Κοσμος

Χάρκοβο: Μια Ελληνίδα περιγράφει τη φρίκη της ρωσικής εισβολής

«Νιώθω άσχημα που εγώ κατάφερα να σωθώ, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν πίσω»

Βελίκα Καραβάλτσιου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια Ελληνίδα από το Χάρκοβο περιγράφει τη βιαιότητα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και το ταξίδι της προς την Ελλάδα.

Ξύπνησε από τον ήχο των βομβαρδισμών. Το πρώτο πράγμα που έκανε –όπως κάθε κορίτσι της ηλικίας της– ήταν να γκουγκλάρει για να καταλάβει από πού έρχονται οι εκρήξεις. Η σύνδεση όμως δεν ήταν εφικτή. «ΞΕΚΙΝΗΣΕ». Μία μόνο λέξη της έστειλε η φίλη της. Ο πόλεμος είχε αρχίσει πιο νωρίς από ό,τι υπολόγιζαν, και κράτησε –όπως θα μου πει η Εύα– πιο πολύ απ' ό,τι περίμεναν.

«Βγήκα έξω, είδα τη μαμά μου στα μάτια και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι η ζωή μας άλλαξε και δεν θα είναι ξανά ποτέ όπως πριν...» λέει η 25χρονη κοπέλα από το Χάρκοβο, στην πόλη Τερνόπολ της Δυτικής Ουκρανίας όπου τη συνάντησα. Στην πόλη όπου βρήκε προσωρινά καταφύγιο, μέχρι οι συνθήκες να της επιτρέψουν να περάσει τα σύνορα και να φτάσει στη δεύτερη πατρίδα της, την Ελλάδα, μαζί με το αγόρι της και τη μικρή της αδερφή. «Μέχρι εκείνη τη στιγμή η ζωή μου είχε έναν προορισμό. Τώρα πια δεν μπορώ να κάνω σχέδια. Ξυπνάω το πρωί και μπορώ να αποφασίσω μόνο για την ίδια ημέρα».

«Το Χάρκοβο ήταν η πιο σύγχρονη πόλη της Ουκρανίας, η πιο όμορφη... πολλά πανεπιστήμια, πολλοί φοιτητές... Ήταν ήρεμη, αλλά είχε ζωή. Τα είχε όλα. Μέσα σε λίγες ώρες όμως έγινε ένα άλλο Χάρκοβο. Το κτίριο της Βουλής γκρεμισμένο, κατεστραμμένα σπίτια και καταστήματα, καμένα αυτοκίνητα...»

Για αρκετές ημέρες έμεναν στα υπόγεια καταφύγια, χωρίς ρεύμα και νερό. «Φοβόμασταν να βγούμε έξω. Έπρεπε όμως να προμηθευτούμε κάποια τρόφιμα. Οι ουρές στα μαγαζιά ήταν τεράστιες, τα ράφια όμως ήταν άδεια. Δεν υπήρχε γάλα, ψωμί, αυγά. Δεν πουλούσαν κρέας, ούτε και μακαρόνια για να αποθηκεύσουμε». Η Εύα, η Ευαγγελία όπως τη βάφτισαν, είναι μισή Ελληνίδα. Τα καλοκαίρια τα περνάει στην Εύβοια. Μιλάει άπταιστα ελληνικά, η μικρή της αδερφή όμως μιλάει μόνο ρωσικά. «Το Χάρκοβο είναι η πιο ρωσόφωνη πόλη. Μιλάμε μόνο ρωσικά και καταστρεφόμαστε από τους Ρώσους. Ήμασταν δύο αδερφές χώρες. Τώρα ακόμα και οικογένειες δεν μιλούν μεταξύ τους».

Μαζί με την Εύα και την αδερφή της είναι και το αγόρι της. Οι άντρες μέχρι 60 ετών κανονικά πρέπει να μείνουν εντός συνόρων λόγω επιστράτευσης. Ωστόσο, ο φίλος της Εύας πρέπει να φύγει λόγω προβλημάτων υγείας για να παρακολουθείται από τους γιατρούς. Οι υπηρεσίες στο Χάρκοβο είναι κατεστραμμένες και ο Νικήτας δεν έχει τρόπο να αποδείξει ότι πρέπει να περάσει τα σύνορα. Οι τρεις τους μένουν παγιδευμένοι στο Τερνόπολ, νοικιάζουν ένα σπίτι όπου μένουν 20 άτομα. «Δεν πειράζει, είμαστε όλοι μαζί, είμαστε ενωμένοι» λέει ο Νικήτας.

Η Εύα βουρκώνει όταν σκέφτεται αυτούς που έμειναν πίσω. «Νιώθω άσχημα που εγώ κατάφερα να σωθώ, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν πίσω». Πίσω έμεινε και η μητέρα τους. Πήρε τη δύσκολη απόφαση να σταθεί στον σύζυγό της και να αφήσει τα παιδιά να φύγουν για να είναι ασφαλή. «Μου λείπει και της λείπω» λέει η 14χρονη Βλάντα. «Είναι η πρώτη φορά που μένω για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από τη μαμά μου».

Το ταξίδι τους δεν ήταν εύκολο. Οι Ρώσοι βομβάρδιζαν την πόλη και τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρές χιλιομέτρων. Η Εύα κρατούσε την αδερφή της αγκαλιά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η απαγόρευση κυκλοφορίας τούς ανάγκαζε να διανυκτερεύουν όπου τους έβρισκε η νύχτα μέχρι τελικά να φτάσουν στο Τερνόπολ.

Η Ευαγγελία προσπαθεί να τους μάθει λίγα ελληνικά, τουλάχιστον τα απαραίτητα. Η ίδια έχει πάρει τον ρόλο της μητέρας... Σκέφτεται αν πρέπει να βρει ένα ρωσικό σχολείο για την αδερφή της ή να ξεκινήσει από την αρχή σε ένα ελληνικό. Δύο παιδιά που ταξίδεψαν μαζί τους έμαθαν πως το σπίτι τους βομβαρδίστηκε μία ημέρα μετά. «Αν φεύγαμε μία ημέρα αργότερα, μπορεί και να μην ζούσαν» λέει η Εύα σοκαρισμένη.

Τα ελληνικά της είναι τέλεια, φυσιογνωμικά μοιάζει στον μπαμπά της, μοιάζει με Ελληνίδα. Οι αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στην Εύβοια είναι όμορφες... Η πατρίδα της όμως είναι η Ουκρανία, η πόλη της είναι το Χάρκοβο... Και εκεί θέλει να γυρίσει!