- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αμερική: Η όξυνση της πολιτικής βίας και οι συνέπειες για τη Δημοκρατία
Η εκλογική περίοδος του 2020 λειτούργησε ως σημείο καμπής, οδηγώντας στην αποδοχή της βίας ως πολιτικού εργαλείου
Η πολιτική βία στην Αμερική με αφορμή την επίθεση που δέχθηκε o Paul Pelosi, σύζυγος της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Nancy Pelosi
Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε τις προηγούμενες ημέρες στις ΗΠΑ από την άγρια επίθεση που δέχθηκε o Paul Pelosi, σύζυγος της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Nancy Pelosi. O Pelosi βρισκόταν στην προσωπική τους κατοικία στο Σαν Φρανσίσκο, όταν ένας άνδρας εισέβαλε οπλισμένος με ένα σφυρί και φωνάζοντας «Πού είναι η Νάνσυ;» επιτέθηκε στον Pelosi, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά και χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι. Ο δράστης που συνελήφθη από τις Αρχές ονομάζεται David DePape, προ ολίγων ημερών εμφανίστηκε ενώπιον δικαστηρίου δηλώνοντας αθώος και τελικά προφυλακίστηκε. Όπως έγινε γνωστό στη συνέχεια, ο DePape κατά την εισβολή έφερε πάνω του σχοινί, γάντια και κολλητική ταινία, γιατί όπως είπε ήθελε να κρατήσει όμηρο την Pelosi και να την ανακρίνει, ως βασική υπεύθυνη για όλα τα ψέματα που διασπείρει το Δημοκρατικό Κόμμα. Εάν του έλεγε την αλήθεια θα την άφηνε να φύγει, διαφορετικά θα της έσπαγε τα γόνατα.
Η υπόθεση προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις και την ανησυχία πολιτικών και ΜΜΕ, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί συνέχεια ενός φαινομένου που έχει απλώσει βαριά τη σκιά του πάνω από την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ μετά την εκλογή Trump. Σύμφωνα με τους New York Times το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας ολοένα και εντείνει τις προειδοποιήσεις για συνεχή αύξηση του κινδύνου από «γηγενείς εξτρεμιστές», οι οποίοι στην πλειονότητά τους παρακινούνται από την πεποίθησή τους ότι στις προεδρικές εκλογές του 2020 έγινε νοθεία. Πολλά από τα μέλη του Κογκρέσου ανησυχούν όλο και περισσότερο για την ασφάλειά τους. Μάλιστα, αρκετοί υποψήφιοι των ενδιάμεσων εκλογών επέλεξαν ακόμη και κατά τους περασμένους μήνες που επικρατούσε προεκλογικός πυρετός να μειώσουν τις δημόσιες εμφανίσεις τους, διανθίζοντας τις καμπάνιες τους με ψηφιακές δράσεις, προκειμένου να μειώσουν το ρίσκο επιθέσεων.
Η εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία τομή στο πολιτικό συνεχές των ΗΠΑ, ένα γεγονός αποφασιστικής συμβολικής σημασίας, το οποίο έβγαλε τον εξτρεμισμό και τη συνωμοσιολογία από τις περιθωριοποιημένες απρόσιτες κρυψώνες τους, και τα άφησε να ξεχυθούν ελεύθερα με όλη τη βιαιότητα και το θράσος τους εντός των διαδρόμων και των γραφείων του «Ναού της Δημοκρατίας», όπως φάνηκε από τις εικόνες της εισβολής που έκαναν τον γύρο του κόσμου. Ο τεράστιος αριθμός ανθρώπων που έλαβαν μέρος στην κατάληψη βοήθησε να σηκωθεί το λεπτό φιλμ που σκέπαζε έως τότε την αμερικανική κοινωνία, αποκαλύπτοντας στο γυμνό φως το κομμάτι της που έως τότε έμενε βουβό και άπραγο ως απλός παρατηρητής. Το κομμάτι εκείνο που ούτε τα «συστημικά» ΜΜΕ εμπιστεύεται, ούτε τους συμβατικούς πολιτικούς εντός του δημοκρατικού τόξου ακούει, ούτε για τη διατήρηση της έννομης τάξης, ως έχει, ενδιαφέρεται. Το γεγονός πως, παρά τις απώλειες ζωών που υπήρξαν, το συμβάν στο Καπιτώλιο δεν εξελίχθηκε σε μία γενικευμένη κατάσταση αναρχίας, ούτε έφερε μία μιμητική αλυσίδα παρόμοιων δράσεων, ήταν φυσικά θετικό. Πιθανώς όμως να διέκοψε πρόωρα μία συζήτηση τόσο για τα αίτια που βρίσκονταν πίσω από την εξέγερση, όσο και για τις προτάσεις πρόληψης παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον.
Όλο και περισσότερα περιστατικά βίας ή τρομοκρατίας διενεργούνται από «μοναχικούς λύκους», οι οποίοι ριζοσπαστικοποιούνται μέσα από την εύκολη πρόσβαση σε θεωρίες συνωμοσίας
Τα φαινόμενα εξτρεμιστικής βίας πληθαίνουν, λαμβάνοντας όμως και διαφορετικές μορφές. Όπως κατέγραψε σε πρόσφατη ανάλυσή του το Politico, στις δίκες για τους εισβολείς του Καπιτωλίου συχνά οι κατηγορούμενοι προέρχονταν από τους κόλπους οργανωμένων και γνωστών εξτρεμιστικών ομάδων, όπως είναι για παράδειγμα οι “Oath Keepers”. Πρόκειται για μία ακροδεξιά αντικυβερνητική παραστρατιωτική οργάνωση, τα μέλη της οποίας υποστηρίζουν πως υπερασπίζονται των Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, φέρνοντας αντίσταση σε κάθε εντολή ή δράση που θεωρούν ότι το παραβιάζει. Ταυτόχρονα όμως, εντοπίζονται όλο και περισσότερες περιπτώσεις όπως αυτή του DePape. Εκείνος έδρασε εντελώς μόνος, χωρίς να έχει στρατολογηθεί ή κατηχηθεί από κάποια οργάνωση, παρακινούμενος αποκλειστικά από τις συνωμοσιολογικές θεωρίες που κυκλοφορούν ευρέως στο διαδίκτυο, τις οποίες φαίνεται πως είχε ενστερνιστεί με πάθος, όπως δείχνουν τα ψηφιακά του αποτυπώματα. Το φαινόμενο της «απο-ομαδοποίησης» αποτελεί πολύ σοβαρή τάση για τους μελετητές της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού. Όλο και περισσότερα περιστατικά βίας ή τρομοκρατίας διενεργούνται από «μοναχικούς λύκους», οι οποίοι, χωρίς να έχουν προσχωρήσει σε κάποια εξτρεμιστική οργάνωση, ριζοσπαστικοποιούνται μέσα από την εύκολη πρόσβαση σε θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο ή διακινούνται από κλειστές ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τι επίδραση έχει η έξαρση της πολιτικής βίας για το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ; Δυστυχώς οι μακροπρόθεσμες συνέπειες φαίνονται αρκετά σοβαρές. Σε έρευνα κοινής γνώμης που δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2022 η δεξαμενή σκέψης για διεθνείς σχέσεις “Carnegie Endowment for International Peace” με έδρα την Ουάσινγκτον, βασικό πόρισμα είναι η σημαντική αύξηση της αποδοχής ή ακόμη και υποστήριξης της πολιτικής βίας από το 2017 έως το 2020 και μάλιστα από τους ψηφοφόρους και των δύο κομμάτων στις ΗΠΑ. Ιδιαίτερα η εκλογική περίοδος του 2020 φαίνεται πως λειτούργησε ως σημείο καμπής, οδηγώντας στην αποδοχή της βίας ως πολιτικού εργαλείου. Τα στοιχεία του “Global Terrorism Database” που έχει συσταθεί από το Πανεπιστήμιο του Meryland για την καταγραφή φαινομένων βίας και τρομοκρατίας σε όλον τον κόσμο έρχονται να συμπληρώσουν το πόρισμα της έρευνας. Σύμφωνα με αυτά, από το 2016 έως το 2020 έχει σημειωθεί πολλαπλασιασμός περιστατικών πολιτικής βίας στις ΗΠΑ και έχει καταγραφεί πλήθος νέων εξτρεμιστικών ομάδων, περισσότερων ακροδεξιών αλλά και ακροαριστερών: συνωμοσιολόγοι υποστηρικτές του Trump, οπαδοί της «λευκής ανωτερότητας», αντισημιτιστές, ομάδες “Αntifa” και ομάδες εναντίον της αστυνομίας. Στο ρεπερτόριο δράσης τους καταγράφονται οι ένοπλες επιθέσεις, οι βομβιστικές επιθέσεις και οι καταστροφές ιδιωτικών και δημόσιων περιουσιών.
Εάν η διαρκής και έντονη παρουσία της πολιτικής βίας τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει στην κανονικοποίηση και στην αποδοχή της στη συνείδηση των Αμερικανών ψηφοφόρων ως ένα ακόμη χαρτί της πολιτικής τράπουλας και μάλιστα πολύ δυνατό, τότε η ρητορική των κομμάτων πρέπει να γίνεται με νέους όρους στο εξής. Το ζήτημα απειλής για την ίδια την Δημοκρατία είναι πασιφανές και σε μία υπερδύναμη που διατείνεται για την πίστη της στις δημοκρατικές αξίες και τα δημοκρατικά κεκτημένα, οι πολιτικοί δρώντες οφείλουν να έχουν ως βασική προτεραιότητα την υπερκέραση της ακραίας πόλωσης, του διχασμού και των λαϊκίστικων διλημμάτων των τελευταίων ετών. Ειδάλλως, εάν δεν επιτευχθεί ένας εξαγνισμός ρητορείας και εργαλειοποιημένων μέσων πολιτικής δράσης, τότε ο εξτρεμιστικός συμμοριτοπόλεμος θα παγιωθεί ανενόχλητος ως κομμάτι της πολιτικής ρουτίνας.