Κοσμος

Μισέλ Καμίνσκι: Η συνοδός πολυτελείας που έγινε δολοφόνος για ένα αυτοκίνητο

Το «κορίτσι-νυχτερίδα» με τη φήμη της διαβολικής γυναίκας και η εξάρτησή της από τα ναρκωτικά

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Μισέλ Καμίνσκι: Η άγρια δολοφονία ενός φιλήσυχου ανθρώπου από μια ανήλικη πόρνη.

Το βράδυ της 7ης Μαρτίου 1991, ο γιος του Φίλιπ Ινχόφερ ανησυχούσε επειδή ο πατέρας του δεν απαντούσε στις κλήσεις του και πήγε στο τροχόσπιτό του στο Σακραμέντο - πρωτεύουσα της Καλιφόρνιας. Βρήκε αναμμένα φώτα στο σπίτι, αλλά δεν υπήρχε κανένα όχημα στον χώρο στάθμευσης. Μπήκε στο σπίτι, δεν είδε σημάδια αναστάτωσης στο καθιστικό, αλλά μετά από έρευνα βρήκε γυμνό μέσα στη ντουλάπα το πτώμα του πατέρα του σε μια λίμνη αίματος. Το θύμα είχε μαχαιρωθεί πάνω από 30 φορές. Μια πλαστική σακούλα σκέπαζε το κεφάλι του και ένα μαχαίρι ήταν ακόμη καρφωμένο στην κλείδα του. Η κόκκινη διθέσια Μερσεντές του 1975 του θύματος έλειπε από τον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων.

Ο αστυνομικός Τζον Καμπρέρα από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών του Σακραμέντο βρέθηκε αμέσως στον τόπο του εγκλήματος. Το θύμα ήταν πρώην αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας που υπηρετούσε στη βάση του Σακραμέντο και είχε πρόσφατα συνταξιοδοτηθεί. Η έκθεση της νεκροψίας έδειξε ότι μαχαιρώθηκε 32 φορές και στη συνέχεια χτυπήθηκε στο κεφάλι με ένα αμβλύ αντικείμενο. Αυτό εξηγούσε τις αμέτρητες πιτσιλισμένες κηλίδες αίματος που είχαν καλύψει το ταβάνι, ενώ όλα έδειχναν ότι το μακελειό είχε αρχίσει στο γεμάτο αίματα μπάνιο, όπου η πλαστική κουρτίνα της μπανιέρας είχε σκιστεί από μαχαιριές. Το θύμα είχε αντισταθεί σθεναρά στον αδίστακτο δολοφόνο, ο οποίος από το μπάνιο το ακολούθησε στο καθιστικό και του σύνθλιψε το κρανίο με αμβλύ αντικείμενο. Ο δολοφόνος είχε την ψυχραιμία μετά να καθαρίσει τα αίματα από τα πατώματα του μπάνιου και του καθιστικού με πετσέτες. Και σίγουρα είχε πολλή ενέργεια, θυμό και οργή για να εξοντώσει έτσι το θύμα.

Εκτός από το ακριβό σπορ αυτοκίνητο, δεν έλειπε κάτι άλλο, δεν υπήρχαν ανοιχτά συρτάρια ή ντουλάπες, δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να προδίδει το κίνητρο. Η φωτογραφία με το κλεμμένο αυτοκίνητο στάλθηκε σε όλα τα αστυνομικά Τμήματα της χώρας, ενώ οι αστυνομικοί ερευνούσαν επί δύο μήνες τη ζωή του θύματος. Στον στενό κύκλο του δεν υπήρχε κανένας ύποπτος. Ο Φίλιπ Ινχόφερ ήταν ένας ευγενικός και αγαπητός άνθρωπος που είχε καλές σχέσεις με την πρώην γυναίκα του, με τον γιο του, τα εγγόνια του, με φίλους και συνεργάτες. Μετά τη συνταξιοδότησή του, είχε βρει μια καλή δουλειά και έκανε μια ήσυχη ζωή. Έβγαινε με συναδέλφους, φιλενάδες, αλλά η προσωπική του διασκέδαση συνδεόταν και με κοπέλες από «υπηρεσίες συνοδών». Στο κομοδίνο του υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα με το όνομα «Τζέιντ Κάμπαντιγκ» κι έναν αριθμό τηλεφώνου. Από αυτό το σημείωμα και τα τηλεφωνικά αρχεία του η αστυνομία έμαθε ότι η «Τζέιντ» ήταν πόρνη πολυτελείας και ότι μια μέρα πριν τη δολοφονία είχε πει σε φίλους ότι «πάει στο Σακραμέντο να παραλάβει μια σπορ Μερσεντές».

Η διακρίβωση της αληθινής ταυτότητας της «Τζέιντ» έγινε μέσω των «ράντσων» της Νεβάδας, δηλαδή των νόμιμων οίκων ανοχής. Ο Ινχόφερ ήταν μέλος στο «Ράντσο Μάστανγκ». Η «Τζέιντ» ήταν επίσημα δηλωμένη πόρνη, το όνομά της ήταν Μισέλ Καμίνσκι, ήταν 19 ετών, αλλά κυκλοφορούσε χρησιμοποιώντας πολλά άλλα ονόματα.

Δύο μήνες μετά τη δολοφονία του Ινχόφερ, τον Μάιο του 1991, ένας αστυνομικός στο Μπιλόξι του Μισισιπή είδε μια Μερσεντές φορτωμένη σε ένα νοικιαζόμενο φορτηγό που ήταν σταθμευμένο. Πλησίασε τους δύο επιβαίνοντες του φορτηγού (που ήταν ο σοφέρ και η Μισέλ Καμίνσκι). Ο σοφέρ τού επέτρεψε να εξετάσει το αυτοκίνητο. Αφού διαπίστωσε ότι δεν είχε πινακίδες και φαινόταν φρεσκοβαμμένο, έκανε έλεγχο της ταυτότητας του οχήματος και διαπίστωσε ότι ήταν κλεμμένο. Ο αστυνομικός έμαθε επίσης για ένα εκκρεμές ένταλμα σύλληψης της Καμίνσκι σε σχέση με τη δολοφονία του Φίλιπ Ινχόφερ και τη συνέλαβε επιτόπου.

Μετά τη δολοφονία, η Καμίνσκι είχε πάει πρώτα στο Λος Άντζελες και μετά στην Αριζόνα με την κόκκινη Μερσέντες του Ινχόφερ, την οποία έχει βάψει ασημί. Όταν συνελήφθη στο Μισισιπή, εκδόθηκε πίσω στο Σακραμέντο. Δύο ημέρες μετά τη σύλληψή της, ο ντετέκτιβ Καμπρέρα ανέκρινε την Καμίνσκι. Αφού ήταν σύμφωνη να μιλήσει χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ομολόγησε ότι τραυμάτισε τον Ινχόφερ, αλλά είπε ότι δεν τον σκότωσε. Ισχυρίστηκε ότι αρχικά γνώρισε το θύμα όταν εργαζόταν ως «συνοδός» στο Ρήνο της Νεβάδας. Εκείνο το βράδυ του Μαρτίου, πριν κάνουν σεξ, το θύμα θύμωσε μαζί της επειδή μια άλλη πόρνη είχε πάρει δύο από τα δαχτυλίδια του. Τελικά όμως η διαφορά διευθετήθηκε και είχε σεξουαλική επαφή με το θύμα.

Στη συνέχεια, ενώ ο Ινχόφερ έκανε ντους, η Καμίνσκι πήρε λίγο LSD. Ισχυρίστηκε ότι είδε ένα τέρας μπροστά της που της επιτέθηκε και προσπάθησε να προστατέψει τον εαυτό της. Δήλωσε ότι τραυμάτισε το θύμα και ότι λυπήθηκε πολύ που έβλαψε κάποιον που αγαπούσε. Το αίμα που γέμισε τον χώρο της προκαλούσε ναυτία και πήρε μερικές πετσέτες και καθάρισε τα πάντα. Μετά, πέρασε τη νύχτα στο σπίτι του Ινχόφερ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Καμίνσκι, την επόμενη της δολοφονίας, ο Σατανάς τής είπε να πάρει το αυτοκίνητο του Ινχόφερ (που η πινακίδα του άρχιζε από 666) και να το βάψει ασημί. Ο Σατανάς τής είπε ακόμη ότι θα την προστάτευε.

Η αστυνομία βρήκε στο αμάξι και ένα «ημερολόγιο πωλήσεων και εισπράξεων μετρητών» το οποίο είχε μια καταχώριση με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου που ανέφερε: «Χρεώσεις, πεντακόσια. Πληρωμές, πεντακόσια. Όνομα πελάτη: Φίλιπ Ινχόφερ». Περίπου δύο μήνες πριν από τη δολοφονία του Ινχόφερ, η Καμίνσκι είχε πει σε μια φίλη ότι συνάντησε έναν πελάτη και επρόκειτο να τον σκοτώσει και να του πάρει τη Μερσεντές. Η φίλη δεν την πήρε στα σοβαρά, αλλά πολλές φορές τους επόμενους δύο μήνες επανέλαβε ότι σκόπευε «να πάρει τη Μερσεντές της».

Η Μισέλ Καμίνσκι προβλήθηκε πολύ από τα μέσα ενημέρωσης όταν συνελήφθη για τη δολοφονία του Φίλιπ Ινχόφερ. Αφενός επειδή το έγκλημα ήταν πολύ στυγερό και αφετέρου επειδή η Καμίνσκι ήταν πολύ νέα και όμορφη - αρκετά ψηλή με πράσινα μάτια. Και φυσικά την περιέβαλε ήδη η φήμη της διαβολικής γυναίκας που όλοι στα ΜΜΕ αποκαλούσαν «Bat Girl» (επειδή είχε τατουάζ με μικρές νυχτερίδες στο μπράτσο και τατουάζ με σταγόνες αίματος στον λαιμό). Η Μισέλ Καμίνσκι είχε φύγει από το σπίτι της σε ηλικία 14 ετών και είχε μπλέξει από μικρή με ναρκωτικά και πορνεία. Ήταν τοξικομανής που έπαιρνε κοκαΐνη και LSD. Δημοσιογράφοι που μίλησαν μαζί της την περιέγραψαν ως πολύ ανώριμη για την ηλικία της και έλεγαν ότι έμοιαζε πιο πολύ με κοριτσάκι.

Η Καμίνσκι ομολόγησε τον φόνο για να αποφύγει τη θανατική ποινή και τη δίκη. Έκανε μια συμφωνία με την Εισαγγελία, ελπίζοντας ότι θα αποφυλακιστεί σε 20 χρόνια. Ωστόσο, οι αιτήσεις της για αποφυλάκιση απορρίπτονταν κάθε φορά -μετά από πίεση των συγγενών του Φίλιπ Ινχόφερ- έως το 2020. Τον Ιανουάριο του 2020 η Μισέλ Καμίνσκι αποφυλακίστηκε, αφού είχε παραμείνει 29 χρόνια στη φυλακή. Eίναι σήμερα μια ελεύθερη γυναίκα 50 ετών.

Πολλά βιβλία αληθινού εγκλήματος έχουν γραφτεί για τη Μισέλ Καμίνσκι, ενώ στην τηλεοπτική σειρά «How I Caught the Killer», στο επεισόδιο με το όνομά της, ο ντετέκτιβ Τζον Καμπρέρα αφηγείται πώς η αστυνομία οδηγήθηκε στη σύλληψή της.