- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βλαντιμίρ Πούτιν: Ο Roger Cohen περιγράφει στους New York Times πώς μέσα σε 22 χρόνια κινήθηκε προς τη θρησκευτική και εθνικιστική ακροδεξιά.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 2001, ο Βλαντιμίρ Πούτιν απευθύνθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο μιλώντας, όπως είπε χαρακτηριστικά, «στη γλώσσα του Γκαίτε, του Σίλερ και του Καντ», την οποία είχε μάθει κατά τη διάρκεια της θητείας του ως αξιωματικός της KGB στη Δρέσδη. «Η Ρωσία είναι φιλικό ευρωπαϊκό έθνος», δήλωσε. «Η σταθερή ειρήνη σε ολόκληρη την ήπειρο είναι ο πρωταρχικός στόχος μας.» Ο Ρώσος ηγέτης, που είχε εκλεγεί το προηγούμενο έτος σε ηλικία 47 ετών. συνέχισε περιγράφοντας τα «δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες» ως «αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής πολιτικής της Ρωσίας.» Τα μέλη της Bundestag τον χειροκρότησαν όρθιοι, συγκινημένοι από τη συμφιλίωση που φαινόταν να ενσαρκώνει ο Πούτιν στο Βερολίνο, μια πόλη που συμβόλιζε κάποτε τη διαίρεση μεταξύ της Δύσης και του σοβιετικού κόσμου.
Σήμερα, η Ουκρανία καίγεται με τον Πούτιν να προσπαθεί να αποδείξει ότι η ουκρανική εθνότητα είναι μύθος. Η υπνωτιστική του φωνή στα γερμανικά έχει γίνει μια κακοφωνία από ψέματα, οργισμένες κραυγές, καταγγελίες περί «αποβρασμάτων και προδοτών» που απευθύνει σε οποιονδήποτε Ρώσο αντιστέκεται στη βία της δικτατορίας του. Χαρακτηρίζει τους αντιπάλους του «πέμπτη φάλαγγα» που χειραγωγείται από τη Δύση και τους απειλεί με σκληρές τιμωρίες ―κάθε άλλο παρά με τη γλώσσα του Καντ. Ανάμεσα στη φωνή της λογικής του 2001 και του σημερινού επιθετικού πολέμου, βρίσκονται 22 χρόνια εξουσίας, πέντε αμερικανικές προεδρίες, η άνοδος της Κίνας, οι χαμένοι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και μια τεχνολογία που δικτύωσε τον κόσμο: σ’ αυτό το περιβάλλον δημιουργήθηκε το σημερινό ρωσικό αίνιγμα.
Άραγε οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, λόγω της υπερβολικής τους αισιοδοξίας έκαναν λάθος εκτίμηση για τον Πούτιν από την αρχή; Ή απλούστατα μεταμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου σε ρεβανσιστή και φιλόμαχο τύραννο; Το σίγουρο είναι ότι ταυτίστηκε με το ρωσικό κράτος, συγχωνεύθηκε με τη Ρωσία, και τελικά ανέσυρε το μεσσιανικό όραμα για την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δόξας στα πρώην σοβιετικά σύνορα.
Από τη μια πλευρά υπήρχε πάντοτε ο πειρασμός της Δύσης μαζί με την έμμονη ιδέα ότι 25 εκατομμύρια Ρώσοι που παγιδεύτηκαν έξω από τα σύνορα της Μητέρας Ρωσίας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Πράγματι, ο Πούτιν επαναλάμβανε όλα αυτά τα χρόνια ότι το τέλος της σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή του 20ού αιώνα. Αλλά δεν διαλύθηκε μόνο η ΕΣΣΔ, διαλύθηκε και η μετακομμουνιστική Ρωσία της δεκαετίας του 1990, εκείνη που τρέκλιζε για λίγο καιρό με επικεφαλής τον Μπόρις Γέλτσιν, τον πρώτο ελεύθερα εκλεγμένο ηγέτη της χώρας. Το 1993, ο Γιέλτσιν διέταξε να βομβαρδιστεί το Κοινοβούλιο για να κατασταλεί μια εξέγερση: 147 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Στη συνέχεια, η Δύση έστειλε στη Ρωσία ανθρωπιστική βοήθεια: τόσο τρομερή ήταν η οικονομική της κατάρρευση, τόσο διάχυτη ήταν η φτώχεια· επικρατούσε χάος καθώς μεγάλα τμήματα της βιομηχανίας ξεπουλιούνταν σε μια αναδυόμενη τάξη ολιγαρχών. Για τον Πούτιν όλα αυτά σήμαιναν ταπείνωση.
Όπως γράφει σε εκτεταμένο άρθρο του στους New York Times ο Roger Cohen, ο Πούτιν πήρε κατάκαρδα το ότι η Ρωσία είχε ανάγκη από δυτική βοήθεια και, κατά κάποιον τρόπο, ορκίστηκε να κάνει το αντίθετο απ’ ό,τι πρότειναν στους Ρώσους οι δυτικοί. Το πρώτο του πολιτικό μανιφέστο αφορούσε την αντιστροφή των προσπαθειών της Δύσης για μεταφορά της εξουσίας από το κράτος στην αγορά. « Για τους Ρώσους», έγραφε, «ένα ισχυρό κράτος δεν είναι ανωμαλία, αλλά, αντιθέτως, η πηγή και ο εγγυητής της τάξης, ο εμπνευστής και η κινητήρια δύναμη κάθε αλλαγής.» Δεν σημαίνει ότι ήταν μαρξιστής― κι αυτό παρότι επανέφερε τον εθνικό ύμνο της εποχής του Στάλιν: ο Πούτιν είχε γίνει μάρτυρας της καταστροφής της σχεδιασμένης οικονομίας, τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ανατολική Γερμανία, όπου υπηρέτησε ως πράκτορας της KGB το 1985-1990. Έτσι, κινήθηκε προς τη συνεργασία με αυτούς που ονομάστηκαν ολιγάρχες ― αρκούσε να του έδειχναν απόλυτη πίστη. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν ήταν νέος, τόσο εξαιτίας της γενέθλιας πόλης του, της Αγίας Πετρούπολης, που έχτισε ο Μέγας Πέτρος στις αρχές του 18ου αιώνα ως «παράθυρο στην Ευρώπη», όσο και της αρχικής πολιτικής του εμπειρίας εκεί ―από το 1991 εργαζόταν στο γραφείο του δημάρχου― φαίνεται ήταν σχετικά ανοιχτός στη Δύση και μάλιστα το 2000 ανέφερε τη δυνατότητα ένταξης της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, ενώ τηρούσε και τη συμφωνία εταιρικής σχέσης που υπογράφηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1994. Και παρότι προερχόταν από την KGB και το ψέμα ήταν το επάγγελμά του, ο Πούτιν κατάφερε να κατακτήσει τον Τζορτζ Γ. Μπους, ο οποίος, μετά την πρώτη συνάντησή τους τον Ιούνιο του 2001, είπε ότι τον θεωρούσε «ευθύ και αξιόπιστο».
Στο εσωτερικό, η στάση του άλλαζε σιγά-σιγά μαζί με τα προσωπικά του γούστα και τα καπρίτσια: για παράδειγμα, άφηνε τους προσκεκλημένους του διπλωμάτες να περιμένουν όλο και περισσότερο στις προγραμματισμένες συναντήσεις ―τον έκανε στην Κοντορλίζα Ράις και στην Άγκελα Μέρκελ στη συνάντηση με την οποία το 2007 έφερε τον σκύλο αν και ήξερε ότι η Γερμανίδα καγεκλάριος φοβόταν τα σκυλιά. Πάντως, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 έλεγε συχνά ότι «σε νοοτροπία και σε κουλτούρα, ο λαός της Ρωσίας είναι Ευρωπαίοι» κι ότι ο γνώμονας της πολιτικής του ήταν «ο σεβασμός στον νόμο». Ενώ τα έλεγε αυτά, ασκούσε έλεγχο στα ΜΜΕ, ισοπέδωνε το Γκρόζνι στην Τσετσενία και τοποθετούσε στελέχη ασφαλείας —τους γνωστούς ως siloviki— στο επίκεντρο της διακυβέρνησής του. Στις επικρίσεις απαντούσε ότι οι ΗΠΑ δεν δικαιούνται να ομιλούν εφόσον είχαν λερωμένη τη φωλιά τους. Έτσι εγκατέλειψε τη ρητορική του φιλελευθερισμού και επικεντρώθηκε στην εκδίκηση γι’ αυτό που αντιλαμβανόταν ως υποβιβασμό της Ρωσίας.
Ο Πούτιν γεννήθηκε το 1952 όταν η Αγία Πετρούπολη ονομαζόταν ακόμα Λένινγκραντ και οι αναμνήσεις από τον λεγόμενο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο ήταν ακόμα νωπές. Ο πατέρας του τραυματίστηκε βαριά, ένας μεγαλύτερος αδερφός του πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Γερμανούς (η οποία είχε διαρκέσει 872 ημέρες), ενώ ένας παππούς του είχε δουλέψει για τον Στάλιν ως μάγειρας. Ο Πούτιν, όπως όλοι οι Ρώσοι, πιστεύει βαθιά ότι οι Ρώσοι είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για μια ιδέα, ενώ ο δυτικοί επιδιώκουν την επιτυχία και την άνεση. Αλλά, μέχρι το 2008 περίπου, φαινόταν ότι οι Ρώσοι δεν έλεγαν όχι στην επιτυχία και στην άνεση: παρά τη διαφθορά και το αλλοπρόσαλλο μοντέλο ανάπτυξης, δημιουργήθηκε μια μεσαία τάξη που μπορούσε να καταναλώνει και να πηγαίνει εξωτικές διακοπές.
Το πρόβλημα της ρωσικής οικονομίας ήταν ότι δεν διαφοροποιήθηκε και ότι ο Πούτιν αποφάσισε να εξαρτήσει τα κρατικά έσοδα από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και άλλους φυσικούς πόρους, χωρίς παράλληλο κράτος δικαίου. Για τον Πούτιν, η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, που εκτείνεται σε 11 ζώνες ώρας, χρειαζόταν κάτι περισσότερο από οικονομική ανάκαμψη για να σταθεί στο ύψος της: όπως συνέβαινε στη σοβιετική εποχή, έπρεπε να κυριαρχήσει στους γείτονές της. Αλλά μερικοί γείτονες είχαν άλλα σχέδια.
Τον Νοέμβριο του 2003, η Επανάσταση των Ρόδων στη Γεωργία έθεσε τη χώρα σε δυτική πορεία. Το 2004 ―όταν η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ― στην Ουκρανία ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις που έγιναν γνωστές ως Πορτοκαλί Επανάσταση. Αυτές εξόργισαν τον Πούτιν ο οποίος στα τέλη του 2004 ακύρωσε τις εκλογές για τους περιφερειακούς κυβερνήτες, διορίζοντας τους δικούς του. Στο μεταξύ, η ρωσική τηλεόραση έμοιαζε όλο και περισσότερο με τη σοβιετική, όπως και γενικότερα η κρατική προπαγάνδα.
Το 2006, η Άννα Πολιτκόφκαγια, μια ρεπόρτερ που επέκρινε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία, δολοφονήθηκε στη Μόσχα την ημέρα των γενεθλίων του Πούτιν. Ένας άλλος επικριτής του Κρεμλίνου, ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο, πρώην πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος είχε ονομάσει τη Ρωσία «κράτος μαφίας», έπεσε θύμα δηλητηρίασης από Ρώσους κατασκόπους στο Λονδίνο. Αλλά, για τον Πούτιν, το μείζον ζήτημα ήταν η επέκταση του ΝΑΤΟ και η απειλή της δυτικής δημοκρατίας στο κατώφλι της Ρωσίας: στην πραγματικότητα, ο εφιάλτης του Πούτιν δεν είναι το ΝΑΤΟ, αλλά η δημοκρατία.
Όπως χάθηκε η ευκαιρία της προσέγγισης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης στο επίπεδο του πολιτεύματος, χάθηκε και στο επίπεδο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Αν και η 11η Σεπτεμβρίου 2001 φάνηκε να δημιουργεί σχέση συνεργασίας με την κυβέρνησης Τζορτζ Γ. Μπους, ―έτσι κι αλλιώς, ο Πούτιν έβλεπε τον εαυτό του ως μέρος μιας πολιτισμικής μάχης για λογαριασμό του χριστιανισμού― στη συνέχεια απεδείχθη ότι ήταν ικανός να συνεργαστεί με τους ισλαμιστές εναντίον της Δύσης, ότι ήταν ικανός να συνεργαστεί με οποιονδήποτε.
Το 2005, όταν ο Γουίλιαμ Μπερνς, σημερινός διευθυντής της CIA, έφτασε στη Μόσχα ως πρεσβευτής των ΗΠΑ έστειλε ένα νηφάλιο τηλεγράφημα που διέλυε τις μεταψυχροπολεμικές ψευδαισθήσεις. «Η Ρωσία είναι πολύ μεγάλη, πολύ υπερήφανη και πολύ βαθιά ριζωμένη στην ιστορία της για να χωρέσει σε μια δημοκρατική Ευρώπη», έγραφε. Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, «The Back Channel», «η επιθυμία της Ρωσίας να παίξει ρόλο της Μεγάλης Δύναμης θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα.» Εδώ μπαίνει το ζήτημα των αυταπατών των Δυτικών: περιέργως, όταν ο Γάλλος πρόεδρος Φρανουά Ολάντ συνάντησε τον Πούτιν εξεπλάγη που αναφερόταν στους Αμερικανούς ως «Γιάνκηδες», που καθύβριζε το ΝΑΤΟ και χρησιμοποιούσε ένα είδος σκοτσέζικου ντους: ήταν εκ περιτροπής φιλικός και απειλητικός.
Στην εχθρότητα του Πούτιν εναντίον των ΗΠΑ έπαιξε ρόλο ο βομβαρδισμός του ΝΑΤΟ στο Βελιγράδι το 1999 κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και η εισβολή στο Ιράκ το 2003. Αλλά προπάντων, η εχθρότητα οφειλόταν στην επιδίωξη των ΗΠΑ για ένα μονοπολικό κόσμο, πράγμα που ο Πούτιν εξέφρασε σε υψηλούς τόνους, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2007 ―αλλά η Δύση, ιδιαίτερα η Γερμανία, εξακολουθούσε να τρέφει ελπίδες για τον Πούτιν. Η Άνγκελα Μέρκελ, μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία και ρωσόφωνη, φαινόταν να του έχει κάποια αδυναμία. Εξάλλου, τα παιδιά του Πούτιν φοιτούσαν στο γερμανικό σχολείο της Μόσχας και ο ίδιος παρέθετε συχνά αποσπάσματα από γερμανικά ποιήματα.
Οι ΗΠΑ, στη διάρκεια της προεδρίας Τζορτζ Γ. Μπους, πίεζαν για ένταξη της Ουκρανία και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, αλλά ο Μπερνς ήταν αντίθετος: πίστευε ότι ιδιαίτερα η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν μια κόκκινη γραμμή για τη ρωσική ελίτ, όχι μόνο για τον Πούτιν ―κι ότι σε τέτοια περίπτωση ο Πούτιν θα αντιδρούσε βιαίως με τη στήριξη όλων των Ρώσων, ακόμα και των επικριτών του. Κι ενώ τα σχέδια για ένταξη πάγωναν, ο Πούτιν επαναλάμβανε με κάθε ευκαιρία ότι η Ουκρανία ήταν μια τεχνητή χώρα κι ότι στο έδαφός της ζούσαν 17 εκατομμύρια Ρώσων ―πρόσθετε μάλιστα ότι το Κίεβο ήταν «η μητέρα όλων των ρωσικών πόλεων».
Ακολούθησε σύντομη ρωσική εισβολή στη Γεωργία που ο Πούτιν ονόμασε «επιχείρηση επιβολής της ειρήνης» με στόχο τη ματαίωση των φιλοδοξιών για ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς ουσιαστική απάντηση από τη Δύση, ενώ στο εσωτερικό ο Πούτιν κατέλυε μια-μια τις δημοκρατικές ελευθερίες: το 2012, κατεπνίγησαν μεγάλες διαδηλώσεις με πανό που έγραφαν ότι ο Πούτιν είναι κλέφτης κι ότι στις εκλογές του Δεκεμβρίου 2011 είχε γίνει νοθεία. Στις διαδηλώσεις ο Ρώσος πρόεδρος είδε «ξένο δάκτυλο», ιδιαίτερα τον δάκτυλο της υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον. Ωστόσο, η ιδέα ότι ο Πούτιν αποτελούσε σοβαρή απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα δεν απασχολούσε την Ουάσιγκτον που είχε επικεντρωθεί στην καταπολέμηση της Αλ Κάιντα. Ιδιαίτερα ο Μπαράκ Ομπάμα έδειξε ελαφρότητα επιμένοντας ότι ο Ψυχρός Πόλεμος «έχει τελειώσει οριστικά».
Η Ρωσία, υπό την αμερικανική πίεση, είχε απόσχει σε ψηφοφορία του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το 2011 για στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, η οποία εξουσιοδότησε «όλα τα απαραίτητα μέτρα» για την προστασία των αμάχων. Όταν αυτή η αποστολή, κατά την αντίληψη του Πούτιν, μετατράπηκε στην επιδίωξη ανατροπής του Καντάφι, ο Ρώσος πρόεδρος έγινε έξαλλος. Ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση της διεθνούς ανομίας της Αμερικής. Το 2012 η στροφή του σε φανατικό αντιδυτισμό είχε ολοκληρωθεί: μετά την οικονομική κρίση του 2008 είχε πειστεί ότι η Δύση βρισκόταν σε παρακμή και, για να την κατατροπώσει είχε ήδη εξοπλιστεί με πολιτιστικές και θρησκευτικές αποσκευές. Συμπλήρωσε το πορτρέτο του ως την φαλλοκρατική ενσάρκωση των συντηρητικών ορθόδοξων χριστιανικών αξιών κόντρα στον άθρησκο εναγκαλισμό της Δύσης με τους γάμους ομοφυλοφίλων, τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, τη μαζική μετανάστευση και άλλες εκδηλώσεις «παρακμής».
Όταν, στο ντοκιμαντέρ του Όλιβερ Στόουν, ο Πούτιν ρωτήθηκε αν έχει ποτέ «κακές μέρες», η απάντησή του ήταν: «Δεν είμαι γυναίκα, άρα δεν έχω κακές μέρες.» Ο Στόουν, σαφώς θαυμαστής του Ρώσου πρόεδρου, του υπέβαλε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, αλλά σε ελαφρό ύφος: οι απαντήσεις του Πούτιν ήταν σταθερά «αρσενικές» και «ακροδεξιές» υπό την έννοια, μεταξύ άλλων, ότι στήριζε και στηρίζει τα ευρωπαϊκά υπερσυντηρητικά κόμματα, καθώς βεβαίως και την εθνικιστική και μυστικιστική παράδοση της Ρωσίας. Με λίγα λόγια τα τελευταία 22 χρόνια η Ρωσία έχει αποκτήσει περισσότερη τόλμη ―ή θράσος― με σκοπό να κερδίσει τον παγκόσμιο σεβασμό: η διαφορά της από τη Δύση είναι ότι βλέπει τη δύναμή της με στρατιωτικούς όρους, όχι με οικονομικούς. Οι ίδιοι οι Ρώσοι συγκινούνται από τα προηγμένα πυρηνικά και υπερηχητικά όπλα, από πολεμικές τελετουργίες, παρελάσεις, πομπές τεθωρακισμένων με τρόπο που ίσως εκπλήσσει τους Ευρωπαίους. Η προσάρτηση της Κριμαίας και η ενορχήστρωση της στρατιωτικής σύγκρουσης έγιναν με λαϊκή συναίνεση. Λαϊκή συναίνεση είχαν και οι επιχειρήσεις στην Τσετσενία καθώς και η στήριξη του Άσαντ στη Συρία κατά την οποία η Ρωσία βρέθηκε απέναντι στις δυτικές χώρες. Τόσο ο Πούτιν, όσο και ο Λαβρόφ, κατηγορούσαν τη Δύση για «ακόρεστη επιθυμία για παγκόσμια κυριαρχία», ενώ συγχρόνως, Ρώσοι ολιγάρχες αγόραζαν πολυτελή ακίνητα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έκαναν επενδύσεις παντού στον δυτικό κόσμο. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές χώρες έγιναν οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Φτάνουμε στον πόλεμο στην Ουκρανία, τον οποίο πολλοί αποδίδουν σε μια μορφή παραφροσύνης του Πούτιν: Παρανοειδείς ιδέες; Ανθρωποφοβία; Μικροβιοφοβία; Ψυχικές διαταραχές τύπου Χίτλερ; Όλοι οι αξιωματούχοι που τον έχουν συναντήσει τα τελευταία χρόνια συμφωνούν ότι είναι παράξενα άκαμπτος και σωματικά αλλαγμένος, αγέλαστος, με το πρόσωπο πρησμένο. Μερικοί πιστεύουν ότι έχει μεθύσει από τις επιτυχίες του στην Κριμαία, στη Συρία, στη Λευκορωσία, στην Αφρική, στο Καζακστάν ― αλλά, όπως και στα υπόλοιπα, φαίνεται ότι τρέφεται με μύθους: η ρωσική οικονομία πάσχει· υπάρχει έντονη αν και προς το παρόν σιωπηλή εσωτερική αντιπολίτευση· η Ρωσία έχει γίνει παρίας στον διεθνή χώρο· ο Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον Πούτιν «χασάπη» και η ρωσική προπαγάνδα για τη δήθεν αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας έχει πέσει στο κενό.