- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ιβάν Μιλάτ: Ο serial killer που δολοφονούσε και βασάνιζε ταξιδιώτες με σακίδια
Ο διαβόητος κατά συρροήν δολοφόνος της Αυστραλίας
Υπόθεση Ιβάν Μιλάτ: Ο σίριαλ κίλερ της Αυστραλίας που δολοφονούσε και βασάνιζε ταξιδιώτες.
Πολλοί νέοι που ταξίδευαν στην Αυστραλία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έπεσαν θύματα ενός διεστραμμένου θηρευτή που βασάνιζε και σκότωνε για το κέφι του.
Τον Σεπτέμβριο του 1992 στο δάσος Μπιλάνγκλο, που απέχει δυο ώρες από το Σίδνεϊ, η έντονη οσμή αποσύνθεσης οδήγησε στην ανακάλυψη του πτώματος μιας κοπέλας που είχε μαχαιρωθεί 14 φορές. Σύντομα στο δάσος ανακαλύφθηκαν κι άλλα πτώματα ανθρώπων που υπήρξαν θύματα του ίδιου δολοφόνου, του διαβόητου κατά συρροή δολοφόνου της Αυστραλίας, Ιβάν Μιλάτ.
Μέχρι τη στιγμή των αρχικών ανακαλύψεων στο δάσος Μπιλάνγκλο, είχαν αναφερθεί πολλές εξαφανίσεις ταξιδιωτών, όπως ενός 19χρονου ζευγαριού από τη Βικτώρια. Η Ντέμπρα Έβεριστ και ο Τζέιμς Γκίμπσον είχαν εξαφανιστεί αφότου έφυγαν από το Σίδνεϊ με προορισμό το εναλλακτικό φεστιβάλ ConFest. Το φεστιβάλ αυτό που γινόταν κάθε Πάσχα από το 1976, είχε γίνει πολύ δημοφιλής προορισμός των νέων από όλο τον κόσμο, που ταξίδευαν με ένα σακίδιο και λίγα χρήματα κι απολάμβαναν μια βδομάδα διακοπών, προσφέροντας μόνο ένα δίωρο εθελοντικής εργασίας (εξού και ότι ο Ιβάν Μιλάτ είναι γνωστός ως «ο δόλοφόνος των ταξιδιωτών με τα σακίδια»).
Η Σιμόν Σμιτ, μια 21χρονη Γερμανίδα, είχε εξαφανιστεί από τότε που έφυγε από το Σίδνεϊ για τη Μελβούρνη στις 20 Ιανουαρίου 1991. Επίσης ένα ζευγάρι Γερμανών, ο 21χρονος Γκάβορ Νόιγκεμπαουερ και η 20χρονη Άνια Χάμπσιντ είχαν εξαφανιστεί αφότου έφυγαν από τον ξενώνα που διέμεναν στις 26 Δεκεμβρίου του 1991. Δυο ακόμη κοπέλες από τη Βρετανία που ταξίδευαν με τα σακίδιά τους, η 21χρονη Κάρολιν Κλαρκ και η 22χρονη Τζοάν Ουώλτερς δεν είχαν δώσει σημεία ζωής από τον Απρίλιο του 1992. Μετά την ανακάλυψη του πρώτου πτώματος στις 19 Σεπτεμβρίου 1992, το επόμενο πρωί η αστυνομία ανακάλυψε ένα δεύτερο πτώμα, 30 μέτρα από το πρώτο. Βάσει οδοντιατρικών αρχείων η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι τα θύματα ήταν οι Βρετανίδες Κλαρκ και Ουώλτερς. Πέρασε πάνω από ένας χρόνος, ωσότου ανακαλυφθούν κι άλλα πτώματα.
Τον Οκτώβριο του 1993 ένας ντόπιος που έψαχνε για καυσόξυλα ανακάλυψε οστά σε ένα ιδιαίτερα απομακρυσμένο μέρος του δάσους και κάλεσε την αστυνομία. Σύντομα ανακαλύφθηκαν δύο λείψανα που αργότερα ταυτοποιήθηκαν. Ανήκαν στον Γκίμπσον και την Έβεριστ - αυτό μπέρδεψε την αστυνομία, καθώς η κάμερα και το σακίδιο του Γκίμπσον είχαν ανακαλυφθεί σε ένα φαράγγι 120 χλμ βόρεια. Την 1η Νοεμβρίου 1993 βρέθηκε ένας σκελετός σε ξέφωτο του δάσους στη διάρκεια αστυνομικής έρευνας. Αργότερα αναγνωρίστηκε ότι ανήκε στη Σμιτ. Τα ρούχα που βρέθηκαν εκεί δεν ήταν της Σμιτ, αλλά ταίριαζαν με αυτά μιας άλλης αγνοούμενης ταξιδιώτισσας, της Χάμπσιντ. Στις 4 Νοεμβρίου 1993, τα πτώματα των Χάμπσιντ και Νόιγκεμπαουερ βρέθηκαν σε ένα κοντινό μονοπάτι σε ρηχούς τάφους σε απόσταση 50 μέτρων μεταξύ τους.
Η εξέταση των λειψάνων έδειξε ότι ορισμένα από τα θύματα είχαν βασανιστεί και δεν πέθαναν αμέσως από τα τραύματά τους. Τον Οκτώβριο του 1993 η αστυνομία της Νέας Νότιας Ουαλίας συγκρότησε μια Ομάδα Κρούσης με περισσότερους από 20 ντετέκτιβ και αναλυτές. Τον Νοέμβριο αύξησε την αμοιβή για πληροφορίες σχετικά με τις δολοφονίες σε 500.000 δολάρια.
Αφού έπλασε το προφίλ του δολοφόνου, η αστυνομία ήρθε αντιμέτωπη με έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών από πολλές πηγές. Οι ερευνητές εφαρμόζοντας μια ειδική τεχνολογία (ανάλυσης συνδέσμων) περιόρισε τη λίστα των υπόπτων από 230 σε 32. Προέκυψε η εικασία ότι τα εγκλήματα ήταν έργο πολλών δολοφόνων, δεδομένου ότι τα περισσότερα θύματα είχαν δεχτεί επίθεση ενώ ήταν ζευγάρια, είχαν σκοτωθεί με διαφορετικούς τρόπους και είχαν ταφεί χωριστά.
Στις 13 Νοεμβρίου 1993, η αστυνομία έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον 24χρονο Πωλ Όνιονς, από τη Βρετανία. Στις 25 Ιανουαρίου 1990 ο Όνιονς ταξίδευε με το σακίδιό του στην Αυστραλία και ενώ έκανε ωτοστόπ από τον σταθμό του Λίβερπουλ ως τη Μιλντούρα, είχε μπει στο αμάξι κάποιου «Μπιλ» που δέχτηκε να τον μεταφέρει. Λιγότερο από 1 χλμ. από το δάσος Μπιλάνγκλο, ο «Μπιλ» σταμάτησε, έβγαλε ένα περίστροφο και σχοινιά και δήλωσε ότι θα τον λήστευε. Ο Όνιονς άνοιξε την πόρτα και το έβαλε στα πόδια, ενώ ο «Μπιλ» τον πυροβολούσε. Ζήτησε βοήθεια από μια διερχόμενη οδηγό, τη Τζοάν Μπέρι από την Καμπέρα, και μαζί περιέγραψαν τον δράστη και το όχημά του στην τοπική αστυνομία. Στις 13 Απριλίου 1994, οι ντετέκτιβ βρήκαν ξανά το σημείωμα σχετικά με το τηλεφώνημα του Όνιονς. Η δήλωση του Όνιονς επιβεβαιώθηκε από την Μπέρι και επίσης από τη φιλενάδα ενός άνδρα που δούλευε με τον Μιλάτ.
Η αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί το σπίτι του Μιλάτ στις 26 Φεβρουαρίου 1994. Ο Μιλάτ μετά την ανακάλυψη των οστών είχε πουλήσει το αμάξι του. Η αστυνομία επιβεβαίωσε επίσης ότι ο Μιλάτ δεν δούλευε καμία από τις ημέρες των επιθέσεων και γνωστοί του μίλησαν στην αστυνομία για την εμμονή του με τα όπλα. Όταν έγινε η σύνδεση μεταξύ των δολοφονιών στο Μπιλάνγκλο και του συμβάντος με τον Όνιονς και τον «Μπίλι», ο Όνιονς πήγε στην Αυστραλία για να βοηθήσει στην έρευνα. Στις 5 Μαΐου 1994 ο Όνιονς αναγνώρισε θετικά τον Μιλάτ ως τον άνδρα που τον είχε πάρει με ωτοστόπ και αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει.
Ο Μιλάτ συνελήφθη στο σπίτι του στις 22 Μαΐου 1994 -αφού το περικύκλωσαν 50 αστυνομικοί- με κατηγορίες για ληστεία και όπλα σχετικά με την επίθεση εναντίον του Όνιονς. Η έρευνα στο σπίτι του Μιλάτ αποκάλυψε διάφορα όπλα (τουφέκια και πιστόλια που ταίριαζαν με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν στις δολοφονίες). Επίσης αποκαλύφθηκαν αντικείμενα που ανήκαν σε θύματά του. Ερευνήθηκαν επίσης τα σπίτια της μητέρας του και των 5 αδερφών του και βρέθηκαν κι εκεί πολλά ακόμη αντικείμενα των θυμάτων.
Ο Μιλάτ εμφανίστηκε στο δικαστήριο στις 23 Μαΐου, αλλά δεν έκανε καμιά δήλωση σχετική με την ενοχή ή την αθωότητά του. Στις 31 Μαΐου, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες και για τις επτά δολοφονίες ταξιδιωτών. Ο Μιλάτ απέλυσε τον συνήγορό του στις 28 Ιουνίου και ζήτησε νομική βοήθεια για να πληρώσει για την υπεράσπισή του. Στο μεταξύ, οι αδελφοί του Ρίτσαρντ και Ουώλτερ δικάστηκαν σε σχέση με όπλα, ναρκωτικά και κλεμμένα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή τους. Στη φάση της προανάκρισης, από τις 24 Οκτωβρίου και έως τις 12 Δεκεμβρίου, εμφανίστηκαν πάνω από 200 μάρτυρες. Με βάση τα στοιχεία, στις αρχές Φεβρουαρίου 1995, ο Μιλάτ προφυλακίστηκε μέχρι τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
Η δίκη του άρχισε στο Σιδνεϊ στις 26 Μαρτίου 1996. Παρά τα συντριπτικά στοιχεία εναντίον του, ο Μιλάτ ήταν σίγουρος ότι θα κριθεί αθώος -δήλωνε «δεν ήμουν εγώ, δεν ξέρω ποιος το έκανε». Η υπεράσπισή του υποστήριξε ότι, παρά τα στοιχεία, δεν υπήρχε καμία άμεση απόδειξη ότι ο Μιλάτ ήταν ένοχος και προσπάθησε να μεταθέσει την ευθύνη σε άλλα μέλη της οικογένειάς του. Εκατόν σαράντα πέντε μάρτυρες κατέθεσαν, συμπεριλαμβανομένων μελών της οικογένειας Μιλάτ που προσπάθησαν να παράσχουν άλλοθι. Στις 18 Ιουνίου κατέθεσε ο Μιλάτ.
Στις 27 Ιουλίου 1996, μετά από 18 εβδομάδες καταθέσεων, το δικαστήριο έκρινε τον Ιβάν Μιλάτ ένοχο για τις δολοφονίες. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για κάθε μια από τις 7 δολοφονίες χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης. Καταδικάστηκε επίσης για την απόπειρα ανθρωποκτονίας και ληστείας του Όνιονς.
Τα θυματα του serial killer Ιβάν Μιλάτ
1989
30 Δεκεμβρίου: Ο Τζέιμς Γκίμπσον και η Ντέμπορα Έβεριστ, και οι δύο 19χρονοι Αυστραλοί, μαχαιρώθηκαν πολλαπλά.
1991
20 Ιανουαρίου: Η Γερμανίδα Σιμόν Σμιτ, 20 ετών, πέθανε αφού υπέστη πολλά τραύματα από μαχαίρι, ένα από τα οποία διαπέρασε τη σπονδυλική στήλη της.
26 Δεκεμβρίου: Ο Γερμανός Γκάμπορ Νόιγκεμπάουερ πυροβολήθηκε έξι φορές και η σύντροφός του, Άνια Χάμπσιντ, 20 ετών, αποκεφαλίστηκε (το κρανίο της δε βρέθηκε ποτέ)
1992
18 Απριλίου: Οι Βρετανίδες, Τζοάν Ουώλτερς, 22 ετών, μαχαιρώθηκε και η Καρολάιν Κλαρκ, 21 ετών, πυροβολήθηκε δέκα φορές.
Ο Ιβάν Ρόμπερτ Μάρκο Μιλάτ ήταν γιος Κροάτη που μετανάστευσε στην Αυστραλία και παντρεύτηκε μια 16χρονη ντόπια με την οποία απέκτησαν 14 παιδιά. Πολλά από τα δέκα αγόρια του Μιλάτ είχαν μπλεξίματα με την αστυνομία και ο Ιβάν είχε επιδείξει αντικοινωνική συμπεριφορά σε νεαρή ηλικία, γεγονός που τον οδήγησε 13 ετών σε αναμορφωτήριο και πολλές φορές στη συνέχεια στη φυλακή για κλοπές, διαρρήξεις και απόπειρα βιασμού. Ο Μίλατ γνώρισε μια 16χρονη κοπέλα που ήταν έγκυος από τον ξάδερφό του. Παντρεύτηκαν το 1983 και απέκτησαν μια κόρη. Ωστόσο, η γυναίκα του τον άφησε το 1987 λόγω ενδοοικογενειακής βίας και χώρισαν τον Οκτώβριο του 1989, οπότε ξεκίνησε και το φονικό του ξέσπασμα. Εργαζόταν σε υπηρεσία της τροχαίας ως οδηγός φορτηγού από το 1975 μέχρι και τη στιγμή της σύλληψής του.
Οι δολοφονίες του Μιλάτ υπήρξαν υλικό πολλών βιβλίων. Μια μίνι τηλεοπτική σειρά επικεντρώθηκε στα μέλη της Ομάδας Κρούσης που παρακολουθούσαν τον Μιλάτ. Οι δολοφονίες ενέπνευσαν επίσης την ταινία “Wolf Creek”.
Πέθανε στη φυλακή τον Οκτώβριο του 2019 σε ηλικία 74 ετών από καρκίνο του οισοφάγου, χωρίς να επιβεβαιώσει ποτέ τις υποψίες των Αρχών ότι ευθυνόταν και για άλλες δολοφονίες.