- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ρίτσαρντ Κάτινχαμ: Ο serial killer της Times Square
Η Times Square τη δεκαετία του ‘70 σήμαινε: Πορνογραφία, εγκληματικότητα, βία
Ρίτσαρντ Κάτινχαμ: Ο serial killer, με επίκεντρο της δράσης του την Times Square, ομολόγησε για 11 δολοφονίες γυναικών και για πολλές σεξουαλικές επιθέσεις
Τη δεκαετία του 1970 η Times Square της Νέας Υόρκης δεν ήταν ο φιλικός για τους τουρίστες προορισμός που είναι σήμερα. Ήταν μια πολύ θορυβώδης γειτονιά γεμάτη σεξ σόου και σεξ κλαμπ. Υπήρχαν πολλοί «κυνηγοί» του σεξ και έγιναν τότε πολλές δολοφονίες. Ο Ρίτσαρντ Κάτινχαμ, αν και το όνομά του δεν είναι τόσο γνωστό όσο του Τεντ Μπάντι ή του Τζέφρι Ντάμερ, ήταν ο πιο σημαντικός κατά συρροή δολοφόνος. (Η σειρά του Netfix «Στον Τόπο του Εγκλήματος» ασχολείται με τον Ρίσαρντ Κάτινχαμ και τα εγκλήματά του. Είναι πολύ αποκαλυπτικό το υλικό από τα επίκαιρα της εποχής που αποτυπώνει την τότε πραγματικότητα στην Times Square: Πορνογραφία, εγκληματικότητα, βία).
Ο Κάτινχαμ ήταν σεξουαλικός σαδιστής και τα πράγματα που έκανε ήταν φρικτά, αλλά πέρασε απαρατήρητος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η «χρυσή εποχή» για τη δράση των σίριαλ κίλερ στις ΗΠΑ είναι μεταξύ 1970 και 2000, για τρεις κυρίως λόγους: Τα αστυνομικά Τμήματα δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και δεν αντάλλασσαν πληροφορίες. Η μελέτη της δολοφονικής συμπεριφοράς (από τους προφάιλερ επιστήμονες του FBI) ήταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Δεν είχε προκύψει η αποκωδικοποίηση του DNA που τώρα είναι βασικό εργαλείο ανίχνευσης δολοφόνων.
Στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Κάτινχαμ άφησε το αποτύπωμά του στην πόλη της Νέας Υόρκης και στα κοντινά προάστια του Νιου Τζέρσεϊ με πολύ βίαιες σκηνές εγκλήματος. Τον Δεκέμβριο του 1979 η αστυνομία ανακάλυψε μια τέτοια φρικτή σκηνή στο μοτέλ «Travel Inn» στη Νέα Υόρκη, όπου κλήθηκε η Πυροσβεστική για την κατάσβεση πυρκαγιάς. Όταν η φωτιά έσβησε, στο δωμάτιο από όπου είχε ξεκινήσει, βρέθηκαν καμένα τα πτώματα (οι κορμοί από τα πτώματα) δύο γυναικών. Κάποιος τις είχε αποκεφαλίσει και τους είχε κόψει τα χέρια. Ο δολοφόνος είχε γνώσεις ιατροδικαστικής/εγκληματολογίας και είχε στερήσει από την αστυνομία τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει τα θύματα. Ωστόσο, τα ρούχα των γυναικών που είχαν βρεθεί στη μπανιέρα αξιοποιήθηκαν αποτελεσματικά. Η αστυνομία έντυσε με αυτά κούκλες βιτρίνας και πρόβαλε το υλικό στην τηλεόραση και σε τοιχοκολλημένα πόστερ. Έτσι, από μια πόρνη που αναγνώρισε τα ρούχα, βρέθηκε η ταυτότητα της μιας γυναίκας. Λεγόταν Ντίντι Γκουντάρζι, είχε καταγωγή από το Ιράν και ήταν 22 ετών. Δυστυχώς η ταυτότητα της δεύτερης γυναίκας, που ήταν έφηβη, δε βρέθηκε ποτέ. [Επειδή είχε βρεθεί μόνο ο κορμός (torso) των πτωμάτων, τα ΜΜΕ αρχικά είχαν αποκαλέσει τον δολοφόνο «torso killer»]
Λίγους μήνες αργότερα, στις 5 Μαΐου 1980, μια άλλη πόρνη από την Times Square, η 19χρονη Βάλερι Στρητ, βρέθηκε νεκρή στο μοτέλ «Quality Inn», στο Νιου Τζέρσεϊ. Τα χέρια της ήταν δεμένα με χειροπέδες πίσω από την πλάτη. Είχε σημάδια από δαγκωματιές, είχε ξυλοκοπηθεί και είχε πεθάνει από ασφυξία. Αυτός ο φόνος συνδέθηκε αργότερα με παλαιότερο φόνο στο ίδιο μοτέλ. Τον ίδιο μήνα μια ακόμη γυναίκα βρέθηκε νεκρή και ακρωτηριασμένη σε ξενοδοχείο στο Μανχάταν -στις 15 Μαΐου βρέθηκε το πτώμα μιας πόρνης στο ιστορικό ξενοδοχείο «Σεβίλ». Ένας διαταραγμένος κατά συρροή δολοφόνος που προφανώς δεν ξεχώριζε στο πλήθος βασάνιζε σαδιστικά τις πόρνες που ψώνιζε και έπαιζε ένα αλλόκοτο παιχνίδι τεμαχίζοντας τα θύματά του.
Κάποιες πόρνες σφαγιάστηκαν σε βρώμικα δωμάτια ξενοδοχείων, τα κεφάλια, τα χέρια ή το στήθος τους τεμαχίστηκαν και τα πτώματά τους στη συνέχεια πυρπολήθηκαν σε μια προσπάθεια εξάλειψης των ενοχοποιητικών στοιχείων. Άλλες γλίτωσαν από τρίχα τον θάνατο, αλλά είχαν υποστεί ώρες τρομακτικών βασανιστηρίων που περιλάμβαναν βάναυσα σημάδια από δαγκωματιές, επιφανειακές πληγές από μαχαίρι (για πρόκληση τρόμου) και άγριες σεξουαλικές επιθέσεις. Όσες επέζησαν, βρέθηκαν ματωμένες και ζαλισμένες, χωρίς να θυμούνται πολλά λόγω των ναρκωτικών που τους είχε δώσει ο δράστης. Αλλά τα σημάδια στα σώματά τους έλεγαν μια φρικτή ιστορία, σχεδόν χειρότερη από τον θάνατο. Ήταν η «υπογραφή» του δολοφόνου, σύμφωνα με τον προφάιλερ Τζον Ντάγκλας που καθιέρωσε τον όρο («Στο μυαλό των Σίριαλ Κίλερ»). Η «υπογραφή» του δολοφόνου είναι κάτι μη απαραίτητο για την τέλεση του εγκλήματος, κάτι που διαφέρει από τη μεθοδολογία του (modus perandi), αλλά ο ίδιος θεωρεί απαραίτητο ώστε να ικανοποιηθεί.
Χάρη στις σαδιστικές «υπογραφές» του, η αστυνομία θα κατάφερνε να συνδέσει τα θύματα που άφηνε πίσω του ο δολοφόνος διασχίζοντας δύο πολιτείες. Τελικά, συνελήφθη στις 22 Μαΐου 1980, σε ένα μοτέλ του Νιου Τζέρσεϊ ενώ βασάνιζε μια έφηβη πόρνη που είχε δελεάσει και είχε οδηγήσει εκεί από τη Νέα Υόρκη.
Λεγόταν Ρίτσαρντ Κάτινχαμ, έμενε στο Νιου Τζέρσεϊ και εργαζόταν ως τεχνικός υπολογιστών σε μια εταιρεία κοντά στην Times Square. Στις 22 Μαΐου 1980 ο Κάτινχαμ πήρε τη 18χρονη Λέσλι Οντέλ που έκανε πιάτσα στη Νέα Υόρκη και συμφώνησε να κάνει σεξ μαζί του για 100 δολάρια. Γύρω στα χαράματα πήγαν στο μοτέλ «Quality Inn», όπου είχε αφήσει το τελευταίο του ακρωτηριασμένο θύμα. Εκεί προσφέρθηκε να της κάνει μασάζ και η κοπέλα γύρισε μπρούμυτα. Πιέζοντας την πλάτη της, της έβαλε μαχαίρι στον λαιμό, και της πέρασε χειροπέδες στους καρπούς. Άρχισε να τη βασανίζει και παραλίγο να κόψει με τις δαγκωματιές του μια θηλή, ενώ της έλεγε «το έκανα και στις άλλες, πρέπει να το κάνω και σε σένα, είσαι πόρνη, πρέπει να τιμωρηθείς». Οι πνιχτές κραυγές πόνου της Οντέλ έγιναν τόσο δυνατές που οι εργαζόμενοι στο μοτέλ, ήδη τρομαγμένοι από τη δολοφονία δεκαοκτώ μέρες νωρίτερα, κάλεσαν την αστυνομία και μετά όρμησαν στο δωμάτιο απαιτώντας από τον Κάτινχαμ να ανοίξει την πόρτα. Εκείνος, ανοίγοντας μια μικρή χαραμάδα, έβαλε την Οντέλ να πει ότι ήταν καλά. Η κοπέλα, ενώ έλεγε στο προσωπικό ότι ήταν καλά, έγνεφε ότι δεν ήταν. Η αστυνομία συνέλαβε τον Κάτινχαμ στον διάδρομο, ενώ πήγαινε να το σκάσει. Είχε στο βαλιτσάκι του χειροπέδες, ένα δερμάτινο φίμωτρο, δύο περιλαίμια σκλάβου, μια λεπίδα, ψεύτικα πιστόλια και πολλά ηρεμηστικά και υπνωτικά χάπια.
Ο Ρίτσαρντ Κάτινχαμ είναι γεννημένος στις 25 Νοεμβρίου 1946, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης και έχει δυο μικρότερα αδέρφια. Όταν ήταν 12 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στο Νιου Τζέρσεϊ και το 1964 που αποφοίτησε από το λύκειο εργάστηκε στην εταιρία του πατέρα του ως χειριστής υπολογιστών, ενώ παρακολουθούσε μαθήματα υπολογιστών. Τον Οκτώβριο του 1966 πήγε να εργαστεί ως χειριστής υπολογιστών στην εταιρία Blue Cross Blue Shield Association στη Νέα Υόρκη. Εκεί εργαζόταν έως τη σύλληψή του το 1980.
Στις 3 Μαϊου 1970 ο Κάτινχαμ είχε παντρευτεί τη σύζυγό του Τζάνετ. Είχε νοικιάσει και ένα διαμέρισμα στην πόλη, λέγοντας στη γυναίκα του ότι δούλευε τα βράδια. Η αλήθεια ήταν ότι περιπλανιόταν στην Times Square, ακολουθούσε τις πόρνες και παρακολουθούσε τις κινήσεις τους. Κάποια στιγμή η γυναίκα του κίνησε διαδικασίες διαζυγίου για λόγους «εγκατάλειψης, μη υποστήριξης και ψυχικής σκληρότητας». Τότε ο Κάτινχαμ μετακόμισε στο υπόγειο του σπιτιού, στο δωμάτιο που είχε πάντα κλειδωμένο. Μετά τη σύλληψή του, η αστυνομία βρήκε εκεί (και στο αμάξι του) προσωπικά αντικείμενα θυμάτων του. Ήταν το δωμάτιο με τα «τρόπαια» από τα θύματά του.
Η πρώτη γνωστή δολοφονία του Κάτινχαμ είναι η δολοφονία της Νάνσι Βόγκελ το 1967. Είχε στραγγαλίσει την 29χρονη, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, και το γυμνό, δεμένο πτώμα της είχε βρεθεί μέσα στο στο αυτοκίνητό της, στο Νιου Τζέρσεϊ. Την είχαν δει για τελευταία φορά τρεις μέρες νωρίτερα, όταν έφυγε από το σπίτι για να παίξει μπίνγκο με φίλους σε τοπική εκκλησία. Το πτώμα της Μάριαν Καρ, 26 ετών, τεχνικού ακτινολογικών μηχανημάτων. είχε βρεθεί βάναυσα χτυπημένο κοντά στο μοτέλ «Quality Inn», αλλά η αστυνομία μπόρεσε να συνδέσει τα δυο εγκλήματα μόνο μετά τη σύλληψη του Κάτινχαμ. Ανάμεσα στα ευρήματα από το δωμάτιο με τα «τρόπαια» ήταν και το κλειδί του διαμερίσματος της Μάριαν Καρ, που υπήρξε γειτόνισσά του -έμενε με τον άντρα της στο συγκρότημα διαμερισμάτων που έμενε και ο Κάτινχαμ με τη γυναίκα του.
Μετά από μια σειρά από δίκες στο Νιου Τζέρσεϊ και τη Νέα Υόρκη από το 1981 έως το 1984, ο Κάτινγχαμ καταδικάστηκε σε περισσότερα από 200 χρόνια φυλάκισης για πέντε φόνους, δύο στο Νιου Τζέρσεϊ και τρεις στη Νέα Υόρκη, καθώς και για πολλές σεξουαλικές επιθέσεις -απαγωγή, απόπειρα δολοφονίας, επίθεση με θανατηφόρο όπλο, σεξουαλική επίθεση ενώ ήταν οπλισμένος (βιασμός), σεξουαλική επίθεση ενώ ήταν ένοπλος (σοδομισμός), σεξουαλική επίθεση ενώ ήταν ένοπλος (πεολειχία), κατοχή όπλου, κατοχή επικίνδυνων ουσιών.
Το 2010 ομολόγησε την ενοχή του για μια δολοφονία το 1967 (της Νάνσι Βόγκελ) και για τις δολοφονίες τριών κοριτσιών το 1968-1969 στο Μπέργκεν του Νιου Τζέρσεϊ. Το 2021 ομολόγησε την ενοχή του για τον βιασμό, την απαγωγή και τη δολοφονία δύο ακόμη εφήβων κοριτσιών. Η ομολογία διευκολύνθηκε από τον Ρόμπερτ Ανζιλότι της Εισαγγελίας του Μπέργκεν λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή του. Ο Ανζιλότι συναντούσε τον Κάτινχαμ επί 15 χρόνια, προσπαθώντας να του αποσπάσει την ομολογία, η οποία ανέβασε τον συνολικό αριθμό των θυμάτων του σε 11, αν και ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Κάτινχαμ ισχυρίζεται ότι έχει διαπράξει από 85 έως 100 φόνους.
Ο Κάτινχαμ, 75 χρόνων σήμερα, συνεχίζει να εκτίει την ποινή του στις φυλακές του Νιου Τζέρσεϊ.