Κοσμος

Ο serial killer Τζακ Ουντερβέγκερ που όλοι ζητούσαν να αποφυλακιστεί

Από αναλφάβητος, μορφώθηκε στη φυλακή και η αυτοβιογραφία του έγινε μπεστ σέλερ

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζακ Ουντερβέγκερ: Καταδικάστηκε για τη δολοφονία μιας πόρνης, έδειξε ότι άλλαξε μέσα στη φυλακή, όλοι ζητούσαν την αποφυλάκισή του και εν τέλει δολοφόνησε 9 ακόμη γυναίκες 

Ο Τζακ Ουντερβέγκερ, γεννημένος το 1950 από μια γερμανίδα πόρνη και έναν Αμερικάνο αξιωματικό, μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά του. Από παιδί μπαινόβγαινε στις φυλακές, καταδικασμένος κυρίως για κλοπές, ώσπου το 1974 δολοφόνησε μια πόρνη στραγγαλίζοντάς την με το σουτιέν της και μετά δυο χρόνια καταδικάστηκε σε ισόβια. Μέσα στη φυλακή άρχισε να σπουδάζει και να γράφει ασταμάτητα κι έφτασε να γίνει φημισμένος συγγραφέας.

Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο Τζακ Ουντερβέγκερ ήταν υπόδειγμα κρατουμένου. Ήταν ζωντανή απόδειξη ότι όποιες πράξεις κι αν έκανε κάποιος, ποτέ δεν ήταν αργά να αλλάξει. Μετά από μια ζωή εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής επίθεσης και της δολοφονίας, ο Ουντερβέγκερ αναγνωρίστηκε ως συγγραφέας, ενώ εξέτιε ισόβια κάθειρξη. Στη φυλακή έγραψε την αυτοβιογραφία του και μια σειρά από ποιήματα τόσο όμορφα που διδάσκονταν στα αυστριακά σχολεία και τα επαινούσαν διακεκριμένοι συγγραφείς, βραβευμένοι με Νόμπελ. Ο Τζακ Ουντερβέγκερ έδειξε στον κόσμο ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να εξιλεωθεί. Αυτό πίστευαν οι υποστηρικτές του. Αλλά όλα αυτά έγιναν καπνός όταν, λίγο μετά την πρόωρη αποφυλάκισή του το 1990, ξεκίνησε ένα μπαράζ δολοφονιών αφήνοντας πίσω του τουλάχιστον 9 γυναίκες νεκρές.

Όταν ο Τζακ Ουντερβέγκερ μπήκε στη φυλακή το 1976, η ισόβια κάθειρξη φαινόταν να είναι το αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορίας βίας κι εγκλήματος. Ο Ουντερβέγκερ είχε ποινικό μητρώο από τότε που επιτέθηκε σε μια πόρνη σε ηλικία 16 ετών. Από τότε, είχε περάσει καιρό στη φυλακή για μια σειρά από άλλα βίαια αδικήματα. «Κράτησα το ατσάλινο καλάμι μου ανάμεσα στις ιερόδουλες του Αμβούργου, του Μονάχου και της Μασσαλίας», έγραψε αργότερα για τα νιάτα του. «Είχα εχθρούς και τους κατέκτησα μέσω του μίσους που είχα μέσα μου». Τον Δεκέμβριο του 1974, ο Ουντερβέγκερ σκότωσε μια 18χρονη Γερμανίδα πόρνη, τη Μάργκαρετ Σέιφερ. Σε ένα μοτίβο που θα επαναλάμβανε ξανά και ξανά, τη στραγγάλισε με το σουτιέν της. Σύντομα συνελήφθη, αλλά προσπάθησε να εξηγήσει τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της δίκης. Ισχυρίστηκε ότι είχε δει το πρόσωπο της μητέρας του στα μάτια της πόρνης καθώς τη σκότωνε. Πίστευε ότι αυτό θα προκαλούσε συμπάθεια -επειδή είχε εγκαταλειφθεί από τη μητέρα του μικρός- αλλά έκανε λάθος. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Πίσω από τα κάγκελα, όμως, κάτι άρχιζε να τον συγκλονίζει και άρχισε να γράφει.

Αναλφάβητος πριν φυλακιστεί, ο Ουντερβέγκερ έμαθε να γράφει και να διαβάζει και δεν μπορούσε να σταματήσει. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Το βιβλίο του Endstation Zuchthaus κέρδισε ένα λογοτεχνικό βραβείο το 1984 και η αυτοβιογραφία του («Καθαρτήριο») έφτασε στην κορυφή της λίστας των μπεστ σέλερ και έγινε ταινία. Οι διανοούμενοι στην Αυστρία συσπειρώθηκαν γύρω του πιστεύοντας πως ήταν η απόδειξη ότι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν.

Ένας Αυστριακός ιστορικός και παρουσιαστής τηλεοπτικής εκπομπής λόγου μαγεύτηκε από την αυτοβιογραφία του. «Ήταν αυθεντικό έργο, μια πραγματική κραυγή», είπε. Η συγγραφέας Ελφρίντε Γέλινεκ, που θα έπαιρνε αργότερα το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, εξέφρασε την εντύπωση ότι η αυτοβιογραφία του Ουντερβέγκερ είχε «σαφήνεια και εξαιρετική λογοτεχνική ποιότητα».«Ήταν πολύ τρυφερός», είπε αργότερα ένας φημισμένος συντάκτης περιοδικού, αφού είχε επισκεφτεί τον Ουντερβέγκερ στη φυλακή. «Αποφασίσαμε ότι έπρεπε να του δοθεί χάρη».

Έτσι, ξεκίνησε μια απίθανη εκστρατεία για να αναγνωριστεί ο Τζακ Ουντερβέγκερ ως συγγραφέας και να επανενταχθεί στην κοινωνία. Σύντομα, δεκάδες διανοούμενοι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι άρχισαν να αγωνίζονται για την πρόωρη αποφυλάκισή του. Όπως ανέφερε η δήλωση που υπογράφηκε από υποστηρικτές του, «η υπόθεση Ουντερβέγκερ θα είναι είναι το μέτρο για την Αυστριακή δικαιοσύνη». Ανάμεσα στους υποστηρικτές του ήταν και ο παγκόσμιας φήμης νομπελίστας Γκύντερ Γκρας.

Άλλοι είδαν τον Ουντερβέγκερ ως μια υπενθύμιση ότι ένα άτομο θα μπορούσε να υπερβεί τις περιστάσεις. Αντιπροσώπευε τη μεγάλη ελπίδα των διανοουμένων ότι μέσω της λεκτικής έκφρασης των προβλημάτων αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν. Υπήρχαν, ωστόσο, κάποια ανησυχητικά σημάδια στο ολοένα αυξανόμενο έργο του ότι δεν είχε απαλλαγεί εντελώς από την εμμονή του με τους φόνους και τη βία. «Κανένα θέμα δεν είναι πιο ποιητικό από τον θάνατο μιας όμορφης γυναίκας», έγραψε κάποια στιγμή ο Ουντερβέγκερ. Μια άλλη ωδή του έλεγε: «Φαίνεται ακόμα παράξενος και απόμακρος / Και ζωηρός, o Θάνατος / Μα μια μέρα θα είσαι κοντά / Και γεμάτος φλόγες / Έλα, εραστή, είμαι εκεί / Πάρε με, είμαι δικός σου!» Ωστόσο, η εκστρατεία για την απελευθέρωσή του απέδωσε. Δεκαπέντε χρόνια μετά την ισόβια κάθειρξη του -το ελάχιστο που απαιτεί ο αυστριακός νόμος- ο Τζακ Ουντερβέγκερ αποφυλακίστηκε τον Μάιο του 1990. Ο διοικητής της φυλακής δήλωσε: «Δεν θα βρούμε ποτέ άλλον κρατούμενο τόσο καλά προετοιμασμένο για την ελευθερία». Αλλά μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, μια πόρνη βρέθηκε νεκρή, στραγγαλισμένη με τα εσώρουχά της - ακριβώς όπως η Μάργκαρετ Σέιφερ. Ο αριθμός πτωμάτων αυξήθηκε γρήγορα. Επτά ακόμη γυναίκες δολοφονήθηκαν τους επόμενους μήνες, με ανατριχιαστικά παρόμοιο μοτίβο: Τα θύματα ήταν ιερόδουλες που στραγγαλίστηκαν με τα σουτιέν τους και πετάχτηκαν στο δάσος - απόηχος της πρώτης δολοφονίας του Τζακ Ουντερβέγκερ. Αλλά ο πρόσφατα αποφυλακισμένος Ουντερβέγκερ φαινόταν ότι είχε απομακρυνθεί πολύ ​​από τη βία που καθόρισε τα πρώτα του χρόνια. Είχε γίνει κάτι σαν λογοτεχνικό φαινόμενο στην Αυστρία. Έκανε αναγνώσεις των βιβλίων του, ανέβαζε τα θεατρικά του έργα και εργαζόταν ως ρεπόρτερ - καθιερώθηκε ως βασικός δημοσιογράφος στην έρευνα για την πρόσφατη σειρά δολοφονιών ιεροδούλων. Έφτασε μέχρι να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό της αστυνομίας της Βιέννης και έγραφε άρθρα στις εφημερίδες για τις δολοφονίες. Σύντομα, το ρεπορτάζ του τον έφερε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, προσπάθησε να διερευνήσει τις «τρομερές συνθήκες» που βίωναν οι ιερόδουλες στις ΗΠΑ. Στο Λος Άντζελες ο Ουντερβέγκερ έμεινε στο διάσημο Cecil Hotel - όπου έχουν διαπραχθεί πολλές δολοφονίες και υπήρξε καταφύγιο γνωστών σίριαλ κίλερ. Η αστυνομία του LA του παρείχε τη δυνατότητα να περιπολεί μαζί με έναν αξιωματικό στις γειτονιές που έκαναν πιάτσα οι πόρνες.

Κατά τη διάρκεια των πέντε εβδομάδων του στο Λος Άντζελες, τρεις ιερόδουλες δολοφονήθηκαν - στραγγαλίστηκαν με τα σουτιέν τους. Ο Ουντερβέγκερ άρχισε να τραβάει την προσοχή των αρχών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η αστυνομία στο Λος Άντζελες συνδύασε το χρονοδιάγραμμα των δολοφονιών ιεροδούλων με την παραμονή του Ουντερβέγκερ στην πόλη. Στη συνέχεια, ο Ουντερβέγκερ έφυγε από τις ΗΠΑ, πήγε στην Ελβετία, μετά στο Παρίσι, μετά πίσω στο Μαϊάμι -όπου ξεκίνησε η αιματηρή κατάληξη της ιστορίας του. Στο Μαϊάμι οι αρχές τον συνέλαβαν τον Φεβρουάριο του 1992. Οι πράκτορες του FBI τον έπεισαν ότι θα έδινε συνέντευξη στο περιοδικό «Success», που θα πλήρωνε 10.000 δολάρια για την ευκαιρία να ακούσει την ιστορία του. Ο Ουντερβέγκερ τσίμπησε το δόλωμα, και έτσι, αντί να συναντήσει δημοσιογράφους, μπήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο αστυνομικούς. Είχε απολαύσει την προσοχή του Τύπου από τότε που η συγγραφική του καριέρα απογειώθηκε, ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, πόζαρε για φωτογραφίσεις υψηλής μόδας και βγήκε στην τηλεόραση για να συζητήσει για τα αγαπημένα του έργα, ενώ συνέχισε να φλερτάρει τον Τύπο. Τελικά, η αγάπη του για την προσοχή έφερε την πτώση του. Μετά τη σύλληψή του, εκδόθηκε πίσω στην Αυστρία.

Ωστόσο, πολλοί από τους πρώην υποστηρικτές του στάθηκαν στο πλευρό του, λέγοντας ότι αν ήταν ο δολοφόνος, θα ήταν η περίπτωση του αιώνα και ότι αφού στατιστικά ήταν τόσο απίθανο, πίστευαν ότι ήταν αδύνατο να είναι ένοχος. Ο Τζακ Ουντερβέγκερ είχε ζήσει διπλή ζωή με περισσότερους από έναν τρόπους. Κατά τη διάρκεια της δίκης του, μερικές γυναίκες έκλαιγαν, πιστεύοντας ότι ο Ουντερβέγκερ ήταν ένα αθώο θύμα. Άλλες παρατήρησαν την ανησυχητική συμπεριφορά του. Στο τέλος διάφοροι παράγοντες -όπως και η έλλειψη άλλοθι- οδήγησαν στην καταδίκη του Ουντερβέγκερ στις 29 Ιουνίου 1994.

Εκείνο το βράδυ ο Τζακ Ούντερβέργκερ κρεμάστηκε μέσα στο κελί του. Ένας Αυστριακός πολιτικός σχολίασε ότι ήταν η «καλύτερη δολοφονία» του.