- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος: η γερμανική κυβέρνηση δίνει την εντύπωση πως φοβάται να διαταράξει περισσότερο τις σχέσεις της με τη Μόσχα
Το ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα όλο και πιο έντονα τις τελευταίες ημέρες. Παρά την αρχική άμεση αντίδραση απέναντι στη ρωσική εισβολή και την ανάληψη γενναίων πρωτοβουλιών από πλευράς της γερμανικής κυβέρνησης, η στάση της πλέον στο ζήτημα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου μοιάζει όλο και πιο επαμφοτερίζουσα, με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς να αμφιρρέπει και να διστάζει να περάσει σε πιο δραστικά μέτρα στήριξης της αμυνόμενης Ουκρανίας. Η διστακτικότητα αυτή φαίνεται να οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις εκλεκτικές συγγένειες σημαντικού μέρους του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας και κυρίως στελεχών του κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με τη Μόσχα. Οι συγγένειες αυτές δεν αφορούν προφανώς μόνον στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας, αλλά επεκτείνονται και στο επιχειρηματικό κατεστημένο, προεχόντως λόγω της σοβαρής ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία.
Είναι ευρέως γνωστό πλέον ότι σειρά κορυφαίων πολιτικών του SPD διατηρούσαν, επί πολλά έτη, πολύ καλές προσωπικές σχέσεις με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και το καθεστώς του. Η στενότητα και θερμότητα των σχέσεων αυτών εκδηλωνόταν και δημοσίως. Αρκεί να θυμηθεί εδώ κανείς την περίπτωση του πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ και τη μετέπειτα ενασχόλησή του με την Gazprom και τη Rosneft, όπου και κατέλαβε ηγετικές θέσεις (σημειωτέον δε ότι ο Σρέντερ, παρά ταύτα, παραμένει ακόμη στο απυρόβλητο στο κόμμα του). Πάντως, η φιλική-ευμενής στάση προς τη Μόσχα επικράτησε γενικότερα σε μεγάλο τμήμα του γερμανικού πολιτικού συστήματος ασχέτως κομματικής ένταξης· την ίδια στάση, εξάλλου, ακολούθησε λίγο-πολύ και η πρώην καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και το κόμμα της (CDU). Η πολιτική αυτή ήταν, κατ’ ουσίαν, μία μετεξέλιξη της γνωστής πολιτικής του κατευνασμού, με διάθεση παρουσίασης του καθεστώτος Πούτιν ως αποδεκτού συνομιλητή ή ακόμη και στρατηγικού συμμάχου – στα γερμανικά το φαινόμενο περιγράφεται με τη μαγική λέξη "Verharmlosung". Για να το πούμε ανοιχτά, σε γενικές γραμμές η λογική ήταν «κάνουμε τα στραβά μάτια»: δεν πειράζει που το καθεστώς είναι αυταρχικό και πορεύεται με τους δικούς του όρους ανελευθερίας και καταπίεσης (βλ. κυρίως τη συνεχή κατάπνιξη αντιπολιτευτικών ή εν γένει ενοχλητικών φωνών, τους περίεργους θανάτους πολιτικών αντιπάλων ή δημοσιογράφων, κοκ)· έχουμε συμφέρον να συμπορευόμαστε με το καθεστώς και κυρίως να συνάπτουμε εμπορικές συμφωνίες· ζητήματα αρχής και ιδίως προστασίας ατομικών και πολιτικών ελευθεριών μπορούν να υποβαθμίζονται, δεν χρειάζεται να καβγαδίζουμε για αυτά ή να τα σηκώνουμε ψηλά στη διμερή ατζέντα (βλ. άρθρο μου στα Νέα της 24.2.2022)
Ώσπου ήρθε η πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το κλίμα άλλαξε άρδην, το καθεστώς στηλιτεύτηκε. Ωστόσο, μετά την αρχική σημαντική αλλαγή πλεύσης, που εξαγγέλθηκε από τον ίδιο τον καγκελάριο Σολτς στη Γερμανική Βουλή, άρχισαν να μπαίνουν κάποια φρένα στη στήριξη του αμυνόμενου ουκρανικού λαού και στην επίσπευση της ενεργειακής απεξάρτησης από τη Μόσχα. Άρχισε να διαφαίνεται μία διστακτικότητα και μία διάθεση να πέσουν οι τόνοι, κυρίως στους κόλπους του SPD. Συγχρόνως, οι εύλογες επικρίσεις αλλά και οι αποκαλύψεις του Ουκρανού πρέσβη στο Βερολίνο για το περιεχόμενο των διαλόγων που είχε με κορυφαίους Γερμανούς υπουργούς την ημέρα της ρωσικής εισβολής, αντί να αντιμετωπιστούν με κατανόηση και μεταμέλεια για τη μέχρι πρότινος στάση της Γερμανίας, οδήγησαν σε άτσαλες επιθέσεις ή ανοίκειες παραινέσεις στον πρέσβη από μέρους Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών («δεν βοηθάει τον λαό του», κ.ά.). Ο εξωτερικός παρατηρητής αποκομίζει την εντύπωση ότι στο Βερολίνο επικρατεί πλέον η αντίληψη πως καλύτερα είναι να μην αναληφθούν περαιτέρω πρωτοβουλίες, να τηρηθεί στάση αναμονής μέχρι να κοπάσει κάποια στιγμή η καταιγίδα και, έτσι, να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων με τη Μόσχα. Αν είναι έτσι τα πράγματα, πρόκειται για μία πολύ κυνική προσέγγιση, η οποία αποσκοπεί ίσως μόνον στη διαφύλαξη κάποιων βραχυπρόθεσμων συμφερόντων.
Αλλά η πραγματικότητα είναι ξεροκέφαλη κι επίμονη και ο αέρας φυσάει αντίθετα. Ο πρόεδρος της Γερμανίας Βάλτερ Σταϊνμάγιερ πρόσφατα κηρύχθηκε από το Κίεβο ανεπιθύμητο πρόσωπο – διόλου τυχαία η αντίδραση των Ουκρανών, καθώς θεωρείται ότι και ο Γερμανός πρόεδρος συνέβαλε κατά το παρελθόν, από τη θέση του υπουργού εξωτερικών (2005-2009 και 2013-2017), στη σφυρηλάτηση της στενής σχέσης μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας. Πιο σημαντικό όμως είναι ότι διαρκώς αυξάνεται η πίεση που ασκούν για άμεση στρατιωτική βοήθεια και κυρίως για παράδοση βαρέος οπλισμού (τανκς, κ.λπ.) στην Ουκρανία κορυφαία στελέχη του συγκυβερνώντος κόμματος των Πρασίνων και ιδίως η υπουργός εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ. Η πίεση των Πρασίνων – που έχουν ωριμάσει πλέον πολιτικά – δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στον Σολτς και φέρνουν συνεχώς στην επιφάνεια τις προαναφερθείσες εκλεκτικές συγγένειες. Την κατάσταση εκμεταλλεύεται, από την πλευρά του, ο νέος ηγέτης των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος, παίρνοντας τώρα αποστάσεις από την κατευναστική πολιτική Μέρκελ, πιέζει πολιτικά τον Σολτς, συντασσόμενος ανοιχτά με τους Πράσινους και ζητώντας αυστηροποίηση της γερμανικής πολιτικής έναντι του Πούτιν – μολονότι και στο δικό του κόμμα σημειώνονται διαφοροποιήσεις ως προς την ένταση των κυρώσεων που πρέπει να επιβληθούν στη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι στιγμής φαίνεται ότι η Γερμανία, σε μία τόσο κρίσιμη, ιστορική στιγμή για την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, αδυνατεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ειλικρινά, είναι να απορεί κανείς πώς μία χώρα με τόσο υψηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο, με πανίσχυρη οικονομία και βιομηχανία, με ιστορική συναίσθηση και μνήμη του πού μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία ο απολυταρχισμός, μία χώρα που με τους μεγάλους Χέλμουτ Σμιτ και Χέλμουτ Κολ μπήκε μπροστά στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, διαθέτει σήμερα μία πολιτική ηγεσία που, σε τούτες τις κρίσιμες ώρες, μοιάζει να είναι χαμένη στη μετάφραση ή, ακριβέστερα, χαμένη στον λαβύρινθο των συμφερόντων και των εντεύθεν εξαρτήσεων και δεν μπορεί να δει καθαρά τη μεγάλη εικόνα. Η στάση αυτή, δίχως αμφιβολία, απομειώνει το κύρος της Γερμανίας διεθνώς και βλάπτει ασφαλώς την ευρύτερη και σημαντικότερη υπόθεση της προάσπισης των φιλελεύθερων αξιών έναντι του απολυταρχισμού.
Αν, μελλοντικά, η απάντηση ενός ιστορικού στο ερώτημα «πού ήταν η Γερμανία στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο» είναι ότι χάθηκε στον λαβύρινθο των συμφερόντων, τότε θα πρόκειται για μία ακόμη βαριά ιστορική αποτυχία της μεγάλης αυτής ευρωπαϊκής χώρας. Ας ελπίσουμε ότι πρωτίστως ο Γερμανός καγκελάριος θα αντιληφθεί σύντομα το βάρος της ιστορικής ευθύνης που φέρει.