- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Υπάρχουν δύο Αμερικές; - Ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής
Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής - 4ο μέρος: Υπάρχουν δύο Αμερικές;
Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ
Διαβάστε το τρίτο μέρος «Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός» ΕΔΩ
«Δεν υπάρχουν μόνο μπλε και κόκκινες πολιτείες. Υπάρχουν μπλε και κόκκινα γεγονότα. Οι Ρεπουμπλικανοί πιστεύουν ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, οι Δημοκρατικοί πιστεύουν στη θεωρία της εξέλιξης». - John Sayles
Το 1979, όταν ο Edward Teller, o άνθρωπος που επινόησε τη βόμβα υδρογόνου, έπαθε καρδιακή προσβολή, έριξε το φταίξιμο στην Τζέιν Φόντα. Η Τζέιν Φόντα μόλις είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Το σύνδρομο της Κίνας» που απεικόνιζε ένα πυρηνικό ατύχημα ―το οποίο συνέβη στην πραγματικότητα δύο εβδομάδες μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, στον πυρηνικό σταθμό του Three Mile Island. Μετά το πυρηνικό ατύχημα, η Φόντα άρχισε να καταφέρεται εναντίον της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας και ο Teller να επιμένει ότι είναι η μοναδική λύση· στο τέλος, από το κρεβάτι του νοσοκομείου, δήλωσε: «Είμαι το μοναδικό θύμα του Three-Mile Island. Αλλά δεν έφταιγε ο αντιδραστήρας, έφταιγε η Τζέιν Φόντα: η Τζέιν Φόντα είναι επικίνδυνη· η πυρηνική ενέργεια δεν είναι». Το 1979, ο Edward Τeller και η Τζέιν Φόντα εκπροσωπούσαν δυο διαφορετικές Αμερικές. Και παρά τις ταξικές, δημογραφικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις, οι ΗΠΑ παραμένουν διαχωρισμένες σ’ αυτές τις ταξικές, χωροταξικές, φυλετικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές γραμμές.
«Δύο Αμερικές» ήταν μια έκφραση που χρησιμοποίησε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην ομιλία του «Η άλλη Αμερική» όπου περιέγραφε τις ταξικές και φυλετικές ανισότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το αίτημα που διατύπωνε ο Mάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1967 ήταν η θέσπιση εγγυημένου βασικού εισοδήματος με ορίζοντα την εξισορρόπηση της Αμερικής των ευκαιριών και της Αμερικής της underclass. Έκτοτε, η κατάσταση έχει γίνει λίγο πιο σύνθετη, με τις πολιτιστικές και ιδεολογικές μάχες να υπερβαίνουν σε διχαστική δράση τις ταξικές και φυλετικές.
Αν και μέχρι το 1980 περίπου το βιοτικό επίπεδο των φτωχών ανέβαινε διαρκώς, η συγκέντρωση του πλούτου στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες μεγάλωσε το χάσμα: δεν φτώχυναν οι φτωχοί· πλούτισαν δυσανάλογα οι πλούσιοι οι οποίοι ονομάστηκαν «προνομιούχοι» ―ήταν ένας χαρακτηρισμός που οι Αμερικανοί χρησιμοποιούσαν υποτιμητικά για τις ευρωπαϊκές ελίτ. Ωστόσο, ο όρος παγιώθηκε και στις ΗΠΑ αφορώντας όχι μόνο για το 1% των πολυεκατομμυριούχων αλλά μια πλουτοκρατική τάξη στην οποία περιλαμβάνονται πολιτικές ελίτ, ελίτ διανοουμένων και μεγάλοι κεφαλαιούχοι. Σήμερα, η συσσώρευση πλούτου στο κορυφαίο 1% των Αμερικανών έχει φτάσει σε επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1920, από τα λεγόμενα «Roaring Twenties» πριν από έναν αιώνα. Αυτό το κοινωνικό σχήμα που εξελίσσεται αντίστροφα από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές των ΗΠΑ υπογραμμίζει τη μεγάλη εσωτερική αντίθεση η οποία από τη δεκαετία του 1960 εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης: στην αρχή με άξονα την εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα τον πόλεμο του Βιετνάμ και στη συνέχεια με άξονα τη σειρά των αποτυχημένων αμερικανικών επεμβάσεων στον κόσμο.
Η αλήθεια είναι ότι από το 1980 τα εισοδήματα κατανέμονται με όλο και μεγαλύτερες ανισότητες μεταξύ των Αμερικανών. Το κορυφαίο 1% τα πήγε πολύ καλύτερα από την υπόλοιπη χώρα και είναι η ομάδα το εισόδημα της οποίας έχει αυξηθεί ταχύτερα από το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Το 9% έχει προχωρήσει με τον ρυθμό της συνολικής οικονομίας, ενώ το 90% των Αμερικανών τα πήγε λιγότερο καλά από τη χώρα: το μερίδιό τους στην εθνική οικονομία μειώθηκε, αν και οι περισσότεροι κατέγραψαν κάποια κέρδη σε απόλυτους αριθμούς. Αν εξετάσουμε τον συσσωρευμένο πλούτο και όχι το εισόδημα, η διαφορά είναι ακόμα εντονότερη. Οι πλουσιότεροι 400 Αμερικανοί έχουν περισσότερη περιουσία από το χαμηλότερο 60% των Αμερικανών μαζί. Στην πραγματικότητα, το χαμηλότερο 50% δεν έχει καθόλου πλούτο, επειδή χρωστάει περισσότερα από όσα κατέχει. Ο πλούτος είναι ένα απλό κριτήριο με το οποίο μπορούμε να στηρίξουμε την υπόθεση των δύο Αμερικών, η οποία θεωρείται στοιχείο του αμερικανικού εξαιρετισμού.
Αν και σε όλες τις χώρες υπάρχουν δύο κοινότητες ξεχωριστές από οικονομική και πολιτιστική άποψη —πλούσιοι και φτωχότεροι, καλύτερα και χειρότερα σχολικά συστήματα, καλύτερα και χειρότερα συστήματα περίθαλψης, καλές συνοικίες και φτωχογειτονιές— επειδή από τις ΗΠΑ εξαρτώνται πολλά παγκόσμια διακυβεύματα, η ύπαρξη δύο Αμερικών μάς αφορά περισσότερο. Κι εδώ μάς ενδιαφέρει πρωτίστως το πώς η ταξική διαμόρφωση της αμερικανικής κοινωνίας επηρέασε και επηρεάζει τη διεθνή πολιτική.
Σύμφωνα με τη θεωρία της συναίνεσης, στις ΗΠΑ υπάρχει ενότητα αξιών και εθνικού χαρακτήρα: οι συγκρούσεις, ιδιαίτερα οι συγκρούσεις κατά μήκος των ταξικών γραμμών, κρίνονται από μια πλευρά της ιστοριογραφίας ως επιφανειακές και χωρίς πολυπλοκότητα. Ο πατριωτισμός διαποτίζει όλα τα κοινωνικά στρώματα και επιβεβαιώνεται με εορτασμούς, παρελάσεις και οπτικό αισθησιασμό: πράγματι, στο παρελθόν, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, οι Αμερικανοί δημιουργούσαν ενότητα με οιονεί θρησκευτικά προσκυνήματα και «ιερές» ημέρες που ενσωματώθηκαν στην αμερικανική πολιτιστική θρησκεία. Ο Τζορτζ Ουάσιγκτον ήταν εθνικός ήρωας που μετά τον θάνατό του έγινε ένα είδος ημίθεου ο οποίος κοιτούσε ψηλά από τον ουρανό για να ενσταλάξει τις ευλογίες του στο κόμμα του, τους «Ομοσπονδιακούς», και στην Αμερική. Το συμβολικό νόημα της αμερικανικής σημαίας και η ευλάβεια πολλών Αμερικανών προς αυτήν, σφυρηλατήθηκε ήδη από την εποχή της μάχης στο Φορτ Σάμτερ, από την οποία ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος τον Απρίλιο του 1861. Κατά τη διάρκεια εκείνου του πολέμου η σημαία χρησιμοποιήθηκε από τους ενωτικούς Βορείους συμβολίζοντας τον αμερικανικό εθνικισμό και την απόρριψη των αποσχιστικών τάσεων. Έκτοτε, πολλά άλλαξαν ―σχεδόν όλα· η αστερόεσσα αμφισβητήθηκε ως μέρος της αμερικανικής αστικής θρησκείας και στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα έγινε αντικείμενο συστηματικών βανδαλισμών. Ο ιερός χαρακτήρας των αμερικανικών συμβόλων που ενοποιούσαν τους Αμερικανούς ―πατριωτικές τελετουργίες, οιονεί θρησκευτική ιδιότητα του προέδρου, μεσσιανικός ρόλος του στρατού― κατέρρευσε.
Το 1959, ο John Higham με το άρθρο του στο περιοδικό Commentary «The Cult of the American Consensus» ανέλυε την ιστορία της υπερταξικής συναίνεσης η οποία φαινόταν να κυριαρχεί μέχρι τα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960. Πράγματι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Αμερικανοί στο σύνολό τους μοιράζονταν περίπου τους ίδιους φόβους ―πυρηνικό πόλεμο, κομμουνισμό― ενώ γύρω τους εκτυλισσόταν μια διαδικασία ευκαιριών και ευημερίας. Λίγο αργότερα, οι ιστορικοί της Νέας Αριστεράς θεώρησαν μύθο αυτή τη συναίνεση: τόνιζαν ότι η δομική φτώχεια, ο ρατσισμός και η ανισότητα των φύλων είναι οι ρίζες των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων στις ΗΠΑ.
Πολλοί θεωρητικοί, όπως για παράδειγμα ο Richard Hofstadter, αν και δεν απέρριπταν εντελώς την ιδέα της συναίνεσης, έβλεπαν τη σύγκρουση με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους ως ουσιαστική πτυχή της πολιτικής ανάπτυξης των κοινωνιών. Ο Hofstadter πίστευε ότι οι Αμερικανοί είχαν ουσιαστικά τις ίδιες υποκείμενες πεποιθήσεις κι ότι παρά τη σύγκρουση μεταξύ αγροτών και βιομηχάνων, κεφαλαίου και εργασίας, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, στην αμερικανική ιστορία υπήρχε σχετική συμφωνία γύρω από την ατομική ελευθερία, την ιδιωτική περιουσία και την επιχειρηματικότητα. Ο Daniel J. Boorstin επικροτούσε αυτή την ιδέα της συναίνεσης, ενώ ο Hofstadter τη θεωρούσε αντιπαραγωγική, τροποποιώντας ελαφρώς την ερμηνεία του Charles Beard για την ιστορία ως μια διαδοχή κυρίως κοινωνικο-οικονομικών συγκρούσεων. Σύμφωνα με τον Ηofstadter, εκτός από το διάλειμμα του Εμφυλίου Πολέμου, επικρατούσε κάποια σιωπηρή συναίνεση, ενώ η γενιά του Beard και του Vernon Louis Parrington έδινε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Hofstadter κατέληγε στο ότι δεν υπάρχει κοινωνία με ολική συναίνεση και χωρίς συγκρούσεις και ότι ο αμερικανικός Εμφύλιος ήταν η πλήρης κατάρρευση της συναίνεσης.
Οι ιστορικοί της συναίνεσης απεικόνισαν την εποχή μετά το 1945 ως μια αρμονική επιστροφή στο παρελθόν: ο Hofstadter, ο Hartz και ο Boorstin ―ο καθένας με τον τρόπο του― πίστευαν ότι «η ευημερία και η φαινομενική ταξική αρμονία μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου αντανακλούσαν μια επιστροφή στον «αληθινό» αμερικανισμό δηλαδή στον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Το New Deal της δεκαετίας του 1930 που οδήγησε στην οικοδόμηση μιας μορφής κράτους προνοίας είχε διασώσει τον καπιταλισμό και, στη συνέχεια, η ταξική συμφιλίωση εξυπηρέτησε τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Αυτό το «deal» κλονίστηκε στη δεκαετία του 1960 και όλες οι αξίες της αμερικανικής ζωής αμφισβητήθηκαν μέσω των αντιπολεμικών, αντιρατσιστικών και φεμινιστικών κινημάτων.
Η πρόσληψη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής άλλαξε ριζικά στη δεκαετία του 1960. Οι διαμαρτυρίες και οι καταγγελίες εναντίον της προκάλεσαν την αναβίωση των πασιφιστικών και εργατικών παραδόσεων οι οποίες χρονολογούνταν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι αποκαλύψεις γύρω από τη διαφθορά της αμερικανικής εξουσίας και το όργιο των επιχειρηματικών συμφερόντων επανέφεραν στο προσκήνιο τη συνδικαλιστική κουλτούρα των Wobblies και των περιπλανώμενων εποχικών εργατών, καθώς και την ιστορική μνήμη της δουλείας τα υπολείμματα της οποίας ήταν φανερά, ιδιαίτερα στις νότιες πολιτείες. Την αμφισβήτηση της εξωτερικής πολιτικής από ένα μέρος του αμερικανικού κοινού συνόδευε η συνειδητοποίηση του κομφορμισμού και των φαινομένων που τον ενίσχυσαν όπως ήταν η αντικομμουνιστική εκστρατεία της δεκαετίας του 1950, η προαστικοποίηση της μεσαίας τάξης και η ενίσχυση των κομφορμιστικών τάσεων (πατριαρχία, ετεροφυλοφιλία, καθωσπρεπισμός, θεοσέβεια κτλ.)
Στη δεκαετία του 1960 ―κατά την οποία εκτυλίχθηκαν πολιτιστικά φαινόμενα που αποτέλεσαν υλικό της τεράστιας soft power των ΗΠΑ― δημιουργήθηκε μια μορφή εναλλακτικού πατριωτισμού ως μια ακόμα ένδειξη των «δύο Αμερικών». Αν και στην αρχή οι κύκλοι της αμερικανικής ηγεσίας προσπάθησαν να απαξιώσουν αυτά τα κινήματα και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, στο πέρασμα του χρόνου τα πρόβαλαν όχι μόνο ως εκδήλωση των «δύο Αμερικών», αλλά ως επικύρωση της αμερικανικής πλουραλιστικής δημοκρατίας. Ήταν πραγματικά: παρά τις προσπάθειες περιορισμού του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης με πρόσχημα την εθνική ασφάλεια, η αντιπολεμική αντιπολίτευση υπερέβη τότε όλα τα εμπόδια. Στους New York Times δημοσιεύτηκαν α Έγγραφα του Πενταγώνου, που αποδείκνυαν ότι στο Βιετνάμ δεν εκτυλισσόταν εμφύλιος πόλεμος στον οποίον οι ΗΠΑ απλώς στήριζαν την πλευρά του Νότιου Βιετνάμ, αλλά ξεκάθαρη στρατιωτική επέμβαση βασισμένη σε ψέματα προς το αμερικανικό κοινό και το Κογκρέσο· ο δε Daniel Ellsberg αφέθηκε ελεύθερος παρότι θα μπορούσε να καταδικαστεί με τον νόμο Logan του 1917. Οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί πλημμύρισαν από τη ρητορική και τη μουσική της «άλλης Αμερικής», μια μείξη από κουλτούρες μειονοτήτων, διεκδικήσεις ξεχωριστών ταυτοτήτων και αντικαπιταλιστικά αντιπατριαρχικά και αντιμιλιταριστικά αιτήματα. Για πάνω από μια δεκαετία, η «άλλη Αμερική» απειλούσε με επανάσταση τους ευσεβείς χριστιανούς, τους ρατσιστές και όσους ευνοούσαν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό· η αντικουλτούρα, από τους χίπις μέχρι τη Νέα Αριστερά, έγινε το όχημα της αντίθεσης στην εξωτερική πολιτική. Με λίγα λόγια, αν οι Wobblies, το λαϊκό μέτωπο της δεκαετίας του 1930 και 1940 ήταν επικεντρωμένοι στα εργατικά δικαιώματα και οι μπίτνικς της δεκαετίας του 1950 ασκούσαν κριτική σε ζητήματα τρόπου ζωής, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων μετά το 1962 είχε μεγαλύτερη εμβέλεια: απαντούσε με μια πολύ συγκεκριμένη προπαγάνδα σχετικά με την εξωτερική πολιτική. Η αριστερή κριτική εκείνης της εποχής απέκτησε τόσο ευρεία δημοσιότητα ώστε οι χριστιανοί πατριώτες που παρουσίαζαν την αμερικανική παρουσία στο Βιετνάμ με ηρωικό τρόπο ―π.χ. το "The Ballad of the Green Berets" (1966) του Barry Sadler και το "Okie from Muskogee’’ του Merle Haggard και των Strangers (1969)― είχαν μεγάλη επιτυχία στο εσωτερικό των ΗΠΑ αλλά δεν είχαν τύχη στο εξωτερικό.
Έχουν γραφεί πάρα πολλά για την αντικουλτούρα της «άλλης» Αμερικής. Το ζήτημα εδώ είναι το πώς προσέλαβε, πρόβαλε και επηρέασε την εξωτερική πολιτική επιταχύνοντας τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ και ταυτοχρόνως εξάγοντας μια ελκυστική εικόνα της «άλλης», εναλλακτικής Αμερικής η οποία επιζεί λίγο-πολύ μέχρι σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διοίκησης Ρέιγκαν η οποία επιχείρησε να απαξιώσει την αντικουλτούρα, το αντιπολεμικό κίνημα, τον χιπισμό, τον ριζοσπαστικό φεμινισμό και τα τοιαύτα, είχε πλέον παγιωθεί ένα καινούργιο κατεστημένο πολιτικής και πολιτιστικής αντιπολίτευσης το οποίο δεν κινδύνευε από λογοκρισία και περιορισμούς με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας. Η εξωτερική πολιτική παρέμεινε ευάλωτη στις επικρίσεις, αλλά, καθώς από το 1975 είχε καταργηθεί η υποχρεωτική στράτευση ένα από τα βασικά κίνητρα του αντιπολεμικού κινήματος εξέλιπε. Ο επαγγελματικός στρατός επενέβαινε, σε μικρούς αριθμούς, σε διάφορα μέρη του κόσμου με τις συνήθεις προφάσεις και με διάφορες κομπίνες ―όπως ήταν το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας― αλλά χωρίς τη φρικτή φωτογένεια του Βιετνάμ. Αργότερα, η εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών αλλά ο αντιαμερικανισμός ήταν πια τόσο διαδεδομένος ώστε το εσωτερικό κίνημα εναντίον της εξωτερικής πολιτικής του Τζορτζ Γ. Μπους δεν είχε αντίκτυπο ήπιας ισχύος. Εξάλλου, η υπόθεση των δύο Αμερικών θεωρούνταν βεβαιότητα, ιδιαίτερα μετά τη διοίκηση Κλίντον όταν το Δημοκρατικό Κόμμα άρχισε να κινείται προς τα αριστερά μαζί με τα αριστεροφιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης. Αυτή η κίνηση προς τα αριστερά μαζί με την υιοθέτηση των δογμάτων της πολιτικής ορθότητας επέτεινε τη διαχωριστική γραμμή των δύο Αμερικών: αμφότερες ριζοσπαστικοποιήθηκαν υποστηρίζοντας αντίθετες αντιλήψεις για την εξωτερική πολιτική. Η αμερικανική δεξιά, η οποία υιοθέτησε ανοιχτά διάφορα φονταμενταλιστικά και συνωμοσιολογικά ρεύματα, μοιράστηκε ως προς την εξωτερική πολιτική ανάμεσα στους απομονωτιστές και στους μιλιταριστές, με τους δεύτερους να μειοψηφούν στους κόλπους της παράταξης. Η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία και στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα διευκόλυνε τον ορισμό της ταυτότητας και την πολιτική έκφραση του ενός τρίτου, περίπου, των Αμερικανών: πρόκειται για Ρεπουμπλικανούς, συχνά προσκείμενους συνειδητά ή μη στο Tea Party και σε άλλους σχηματισμούς της χριστιανικής δεξιάς (όπως είναι η alt-right και η alt-lite), τηλεθεατές του Fox News και της πλατφόρμας Breitbart. Αλλά αυτή η ομάδα, αν και είναι υπέρ της προτεραιότητας των στρατιωτικών δαπανών, δεν έχει ομοιογενή γνώμη για την εξωτερική πολιτική: ένα μέρος της πιστεύει πιο έντονα στη διεθνή δέσμευση με σκοπό την αμερικανική ηγεμονία και ένα άλλο μέρος πιστεύει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αφήσουν τα αποτυχημένα κράτη να τα βγάλουν πέρα μοναχά τους.
Πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το αμερικανικό κοινό και μέρος της αμερικανικής ηγεσίας δεν φαινόταν να είχε αντιληφθεί την μετεξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου σε σύγκρουση με τη Ρωσία και με το διεθνές Ισλάμ, ενώ έβλεπε με οικονομικούς και εμπορικούς όρους τον ανταγωνισμό με την Κίνα. Μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία, η μία Αμερική φοβόταν για τη διαρκή άνοδο της Κίνας, ενώ η άλλη, η αριστεροφιλελεύθερη, επικεντρωνόταν στα εσωτερικά προβλήματα: στον ρατσισμό, στη φτώχεια, στις διακρίσεις εναντίον των γυναικών, στην αστυνομική βία· δεν φαινόταν να έχει σαφή θέση για την εξωτερική πολιτική πέραν της επιθυμίας για ειρήνη και συμφιλίωση μέσω ήπιας ή έξυπνης ισχύος. Όσο για αυτό που κάποτε ονομαζόταν αντικουλτούρα κατακλύζει τον κοινωνικό κορμό και τα κινήματα «βάσης» (grassroots) ασχολούνται πρωτίστως με τα δικαιώματα πραγματικών ή φαντασιακών μειονοτήτων και λιγότερο με τη διεθνή πολιτική.
Γκρίζα Αμερική, Πράσινη Αμερική, Αμερική των προαστίων, Αμερική των εσώτερων πόλεων
Από την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν, οι δύο Αμερικές άρχισαν να διαμορφώνονται όλο και περισσότερο σε κομματικές γραμμές, που με τη σειρά τους αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς πληθυσμούς, με τεράστιες διαφορές στον πλούτο, στο «χρώμα» και στο μορφωτικό επίπεδο. Αν παρατηρήσουμε τις νομοθετικές διαμάχες των τελευταίων ετών ίσως αναρωτηθούμε αν τα δύο κόμματα στη Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπούν διαφορετικές χώρες: ακόμα και οι στατιστικές ―λόγου χάρη πόσοι Αμερικανοί εισπράττουν επιδόματα, πόσοι χρησιμοποιούν μέσα μαζικής μεταφοράς (δηλαδή δεν έχουν ΙΧ), πόσοι ζουν κάτω από το περιβόητο όριο της φτώχειας― διαφέρουν πολύ ανάμεσα στα δύο κόμματα. Αυτός ο διαχωρισμός επιδεινώνεται από την ανεξέλεγκτη ιδεολογική επιθετικότητα και την ολοένα και πιο ιδεολογικά γκετοποιημένη αμερικανική γεωγραφία. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν πρόκειται για τη Βουλή των ΗΠΑ, ο John Edwards είχε δίκιο που είπε ότι υπάρχουν «δύο Αμερικές» και ο Mπαράκ Ομπάμα είχε άδικο όταν επέμενε, στο πλαίσιο της συμφιλιωτικής του πολιτικής, ότι «δεν υπάρχει μια φιλελεύθερη Αμερική και μια συντηρητική Αμερική». Το χάσμα μεταξύ αυτών των δύο φαίνεται να μεγαλώνει ή εν πάση περιπτώσει να μη μικραίνει: οι πολιτικές μετατοπίσεις ―το ότι, για παράδειγμα, το Δημοκρατικό κόμμα εκπροσωπεί όλο και περισσότερο τους μορφωμένους, τους κατοίκους των μεγαλουπόλεων και τους πιο εύπορους, ενώ το Ρεπουμπλικανικό απευθύνεται στους πληθυσμούς της ενδοχώρας― έχει βαθύνει το χάσμα μεταξύ της αστικής και της αγροτικής Αμερικής. Παραλλήλως, η ταυτοτική μανία των Δημοκρατικών, η απόρριψη της φυλετικής αχρωματοψίας, βαθαίνει το χάσμα μεταξύ «λευκών» και «εγχρώμων».
Σχετικά με τη χάραξη και πρόσληψη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η «Γκρίζα» Αμερική, η Αμερική των μεγαλουπόλεων, έχει διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο από την «πράσινη» Αμερική της ενδοχώρας. Σ’ αυτές οι δύο Αμερικές οι άνθρωποι έχουν δύο εντελώς διαφορετικά σύνολα εμπειριών, μαθαίνουν διαφορετικές αλήθειες, αποκτούν διαφορετικές προτεραιότητες και εμφανίζουν διαφορετικό επίπεδο ανοχής σε οτιδήποτε είναι «εξωτερικό» ή «ξένο». Στην διαφορά των αφηγήσεων μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών προστίθενται οι αντίστοιχες νοοτροπίες του άστεως και της υπαίθρου χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μία από τις δύο εκπροσωπεί το Καλό και η άλλη το Κακό. Η κάθε πλευρά πιστεύει ότι επιδιώκει το Καλό, με βάση όσα ξέρει και όσα είναι.
Η Γκρίζα Αμερική είναι ποικιλόμορφη: πολυφυλετική, πολυπολιτισμική, πολυοικονομική, πολλαπλών ταχυτήτων και πολυαισθητηριακή: οι άνθρωποι ζουν ο ένας πάνω και δίπλα στον άλλον και αγωνίζονται για χώρο σε πολυσύχναστα πεζοδρόμια, εστιατόρια, ασανσέρ, μποτιλιαρισμένες διασταυρώσεις, γέφυρες και σήραγγες. Για να ζήσει κανείς στην Γκρίζα Αμερική, πρέπει να εκπαιδευτεί σε ένα επίπεδο ανεκτικότητας, αλλιώς θα τρελαθεί. Αυτή είναι η θεμελιώδης αιτία που οι Αμερικανοί των μεγαλουπόλεων είναι πιο πιθανό να επιζητούν μια εξωτερική πολιτική που να σέβεται τα πολιτικά δικαιώματα και τις κουλτούρες άλλων λαών, ενώ στην Πράσινη Αμερική, όπου οι κοινότητες είναι πιο ομοιογενείς, ευνοείται η μικρο-απομόνωση στο οικογενειακό περιβάλλον και η απόσταση από ανθρώπους που δεν τους μοιάζουν. Το ότι στην ύπαιθρο η πλειοψηφία των Αμερικανών έχουν γεννηθεί στις ΗΠΑ, έχουν μικρότερα ποσοστά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και διαφορετικές δραστηριότητες ―γεωργία, μεταποίηση, δασοκομία, εξόρυξη, στρατός― δημιουργεί διαφορετική ψυχολογία: η Γκρίζα Αμερική είναι έργο προόδου, ενώ η Πράσινη Αμερική είναι έργο συντήρησης. Οι εθνικές πολιτικές ατζέντες κάθε κόμματος —επισήμως τουλάχιστον— αντικατοπτρίζουν αυτόν τον διαχωρισμό από τον οποίον δεν λείπει η τοξικότητα.
Στο μεταξύ, καθώς πολλές αμερικανικές μεγαλουπόλεις έχουν μεταμορφωθεί σε συστάδες προαστίων ―μια διαδικασία που εντατικοποιήθηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο― o προαστιακός πληθυσμός, περίπου οι μισοί Αμερικανοί, επηρεάζει όλο και περισσότερο τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Οι κάτοικοι των πόλεων και των προαστίων φαίνονται περισσότερο αισιόδοξοι και θετικοί από οικονομική άποψη για τα οφέλη του διεθνούς εμπορίου, για τη συνεργασία των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους ΝΑΤΟ και για τη διεθνικιστική δράση τους με σκοπό τον εκδημοκρατισμό και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εξωτερικό. Αν και ο κόσμος της υπαίθρου χωρίζεται σε απομονωτιστές που είναι γενικά αδιάφοροι για τις εξωτερικές υποθέσεις, και σε επεμβατιστές που πιστεύουν στην παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία, αμφότερες οι πλευρές τείνουν να προτιμούν τη «σκληρή ισχύ», ενώ ο κόσμος των μεγαλουπόλεων τείνει να προτιμά ηπιότερες μορφές ισχύος και δεν επιθυμεί την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Όσο για τις λεπτομέρειες της στρατηγικής της κάθε προεδρίας ―για παράδειγμα η εμπλοκή στη Λιβύη ή στη Συρία― υπερβαίνουν κατά πολύ την ενημέρωση και τα όρια του ενδιαφέροντος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αμερικανών.
Αν και το διακύβευμα για τους περισσότερους Αμερικανούς είναι να μη φανεί στον διεθνή χώρο αδυναμία ή φθίνουσα επιρροή της χώρας τους, υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση μεταξύ της πρόσληψης της αμερικανικής πολιτικής μεταξύ του καουμπόι και του διανοουμένου των μεγαλουπόλεων. Και παρ’ όλ’ αυτά, τις δύο Αμερικές ενώνει η πίστη σε τρεις αλληλένδετους μύθους: στην αποσύνδεση από την ευρωπαϊκότητα, στον εξαιρετισμό και στην εγγενή καλοσύνη των ΗΠΑ, σε μια ενάρετη φύση που έχασαν αλλά που ίσως μπορούν να ξαναβρούν.