Κοσμος

Σίναμον Μπράουν: Η 14χρονη που έγινε δολοφόνος από αγάπη για τον πατέρα της

Μια ιστορία προδοσίας και εγκλήματος που συγκλόνισε την Καλιφόρνια

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σίναμον Μπράουν και ο χειριστικός, ναρκισσιστής πατέρας της, Ντέινιντ Μπράουν, που έκανε την κόρη του πιόνι του.

Το 1985 η 14χρονη Σίναμον Μπράουν καταδικάστηκε για τη δολοφονία της μητριάς της και φυλακίστηκε. Χρόνια αργότερα ομολόγησε ότι ο πατέρας της ήταν εκείνος που την έπεισε να τη δολοφονήσει. Ο άνθρωπος που διαλεύκανε την υπόθεση και έστειλε τον Ντέιβιντ Μπράουν στη φυλακή ήταν ο Εισαγγελέας Τζέφρι Ρόμπινσον (τον οποίο γνώρισα όταν κατέθεσα ως μάρτυρας σε μια άλλη πολύκροτη δίκη στο Όραντζ Κάουντι).

Στις 19 Μαρτίου 1985 η αστυνομία στο Όραντζ Κάουντι της Καλιφόρνιας έλαβε μια κλήση από τον Ντέιβιντ Μπράουν, 35 ετών, εκατομμυριούχο επιχειρηματία, που μόλις είχε βρει την 23χρονη γυναίκα του Λίντα πυροβολημένη στο κρεβάτι τους. Υποστήριξε ότι είχε φύγει από το σπίτι νωρίτερα εκείνο το βράδυ, θυμωμένος, επειδή η σύζυγός του είχε καβγαδίσει ακόμη μια φορά με τη 14χρονη κόρη του, Σίναμον. Ο Μπράουν είχε μια εταιρεία ανάκτησης δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και εργαζόταν από το σπίτι του στο Αναχάιμ Χιλς. 

Η Λίντα είχε πυροβοληθεί δύο φορές στην κοιλιά από κοντινή απόσταση. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός της λίγο αργότερα. Τα ξημερώματα, η αστυνομία βρήκε τη Σίναμον χωμένη πίσω από το σπιτάκι του σκύλου στην αυλή. Ήταν λερωμένη με τον εμετό της, είχε πάρει υπερβολική δόση χαπιών και στο χέρι της ήταν ένα σημείωμα που έγραφε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Δεν ήθελα να της κάνω κακό».

Η Σίναμον συνελήφθη για τη δολοφονία της μητριάς της Λίντα Μπράουν. Κατά την  Εισαγγελία, η δολοφονία είχε τελεσθεί εν ψυχρώ. Η Σίναμον τη διέπραξε επειδή ήταν καταθλιπτική και θυμωμένη που η Λίντα την είχε απειλήσει ότι θα την έδιωχνε από το σπίτι. Ο ίδιος ο πατέρας της Σίναμον κατέθεσε εναντίον της στη δίκη. Δήλωσε ότι ήταν κυκλοθυμική τις εβδομάδες πριν από τη δολοφονία και μιλούσε για αυτοκτονία. Κατέθεσε επίσης ότι είχε δείξει στη Σίναμον πώς να χρησιμοποιεί όπλο μόλις μια μέρα πριν σκοτωθεί η Λίντα.

Η Σίναμον κρίθηκε ένοχη για φόνο εκ προμελέτης. Όταν διαβάστηκε η ετυμηγορία στο δικαστήριο, φαινόταν έκπληκτη και δήλωσε: «Δεν καταλαβαίνω…» Στη φάση της καταδίκης, οι συνήγοροί της υποστήριξαν ότι είχε το ακαταλόγιστο τη στιγμή του πυροβολισμού. Η γιαγιά της κατέθεσε ότι η Σίναμον είχε «φανταστικούς φίλους» και ότι είχε πάθει κατάθλιψη μετά το διαζύγιο των γονιών της και τον γάμο του πατέρα της με τη Λίντα. Η μητέρα της, Μπρέντα Σαντς, είπε στο δικαστήριο ότι περίπου μια εβδομάδα πριν από τη δολοφονία η κόρη της της είχε τηλεφωνήσει λέγοντας ότι «ένιωθε ότι τρελαινόταν επειδή όλοι τσακώνονταν μέσα στο σπίτι» (στο σπίτι ζούσαν ο Ντέιβιντ Μπράουν με τη Λίντα και το μωρό τους, η 17χρονη αδερφή της Λίντα, και η 14χρονη Σίναμον). Δεν πίστευε ότι η κόρη της ήταν ένοχη για τη δολοφονία και είπε ότι υπήρχαν πολλά αναπάντητα ερωτήματα: «Είναι ένα πολύ γλυκό κι ευγενικό κορίτσι. Ήθελε να κάνει πάντα ωραία πράγματα για τους άλλους». Η Σίναμον καταδικάστηκε σε 27 χρόνια φυλάκισης, αλλά λόγω της ηλικίας της μεταφέρθηκε σε Αναμορφωτήριο Ανηλίκων της Καλιφόρνιας. 

Μετά την καταδίκη της Σίναμον, ο ερευνητής της Εισαγγελίας συνέχισε να ασχολείται με την υπόθεση. Τον ενοχλούσε το γεγονός ότι υπήρχαν πολλά σημεία που δεν έβγαζαν νόημα και συνέχισε να διατηρεί επαφή μαζί της, όσο εκείνη ήταν στο Αναμορφωτήριο. Όπως αποδείχθηκε, ενώ η Σίναμον είχε αρχικά επιμείνει στο σενάριο ότι εκείνη είχε διαπράξει τον φόνο, τρία χρόνια αργότερα είχε αγανακτήσει, επειδή η ίδια ήταν έγκλειστη, ενώ ο πατέρας της απολάμβανε μια πολυτελή ζωή. Η Σίναμον αποκάλυψε στον ανακριτή ότι είχε στρατολογηθεί για να βοηθήσει στο σχέδιο δολοφονίας της μητριάς της από τον πατέρα της, ο οποίος της είχε πει ότι η Λίντα σχεδίαζε να τον σκοτώσει. Υποστήριζε ότι η Λίντα και ο αδελφός της ήταν μέλη της Μαφίας και ήθελαν τον έλεγχο της επιχείρησής του, της «Data Recovery».

Έτσι, τρία χρόνια μετά τη δολοφονία, υπήρξε μια απροσδόκητη ανατροπή στην υπόθεση, όταν συνελήφθη ο πατέρας της Σίναμον, ο Ντέιβιντ Μπράουν. Ο Ντέιβιντ κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της Λίντα με κίνητρο το ένα εκατομμύριο δολάρια από την ασφάλεια ζωής της. Όταν συνελήφθη, ζούσε σε ένα πολυτελές σπίτι με τη μικρότερη αδερφή της Λίντα, την Πατρίσια, την οποία είχε παντρευτεί κρυφά το 1986. Επιπλέον, κατηγορήθηκε ότι έπεισε τη Σίναμον να φορτωθεί τον φόνο λέγοντάς της ότι ήταν ανήλικη και δεν θα φυλακιζόταν. 

Κατηγορίες για ανθρωποκτονία και συνωμοσία απαγγέλθηκαν επίσης σε βάρος της 20χρονης Πατρίσια. Η Πατρίσια, που ζούσε στο σπίτι της οικογένειας τη νύχτα που πυροβολήθηκε η αδερφή της, ήταν τότε 17 ετών. Η Σίναμον την είχε σαν μεγάλη αδερφή, δεν γνώριζε τις ερωτικές σχέσεις της με τον Ντέιβιντ. Μετά τις συλλήψεις, οι ανακριτές που είχαν εργαστεί στην αρχική έρευνα είπαν ότι ανέκαθεν θεωρούσαν ότι η Σίναμον δεν είχε ενεργήσει μόνη της στη δολοφονία της Λίντα, ωστόσο είχε ομολογήσει τη δολοφονία αμέσως και επέμενε ότι είχε ενεργήσει μόνη της. Ήταν φανερό ότι προστάτευε τον πατέρα της. «Όλοι οι συγγενείς είπαν ότι η Σίναμον και η Λίντα τα πήγαιναν περίφημα», είπε ένας ανακριτής.

Όπως θα αποκαλυπτόταν, μέσα σε πέντε μήνες από τη δολοφονία της Λίντα, ο Ντέιβιντ αγόρασε ένα σπίτι 350.000 δολαρίων, ένα ακόμη σπίτι όπου ζούσε με την Πατρίσια και το μωρό τους, τρία πολυτελή αυτοκίνητα κι ένα τροχόσπιτο, ενώ πριν τη δολοφονία της Λίντα είχε κάνει τέσσερα ασφαλιστήρια ζωής στο όνομά της. Η Σίναμον μίλησε ξανά στους ανακριτές για τη νύχτα της δολοφονίας και αποκάλυψε ότι ο πατέρας της της είχε δώσει εντολή να γράψει το σημείωμα αυτοκτονίας αφού είχε πυροβολήσει τη μητριά της και αφού της έδωσε να πάρει υπερβολική δόση χαπιών (που, αν δεν έκανε εμετό και δεν τα είχε αποβάλει από το σύστημά της, θα είχε πεθάνει και η ίδια).  

Λίγους μήνες αφότου η Σίναμον άλλαξε την ιστορία της, έγινε μια προκαταρκτική ακρόαση. Είπε στην αίθουσα του δικαστηρίου ότι αγαπούσε τόσο πολύ τον πατέρα της που σκότωσε για χάρη του. Είπε ότι ο Ντέιβιντ ήθελε τη Λίντα νεκρή, αλλά δεν άντεχε να το κάνει ο ίδιος. Ο πατέρας της της είχε πει: «Αν με αγαπούσες, θα το έκανες». Εκείνη, ο Ντέιβιντ και η Πατρίσια είχαν συζητήσει διάφορους τρόπους εξόντωσης της Λίντα (όπως να τη ρίξουν από το όχημα που ήταν εν κινήσει, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, ή να τη χτυπήσουν στο κεφάλι με ένα βαρύ αντικείμενο, ή ακόμη και ρίχνοντας μια ηλεκτρική συσκευή στη μπανιέρα ενώ ήταν μέσα εκείνη). Ένα βράδυ, ο Ντέιβιντ ξύπνησε τα δύο έφηβα κορίτσια και είπε: «Σηκωθείτε, πρέπει να το κάνουμε απόψε». Ο Ντέιβιντ πήρε τη Σίναμον στο υπνοδωμάτιο και της έδωσε να καταπιεί χάπια ώστε να φανεί ότι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Στη συνέχεια είπε στη Σίναμον ότι η Πατρίσια θα της εξηγούσε τα υπόλοιπα κι έφυγε από το σπίτι. Η Πατρίσια γέμισε το όπλο, το έδωσε στη Σίναμον και της είπε να μπει στην κρεβατοκάμαρα της Λίντα και να πυροβολήσει. Ωστόσο, ο πρώτος πυροβολισμός δεν την είχε σκοτώσει. Η Σίναμον άκουγε τη Λίντα να κλαίει και έτσι επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα και την πυροβόλησε ξανά.

Ο Ντέιβιντ οδηγήθηκε σε δίκη για τη δολοφονία της Λίντα και η Πατρίτσια κατέθεσε εναντίον του. Έως τότε είχε επιβεβαιώσει την εκδοχή της Σίναμον για τα γεγονότα και εξήγησε πώς γέμισε το όπλο και το έδωσε στην Σίναμον με την εντολή να ρίξει και να σκοτώσει την αδερφή της. Κατέθεσε ότι αυτή και η Σίναμον είχαν κάνει τη δολοφονία με εντολή του Ντέιβιντ. Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία, η Πατρίσια είχε παντρευτεί τον Ντέιβιντ, τον κουνιάδο της. Πριν από τη δίκη, ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι ο Ντέιβιντ είχε προσπαθήσει να προσλάβει έναν δολοφόνο για να σκοτώσει την Πατρίσια καθώς και τον εισαγγελέα Τζέφρι Ρόμπινσον και τον ερευνητή βοηθό του που είχε βοηθήσει να στοιχειοθετήσει ξανά την υπόθεση. Ο Ντέιβιντ έβαλε τον αδερφό του να παραδώσει 22.700 δολάρια σε έναν πρώην συγκρατούμενό του που θα κανόνιζε τις δολοφονίες. Ωστόσο, εκείνος συνεργαζόταν με τους ανακριτές.

Ο Ντέιβιντ κατηγορήθηκε επιπλέον για: συνωμοσία στη διάπραξη φόνων, για  παρακίνηση σε διάπραξη φόνου, παρότρυνση για διάπραξη ψευδορκίας, ψευδορκία και συνωμοσία για διάπραξη εμπρησμού. Στη συνέχεια, η Πατρίσια παραδέχτηκε την ενοχή της στο δικαστήριο ανηλίκων για φόνο εκ προμελέτης. Καταδικάστηκε σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια κράτησης σε Αναμορφωτήριο. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ντέιβιντ στη δίκη του ισχυρίστηκε ότι η Σίναμον και η Πατρίσια είχαν σκοτώσει τη Λίντα. Κατά τη διάρκεια της δίκης, αποκαλύφθηκε ότι η Πατρίσια ήταν ερωτευμένη με τον Ντέιβιντ, τον σύζυγο της αδερφής της, και κατέστρωνε σχέδια για τη δολοφονία της πάνω από ένα χρόνο. «ΉΘελα να πεθάνει» είπε στη δίκη. «Λάτρευα τη Λίντα. Αλλά αγαπούσα περισσότερο τον Ντέιβιντ».

Ο Ντέιβιντ Μπράουν κρίθηκε τελικά ένοχος για τη δολοφονία της Λίντα Μπράουν. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης. Πέθανε το 2014 στο κελί του από φυσικά αίτια.

Όταν ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου καταδίκασε τον Ντέιβιντ Μπράουν σε ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή τον Σεπτέμβριο του 1990, τον αποκάλεσε «υπέρτατο χειραγωγό» και τον συνέκρινε με τον Τσαρλς Μάνσον, προσθέτοντας ότι ο Μπράουν ήταν τυχερός που ο Εισαγγελέας δεν είχε ζητήσει τη θανατική ποινή.

Ο Μπράουν ήταν ένας βαθιά άρρωστος άνθρωπος, ναρκισσιστής και χειριστικός. Πριν παντρευτεί τη Λίντα και μετά την αδερφή της Πατρίσια, γνώριζε τους γονείς τους, με τους οποίους ήταν γείτονας. Η γνωριμία και οι σχέσεις του με τις δυο κοπέλες έγιναν όσο εκείνες ήταν έφηβες και ευάλωτες. 

Η Σίναμον Μπράουν αφέθηκε ελεύθερη τον Φεβρουάριο του 1992.

Η υπόθεση ήταν το θέμα δύο βιβλίων, «A Killing in the Family» και «If You Really Loved Me», καθώς και της τηλεοπτικής μίνι σειράς «Love, Lives and Murder».