- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Bίκτορ Μπουτ: Συνέντευξη του «Εμπόρου του Θανάτου» - Στηρίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία
Ο ρώσος έμπορος όπλων Βίκτορ Μπουτ δήλωσε το Σάββατο ότι υποστηρίζει «ολόψυχα» τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο 72 χρονών σήμερα Μπουτ πρόσθεσε ότι αν είχε την ευκαιρία και τις απαραίτητες δεξιότητες, θα πήγαινε «σίγουρα ως εθελοντής» σε αυτό που η Ρωσία αποκαλεί «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία.
Ο Μπουτ γνωστός και ως «έμπορος του θανάτου», απελευθερώθηκε την Πέμπτη από την κράτηση των ΗΠΑ στο πλαίσιο ανταλλαγής κρατουμένων με την Αμερικανίδα σταρ του μπάσκετ Μπρίτνεϊ Γκράινερ.
Ο Μπάουτ έκανε τις δηλώσεις αυτές σε μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξη στο ελεγχόμενο από το Κρεμλίνο τηλεοπτικό δίκτυο RT. Η συνέντευξή του δόθηκε από τη Μαρία Μπούτινα, μια Ρωσίδα λάτρης των δικαιωμάτων των όπλων που έγινε τηλεοπτική προσωπικότητα και εργάζεται τώρα για το δίκτυο.
Η Μπούτινα, η οποία καταδικάστηκε για συνωμοσία με σκοπό να ενεργήσει ως πράκτορας ξένου κράτους στις Ηνωμένες Πολιτείες, απελάθηκε στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 2019 αφού εξέτισε περισσότερους από 15 μήνες πίσω από τα κάγκελα στη Φλόριντα.
Όταν ρωτήθηκε αν είχε ένα πορτρέτο του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στο κελί της φυλακής του, ο Μπουτ είπε: «Ναι, πάντα. Γιατί όχι; Είμαι περήφανος που είμαι Ρώσος και που ο πρόεδρός μας είναι ο Πούτιν».
Βίκτορ Μπουτ: Η ταινία που βασίστηκε στη ζωή του
Η ταινία «Lord of War» του 2005 με τον Νίκολας Κέιτζ βασιζόταν σε έναν μεγάλο βαθμό στον Μπουτ, πρώην αξιωματικό της σοβιετικής πολεμικής αεροπορίας που έγινε γνωστός επειδή, όπως λέγεται, πουλούσε όπλα για εμφυλίους πολέμους στη Νότια Αμερική, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Μεταξύ των πελατών του λέγεται πως ήταν ο Τσαρλς Τέιλορ της Λιβερίας, ο Λίβυος ηγέτης Μουαμάρ Καντάφι και οι δύο πλευρές του εμφυλίου πολέμου της Αγκόλας.
Ο Μπουτ συνελήφθη τον Μάρτιο 2008 στην Μπανγκόκ έπειτα από μια κινηματογραφική επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας Αμερικανοί πράκτορες παρουσιάσθηκαν ως στελέχη των FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας), στις οποίες πουλούσε όπλα εδώ και πολλά χρόνια. Ένας συνεργάτης του αποδείχθηκε καθοριστικός για τη σύλληψη του μεγαλεμπόρου αφού λειτουργούσε ως μεσάζων με τους φερόμενους ως αντάρτες FARC. Τα όπλα θα μεταφέρονταν στην Κολομβία αεροπορικώς και θα ρίχνονταν με αλεξίπτωτα στις περιοχές των Κολομβιανων. Όταν έφτασε η ώρα να συναντηθεί ο Μπουτ με έναν από τους αρχηγούς της οργάνωσης, συνελήφθη στο λόμπι ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην Μπανγκόκ.
Το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε χαρακτηρίσει τότε τη σύλληψη «παράνομη», «στερείται κάθε λογικής εξήγησης» και υπαγορεύθηκε από μια «άνευ προηγουμένου πίεση» από την Ουάσινγκτον προς τις αρχές της Ταϊλάνδης. Έπειτα από δύο χρόνια σκληρής δικαστικής διαμάχης, ο Μπουτ εκδόθηκε στις ΗΠΑ όπου το 2012 καταδικάστηκε από δικαστήριο της Νέας Υόρκης σε 25 χρόνια κάθειρξης.
Λίγο μάλιστα πριν την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ο πρώην πιλότος του Κόκκινου Στρατού με το παχύ μουστάκι, ντυμένος με την πράσινη στολή του κρατουμένου, δήλωσε με θεατρική φωνή ότι είναι αθώος. «Δεν είμαι ένοχος, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να σκοτώσω οποιονδήποτε, δεν είχα ποτέ την πρόθεση να πουλήσω όπλα σε οποιονδήποτε, ο Θεός ξέρει την αλήθεια» δήλωνε.Πέρα από τις κατηγορίες που οδήγησαν στην καταδίκη του, σύμφωνα με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Ντάγκλας Φάραχ, συγγραφέα του βιβλίου «Εμπορος του Θανάτου» (2007), ο πρώην αξιωματικός της σοβιετικής πολεμικής αεροπορίας εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον δύο πράγματα: τα τεράστια αποθέματα όπλων και πυρομαχικών που έγιναν διαθέσιμα μετά την πτώση του καθεστώτος και τις διασυνδέσεις στο στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας. Με αυτά τα όπλα δημιούργησε ένα δίκτυο διακίνησης χρησιμοποιώντας, σύμφωνα με έγγραφα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έναν ιδιωτικό στόλο παλαιών αεροσκαφών τύπου Αντόνοφ.
Έτσι λοιπόν, μετέφερε όπλα από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ σε χώρες υπό καθεστώς εμπάργκο όπλων, όπως η Ανγκόλα, η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε. Σε αυτές τις εμπόλεμες ζώνες οι ένοπλες ομάδες χρηματοδοτούσαν τον εξοπλισμό τους πουλώντας διαμάντια, πετρέλαιο, ή άλλο φυσικό πλούτο.