- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πόσο πιθανή είναι από σήμερα μια ενωμένη Ιρλανδία;
Η ιστορική νίκη του Sinn Féin στη Βόρεια Ιρλανδία, και το ενδεχόμενο μιας ενωμένης Ιρλανδίας
Βόρεια Ιρλανδία: η νίκη του Sinn Féin είναι μόνο το πρώτο βήμα στο δύσκολο δρόμο της επανένωσης
Το χτεσινό εκλογικό αποτέλεσμα στη Βόρεια Ιρλανδία αξίζει τον χαρακτηρισμό «ιστορικό». Για πρώτη φορά στην ιστορία το αυτονομιστικό Sinn Féin κέρδισε τις τοπικές βουλευτικές εκλογές κερδίζοντας 27 έδρες, όταν το συντηρητικό και ενωτικό – αναφορικά με τη θέση της χώρας στο Ηνωμένο Βασίλειο – DUP ήρθε δεύτερο κερδίζοντας 24 έδρες. Για να καταλάβει κανείς καλύτερα τη σημασία του αποτελέσματος, αρκεί να θυμηθεί πως το Sinn Féin υπήρξε κατά τον 20ό αιώνα και μέχρι ένα σημείο ο άτυπος πολιτικός βραχίονας του IRA – Irish Republican Army – ο οποίος βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των Ιρλανδών αυτονομιστών κατά τη διάρκεια των “Troubles” και στις αιματηρές συγκρούσεις με τις βρετανικές δυνάμεις που έχουν καθορίσει την πολιτική ιστορία της Ιρλανδίας.
Και παρότι η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής έδωσε τέλος στις συγκρούσεις μεταξύ ιρλανδικών παραστρατιωτικών οργανώσεων και βρετανικών αρχών, στον πυρήνα της πολιτικής ταυτότητας του Sinn Féin βρίσκεται το ίδιο αίτημα: η ενοποίηση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Με ακριβώς αυτή τη θέση κέρδισε τις εκλογές του 2022, όταν την ίδια στιγμή το «αδερφό» Sinn Féin της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας βρίσκεται στο 34% στις δημοσκοπήσεις, δεκατρείς και δεκαεφτά μονάδες μπροστά από τα μεγαλύτερα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού της χώρας. Αναπόφευκτα, η συζήτηση για το ενδεχόμενο μιας ιρλανδικής επανένωσης ανοίγει ξανά.
Το ασαφές νομικό πλαίσιο μιας πιθανής επανένωσης
Το νησί της Ιρλανδίας είναι πολιτικά διαιρεμένο εδώ και 102 χρόνια, όταν η Βόρεια Ιρλανδία αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό κράτος και τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή η συνθήκη πυροδότησε τα – σχεδόν τεσσαρακονταετή – Troubles και ακριβώς για αυτό η ειρηνευτική Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 προβλέπει το ενδεχόμενο μιας ενωμένης Ιρλανδίας, εφόσον αυτή προκύψει ως ξεκάθαρα εκφρασμένο αίτημα από την πλειοψηφία των Ιρλανδών πολιτών· αυτό πρακτικά σημαίνει πως τόσο οι πολίτες της Βόρειας Ιρλανδίας, όσο και εκείνοι της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας θα πρέπει με κάποιον τρόπο να συνταχτούν πλειοψηφικά με την επανένωση. Παρότι η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής δε δίνει πολύ σαφείς οδηγίες αναφορικά με τις λεπτομέρειες μιας ενωμένης Ιρλανδίας, ξεκαθαρίζει πως η κυβέρνηση της Βόρειας Ιρλανδίας έχει τη δυνατότητα να διοργανώσει σχετικό δημοψήφισμα για μια φορά κάθε εφτά χρόνια – χωρίς όμως να προσδιορίζει τις παραμέτρους της διοργάνωσης του. Το ίδιο δικαίωμα διατηρεί και η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
Μοιάζει απλό, αλλά δεν είναι καθόλου. Το συνταγματικό πλαίσιο της Βόρειας Ιρλανδίας απεικονίζει τον εσωτερικό πολιτικό και θρησκευτικό διχασμό της χώρας, καθώς προβλέπει ρητά ένα – μοναδικό, ομολογουμένως – σύστημα συγκυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο κάθε κυβερνητικό σχήμα θα πρέπει να απαρτίζεται τόσο από αποσχιστές όσο και από ενωτικούς· στον πυρήνα αυτού του σχήματος είναι η ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των δύο πολιτικών παραδόσεων της χώρας, αλλά και η αναζήτηση των κοινών τους συμφερόντων από τη μεταξύ τους συνεργασία. Δεν είναι τυχαίο που η υποχρέωση της κυβερνητικής συνύπαρξης ανάμεσα σε δυνητικά διαμετρικά αντίθετες απόψεις σε υπαρξιακά ζητήματα έχει κατά καιρούς οδηγήσει σε πολιτικά αδιέξοδα, με την πενταετή ακυβερνησία από το 2002 μέχρι το 2007 να αποτελεί το κορυφαίο παράδειγμα αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ αποσχιστών και ενωτικών. Το ενδεχόμενο της ακυβερνησίας επιστρέφει σήμερα στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς οι επικεφαλής του ενωτικού DUP δε δείχνουν ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεργαστούν με το Sinn Féin – κάτι που σημαίνει πως οποιαδήποτε συζήτηση για ένα δημοψήφισμα επανένωσης θα οξύνει ακόμα περισσότερο την ένταση ανάμεσα σε αποσχιστές και ενωτικούς.
Ο ρόλος της Βρετανικής κυβέρνησης – και περαιτέρω ασάφεια
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι πως κάθε δημοψήφισμα για μια ιρλανδική επανένωση θα περάσει αναγκαστικά από το Λονδίνο. Σύμφωνα με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, υπεύθυνος για την έγκριση της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος είναι ο εκάστοτε Υπουργός Εσωτερικών για τη Βόρεια Ιρλανδία· ενδεικτικά, ο σημερινός κάτοχος του αξιώματος, Μπράντον Λιούις, εκλέγεται στο Νόρφολκ της βορειοανατολικής Αγγλίας, η έδρα του οποίου είναι πιο κοντά στο Άμστερνταμ απ’ όσο στο Μπέλφαστ. Αυτή η επιφανειακή παραδοξότητα όμως είναι ενδεικτική της ασάφειας σχετικά με τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής δεν ξεκαθαρίζει με ποιον τρόπο ο Υπουργός Εσωτερικών για τη Βόρεια Ιρλανδία μπορεί να εγκρίνει τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος. Η κοινή συνισταμένη είναι πως κύρια ένδειξη πρέπει να αποτελεί ένας συνδυασμός σχετικών δημοσκοπήσεων όσο και μια σειρά εκλογικών αποτελεσμάτων που «αποδεικνύουν» ότι οι τάσεις υπέρ της ένωσης των δύο κρατών της Ιρλανδικής νήσου είναι σαφείς - αν όχι και πλειοψηφικές - στη Βόρεια Ιρλανδία.
Εκεί είναι που το πράγμα μπλέκεται ακόμα περισσότερο. Μπορεί το Sinn Féin να κέρδισε τις εκλογές του 2022, όμως η νίκη του δεν εκλαμβάνεται ως ξεκάθαρη και πλειοψηφική θέση υπέρ της απόσχισης της χώρας από το Ηνωμένο Βασίλειο και της ένωσης της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, καθώς μπορεί η επικράτηση του να είναι ιστορικής σημασίας, όμως σε απόλυτους αριθμούς κέρδισε μόλις δύο περισσότερες έδρες από το DUP. Παράλληλα, από τις τριάντα τελευταίες δημοσκοπήσεις σχετικά με την πιθανότητα απόσχισης από το Ηνωμένο Βασίλειο και ένωσης της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μόλις τέσσερις έχουν δώσει πλειοψηφία στην απόσχιση – και μόνο μία με πάνω από 50% πίσω στο 2018 – όταν όλες οι υπόλοιπες δίνουν σαφή υπεροχή της παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι, η οριακή νίκη του Sinn Féin δεν αρκεί για να ανατρέψει τη δημοσκοπική εικόνα της Βόρειας Ιρλανδίας στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Για την ιστορία, οι πολίτες της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας τάσσονται υπέρ της επανένωσης με περίπου 67% όμως η Βρετανική κυβέρνηση δεν έχει καμία υποχρέωση να λάβει αυτή τη συνθήκη υπόψιν της.
Το αβέβαιο πολιτικό μέλλον της Βόρειας Ιρλανδίας
Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το αν θα προκύψει κυβέρνηση στη Βόρεια Ιρλανδία ή αν τα δύο Sinn Féin είναι πρώτα κόμματα και στα δύο κράτη της Ιρλανδικής νήσου, ο Μπόρις Τζόνσον είναι μάλλον απίθανο να εγκρίνει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Τη στάση του στο ζήτημα προδίδει η κατηγορηματική του άρνηση να εγκρίνει μια επανάληψη ενός σκωτσέζικου δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας, παρότι το αυτονομιστικό σκωτσέζικο κόμμα (SNP) θερίζει τη μία εκλογική διαδικασία μετά την άλλη με πρωτοφανή ποσοστά για ευρωπαϊκό κράτος, τη στιγμή που ο πολιτικός χρόνος σε σχέση με το 2014 – όταν η Σκωτία είχε ψηφίσει ξανά για την ανεξαρτησία της, απορρίπτοντας τη – δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός λόγω του Brexit. Αυτό σημαίνει πως τουλάχιστον μέχρι το 2024, όταν λήγει ο συνταγματικός χρόνος της θητείας του Τζόνσον, Ιρλανδοί και Βορειο-ιρλανδοί μάλλον δε θα πρέπει να περιμένουν πολλά από τη Βρετανική κυβέρνηση· άλλωστε, το επίσημο όνομα των Συντηρητικών είναι “Conservative and Unionist Party” με το δεύτερο συνθετικό να παραπέμπει στην πολιτική του τοποθέτηση σχετικά με τη θέση της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από την άλλη, ο επικεφαλής των Εργατικών – οι οποίοι προηγούνται σταθερά με περίπου 6% εδώ και σχεδόν έξι μήνες – Κιρ Στάρμερ δεν έχει ξεκάθαρη θέση. Επί της αρχής, ο Στάρμερ τάσσεται υπέρ του δόγματος του Τόνι Μπλερ και της μεταβίβασης (devolution) της εξουσίας προς τις τοπικές κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου – δηλαδή στη Σκωτσέζικη, την Ουαλική, και τη Βορειο-Ιρλανδική Βουλή – όμως έχει δηλώσει πως σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα θα υποστηρίξει την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που έχει εξοργίσει την πιο φανατική πλευρά των Ιρλανδών αυτονομιστών. Όμως όπως και ο Τζόνσον, έτσι και ο Στάρμερ δε δείχνει πολύ ένθερμος στο ενδεχόμενο διεξαγωγής δημοψηφισμάτων τόσο σε Σκωτία όσο και σε Ιρλανδία, κυρίως γιατί το ενδεχόμενο απόσχισης και των δύο κρατών από το Ηνωμένο Βασίλειο δε μπορεί πλέον να αποκλειστεί. Αυτή τη στιγμή, τόσο η Βορειο-ιρλανδική όσο και η Σκωτσέζικη ανεξαρτησία δείχνουν να υπολείπονται δημοσκοπικά της παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κάπως έτσι όμως υπολειπόταν δημοσκοπικά και το Brexit, το οποίο έφερε τα δύο ιρλανδικά κράτη πιο κοντά από ποτέ – ενώ η Βόρεια Ιρλανδία συντάσσεται με τη Σκωτία, αναδεικνύοντας το αποσχιστικό της κόμμα νικητή στις τοπικές της εκλογές· ένα όχι και τόσο Ηνωμένο Βασίλειο, ξανά και ξανά.