μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ο μέσος όρος διορισμών ανά τετραετία από την εποχή του Ρέιγκαν είναι 186 δικαστές.
Τα προβλήματα και οι επιλογές της αντιπολίτευσης
Οι Ρεπουμπλικανοί, παρόλο που απέκτησαν τον έλεγχο της Βουλής, αντιμετωπίζουν ήδη εσωκομματικά προβλήματα. Ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας, Κέβιν Μακάρθι, φιλοδοξεί μεν να είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Βουλής, αλλά δεν φαίνεται να έχει την απαραίτητη πλειοψηφία των 218 βουλευτών, καθώς ήδη πέντε από τους 222 Ρεπουμπλικανούς έχουν δηλώσει ότι δεν θα τον στηρίξουν, και πιθανότατα υπάρχουν κι άλλοι. Η αντίδραση προέρχεται από μέλη της υπερ-συντηρητικής πτέρυγας του “Freedom Caucus”, οι οποίοι δεν εμπιστεύονται τον Μακάρθι και ζητούν μια σειρά από αλλαγές στις διαδικασίες της Βουλής. Ώς τώρα δεν έχει επιτευχθεί συμβιβασμός, και είναι πιθανό η ψηφοφορία στις 3 Ιανουαρίου για την ανάδειξη Προέδρου να αποβεί άκαρπη για πρώτη φορά από το 1923. Καθώς όμως δεν υπάρχει κάποιο άλλο πρόσωπο που να συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη περισσότερων βουλευτών, το πιθανότερο είναι ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί κάποια λύση, έστω και με αποχή των αντιρρησιών, ώστε να εκλεγεί ο Μακάρθι με πλειοψηφία επί των παρόντων, κάτι που έχει ξαναγίνει άλλωστε στο παρελθόν. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι έχει συζητηθεί και η περίπτωση εξωκοινοβουλευτικού υποψηφίου, καθώς ο Πρόεδρος της Βουλής δεν είναι απαραίτητο να είναι και βουλευτής.
Σε κάθε περίπτωση, η κοινοβουλευτική ομάδα των Ρεπουμπλικανών και ο επόμενος Πρόεδρος της Βουλής θα παραμείνουν ευάλωτοι στην πίεση των πιο ακραίων, καθώς η οριακή πλειοψηφία 222-213 επιτρέπει εκβιασμούς ακόμα και από μικρές ομάδες. Παράλληλα, υπάρχει έντονη επιθυμία για “εκδίκηση” στις έρευνες των Δημοκρατικών που αποκάλυψαν τις ευθύνες πολλών στελεχών των Ρεπουμπλικανών (και πρωτίστως του πρώην Προέδρου Τραμπ) στην επίθεση στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021. Έτσι, έχει ανακοινωθεί ήδη η διενέργεια ερευνών από επιτροπές της Βουλής για μια σειρά θεμάτων, όπως η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του Προέδρου, αλλά ακόμα και η λειτουργία της επιτροπής που ερεύνησε την επίθεση στο Καπιτώλιο.
Είναι επίσης βέβαιο ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν για μείωση των εξόδων, ή ακόμα και κοινωνικών προγραμμάτων όπως οι συντάξεις και η ιατρική ασφάλιση των συνταξιούχων, εκβιάζοντας μέσω της έγκρισης του επόμενου προϋπολογισμού τον Σεπτέμβριο, ή μέσω της έγκρισης της αύξησης του χρέους, που θα χρειαστεί κάποια στιγμή από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Η μείωση των κρατικών δαπανών είναι βέβαια πάγιο αίτημα των Ρεπουμπλικανών από την εποχή του Ρέιγκαν, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να εγκρίνουν τρεις φορές την αύξηση του χρέους κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ. Το παιχνίδι με την έγκριση του χρέους πάντως είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς το 2011 που οι Ρεπουμπλικανοί είχαν χρησιμοποιήσει την ίδια τακτική για να πιέσουν την κυβέρνηση Ομπάμα, η Standard & Poor’s είχε υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας.
Η μάχη για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος
Ο προεκλογικός αγώνας για το 2024 τυπικά ξεκίνησε μια εβδομάδα μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ώς τώρα δεν υπάρχουν άλλες σημαντικές υποψηφιότητες, συζητούνται όμως αρκετά ονόματα, με κυριότερο αυτό του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, ο οποίος μάλιστα σε κάποιες δημοσκοπήσεις υπερέχει του Τραμπ μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων.
Ο ΝτεΣάντις ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στη Βουλή το 2013 και ήταν ιδρυτικό μέλος της ακραίας ομάδας τού “Freedom Caucus”, την οποία αναφέραμε και παραπάνω. Το επόμενο βήμα του ήταν το 2018, όταν κέρδισε οριακά στις εκλογές για τη θέση του κυβερνήτη της Φλόριντα, με σημαντική δημόσια στήριξη από τον Τραμπ. Στη συνέχεια έγινε γνωστός λόγω των ακραίων απόψεών του σε πολλά θέματα, όπως η πλήρης αντίθεσή του στα μέτρα για την πανδημία —που έφτασε πρόσφατα μέχρι και στην αμφισβήτηση των εμβολίων— ή η ναύλωση δύο αεροσκαφών με χρήματα της Πολιτείας δύο μήνες πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου, με τα οποία μεταφέρθηκαν από το Τέξας σε ακριβό θέρετρο της Μασαχουσέτης 50 αιτούντες άσυλο από τη Βενεζουέλα.
Αυτό όμως που φούντωσε τα σενάρια για πιθανή υποψηφιότητά του για την προεδρία ήταν η θριαμβευτική επανεκλογή του στις τελευταίες εκλογές με 59%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το 51% του Τραμπ στη Φλόριντα το 2020. Εξίσου σημαντικό ήταν το γεγονός ότι στις ίδιες εκλογές απέτυχαν αρκετοί προβεβλημένοι υποψήφιοι που είχαν στηριχτεί από τον Τραμπ, όπως οι υποψήφιοι κυβερνήτες της Πενσιλβάνια, της Αριζόνας και του Ουισκόνσιν. Έτσι, ο ΝτεΣάντις φαίνεται όλο και περισσότερο σαν μια κατάλληλη λύση για τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους που έχουν κουραστεί με τις αποτυχίες αλλά και το έξαλλο ύφος του Τραμπ.
Εκκρεμούν βέβαια πολλά ερωτήματα: Θα μπορέσει άραγε να κερδίσει το κοινό που ενεργοποίησε ο Τραμπ το πιο μετρημένο (και για κάποιους υποτονικό) ύφος του ΝτεΣάντις; Θα διατηρηθεί η τωρινή δημοσκοπική εικόνα όταν ο ΝτεΣάντις εκτεθεί σε εθνικό επίπεδο, ή θα ξεφουσκώσει όπως έγινε π.χ. με τον (επίσης κυβερνήτη της Φλόριντα) Τζεμπ Μπους το 2016; Και βέβαια, το σημαντικότερο: θα τολμήσει ο ΝτεΣάντις να έρθει σε αντίθεση με τον Τραμπ βάζοντας τώρα υποψηφιότητα, δεδομένης μάλιστα της γνωστής εκδικητικότητας του Τραμπ και του φανατικού κοινού που τον ακολουθεί, ή θα προτιμήσει να παραμείνει κυβερνήτης της Φλόριντα για άλλα 4 χρόνια;
Πέραν του ΝτεΣάντις υπάρχουν βέβαια και άλλοι ενδιαφερόμενοι, όπως ο πρώην Αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, ο οποίος όμως δημοσκοπικά βρίσκεται αρκετά χαμηλά (7% σύμφωνα με τον μέσο όρο του RealClearPolitics), παρά την αναγνωρισιμότητά του και τις προσπάθειες αυτοπροβολής του το τελευταίο διάστημα. Η πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας και πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Νίκι Χέιλι, έχει επίσης δηλώσει ότι “θα σκεφτεί” μέσα στις γιορτές αν θα δηλώσει υποψηφιότητα. Επιπλέον, ο “πρώτος επιλαχών” του 2016 Τεντ Κρουζ είναι πολύ πιθανό να ενδιαφέρεται, όπως και ο Μάικ Πομπέο, πρώην υπουργός εξωτερικών του Τραμπ. Όσο περισσότεροι υποψήφιοι εκδηλώσουν ενδιαφέρον πάντως, τόσο πιθανότερο είναι να κερδίσει από ένα μικρό τμήμα των ψηφοφόρων ο καθένας και να ενισχυθεί έτσι η θέση του Τραμπ, ο οποίος έχει ήδη ένα μεγάλο και φανατικό κοινό.
Τέλος, ένα μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η στάση της Λιζ Τσένεϊ, πρώην νούμερο 3 στην ιεραρχία του κόμματος στη Βουλή, η οποία αντιτάχθηκε ανοιχτά στον Τραμπ μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, με αποτέλεσμα να χάσει στις εσωκομματικές εκλογές του Αυγούστου και να αποκλειστεί από την επόμενη Βουλή. Ως μέλος της ειδικής επιτροπής της Βουλής που διερεύνησε την επίθεση στο Καπιτώλιο, η Τσένεϊ επέμεινε ιδιαίτερα στην αναζήτηση των ευθυνών του Τραμπ, με αποτέλεσμα πολλοί να κάνουν λόγο για προετοιμασία της προεκλογικής της εκστρατείας. Μέσα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα βέβαια είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής πλέον και δεν έχει καμία πιθανότητα εκλογής· ίσως όμως να προσπαθήσει να κατεβεί σαν ανεξάρτητη υποψήφια, κάτι που δεν γνωρίζουμε αν θα ζημίωνε περισσότερο του Ρεπουμπλικανούς ή τους Δημοκρατικούς.
Ο δρόμος για τις προεδρικές εκλογές του 2024
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, τα πράγματα φαίνονται πιο απλά εκ πρώτης όψεως. Μετά τα πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών, τη —μικρή έστω— βελτίωση του οικονομικού κλίματος και τις νομοθετικές επιτυχίες των τελευταίων μηνών, η δημοτικότητα του Τζο Μπάιντεν έχει ανακάμψει και βρίσκεται στο 43%, σύμφωνα με τον μέσο όρο του FiveThirtyEight. Δεν απέχει επομένως πολύ από το περίπου 45% που είχαν στην αντίστοιχη στιγμή της θητείας τους ο Ομπάμα και ο Κλίντον, οι οποίοι κατάφεραν τελικά να επανεκλεγούν. Ο Ρέιγκαν μάλιστα είχε ελαφρά χαμηλότερο ποσοστό, όπως και ο Τραμπ. Κανένας από τους πιθανούς εσωκομματικούς αντιπάλους του Μπάιντεν δεν έχει δηλώσει ενδιαφέρον, έστω και έμμεσα, να τον ανταγωνιστεί για το χρίσμα.
Υπάρχει όμως και ο “ελέφαντας στο δωμάτιο”, η ηλικία. Ο Μπάιντεν έκλεισε ήδη τα 80, και, παρόλο που τα έχει καταφέρει συνολικά καλά στη διακυβέρνηση, δεν φαίνεται να έχει την απαραίτητη ενέργεια για να οργώσει τη χώρα ξεσηκώνοντας τον κόσμο σε μια προεκλογική καμπάνια, εκπληρώνοντας μάλιστα και τα καθήκοντα του Προέδρου παράλληλα. Οι εκλογές του 2020 είχαν, εκ των πραγμάτων, πολύ λίγες συγκεντρώσεις λόγω της πανδημίας, και έτσι δεν δοκιμάστηκαν συχνά οι αντοχές του. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι έχει κάθε πρόθεση να βάλει και πάλι υποψηφιότητα, όπως δείχνουν οι πρόσφατες κινήσεις του για αλλαγές στη διαδικασία των προκριματικών εκλογών.
Έτσι λοιπόν, και τα δύο κόμματα βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε ένα ιδιότυπο αδιέξοδο, όντας δεσμευμένα σε μεγάλο βαθμό από τους έως τώρα ηγέτες τους, οι οποίοι όμως δεν είναι σαφές αν μπορούν να τα οδηγήσουν στην νίκη. Οι δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή δείχνουν ότι μια αναμέτρηση Μπάιντεν-Τραμπ ευνοεί τον Μπάιντεν, αλλά τα αποτελέσματα του 2020 (όπως και του 2016) κρίθηκαν σε τόσο μικρό αριθμό ψήφων, εν μέρει λόγω του πλειοψηφικού συστήματος του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, που είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα, ειδικά δύο χρόνια πριν τις εκλογές.
Αν τελικά υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών είναι κάποιο νέο πρόσωπο όπως ο ΝτεΣάντις, οι ισορροπίες αλλάζουν και είναι πιθανό να βρεθούν σε δυσμενή θέση οι Δημοκρατικοί. Θα ωφελούνταν επιστρατεύοντας κι αυτοί μια νέα και δυναμική παρουσία, όπως π.χ. η κυβερνήτης του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Γουίτμερ, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ, ή η Αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει στην πράξη οικειοθελή υποχώρηση του Μπάιντεν. Δεν θα ήταν πρωτοφανές, το είχε κάνει για παράδειγμα και ο Πρόεδρος Τζόνσον το 1968, τότε όμως έγινε υπό την πίεση της χαμηλής δημοτικότητάς του λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ.
* * *
Κλείνοντας, ας δούμε τι θα μπορούσαν να προμηνύουν τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών για την επόμενη χρονιά — αλλά και για τη συνέχεια. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, έγραφα εδώ στην Athens Voice ότι το πιο κρίσιμο ερώτημα για τις ενδιάμεσες εκλογές ήταν κατά πόσον η κυριαρχία των ακραίων υποψηφίων στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα θα τους οδηγούσε σε ήττα, ή αν θα κατάφερναν να πάρουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα του πολιτεύματος. Η μεγάλη παρουσία υποψηφίων που αμφισβητούσαν ανοιχτά τα εκλογικά αποτελέσματα του 2020 ήταν κάτι πρωτοφανές, και δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες για τη συνέχεια.
Ευτυχώς, το εκλογικό σώμα φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό απέρριψε τις φωνές αμφισβήτησης της δημοκρατικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, βρέθηκαν και αρκετοί σώφρονες πολιτικοί στο Κογκρέσο ώστε να περάσει με διακομματική πλειοψηφία η τροποποίηση του απαρχαιωμένου νόμου του 1887 για την επικύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Στις ασάφειες, άλλωστε, και στις ελλείψεις αυτού του νόμου είχε βασιστεί το σχέδιο ανατροπής των αποτελεσμάτων και η επίθεση στο Καπιτώλιο, όπως κατέγραψε πολύ αναλυτικά η ειδική επιτροπή της Βουλής στην αναφορά που εξέδωσε αυτές τις μέρες.
Έχουμε λοιπόν έναν λόγο να αισιοδοξούμε στο ξεκίνημα του 2023, ασχέτως της ιδεολογίας ή του κόμματος που μπορεί να υποστηρίζει ο καθένας μας. Κερδήθηκε βέβαια μόνο μια μάχη, γιατί δεν εξαφανίστηκαν φυσικά από προσώπου γης όσοι οργάνωσαν και όσοι επέτρεψαν τις καταστάσεις που οδήγησαν στα γεγονότα του Ιανουαρίου του 2021. Είναι όμως μια σημαντική μάχη, και —το κυριότερο— είναι ένα πολύ θετικό δείγμα των αντανακλαστικών του εκλογικού σώματος, στο οποίο τελικά βασίζεται κάθε Δημοκρατία.