Κοσμος

Μπεν και Έρικα Σίφριτ: Το φονικό ζευγάρι και οι ειδεχθείς φόνοι

Σαν ήρωες ταινίας, σκότωσαν για τη συγκίνηση, την έξαψη, την αδρεναλίνη

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Μπεν και Έρικα Σίφριτ: Η γνωριμία τους, οι διαταραχές, οι δολοφονίες που διέπραξαν, η δίκη και η φυλάκισή τους

Μια κατηγορία δολοφόνων είναι τα «δίδυμα», τα ντουέτα – είτε πρόκειται για φίλους, είτε για παντρεμένα ζευγάρια. Οι δολοφονίες που έχουν συνδεθεί με τέτοια ζευγάρια είναι ιδιαίτερα ειδεχθείς. Γιατί, όπως λένε οι εγκληματολόγοι, όταν ο δράστης ενός εγκλήματος δεν είναι ένας, αλλά δυο, η αγριότητα δεν διπλασιάζεται, αλλά πολλαπλασιάζεται. Ο ένας ενθαρρύνει και επικροτεί τον άλλον. Το μέγεθος του κακού που προκαλούν είναι τεράστιο, τραυματικό, αδιανόητο. Στις ΗΠΑ, όπου το έγκλημα συναντάται με πολλές μορφές, υπάρχει επίσης μια κατηγορία δολοφονιών που αποκαλούνται «thrill kills», δηλαδή «δολοφονίες για τη συγκίνηση, την αδρεναλίνη, την έξαψη». Ο Μπεν και η Έρικα Σίφριτ είναι ένα τέτοιο ζευγάρι δολοφόνων. Αν δεν είχαν συναντηθεί, ίσως να μην είχε προκληθεί το κακό που έκαναν σε καλούς ανθρώπους, αποζητώντας την απόλυτη συγκίνηση.

Η Έρικα ήταν αριστούχος μαθήτρια και αστέρι του μπάσκετ. Ο πατέρας της είχε φτιάξει για την κόρη του ένα ιδιωτικό γήπεδο μπάσκετ, όπου η Έρικα  περνούσε ατέλειωτες ώρες σε προπονήσεις. Στο ιδιωτικό κολέγιο που φοιτούσε ήταν πολύ δημοφιλής και οι συμφοιτητές της θεωρούσαν ότι έκανε το ξεκίνημα στην ενήλικη ζωή απολαμβάνοντας προνόμια και ευκαιρίες που λίγοι από αυτούς είχαν. Ο Μπέντζαμιν Σίφριτ είχε εκπαιδευτεί ως καταδρομέας στο Ναυτικό (navy SEAL), αλλά αργότερα αποτάχθηκε λόγω κακής διαγωγής – απουσίαζε επανειλημμένα χωρίς άδεια, ήταν απείθαρχος και φορούσε διακριτικά αξιωματικών χωρίς να έχει τον ανάλογο βαθμό. Επίσης από «αγάπη» για τον Χίτλερ είχε τατουάζ με σβάστικα στο στήθος κι εκτός από τη ναζιστική εμμονή, ο Μπεν είχε πολλά άλλα εκκεντρικά ενδιαφέροντα, όπως αγάπη για τα εξωτικά φίδια.

Η Έρικα και ο Μπεν γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν τρελά και παντρεύτηκαν το 1998, μέσα σε λίγους μήνες από την πρώτη τους συνάντηση. Ήταν και οι δύο 20 ετών. Η Έρικα εργαζόταν σκληρά τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Είχε δικό της κατάστημα δώρων (που της έστησαν οι γονείς της) και ήταν ενθουσιασμένη με τον Μπεν – όπως ήταν ενθουσιασμένη παλιότερα με το μπάσκετ. Η Έρικα ήταν μια εμμονική προσωπικότητα, με τάση προσκόλλησης σε κάτι, είτε καλό είτε κακό. Τα προειδοποιητικά και σκοτεινά σημάδια του  ψυχισμού του άντρα της ήταν φανερά και κάθε φυσιολογική γυναίκα θα τα έβλεπε. Η Έρικα απλά επέλεξε να μην τα δει (το τατουάζ σβάστικα, τα φίδια που είχε ονομάσει Μπόνι και Κλάιντ κ.ά.). Ο Μπεν ήταν συχνός χρήστης ναρκωτικών και αλκοόλ - η Έρικα τον είχε δει επίσης να κλέβει.

Αλλά και η Έρικα είχε τις δικές της διαταραχές, όπως η ψυχαναγκαστική διαταραχή. Λέγεται ότι είχε τη συνήθεια να ελέγχει αν η επάνω πόρτα ήταν κλειδωμένη 9 φορές και αν η κάτω πόρτα ήταν κλειδωμένη 12 φορές κάθε πρωί. Περνούσε πολλή ώρα στρίβοντας την κλειδαριά ξανά και ξανά για να βεβαιωθεί ότι ήταν κλειδωμένη. Ο Μπεν περίμενε σκόπιμα μέχρι η Έρικα να πάει στη  δουλειά της και με πρόθεση να της χαλάσει τη μέρα, τηλεφωνούσε για να τη ρωτήσει: «Είσαι σίγουρη ότι κλείδωσες την πόρτα; Νομίζω ότι είναι ανοιχτή… Ίσως είναι και ο φούρνος αναμμένος». Σαν να προσπαθούσε να κλονίσει την επαφή της με την πραγματικότητα και να ελέγχει εκείνος την εύθραυστη γυναίκα του. Καθώς η Έρικα απομακρυνόταν περισσότερο από τους φίλους και τους γονείς της, ο Μπεν γινόταν πιο προσβλητικός απέναντί της, με σχόλια για το βάρος της, τα μαλλιά της (σύμφωνα με όσα είπε η Έρικα αργότερα σκόπιμα τη διαμόρφωσε σε κάποια που οι άλλοι άντρες δεν θα έβρισκαν ελκυστική). Ο Μπεν συνήθιζε επίσης να προσβάλλει άτομα άλλης φυλής και να πυροβολεί τις πινακίδες του δρόμου από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όταν το ζευγάρι πήγαινε βόλτα. Αλλά όποιο ψυχολογικό πρόβλημα και να είχε ο καθένας τους ήταν κάτι μη ορατό εξωτερικά.

Την αργία της Ημέρας Μνήμης του 2002 (τελευταίο Σαββατοκύριακο και Δευτέρα του Μαΐου) που πήγαν για διακοπές στο Όσιαν Σίτυ, οι έξω έβλεπαν ένα ζευγάρι χαρούμενο και ερωτευμένο, δυο νέους ανθρώπους όμορφους, έξυπνους, αθλητικούς που απολάμβαναν το ποτό, τις διακοπές και τη διασκέδαση. Αυτή ήταν η εξωτερική όψη που τράβηξε τον Τζόσουα Φορντ και τη Τζίνι Κράτσλι στον δολοφονικό ιστό του ζευγαριού. Γοητεύτηκαν από ό,τι φαινόταν εξωτερικά, ενώ εσωτερικά κρυβόταν κάτι πολύ πιο σκοτεινό.

Ο Τζόσουα και η Τζίνι, που είχαν επίσης έρθει στο Όσιαν Σίτυ να περάσουν την αργία, γνώρισαν τους Σίφριτ στο λεωφορείο με κατεύθυνση το κλαμπ "Seacrets". Ο Φορντ είχε προσφερθεί να πληρώσει τα εισιτήρια των Σίφριτ και τα δύο ζευγάρια διασκέδασαν μαζί στο κλαμπ πίνοντας όλη τη νύχτα. Μετά επέστρεψαν στο όμορφο διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει οι Σίφριτ στο Όσιαν Σίτυ για να συνεχίσουν τη διασκέδαση. Ο Τζόσουα, όπως ο Μπεν, είχε υπάρξει κι εκείνος στρατιωτικός. Είχε υπηρετήσει στην Κορέα, είχε μαύρη ζώνη στο καράτε, αλλά ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να παραστήσει τον σκληρό, όπως έκανε στη συνέχεια ο Μπεν. 

Η δυναμική της βραδιάς άλλαξε όταν η Έρικα κατηγόρησε το ζευγάρι ότι έκλεψε το πορτοφόλι της. Η ένταση ανέβαινε όλο και περισσότερο μέχρι που ο Μπεν τράβηξε όπλο, ζήτησε από τον Τζόσουα και τη Τζίνι να γδυθούν και τους κλείδωσε στο μπάνιο. Λένε ότι η Έρικα είχε βγει στο μπαλκόνι που είχε ορατότητα στο μπάνιο και καθοδηγούσε τον Μπεν, καθώς εκείνος άδειασε το όπλο στην πόρτα και στη συνέχεια έσπασε την πόρτα από τους μεντεσέδες.  Ο Τζόσουα είχε προσπαθήσει να ηρεμήσει τα πράγματα χωρίς βία - ήταν χαρακτηριστικό του ευγενικού χαρακτήρα του. Ο Τζόσουα είχε απολυθεί τιμητικά από τον Στρατό, σε αντίθεση με την ατιμωτική απόταξη του Μπεν από το Ναυτικό. Ο Μπεν τους ρώτησε, καθώς στέκονταν γυμνοί μπροστά του: "Θέλετε να πεθάνετε;" Όπως εξηγούσε αργότερα η Έρικα στους εισαγγελείς, ήξερε από τη στιγμή που ο Μπεν άρχισε να διατάζει, ότι το ζευγάρι ήταν καταδικασμένο να πεθάνει. Αλλά δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό.

Η Τζίνι είχε πιάσει την Έρικα και την παρακαλούσε να τους λυπηθούν και να μην τους σκοτώσουν, κλαίγοντας και λέγοντας ότι δεν έκλεψαν τίποτα. Αλλά ο Μπεν πυροβόλησε τον Τζόσουα τέσσερις φορές. Μετά η Τζίνι πυροβολήθηκε ή μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου (όταν βρέθηκαν οι σοροί, ο ιατροδικαστής δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια). Ωστόσο υπήρχε κάτι παραπάνω. Αυτό που έκανε το ζευγάρι στα σώματα μετά θάνατον ήταν μια αποτρόπαια προσβολή, που περιελάμβανε διαμελισμό με πριόνι και νεκροφιλία, μια πραγματική σεξουαλική καταστροφή. Οι σακούλες με τις διαμελισμένες σορούς πετάχτηκαν σε σκουπιδότοπο γειτονικής πολιτείας. 

Στις 31 Μαΐου 2002, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Τζόσουα και της Τζίνι και την αναζήτησή τους από συγγενείς και φίλους, πήγαν και διέρρηξαν ένα εστιατόριο «Hooters». Το ζευγάρι συνήθιζε να κλέβει μικροπράγματα από τα εστιατόρια «Hooters», που φημίζονται για τις σέξι σερβιτόρες. Σήμανε όμως σιωπηρός συναγερμός στην αστυνομία και πιάστηκαν επ’ αυτοφόρω. Η Έρικα έπαθε κρίση πανικού και ζήτησε τα χάπια της. Ο αστυνομικός που έψαξε στην τσάντα της έμεινε έκπληκτος όταν βρήκε μέσα τα διπλώματα οδήγησης του Τζόσουα και της Τζίνι. Διαπίστωσε ότι το ζευγάρι συνδεόταν με τις πρόσφατες εξαφανίσεις των δυο αγνοουμένων. Η Έρικα ομολόγησε αμέσως τους φόνους και έριξε όλη την ευθύνη στον Μπεν χωρίς δισταγμό. Ο Μπεν είχε μείνει σιωπηλός και αποκάλυψε στην αστυνομία μόνο ό,τι έκρινε απαραίτητο. 

Στη δίκη τους προσπάθησαν να κατηγορήσουν ο ένας τον άλλον για τους φόνους. Ο Μπεν υποστήριξε ότι κοιμόταν στο αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια των δολοφονιών και σοκαρίστηκε όταν είδε τα πτώματα, ενώ παραδέχτηκε ότι ο διαμελισμός τους ήταν δική του ιδέα. Ωστόσο, υπήρξε ένας βασικός μάρτυρας σε αυτή την υπόθεση. Άλλο ένα ζευγάρι είχε παρόμοια εμπειρία στο Όσιαν Σίτυ με τους Σίφριτ, λίγες μέρες μετά τον φόνο του Τζόσουα και της Τζίνι. Περιέγραψαν τον εφιάλτη που έζησαν με τους Σίφριτ στο ίδιο διαμέρισμα, δύο μέρες μετά. Το ζευγάρι προσκλήθηκε για ένα νυχτερινό ποτό, μετά το κλαμπ «Seacrets», κι ενώ όλα έμοιαζαν φυσιολογικά, όταν πήγε στο μπάνιο η κοπέλα παρατήρησε ότι η πόρτα είχε αφαιρεθεί από τους μεντεσέδες και είχε μικρές τρύπες, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν τρύπες από σφαίρες. Αυτά και η εχθρική συμπεριφορά του Μπεν την τρόμαξαν. Όταν ο Μπεν και η Έρικα πήγαν στην κρεβατοκάμαρα για να κάνουν σεξ, η κοπέλα  εγκατέλειψε το «πάρτι» και πήγε στο σπίτι της. Λίγο αργότερα τηλεφώνησε ο φίλος της ζητώντας της να πάει να τον πάρει. Η μαρτυρία της κοπέλας ήταν καθοριστική για την καταδίκη του ζευγαριού.

Ο Μπεν ήταν τυχερός και καταδικάστηκε μόνο για φόνο δεύτερου βαθμού (της Τζίνι) σε 38 χρόνια φυλάκισης με δυνατότητα αναστολής το 2021. Η Έρικα καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή και επιπλέον 20 χρόνια για φόνο σε πρώτο βαθμό για τον Φορντ και σε δεύτερο βαθμό για την Κράτσλι. Ενδείξεις εναντίον της Έρικα περιελάμβαναν το γεγονός ότι το όπλο της δολοφονίας όχι μόνο ανήκε σε εκείνη αλλά βρέθηκε στην τσάντα της. Πολλοί έχουν προσπαθήσει να υποστηρίξουν την Έρικα και να την χαρακτηρίσουν θύμα κακοποίησης από τον άντρα της, λέγοντας ότι έπασχε από το σύνδρομο της Στοκχόλμης. Ενώ μπορεί να υπάρχει αλήθεια σε αυτό, υπάρχει επίσης το γεγονός ότι η Έρικα όχι μόνο δοκίμασε ξανά την ίδια πράξη σε άλλο ζευγάρι, αλλά είχε άφθονες ευκαιρίες να σταματήσει τους πρώτους φόνους και δεν το έκανε. 

Ο Μπεν και η Έρικα ήταν ένα ζευγάρι που όπως οι ήρωες της ταινίας «Γεννημένοι Δολοφόνοι» («Natural Born Killers») αποφάσισαν να σκοτώσουν για το κέφι τους, για να γευτούν τη συγκίνηση, την έξαψη, την αδρεναλίνη.

Η ιστορία των Σίφριτ έχει παρουσιαστεί σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές («American Justice», «Deadly Women», «Crime Files», «Deadly Sins», «Snapped», «True Crime Daily») και είναι το θέμα του βιβλίου «Cruel Death», του συγγραφέα αληθινών εγκλημάτων Ουίλιαμ Φελπς.