Κοσμος

Γαλλικές εκλογές: η τηλεμαχία των παραδόξων

Η ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε Μακρόν και Λε Πεν θα συνεχιστεί και μετά τον δεύτερο γύρο

Γιώργος Σεφερτζής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γαλλικές εκλογές: το ντιμπέιτ ενόψει του δεύτερου γύρου της Κυριακής και η πρόκληση για τον Μακρόν μετά την - πιθανή - νίκη του

Η πολυαναμενόμενη τηλεμαχία Μακρόν-Λε Πεν εξελίχθηκε σε μια απρόσμενα χαμηλών τόνων και υψηλού επιπέδου αντιπαράθεση χωρίς την επιθετικότητα και την νευρικότητα που είχε χαρακτηρίσει ανεξίτηλα την αντίστοιχη του 2017. Την χαρακτήρισε, αντιθέτως, η εμφανώς  ηθελημένη και από τις δυο πλευρές ηπιότητα και μετριοπάθεια. Το ερώτημα είναι ποιος ωφελήθηκε από μια τέτοιου είδους «πολιτισμένη» αντιπαράθεση. Ο Μακρόν, ασφαλώς, συμμετείχε σε αυτήν με το πλεονέκτημα του φαβορί που έπαιζε εντός έδρας. Οι δημοσκοπήσεις που είχαν δημοσιευτεί ανήμερα έδειχναν ότι το προβάδισμα του είχε πλέον φθάσει τις 11 μονάδες. Υπό κανονικές συνθήκες θα του αρκούσε να επιβεβαιώσει τα επικοινωνιακά του χαρίσματα, την διαλεκτική του δεινότητα, την παιδαγωγική του υπομονή, την βαθιά γνώση των φακέλων και των θεμάτων, την πολιτική υπέροχη του  έναντι της αντιπάλου του.

Ήταν άλλωστε γνωστή και την είχε επιδείξει επανειλημμένα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μη φανεί και πάλι αλαζονικός, να μην προκαλέσει το κοινό αίσθημα, να μην ξυπνήσει την αντιπάθεια που έκανε πολλούς να τον μισούν κυριολεκτικά και τους εχθρούς του να τον αποκαλούν «Πρόεδρο των πλουσίων».

Εκείνο που πρωτίστως έπρεπε να αποφύγει ήταν το μοιραίο λάθος. Πολύ δε περισσότερο που ακριβώς επειδή έπαιζε από την θέση του φαβορί, αν το έκανε, θα είχε να χάσει πολύ περισσότερα από την αουτσάιντερ αντίπαλό του. Η παραμικρή λεπτομέρεια θα είχε γι΄αυτόν κατά πολύ κρισιμότερη σημασία. Αν, για παράδειγμα, κάτι πήγαινε στραβά έστω και μόνο εξ αιτίας μιας άστοχης λέξης που θα εκστομιζόταν με λάθος τρόπο σε λάθος στιγμή, θα μπορούσε να δημιουργήσει καταστροφικές εντυπώσεις και να προκαλέσει ανακλαστικά ακόμα καταστροφικότερες αντιδράσεις. Βεβαίως αυτό θα ίσχυε κατά μείζονα λόγο, αν το δημοσκοπικό του προβάδισμα ήταν οριακό και η παραμικρή μετακίνηση κρίσιμων εκλογικών μαζών μπορούσε να αποβεί μοιραία για την επανεκλογή του. Θα ήταν ο μείζων κίνδυνος που θα διέτρεχε, αν οι προθέσεις ψήφου της κοινής γνώμης στον δεύτερο γύρο παρέμεναν στα ποσοστά που είχαν δείξει οι πρώτες μετά τον πρώτο γύρο μετρήσεις.

Τώρα, όμως, δεν ήταν η περίπτωση. Είχε φύγει πολύ μπροστά και δεν είχε κανέναν λόγο να διακινδυνεύσει τα κεκτημένα του πλεονεκτήματα επιδιώκοντας μια νέα συντριβή της Λε Πεν με  μια επιθετικότερη τακτική απέναντι της. Πολύ δε περισσότερο που στον πρώτο γύρο είχε βρεθεί αντιμέτωπος με ένα εκλογικό σώμα που ναι μεν με τις ψήφους του είχε τερματίσει πρώτος, αλλά δεν έπαυε η πλειοψηφία του να τον έχει αποδοκιμάσει υπερψηφίζοντας τους αντιπάλους του σε  ένα συνολικό ποσοστό που ξεπερνούσε το 56%. Από εδώ, όμως, άρχιζαν τα πραγματικά  του προβλήματα και οι λόγοι για τους οποίους φάνηκε να διακατέχεται, ιδιαίτερα στην αρχή από κάποιο άγχος. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει, βέβαια, με την κατάρα των φαβορί. Πάσχουν από το σύνδρομο της πρωτιάς πράγμα που ενίοτε τους οδηγεί σε ήττα από τα αουτσάιντερς που δεν πάσχουν από τέτοια σύνδρομα. Ο δεύτερος λόγος είναι σχετικός με τα αξιώματα που ισχύουν σε όλες τις μάχες των λέξεων και συνάγονται από την ιστορία τους. Η έκβαση μιας τηλεμαχίας μπορεί να κριθεί από μια  και μόνη λέξη που πετυχαίνει το στόχο της, εγγράφεται στην μνήμη των τηλεθεατών της και δεν αφήνει συνήθως, λόγω περιορισμένου χρόνου, στον αντίπαλο περιθώρια έγκαιρης αποκατάστασης της ζημιάς που του έχει προκαλέσει.

Από εκεί και πέρα ο καθείς και τα όπλα που επιλέγει για να δοκιμάσει την τύχη του στα πεδία δυο άλλου τύπου μαχών. Της μάχης των προσώπων για την αξιοπιστία και την καταλληλότητα για το προεδρικό αξίωμα. Και της μάχης των σχεδίων του καθενός για την χώρα, το μέλλον της και τους ανθρώπους της. Την μάχη των λέξεων ο Μακρόν την έδωσε και την κέρδισε με την ατάκα που χρησιμοποίησε όταν, μιλώντας για την ουκρανική κρίση,  σύστησε στην Λε Πεν να απευθυνθεί στον τραπεζίτη της για να εξυπηρετήσει την αποπληρωμή των δανείων που πήρε για το κόμμα της και τις καμπάνιες του. Εννοούσε τον Πούτιν στο περιβάλλον του οποίου, ίσως και στην ιδιοκτησία του, ανήκει η ρωσική τράπεζα που χρηματοδοτεί την παράταξη της Εθνικής Συσπείρωσης.

Την μάχη των προσώπων, της αξιοπιστίας τους και της καταλληλόλητας του ο Μακρόν δεν χρειαζόταν καν να την δώσει. Την είχε κερδισμένη από τα αποδυτήρια. Παρόλα αυτά κατάφερε για μια ακόμα φορά να αποδομήσει την αξιοπιστία και άρα την καταλληλόλητα της Λε Πεν αναδεικνύοντας τις ανακρίβειες της κριτικής της και τις αντιφάσεις του προγράμματος της. Ήταν εμφανές ότι η Λε Πεν δεν τα πάει καλά με τα νούμερα ούτε μπορούσε να παρακολουθήσει την μακροοικονομική συλλογιστική του Μακρόν ούτε και να παραδεχθεί ότι τα όσα υποστηρίζει οδηγούν την Γαλλία στην έξοδο από την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διάλυση. Γι' αυτό και προσπάθησε να κερδίσει την επόμενη μάχη των σχεδίων αναδεικνύοντας τις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην δίκη της Γαλλία και στην Γαλλία του Μακρόν. Από εκεί, όμως, δεν μπορούσε να υπάρξει ούτε νικητής ούτε ηττημένος. επρόκειτο για δυο διαφορετικούς κόσμους που συγκρούονταν  χωρίς να συναντιόνται. Ο Μακρόν μίλαγε για την χώρα και την Ευρώπη. Η Λε Πεν μίλαγε για τους ανθρώπους της και τα προβλήματά τους. Αν οι λύσεις που τους προτείνει είναι εφαρμόσιμες και ακίνδυνες το πιθανότερο είναι ότι δεν ενδιέφερε ούτε την ίδια ούτε τους οπαδούς της.

Τρία ήταν τα πιο παράδοξα σημεία της μειλίχιας στάσης που κράτησε η Λε Πεν. Το πρώτο ήταν το γεγονός ότι δεν έκανε αυτό που όλοι περίμεναν ότι θα έκανε και μάλιστα με επιτυχία. Σχεδόν δεν δοκίμασε καν να αποδομήσει, ενώ λογικά θα της ήταν εύκολο, το κυβερνητικό έργο του Μακρόν που τόση κοινωνική κριτική είχε δεχθεί επί μια πενταετία και τόση δυσαρέσκεια είχε προκαλέσει στους νέους και τα λαϊκότερα στρώματα. Το δεύτερο ήταν ότι δεν κατέβαλε  σχεδόν καμία προσπάθεια να προσεταιριστεί τα πέραν της παραδοσιακής κομματικής της βάσης ακροατήρια και ειδικότερα τα ακροατήρια των αναποφάσιστων και της αριστεράς, από τα οποία, άλλωστε, εξαρτάται η τύχη της την ερχόμενη Κυριακή. Το τρίτο είναι ότι συνέχισε και χθες να μένει επικεντρωμένη στην επιχείρηση πλήρους αποδαιμονοποίησης της εικόνας της. Και το κατάφερε με το παραπάνω. Μόνον που έτσι έδωσε την εντύπωση ότι είχε πάει αποφασισμένη να παραδοθεί αποδεχόμενη την κυριαρχία του Μακρόν και ενδιαφερόμενη αποκλειστικά για την διάσωση της εικόνας της. Οποιοσδήποτε αουτσάιντερ στην θέση της θα έπαιρνε τουλάχιστον το ρίσκο να επιτεθεί ανατρεπτικά σε όλο το μήκος του μετώπου  αφού δεν θα είχε τίποτα να χάσει.

Δεν το έκανε, επειδή ίσως υπολογίζει και περιμένει αυτό που ο Μακρόν ξέρει και θέλει να αποφύγει. Μια καθόλου εύκολη επόμενη ημέρα για την διακυβέρνησή του. Εξάλλου όλων πλέον το μυαλό είναι σε αυτό που πρώτος ο Μελανσόν έσπευσε να περιγράψει ως τον τρίτο γύρο των προεδρικών εκλογών: τις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει ο Μακρόν να διαχειριστεί τις καταστάσεις με σχετική άνεση είναι να εγγράψει στο ενεργητικό του έναν εκλογικό θρίαμβο με μεγάλη διαφορά την ερχόμενη Κυριακή. Άρα το ζητούμενο του Μακρόν από την χθεσινή τηλεμαχία δεν ήταν ούτε μόνον να παίξει καλή άμυνα και να αποφύγει τα λάθη. Ήταν να μην υψώσει του τόνους πάνω από το επικίνδυνο για αυτόν όριο πέραν του οποίου θα διακινδύνευε την αφύπνιση της λανθάνουσας πάντα κοινωνικής αντιπάθειας.