- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Criminal Minds - Ρουθ Έλις: Η τελευταία γυναίκα που απαγχονίστηκε στη Βρετανία
Ένα έγκλημα πάθους στο Λονδίνο της δεκαετίας του ‘50
Ρουθ Έλις: Η μοιραία σχέση με τον εραστή της, Ντέιβιντ Μπλέικλι, οι κοινωνικές διαφορές, η δολοφονία του και ο απαγχονισμός της.
Η Ρουθ Έλις ήταν 28 ετών όταν καταδικάστηκε σε θάνατο για τη δολοφονία του εραστή της Ντέιβιντ Μπλέικλι και οδηγήθηκε στην αγχόνη το 1955. Ο συγγραφέας Ρέιμοντ Τσάντλερ, που βρισκόταν τότε στο Λονδίνο, έγραψε: Ήταν ένα έγκλημα πάθους που σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από το θύμα. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν θα απαγχόνιζε αυτή τη γυναίκα. Η μεσαιωνική βαρβαρότητα του νόμου με αηδιάζει. Χρειάστηκαν άλλα 9 χρόνια έως ότου καταργηθεί η θανατική ποινή από το βρετανικό δικαστικό σύστημα. Η Ρουθ Έλις ήταν η 15η γυναίκα που εκτελέστηκε στη Βρετανία κατά τον 20ό αιώνα, αλλά και η τελευταία.
Η Ρουθ Έλις στη σύντομη ζωή της δεν είχε πολλές ευτυχισμένες στιγμές. Ήταν γεννημένη στη Νότια Ουαλία το 1926 και η οικογένειά της ήταν μεγάλη και φτωχή. Στα 16 της έμεινε έγκυος από έναν Γαλλοκαναδό στρατιώτη, που σύντομα την άφησε να μεγαλώσει μόνη της τον γιο τους. Για βιοπορισμό άρχισε να ασχολείται με το μόντελινγκ και σε ηλικία 19 ετών έγινε οικοδέσποινα σε ένα δημοφιλές κλαμπ, με την καθοδήγηση ενός απατεώνα που ήταν χωμένος σε δραστηριότητες αναψυχής, ποτά, παράνομο τζόγο, πορνεία. Στο σύντομο διάστημα που εργαζόταν στο κλαμπ γνώρισε τον οδοντίατρο Τζορτζ Έλις, τον οποίο παντρεύτηκε. Ο Έλις ήταν ένας βίαιος άνδρας που την ξυλοκοπούσε, έτσι η Ρουθ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου ένα χρόνο μετά τον γάμο τους.
Η Ρουθ επέστρεψε στο Λονδίνο και εργάστηκε ξανά για τον παλιό εργοδότη της, αρχικά ως οικοδέσποινα και στη συνέχεια ως διευθύντρια του κλαμπ “The Little Club” το 1953. Εκεί απόλαυσε τη νυχτερινή σκηνή του Λονδίνου της δεκαετίας του ‘50 και σύντομα έγινε ιδιαίτερα καλή στη δουλειά της. Ήταν ελκυστική, με πλατινέ μαλλιά που είχαν κάνει μόδα εκείνη την εποχή η Τζέην Μάνσφιλντ, η Ντιαϊάνα Ντορς και η Μέριλιν Μονρόε.
Στο “The Little Club” πρωτογνώρισε τον Ντέιβιντ Μπλέικλι, έναν όμορφο νεαρό από οικογένεια ανώτερης τάξης, με προτιμήσεις στις κραιπάλες και στην καλοπέραση. Ήταν 23 ετών όταν γνωρίστηκαν και προσπαθούσε να κάνει καριέρα ως οδηγός αγώνων. Αυτό για τη Ρουθ ήταν μια ρομαντική και συναρπαστική προοπτική. Τους σύστησε ο καλός της φίλος Ντέσμοντ Κούσενς τον Μάιο του 1953 και η σεξουαλική έλξη μεταξύ τους έγινε φανερή αμέσως. Δυο νύχτες μετά τη γνωριμία τους η Ρουθ έκλεισε το κλαμπ στις 2 το πρωί, κάλεσε τον Ντέιβιντ στην κρεβατοκάμαρά της στον επάνω όροφο κι έτσι άρχισε η καταδικασμένη σχέση τους.
Η Ρουθ και ο Ντέιβιντ μάλωναν συχνά, κυρίως όταν ο Μπλέικλι μεθούσε και έβριζε άλλα μέλη του κλαμπ, πράγμα πολύ ντροπιαστικό για τη Ρουθ. Ο Μπλέικλι και ο Κούσενς άρχισαν να μισούν ο ένας τον άλλον, κυρίως γιατί ο μεσήλικας Κούσενς αγαπούσε πολύ τη Ρουθ, τη γνώριζε από τότε που εκείνη ήταν 18 ετών και ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της -μια φορά ο Ντέιβιντ μεθυσμένος τον γρονθοκόπησε. Τον Ιανουάριο του 1955 η Ρουθ ήταν έγκυος από τον Ντέιβιντ και απέβαλε, όταν εκείνος τη χτύπησε στην κοιλιά πάνω σε έναν καβγά. Έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, όταν ανακάλυψε μετά τις σχέσεις του με άλλες γυναίκες. Όταν το αφεντικό της την απέλυσε από το “The Little Club”, η Ρουθ μετακόμισε με τον Κούσενς και σύντομα έγινε ερωμένη του. Αλλά ήταν ακόμη ερωτευμένη με τον Μπλέικλι και τον έβλεπε περιστασιακά. Ήταν αποφασισμένη μια μέρα να τον παντρευτεί, παρότι γνώριζε καλά τη διαφορά της κοινωνικής θέσης τους. Όταν ο Μπλέικλι την πήγε με το αμάξι του στο εξοχικό κτήμα της οικογένειας, η Ρουθ αρνήθηκε να βγει από το αυτοκίνητο και να γνωρίσει τους συγγενείς του. Αμέσως μετά, ο Μπλέικλι της τηλεφώνησε λέγοντας ότι η σχέση τους τελείωσε.
Οι γονείς του ήθελαν ο Ντέιβιντ να παντρευτεί μια κοπέλα που γνώριζε από την εφηβεία και όχι μια χωρισμένη, πλατινέ ξανθιά πρώην οικοδέσποινα κλαμπ. Η Ρουθ το γνώριζε καλά και αγανακτούσε με τη σνομπ στάση τους. Ο Ντέιβιντ συνέχιζε να αφήνεται στη μοιραία έλξη του για τη Ρουθ και βρισκόταν μαζί της κρυφά από τον Κούσενς. Τη Μεγάλη Παρασκευή, 8 Απριλίου 1955, η Ρούθ και ο γιος της θα πήγαιναν στο Μπράιτον να συναντήσουν τον Ντέιβιντ. Ως συνήθως, εκείνος είχε ξεχάσει το ραντεβού και η Ρουθ έγινε έξαλλη -ο γιος της περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία αυτό το ταξίδι και απογοητεύτηκε. Γνωρίζοντας ότι ο Ντέιβιντ έμενε με φίλους του, επιχείρησε να του τηλεφωνήσει, αλλά της είπαν ψέματα ότι δεν ήταν εκεί. Η Ρουθ εμφανίστηκε τα μεσάνυχτα στο σπίτι και χτυπούσε τα κουδούνια, αλλά δεν της άνοιγαν και ξέσπασε στο αυτοκίνητο του Μπλέικλι που ήταν παρκαρισμένο από έξω. Οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία κι η Ρουθ αναγκάστηκε να φύγει για να μην κατηγορηθεί για διατάραξη ειρήνης στο ήσυχο προάστιο του Λονδίνου. Έφτασε τότε ο Κούσενς για να την παραλάβει και εκείνη αποχώρησε κλαίγοντας υστερικά.
Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1955, η Ρούθ πήρε ένα ταξί από το σπίτι του Κούσενς και πήγε στο σπίτι όπου υποπτευόταν ότι μπορεί να βρίσκεται ο Μπλέικλι. Τη στιγμή που έφτανε, το αυτοκίνητο του Μπλέικλι έφευγε. Η Ρουθ σταμάτησε το ταξί, πλήρωσε και πήγε με τα πόδια ως την παμπ “Magdala” που σύχναζε ο Ντέιβιντ. Βρήκε το αυτοκίνητό του σταθμευμένο από εξω. Γύρω στις 9.30 μμ ο Ντέιβιντ βγήκε με τον φίλο του Κλάιβ, αλλά δεν είδε τη Ρουθ που στεκόταν στο πεζοδρόμιο. Ενώ έψαχνε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, η Ρουθ πήρε ένα περίστροφο “Smith & Wesson” από την τσάντα της και τον πυροβόλησε 5 φορές. Η πρώτη βολή ήταν άστοχη. Καθώς ο Ντέιβιντ άρχισε να τρέχει γύρω από το αυτοκίνητο, η Ρουθ τον καταδίωξε και με έναν ο δεύτερο πυροβολισμό τον έριξε στο πεζοδρόμιο. Στη συνέχεια στάθηκε από πάνω του και έριξε άλλες τρεις σφαίρες. Η Ρουθ προσπάθησε επανειλημμένα να πυροβολήσει κι έκτη φορά, αλλά η σφαίρα έπεσε στο πεζοδρόμιο. Τότε σοκαρισμένη στράφηκε στον φίλο του Ντέιβιντ λέγοντας: «Θα καλέσεις την αστυνομία, Κλάιβ;»
Συνελήφθη αμέσως από αστυνομικό εκτός υπηρεσίας που έτυχε να είναι στη παμπ, ο οποίος την άκουσε να λέει «Είμαι ένοχη, είμαι λίγο σαστισμένη». Ο Μπλέικλι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου κατέληξε. Είχε πολλαπλά θανατηφόρα τραύματα στα έντερα, το συκώτι, τον πνεύμονα, την αορτή και την τραχεία. Στο αστυνομικό τμήμα η Ρουθ φαινόταν ήρεμη και όχι υπό την επήρεια ποτού ή ναρκωτικών. Εξετάστηκε από γιατρό και από ψυχίατρο. Κανείς δεν βρήκε στοιχεία παραφροσύνης.
Στις 20 Ιουνίου 1955, η Ρουθ εμφανίστηκε στο Δικαστήριο. Η μόνη ερώτηση που της έθεσε ο εισαγγελέας ήταν: "Όταν έριξες με το περίστροφο από κοντά στον Ντέιβιντ Μπλέικλι, τι σκοπό είχες;” Η απάντησή της ήταν: «Είναι προφανές πως όταν τον πυροβόλησα σκόπευα να τον σκοτώσω». Αυτή η απάντηση εγγυήθηκε την καταδίκη και τη θανατική ποινή της. Το δικαστήριο χρειάστηκε είκοσι λεπτά για να την καταδικάσει.
Σε μια τελευταία επιστολή, που έγραψε η Ρουθ Έλις στη μητέρα του Ντέιβιντ Μπλέικλι μέσα από τη φυλακή, έλεγε: «Πάντα αγαπούσα τον γιο σας και θα πεθάνω αγαπώντας τον ακόμα». Πολλοί είπαν ότι η πραγματική τραγωδία της Ρουθ Έλις ήταν ότι πέθανε από αγάπη για έναν άνθρωπο που δεν το άξιζε.
Στο φιλμ νουάρ του ‘56 “Yield To The Night” του Τζέι Λη Τομπσον η Νταϊάνα Ντορς υποδύθηκε μια ηρωίδα που θύμιζε πολύ τη Ρουθ Έλις, ενώ πολλά σίριαλ και βιβλία βασίστηκαν στην ιστορία και το έγκλημά της.
Η ταινία του 1985 «Χορεύοντας Με Έναν Ξένο», σε σκηνοθεσία Μάικ Νιούελ, αφηγείται την ιστορία της Ρουθ Έλις με μεγάλη λεπτομέρεια. Η πρωτοεμφανιζόμενη στον κινηματογράφο Μιράντα Ρίτσαρντσον ερμήνευσε συγκλονιστικά τη Ρουθ Έλις, ο Ρούπερτ Έβερετ ήταν ιδανικός στον ρόλο του κακομαθημένου Ντέιβιντ Μπλέικλι, ενώ ο Ίαν Χολμ ενσάρκωσε αλησμόνητα τον Ντέσμοντ Κούσενς.