Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
20°
Οδοιπορικό στην έρημο: Εννιά μέρες στο Burning Man - Μέρος 2o
Burning Man: Πήγαμε στο μεγαλύτερο υπαίθριο φεστιβάλ της Βόρειας Αμερικής.
Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος εδώ
Τετάρτη, 31 Αυγούστου
8 μ.μ. - Μια εφιαλτική μέρα. Λίγο μετά τις 10 το πρωί ξεκίνησαν αλλεπάλληλες θύελλες σκόνης που κράτησαν μέχρι το απόγευμα. Η θερμοκρασία ξεπέρασε τους 40 βαθμούς δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο συνδυασμός σκόνης, αέρα, ήλιου, ζέστης και μάσκας ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστος. Βρήκα καταφύγιο στα παγκάκια του Center Camp – στη μεγάλη κυκλική τέντα στο κέντρο της πόλης, κάνοντας ασκήσεις υπομονής, μετρώντας τα λεπτά, γνωρίζοντας ότι, κάποια στιγμή, όλο αυτό θα περάσει. Κάποια στιγμή κοίταξα μπροστά μου και ένιωσα ότι το έδαφος έχει κλίση, ότι όλο το Center Camp είναι μια ανηφόρα. Κακό τριπάκι, χωρίς καν μανιτάρια.
Επιστρέφοντας στη σκηνή, συνειδητοποιούμε ότι η σκόνη έχει εισχωρήσει μέσα απ’ το διπλό φίλτρο εξαερισμού, στο εσωτερικό της σκηνής. Το «υπνοδωμάτιο» (δύο υπνόσακοι πάνω σε λεπτά στρώματα) είναι καλυμμένο απ’ τη σκόνη. Το «χολ» (το εξωτερικό δωματιάκι στο οποίο έχουμε τα πράγματά μας) έχει περισσότερη σκόνη απ’ ό,τι η ίδια η έρημος. Μετά από μιάμιση ώρα ολοκληρώνουμε τη διαδικασία ξεσκονίσματος και καθαρισμού που μοιάζει να έχει αντίστοιχο νόημα με το να προσπαθείς να αδειάσεις τον Ατλαντικό Ωκεανό με κουβαδάκι.
Για μία ακόμη φορά, ενώ έχω κάθε πρόθεση να ζήσω τη νυχτερινή ζωή της πόλης, μέχρι να ολοκληρώσω τη βραδινή ρουτίνα καθαρισμού και προετοιμασίας κοιμάμαι όρθιος.
Πέμπτη, 1 Σεπτεμβρίου
6 π.μ.- Μια πανέμορφη ανατολή του ήλιου. «Σκανάρω» το σώμα μου και κάνω μία καταγραφή των πόνων: το τράβηγμα στον μηρό από το στήσιμο της σκηνής το πρώτο βράδυ είναι χειρότερα· ο πόνος στη μέση λόγω του ύπνου είναι καλύτερα· μια παρανυχίδα που κόντεψε να κάνει γάγγραινα στο δάχτυλο έχει σχεδόν περάσει· όσο για τα υπόλοιπα, όπως θα ’λεγε και ο Τραμπ, αιμορραγώ «από κάθε κοιλότητα του σώματος». Ωστόσο, αυτοί είναι οι πόνοι της ερήμου, του εδώ κόσμου. Οι πόνοι και οι παθήσεις του έξω κόσμου, της πόλης, τα ψυχοσωματικά εκζέματα και τα πιασίματα, εξαφανίστηκαν απ’ την πρώτη βραδιά.
Σκέφτομαι ότι όλη αυτή η προσπάθεια επιβίωσης απαιτεί πειθαρχία και πνευματική συγκέντρωση που, εκτός του ότι σε βγάζει από τη «ζώνη της άνεσής σου», εν τέλει λειτουργεί ως μια άσκηση· ως μια συλλογιστική, υπερβατική εμπειρία. Όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με βασικές λειτουργίες του σώματος και της φύσης, τότε η αντίληψη που έχεις για τα πράγματα, για το τι είναι και δεν είναι σημαντικό, οι προτεραιότητές σου γενικά αναδιατάσσονται. Όταν η δύσκολη στιγμή περάσει, δεν νιώθεις απλώς ανακούφιση· νιώθεις ακόμη πιο δυνατός. Αν έχεις συναίσθηση της ασημαντότητάς σου, αυτό το βλέπεις με αποστασιοποίηση· αν όχι, τότε νιώθεις άτρωτος. Ίσως γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι είναι εθισμένοι στον κίνδυνο και στις ακραίες εμπειρίες: η επιβίωση είναι μεθιστική εμπειρία.
Κοιτάζω τριγύρω μου, μέσα στη σκηνή, και βλέπω παντού σκουπίδια. Απ’ τη μία πλευρά τα βρώμικα νερά. Απ’ την άλλη, μαύρες σακούλες με αλουμίνιο, κονσέρβες και πλαστικά για ανακύκλωση. Είναι ενδιαφέρουσα και επιμορφωτική εμπειρία το να ζεις αγκαλιά με τα σκουπίδια και τα σωματικά υγρά σου για 10 μέρες. Ουσιαστικά καταλήγεις να διαχειρίζεσαι κάθε πτυχή ενός μικρού νοικοκυριού – μιας μικρής πόλης. Οικιακή οικονομία. Απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση. Η μεγαλύτερη εφεύρεση του σύγχρονου κόσμου δεν είναι ούτε το ίντερνετ, ούτε το αεροπλάνο, αλλά η αποχέτευση.
5 μ.μ. - Παρά τις ωραίες στιγμές και τις αναπάντεχες εμπειρίες –τον πρωινό καφέ, κάθε μέρα σε διαφορετικό camp, το αυτοσχέδιο αλλά συναρπαστικό μάθημα ψυχολογίας που μας παρέδωσε η Π. στο Center Camp, τις γνωριμίες– εξακολουθώ να νιώθω μουδιασμένος και να αναζητώ τα αποδεικτικά στοιχεία της μεταμόρφωσης που ήλπιζα ότι θα νιώσω. Η πρώτη φορά στο Burning Man άλλαξε τη ζωή μου· μου επέτρεψε να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου και με το παρελθόν· μου χάρισε μια δεύτερη εφηβεία. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ένιωσα την ανάταση αυτή την προηγούμενη φορά. Ήταν τη Δευτέρα ή την Πέμπτη; Ήταν στιγμιαία και ξαφνική ή αργή και σταδιακή; Προλαβαίνω ακόμα να τη ζήσω και αυτή τη φορά; Μήπως απλώς έχω κλείσει για τα καλά τα –τότε– ανοιχτά θέματα και δεν έχει νόημα να προσπαθώ να ξαναζήσω μια διαδικασία θεραπείας; Μήπως πρέπει να εντοπίσω τα ανοιχτά θέματα του σήμερα; Ξέρω σίγουρα ότι όσο προσπαθείς να πιέσεις τον εαυτό σου να νιώσει κάτι, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το νιώσεις.
Όπως έχει πει και ο Στίβεν Ράσπα, μια θρυλική φιγούρα, από τους παλαιότερους «σοφούς της φυλής» στο Burning Man, όταν βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας – στο οποίο μπορείς να κάνεις και να πεις οτιδήποτε, να ντυθείς ή να γδυθείς με τον οποιονδήποτε τρόπο, να εκφράσεις και να εισπράξεις την αγάπη του οποιουδήποτε, να είσαι οτιδήποτε και οποιοσδήποτε θέλεις, όταν δεις ότι οι άλλοι σε αποδέχονται, σε τιμούν και σε αγαπάνε ασχέτως του ποιος και τι είσαι, ακριβώς γι’ αυτό που είσαι, όταν δηλαδή ξεπεράσεις τα απωθημένα που κουβαλάς στον έξω κόσμο – τότε καταλήγεις να αντιμετωπίζεις ένα πολύ απλό και ταυτόχρονα συντριπτικό ερώτημα: ποιος, λοιπόν, είσαι πραγματικά; Ίσως ακόμη πιο σημαντικό: ποιος θέλεις να γίνεις;
Σκέφτομαι ότι εδώ που είμαι είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να εξασκήσω και να βελτιώσω την τέχνη της συζήτησης και του να χτίζεις πιο ισχυρές σχέσεις· την τέχνη της βαθύτερης και πιο ουσιαστικής επικοινωνίας. Άλλωστε αυτό ψάχνουμε όλοι, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε· ακόμη κι αν τα κάνουμε όλα λάθος και καταλήγουμε να έχουμε τις πιο απογοητευτικές, επιφανειακές και μελαγχολικές επαφές με τους άλλους.
Παρασκευή, 2 Σεπτεμβρίου
7 π.μ. - Όπως κάθε πρωί, φυλλομετράω τον (200 σελίδων) κατάλογο με όλες τις δραστηριότητες του δεκαημέρου και σημειώνω τις ώρες και τις τοποθεσίες αυτών που με ενδιαφέρουν. Σήμερα έχω αποφασίσει να κινηθώ με συγκεκριμένο σχέδιο. Νομίζω ότι έχει αρχίσει να με επηρεάζει η «ασθένεια» του FOMO, ο φόβος του ότι χάνεις κάτι που οι άλλοι ζούνε (Fear Of Missing Out). Το FOMO ένα απ’ τα πιο κλασικά και καθολικά συμπτώματα του Burning Man, όταν νομίζεις ότι χιλιάδες άλλοι άνθρωποι διασκεδάζουν ενώ εσύ παλεύεις με τη σκόνη, τη ζέστη και την κούραση. Στις 10, και αφού καταφέρω να βρω κάνα κατακάθι καφέ κάπου, θα πάω στη μια άκρη της πόλης για «εργαστήριο διαλογισμού». Στις 12, θα πάω στην άλλη άκρη της πόλης για να περάσω από τον «ναό της θεραπείας» (healing dome) για εργαστήριο μασάζ, μετά από το Barbie Spa για «περιποίηση», ενώ στη 1 μ.μ. θα παρακολουθήσω ομιλία για τον ρόλο της φιλοσοφίας στο μέλλον του Burning Man στο Center Camp. Στις 2 μ.μ. θα ξαναγυρίσω στη γειτονιά μας για μία ομιλία που προμηνύεται πολύ ενδιαφέρουσα: οι αλγόριθμοι και τα όνειρα για το μέλλον. Στο ενδιάμεσο έχω σημειώσει τρία άλλα camps, με ζωντανή τζαζ, διαλογισμό και γιόγκα.
11 π.μ. - Είναι μόλις έντεκα και το πρόγραμμά μου έχει ήδη έρθει πάνω κάτω. Λίγο πριν πάω στο εργαστήριο διαλογισμού και ενώ απολάμβανα τον καλύτερο καφέ που έχω πιει μέχρι σήμερα, πιάνω κουβέντα με τη Χ. και τον Τ. Με το που αρχίζουμε να μιλάμε, καλούμαι να πάρω μια γρήγορη απόφαση: είτε θα τους εγκαταλείψω για να πάω στο εργαστήριο, είτε θα ξεχάσω τον διαλογισμό και θα μείνω στη συζήτηση. Μετά τις χτεσινές σκέψεις για την τέχνη της επικοινωνίας και την ανάγκη του να χτίζω πιο ουσιαστικές σχέσεις, αποφασίζω να μείνω με τα παιδιά. Η Χ. κάνει διδακτορικό στη μικροβιολογία. Ο Τ. έχει δύο μεταπτυχιακά και ασχολείται με τη βιωσιμότητα και τους ΜΚΟ στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Και οι δύο ενδιαφέρονται για την πολιτική επικοινωνία και ψυχολογία και την εμπλοκή των ανθρώπων με τα κοινά – για το πώς να πείσεις τους ανθρώπους να γίνουν ενεργοί πολίτες. Κι εκεί συμβαίνει κάτι πολύ σπάνιο: αρχίζουμε να μιλάμε για τη δουλειά και την έρευνά μου. Στο Burning Man σχεδόν κανείς και ποτέ δεν θα σε ρωτήσει «τι δουλειά κάνεις»· και σίγουρα δεν θα ξεκινήσει έτσι η συζήτηση. Το κοινωνικό και επαγγελματικό σου στάτους εκτός της playa δεν ενδιαφέρει κανέναν. Στο Burning Man είσαι ένας burner σαν όλους τους άλλους και η πρώτη ερώτηση είναι συνήθως: Πόσες φορές έχεις έρθει; Μήπως είσαι «παρθένος» (δηλ. είναι η πρώτη σου φορά);
Μετά από 45 λεπτά εντατικής συζήτησης, και ενώ έχουμε ανταλλάξει στοιχεία, ανεβαίνω στο ποδήλατο και κατευθύνομαι στην άλλη άκρη της πόλης. Οι αποστάσεις είναι τεράστιες και για πέντε μόλις λεπτά χάνω την έναρξη του εργαστηρίου μασάζ, ενώ η μόνη «περιποίηση» που προσφέρουν στο Barbie Spa είναι το να σου βάψουν το πρόσωπο με χρώματα.
1 μ.μ. - Φτάνω στο Center Camp αλλά, αντί να παρακολουθήσω την ομιλία για τη φιλοσοφία, βλέπω ότι ο τύπος που είχε φέρει χτες τη σκακιέρα του και έπαιζε με τους περαστικούς είναι μόνος του και ψάχνει για συμπαίκτη. Μέσα σε 20 λεπτά με έχει συντρίψει (και μάλιστα δύο φορές, γιατί παίζουμε «γρήγορο σκάκι» που σημαίνει ότι έχεις σύνολο 5 λεπτά για όλο το παιχνίδι). Μέχρι να τελειώσουμε έχει μαζευτεί τριγύρω μας ουρά ανθρώπων που περιμένουν να παίξουν μαζί του. Συνεχίζω να τον παρακολουθώ για ώρα και παρατηρώ με πόση ευγένεια και καλοσύνη συμπεριφέρεται στους πάντες – ακόμη και σ’ αυτούς που αργούν ή κάνουν λάθη ή δεν αντιλαμβάνονται κοινούς κώδικες συμπεριφοράς. Κάποια στιγμή πλησιάζει ένα κοριτσάκι και ο Α. κάθεται να της μάθει σκάκι. Θαυμάζω την υπομονή του και τον ωραίο τρόπο που εξηγεί το παιχνίδι. Τον ρωτάω αν είναι δάσκαλος. Μου λέει ότι όχι, είναι ξυλουργός.
3.15 μ.μ. - Η ομιλία για τους αλγόριθμους και το μέλλον που ήταν να ξεκινήσει στις 2 μ.μ., τελικά ξεκινάει στις 2.45 μ.μ, και, μετά από ξαφνική και αδικαιολόγητη αλλαγή προγράμματος, τελικά δεν είναι καν για τους αλγόριθμους, αλλά για την περιβαλλοντική δουλειά που κάνει ο οργανισμός του Burning Man σε ένα μεγάλο κτήμα που έχει εδώ κοντά. Όσο περιμένουμε να στήσουν την αυτοσχέδια σκηνή και τα μικρόφωνα πιάνω τη κουβέντα με τον διπλανό μου – έναν γεροδεμένο μεσήλικα γεμάτο τατουάζ αλλά με αέρα κοσμοπολίτη. Όταν τον ρωτάω γιατί ήρθε εδώ –εννοώντας σε αυτή την ομιλία– εκείνος παρερμηνεύει την ερώτησή μου, νομίζει ότι τον ρωτάω γιατί ήρθε στο Burning Man, και αρχίζει ένα παραλήρημα new age πνευματικότητας, μπλέκοντας μέσα ψυχές, πνεύματα, μετενσάρκωση, κάρμα και τσάκρα, ενώ παράλληλα μαθαίνω ότι (α) δουλεύει στη Σίλικον Βάλεϊ, (β) είναι μάλλον ζάμπλουτος και του αρέσει να βγάζει εύκολα πολύ χρήμα, (γ) του αρέσει η καλοπέραση και (δ) όταν έρχεται στο Burning Man τα βρίσκει όλα έτοιμα. Όπως λέει και ο ίδιος, «καλά τα πάρτι και οι γυναίκες και το να περνάς χρόνο με ανθρώπους που φροντίζουν τον εαυτό τους, αλλά το πιο σημαντικό είναι το να βρίσκεις την εξισορρόπηση και να καθαρίζεις το κάρμα σου». Επί αρκετή ώρα προσπαθώ να καταλάβω αν με δουλεύει κι αν ξαφνικά θα σκάσει στα γέλια (εγώ σφίγγομαι για να κρατηθώ μ’ αυτά που ακούω), ειδικά όταν καταλαβαίνω ότι στο αίμα του μάλλον τρέχει ακόμα το αλκοόλ και διάφορα άλλα πράγματα, αλλά τελικά συμπεραίνω ότι μάλλον τα λέει σοβαρά και ίσως σε μια γωνιά του μυαλού του να τα πιστεύει κιόλας. Άλλωστε αυτό το μείγμα new age πνευματικότητας, κυνικού ατομισμού και φιληδονίας αντιπροσωπεύει έναν απ’ τους πιο κλασικούς τύπους ανθρώπων που δημιούργησαν και που συνεχίζουν να έρχονται στο Burning Man. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κάνω για να διατηρήσω τη συζήτηση κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά στα σωστά σημεία, μετά από λίγο παίρνει την καρέκλα του και πάει να κάτσει δίπλα σε μία όμορφη κοπέλα. Fair enough.
8 μ.μ. - Όλο το απόγευμα επιτίθενται στην έρημο αλλεπάλληλες θύελλες σκόνης. Κάποια στιγμή βλέπουμε στον ορίζοντα ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σαν τυφώνας. Αναρωτιόμαστε αν θα το αποφύγουμε. Τελικά το σύννεφο, που φαινόταν και από το διάστημα, καταφτάνει και καλύπτει τα πάντα, ενώ οι άνεμοι φτάνουν τα 60 χλμ. την ώρα. Η σκηνή είναι πάλι μέσα στη σκόνη. Η υπομονή μου δοκιμάζεται. Ένα κομμάτι μου θέλει απλώς να τελειώσει όλο αυτό, να φύγουμε. Καθαρίζουμε τα βασικά και πέφτουμε εξαντλημένοι να κοιμηθούμε.
11.30 μ.μ. - Οι άνεμοι είναι πλέον θυελλώδεις, η ορατότητα έξω απ’ τη σκηνή είναι μηδαμινή, ενώ η σκόνη αρχίζει να μπαίνει με τόση δύναμη μέσα στο εσωτερικό της (κλειστής) σκηνής ώστε να στροβιλίζει στον αέρα και να το «στρώνει» πάνω μας. Είναι η αρχή μιας πολύ δύσκολης και μακριάς νύχτας. Ο μεγάλος φόβος είναι είτε μήπως ξηλωθεί η σκηνή, είτε μήπως κάποιο αυτοκίνητο ή ποδήλατο δεν δει τα φώτα και τα φανάρια και πέσει πάνω μας. Τη σκόνη την αναπνέουμε, την καταπίνουμε, τη νιώθουμε στο δέρμα μας. Έχω πλέον εξοικιωθεί όχι μόνο με τη μυρωδιά της αλλά και με τη γεύση της. Διστάζω να κοιμηθώ γιατί κάπου μέσα στο εξαντλημένο μυαλό μου νιώθω ταυτόχρονα ότι πνίγομαι και ότι θάβομαι ζωντανός. Η λάμπα δίπλα μου αργοσβήνει αφού εξαντλείται η μπαταρία. Το ενδεχόμενο να βγω έξω για να πάρω μπαταρίες αποκλείεται, ενώ συνειδητοποιώ ότι μέσα δεν έχω ούτε νερό, ούτε φαγητό. Επεξεργάζομαι συναισθήματα ακραίου θυμού που γνωρίζω ταυτόχρονα ότι είναι απολύτως λογικά και απολύτως παράλογα, αφού δεν μου φταίει κανένας άλλος. Επιτέλους κάποια στιγμή αργά το βράδυ με παίρνει ο ύπνος φορώντας τη μάσκα του κορωνοϊού.
Σάββατο, 3 Σεπτεμβρίου
7 π.μ. - Έξω επικρατεί, ίσως για πρώτη φορά απ’ την ώρα που φτάσαμε, ησυχία. Το αέναο ντάπα-ντούπα της μουσικής έχει σταματήσει. Μέσα μου νιώθω μια περίεργη ηρεμία – εκπλήσσομαι απ’ τις ίδιες μου τις αντοχές. Έχοντας παλέψει με τη σκόνη για μία βδομάδα, περνάω επιτέλους αυτό το τόσο δύσκολο νοητό όριο· την αγκαλιάζω και την αποδέχομαι ως αναπόσπαστο κομμάτι μου. Είμαι ένα με τη σκόνη, με τη βρώμα.
Μία τέτοια εμπειρία επιβίωσης στο φυσικό περιβάλλον σπάει, κατά κάποιο τρόπο, το εγώ σου. Το οικοσύστημα αδιαφορεί πλήρως για τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τους φόβους σου. Κινείται ανεξάρτητα από εσένα και δεν υπακούει στις προσευχές και τις επιταγές σου. Είσαι υποκείμενο της ερήμου, της φύσης. Και η φύση γελάει με τις προσδοκίες σου, τα όνειρά σου και τα σχέδιά σου, γιατί έχει τα δικά της.
Το ίδιο ισχύει και για την κοινότητα των ανθρώπων εδώ. Μπορεί να λαμβάνεις δώρα και αγάπη αλλά αυτά δεν τα λαμβάνεις επειδή είσαι εσύ, το συγκεκριμένο άτομο με την προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά σου· τα λαμβάνεις ασχέτως αυτών των πραγμάτων, επειδή είσαι ένα ακόμα ανώνυμο μέλος της κοινότητας. Κι αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο: ο τόπος της υπέρτατης ελευθερίας και του υπέρτατου ατομισμού, όπου μπορείς να είσαι όποιος και ό,τι θέλεις, είναι ταυτόχρονα ο τόπος του απόλυτου κολεκτιβισμού, όπου η προσωπική σου ταυτότητα, οι ιδιαίτερές σου ιδιότητες ως άνθρωπος, δεν αφορούν κανέναν· είσαι απλώς μία μονάδα στο σύνολο.
10 π.μ. - Παίρνω το ποδήλατο και κάνω βόλτα στην πόλη. Επικρατεί ακόμα νεκρική σιγή. Τα περισσότερα camps μοιάζουν ερειπωμένα. Κάποιοι τα μαζεύουν και φεύγουν κιόλας χωρίς να περιμένουν τις αποψινές και τις αυριανές τελετουργίες. Φτάνω στο One Human Family, ένα camp στο κέντρο της πόλης. Εκεί μαθαίνω από παλαίμαχους burners ότι, παρόλο που στο παρελθόν αντιμετώπισαν βροχές και καταιγίδες, αυτή εδώ η χρονιά θεωρείται μια απ’ τις πιο δύσκολες στην ιστορία της κοινότητας. Όση ώρα καθόμαστε εκεί οι άνθρωποι του camp μας προσφέρουν γλυκό καφέ με γάλα, αναψυκτικά και κρέπες με ζαμπόν-τυρί. Εκείνη τη στιγμή παραείμαι μουδιασμένος απ’ την κούραση για να πω κάτι πέραν του «ευχαριστώ». Τώρα που το επεξεργάζομαι δακρύζω με την απλή γενναιοδωρία των ανθρώπων αυτών.
11.30 π.μ. - Φτάνω στον Ναό. Κάθε τετραγωνικό εκατοστό της τεράστιας αυτής δομής είναι καλυμμένο με φωτογραφίες, σημειώματα, μνημεία. Κατευθύνομαι στη γωνιά μας για να δω αν το χαρτί μας για τον Moses, τη Μαρία και τον Gabe είναι ακόμα εκεί. Η μία πλευρά έχει ξεκολλήσει και το χαρτί έχει σκονιστεί, αλλά, ναι, στέκεται ακόμα. Βγάζω ένα αυτοκόλλητο από αυτά που μου έδωσαν στο camp και το ξαναστερεώνω. Τριγυρίζω και διαβάζω τα μηνύματα συγγενών και φίλων στους ανθρώπους που έφυγαν. Τόσοι νέοι άνθρωποι... Αυτό που όμως τελικά σπάει εντυπωσιακά τις αντιστάσεις μου δεν είναι κάποιος φόρος τιμής σε νεκρό, αλλά ένα μεγάλο κολάζ φωτογραφιών ενός ζευγαριού με τον τίτλο «Ένας χωρισμός είναι και αυτός ένας θάνατος», με το ένα μέλος του (πρώην) ζευγαριού να ευχαριστεί το άλλο για τα όσα έζησαν επί 15 χρόνια, να του ζητάει συγνώμη για τα λάθη που έκανε, και να του εύχεται κάθε ευτυχία στο μέλλον του. Αύριο το βράδυ θα παραδοθεί και αυτό το κολλάζ στις φλόγες, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, μαζί με τις μνήμες του ενός εκ των δύο που βρίσκεται εκεί.
Μετά από λίγα λεπτά ξεκινάει μία μανιασμένη θύελλα. Λες και ο συσσωρευμένος πόνος αυτών που βρίσκονται μέσα στον Ναό έχει απελευθερώσει κάποιο πνεύμα της Αποκάλυψης, ο ουρανός αρχικά σκοτεινιάζει, το φως γίνεται πορτοκαλί, μετά τα πάντα γίνονται μπεζ, γκρι. Τα σημειώματα και οι φωτογραφίες πασχίζουν να κρατηθούν στις καρφίτσες τους. Οι κρεμασμένες στους ξύλινους τοίχους κορνίζες αρχίζουν να τρέμουν. Κάποια χαρτιά ξηλώνονται και πετάνε απ’ τον ένα χώρο στον άλλο. Το σύννεφο μπαίνει μέσα στον Ναό. Την πρώτη μισή ώρα στέκομαι όρθιος, ακίνητος, με την πλάτη στα ανοίγματα αφού τόσο η μάσκα των ματιών όσο και αυτή της μύτης μπάζουν σκόνη. Μετά κάθομαι στο χώμα μαζί με άλλους και περιμένω να περάσει.
1.30 μ.μ. - Η θύελλα συνεχίζει ασταμάτητη, το νερό μου τελειώνει, και συνειδητοποιώ ότι πρέπει πάση θυσία να γυρίσω στη σκηνή –μία απόσταση χιλιομέτρων–, ακόμη κι αν χρειαστεί να πάω περπατώντας βήμα-βήμα. Η επόμενη ώρα είναι μία απ’ τις πιο έντονες, τρομακτικές, σουρεαλιστικές και ταυτόχρονα πανέμορφες εμπειρίες που έχω ζήσει στη ζωή μου. Το μόνο πράγμα με το οποίο μπορώ να συγκρίνω το να βρίσκεσαι στη μέση μιας θύελλας σκόνης είναι το να βουτάς στον βυθό της θάλασσας (κάτι που, την επομένη μέρα, μου το επιβεβαιώνει κι ένας επαγγελματίας δύτης): το φως διαθλάται· ο ήχος θαμπώνει· τα πάντα είναι σαν να αιωρούνται γύρω σου σε αργή κίνηση. Το μυαλό μου απόλυτα συγκεντρωμένο μπαίνει σε λειτουργία επιβίωσης. Την περισσότερη ώρα η ορατότητα είναι μηδενική, που σημαίνει ότι δεν βλέπεις πέρα από το χέρι σου ή το ποδήλατό σου, ενώ ξαφνικά από παντού εμφανίζονται πεζοί, ποδήλατα και οχήματα. Κάθε φορά που για λίγα δευτερόλεπτα κοπάζει η θύελλα, τρέχω από κολόνα σε κολόνα ακολουθώντας το μονοπάτι που οδηγεί στον Man και από εκεί στην πόλη. Ο αέρας είναι τόσο δυνατός που το να προχωρήσεις μπροστά απαιτεί το να σπρώξεις το σώμα και το ποδήλατό σου προς τα εμπρός. Κάθε λίγο αναδύονται δίπλα μου, από πάνω μου, τεράστιες προτομές και αγάλματα σωμάτων, εντόμων, φιδιών, υπερφυσικά έργα τέχνης, που αμέσως σβήνουν και χάνονται πάλι μέσα στο σύννεφο σκόνης με τέτοια ταχύτητα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως τα είδες ή αν τα φαντάστηκες.
Μετά από μία ώρα και, αφού έχω καταφέρει να περάσω απ’ τη σκηνή για να πάρω προμήθειες, προσπαθώ να φτάσω στο Center Camp – τη μεγάλη στρογγυλή τέντα στο κέντρο της πόλης που τη χωρίζει ένας κυκλικός δρόμος από τα γύρω κτίσματα. Με την ορατότητα να παραμένει μηδενική, διαπιστώνω ότι έχω πάρει λάθος στροφή. Ρωτάω τους περαστικούς που είμαστε και λαμβάνω τρεις εντελώς διαφορετικές απαντήσεις με αντιφατικές οδηγίες. Όλοι λένε ότι είμαστε κοντά στο Center Camp αλλά σύντομα συνειδητοποιώ ότι έχω χαθεί και αποπροσανατολιστεί πλήρως και μάλλον κινούμαι πάλι προς τα έξω, προς τον Ναό. Ένας καλός άνθρωπος αφήνει την οικογένεια και τα παιδιά του, τους λέει να τον περιμένουν, και έρχεται μαζί μου να μου δείξει τον δρόμο.
Ακουμπάω τα κάγκελα στα οποία παρκάρουμε τα ποδήλατα και είναι σαν να πιάνω στεριά μετά απ’ το χειρότερο ταξίδι σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πλησιάζω το πλήθος και βλέπω ένα θέαμα που θα το συναντήσεις μόνο σ’ αυτό εδώ το παράλληλο σύμπαν. Με το σύννεφο να τυλίγει τα πάντα, στο (ανοιχτό) κέντρο της τέντας η Φιλαρμονική του Burning Man παίζει ακάθεκτη συμφωνίες του Μπετόβεν και το σάουντρακ του Star Wars, με τους μουσικούς να πασχίζουν να συγκρατήσουν τις παρτιτούρες απ’ τη μανία του αέρα. Στο αριστερό παγκάκι ένα ζευγάρι κοιμάται αγκαλιασμένο. Η λευκή σκόνη τούς έχει καλύψει απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια μετατρέποντας την αγκαλιά τους σε εύρημα ανασκαφής στην Πομπηία· προσπαθώ να καταλάβω αν αναπνέουν ακόμα· οι περαστικοί κοντοστέκονται και τους βγάζουν φωτογραφία. Στο δεξί παγκάκι μια (ηλικιωμένη) κυρία έχει απλώσει έναν μεγάλο κουβά με τουβλάκια Lego και παίζει με τη (μεσήλικη) κόρη της. Ζούμε τον σουρεαλισμό.
Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου
10 π.μ. - Ελάχιστα camps παραμένουν ανοιχτά· τα περισσότερα ήδη αποσυναρμολογούνται. Κατευθύνομαι στο Lovin Oven, ένα απ’ τα αγαπημένα μας camps. Μια πολυεθνική παρέα κάθε χρόνο κουβαλάει όλα τα απαραίτητα, στήνει μία τέντα-υπερπαραγωγή με καναπέδες, μαξιλάρες, τέντες, DJ, ηχεία και τραμπολίνο, και κάθε πρωί ζυμώνει, ψήνει και μοιράζει φέτες απ’ το πιο νόστιμο φρέσκο ψωμί που έχει φάει κανείς ποτέ. Ένα ψωμί ιταλικής συνταγής, σαν τηγανητό, με ελιές και φέτα, ή με αγκινάρες, με πέστο ή καραμελωμένο κρεμμύδι. Το ότι πρόκειται να βγουν οι λαμαρίνες με το ζεστό ψωμί το καταλαβαίνεις απ’ τον όγκο των παρκαρισμένων ποδηλάτων και την ουρά των λιμασμένων Burners που περιμένουν να λάβουν τον άρτο τον επιούσιο.
Εκεί που κάθομαι και γράφω τις σημειώσεις μου περιμένοντας το ψωμί προσγειώνεται δίπλα μου και με χαιρετάει μια μπάλα χαράς ο Μπ. Τον ρωτάω «πώς ήταν η εβδομάδα σου;». Πάει να μου απαντήσει αλλά βάζει τα κλάματα. Του λέω «θέλεις αγκαλιά;» και κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Μου δίνει την πιο σφιχτή, την πιο αυθόρμητη αγκαλιά που έχει δώσει ποτέ άνθρωπος. Μαθαίνω μετά ότι τα δάκρυά του δεν ήταν στεναχώριας αλλά ευτυχίας. Με ρωτάει «τι έμαθες για τον εαυτό σου αυτή την εβδομάδα;». Σκέφτομαι ότι από αλλού τα περιμένουμε τα μαθήματα και τη φώτιση και από αλλού μας έρχονται. Του μιλάω για τα όσα έμαθα για την ανθρώπινη επικοινωνία, για την υπομονή που χρειάζεται αυτή, και για την εσωτερική γαλήνη που έρχεται μετά την επιβίωση. Όταν τον ρωτάω, «εσύ τι έμαθες για τον εαυτό σου;» ξαναβάζει τα κλάματα. Μου λέει «ότι είμαι τέλειος». Όχι με την αλαζονική έννοια, βιάζεται να προσθέσει, αλλά με την έννοια ότι «έχω ό,τι χρειάζομαι· είμαι μια χαρά όπως είμαι». Σε ένα χρόνο ο Μπ. θα φύγει απ’το Κάνσας Σίτι και θα κυνηγήσει το όνειρό του: θα μετακομίσει στη Βαλένθια για να δημιουργήσει και να πουλήσει την τέχνη του.
Το Burning Man δεν είναι ούτε οι ανόητοι (και ταυτόχρονα πανέξυπνοι) influencers του Instagram και του TikTok που εκμεταλλεύονται την παρουσία τους εκεί (παράνομα) για να προωθήσουν προϊόντα ή την εικόνα τους, ούτε τα κουτσομπολιά για τους celebrities με τους οποίους δεν ασχολείται κανείς, ούτε τα περίεργα κοστούμια και οι πόζες, ούτε τα 24ωρα πάρτι. Ενδεχομένως το Burning Man δεν είναι καν τα μεγάλα έργα τέχνης. Όλα αυτά είναι, σε ένα βαθμό, η επιφάνεια με την οποία ασχολούνται όσοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ εκεί. Όταν τα ξεπεράσεις όλα αυτά, η ουσία, αυτό που μένει, είναι η ανθρώπινη επαφή, χωρίς τα εμπόδια των κοινωνικών συμβάσεων και προσδοκιών, των ταμπού και των τοτέμ, της τεχνολογίας, των σόσιαλ μίντια, του στάτους.
7 μ.μ. - Χτες το βράδυ δεν πήγα στο κάψιμο του Man. Αυτού του είδους η γιορτή με τις δυνατές μουσικές, τα βεγγαλικά και τα ουρλιαχτά δεν με αφορά, και άλλωστε δεν νιώθω κάποια ιδιαίτερη συναισθηματική σύνδεση με το ανδρείκελο. Η δική μου αγαπημένη στιγμή είναι αυτή εδώ: το κάψιμο του Ναού. Φτάνουμε νωρίς και πιάνουμε θέση μπροστά-μπροστά. Μας χωρίζει μια μεγάλη απόσταση ασφαλείας, καθώς και τρεις σειρές από πυροσβέστες και εθελοντές-φρουρούς. Εκτός από πραγματικό επίτευγμα της αρχιτεκτονικής και της πυροτεχνίας (η φωτιά είναι τόσο δυνατή που σχεδόν δημιουργεί το δικό της καιρικό σύστημα, ενώ τα πάντα καίγονται με μία τελετουργική ακολουθία ώστε οι στύλοι και τα δοκάρια του ναού να καταρρεύσουν με συγκεκριμένη σειρά), η καύση του Ναού είναι μια συναισθηματικά έντονη εμπειρία για όσους βρίσκονται εδώ και ειδικά για όσους έχουν τοποθετήσει αντικείμενα ή στάχτες αγαπημένων τους. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, στο αποκορύφωμα της πυρκαγιάς, να προσπαθήσει κάποιος, υπό την επήρεια του πένθους ή των ναρκωτικών, να πέσει μέσα σε αυτήν.
Στα δεξιά μου κάθεται ο Τζ., ένα παιδί ασύλληπτης εξωτερικής ομορφιάς και εσωτερικής γαλήνης. Πιάνουμε κουβέντα. Ο Τζ. ήταν πεζοναύτης και έχει υπηρετήσει δύο φορές στο Αφγανιστάν. Μου λέει ότι οι συνθήκες σ’ αυτή εδώ την έρημο είναι εξίσου δύσκολες με αυτές στις ερήμους του Αφγανιστάν. Για μία ώρα μαθαίνω την ιστορία της ζωής του και ανταλλάσσουμε εμπειρίες και ανέκδοτα από ταξίδια, μέχρι που συνειδητοποιούμε ότι είμαστε οι μόνοι που μιλάμε ακόμα. Οι πάντες και τα πάντα έχουν σωπάσει. Είναι ακριβώς 8 μ.μ. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και όλα τα φωτισμένα άρματα και φορητά έργα τέχνης στο Burning Man έχουν περικυκλώσει τον Ναό δημιουργώντας ένα φωτεινό δαχτυλίδι. Οι ιερείς της φυλής Παγιούτε, στη γη των οποίων βρισκόμαστε, και οι διοργανωτές του Burning Man, αφού ολοκλήρωσαν τις προσευχές τους απομακρύνονται. Οι φρουροί ευθυγραμμίζονται. Στην αρχή εμφανίζεται μία μικρή φλόγα στη γωνία που γρήγορα επεκτείνεται. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μια τεράστια πυρκαγιά έχει αγκαλιάσει όλη την ξύλινη δομή του Ναού και φωτίζει το πρόσωπό μας. Το μόνο πράγμα που ακούγεται είναι το ξύλο που καίγεται και το ρούφηγμα της μύτης των ανθρώπων τριγύρω. Ο Ναός και όλες οι μνήμες μας γίνονται στάχτες που με τον αέρα φεύγουν προς τα πάνω και γίνονται αστρόσκονη. Είναι μια πράξη τελικής κάθαρσης, αποδοχής και απελευθέρωσης αυτών που έφυγαν κι αυτών που μένουν. Let go.
Δευτέρα, 5 Σεπτεμβρίου
5.45 π.μ. - Ημέρα αναχώρησης. Η έρημος μάς χαρίζει μια τελευταία πανέμορφη ανατολή. Μέσα σε τρεις ώρες έχουμε πακετάρει τα πάντα, ξεμοντάρει τη σκηνή και φορτώσει το αυτοκίνητο. Επειδή είμαστε ακριβώς δίπλα στην έξοδο, εδώ και δύο μέρες βλέπουμε μία συνεχή ροή αυτοκινήτων να τσουλάνε προς τα έξω.
9.15 π.μ. - Όπως μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ετοιμαζόμαστε να περάσουμε την Πύλη δεν νιώθω ούτε ανακούφιση που θα ξαναγυρίσω στις ανέσεις της σύγχρονης ζωής, ούτε προσμονή, ούτε νοσταλγία, αλλά μελαγχολία. Φεύγω με βαριά καρδιά. Παρά την εξάντληση και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης –παρά το ότι, όπως είπε και ένας φίλος φίλης, «κάθε μέρα η έρημος προσπάθησε να μας σκοτώσει»– δεν μου έχει λείψει τίποτα από τον έξω κόσμο. Ίσως δεν έχει προλάβει να μου λείψει. Σίγουρα δεν μου έχει λείψει ούτε η δουλειά, ούτε το σκρολάρισμα στα σόσιαλ, ούτε η καταθλιπτική επικαιρότητα, ούτε η αίσθηση του ότι ο κόσμος πάει απ’ το κακό στο χειρότερο, ούτε το βάρος, η ενοχή και οι αμφιβολίες για το αν κάνω τις σωστές επιλογές στη ζωή μου. Σίγουρα δεν μου έχει λείψει η απόσταση των ανθρώπων εκεί έξω, και τα εμπόδια και οι τρικλοποδιές στην επικοινωνία που βάζουμε εμείς οι ίδιοι ίσως για να προστατέψουμε τον εαυτό μας από τον φόβο της απόρριψης ή της ταπείνωσης. Όλη αυτή η ανασφάλεια και η ψύχωση με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς μου φαίνεται τόσο κρίμα. Σπαταλημένη ζωή.
Γιατί να είναι τόσο δύσκολο να προσφέρουμε τον καλύτερο εαυτό μας στους άλλους; Γιατί να πρέπει να κουβαληθούμε στην άλλη άκρη του κόσμου, στη μέση της εχθρικής ερήμου, σε ένα καθεστώς ακραίας απομόνωσης, για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ τον θόρυβο, τους περισπασμούς, την ντροπή, τις ενοχές, το άγχος, τον φόβο;
Στην επτάωρη αναμονή της Εξόδου, όπου οι 15 λωρίδες γίνονται μία, εκεί που ο χωματόδρομος της ερήμου βρίσκει τον 447, εκεί που ψηνόμαστε στους 41 βαθμούς, βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο και βγάζω μια φωτογραφία φορώντας μόνο το εσώρουχό μου. Γελάω γιατί σκέφτομαι την ενδεχόμενη αντίδραση ανθρώπων που έχουν μάθει να κρίνουν με βάση επιφανειακά κριτήρια. Σκέφτομαι την απόσταση, την αντίθεση, ανάμεσα στον πραγματικό εαυτό μου, σ’ αυτό που νιώθω εγώ ότι απλώς είμαι, μετά από μια βδομάδα επιβίωσης, χωρίς καθρέφτες, είδωλα και αναπαραστάσεις –χωρίς τα συνεχή, αέναα καλλιστεία του LinkedIn, του Grindr και της επαγγελματικής ιεραρχίας– και στην εικόνα που είναι κοινωνικά αποδεκτό να προβάλλει ένας άντρας άνω των 45, μέτριας εμφάνισης, με θέση καθηγητή πανεπιστημίου και ημιδημόσιο λόγο. Αυτή η απόσταση ανάμεσα στον ολοκληρωμένο, πραγματικό εαυτό μας και στους μηχανισμούς δημιουργίας και διαστρέβλωσης της εικόνας μας είναι μία απ’ τις μεγάλες πηγές των δεινών και της δυστυχίας μας, και κάθε πράξη που προσπαθεί να την καλύψει, να τη γεφυρώσει, είναι μια πράξη αντίστασης και επανάστασης. Το να ζήσεις, έστω και για ελάχιστες μέρες, την πιο ελεύθερη εκδοχή του εαυτού σου αξίζει κάθε ταλαιπωρία και κάθε κόστος.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος