Κοσμος

Τι είναι τελικά η Αμμόχωστος;

Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της άλλοτε χρυσής πόλης

Χρύστα Ντζάνη
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή την επίσκεψη Ερντογάν στην κλειστή πόλη, τρεις Αμμοχωστιανοί περιγράφουν στην ATHENS VOICE την πόλη που έζησαν κι αυτήν που άνοιξε.

Στο Facebook γκρουπ «Αμμόχωστος η πόλη μας», που αριθμεί περισσότερα από 20.000 μέλη, τους τελευταίους μήνες οι φωτογραφίες που ήταν παγωμένες στον χρόνο έχουν αντικατασταθεί από αντιπαραβολές: της πόλης που ζούσε έντονα ως το καλοκαίρι του ’74 και της πόλης όπως είναι σήμερα, αφότου ο τουρκικός στρατός αποφάσισε το περασμένο φθινόπωρο να την ανοίξει κομμάτι-κομμάτι μετά από σχεδόν μισό αιώνα απομόνωσης μέσα σε συρματοπλέγματα που κρατούσαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης κλειστό. Η φύση που κυριάρχησε στους δρόμους και τα κτίσματα’ τα πατρικά σπίτια που ρημάζουν, οι κινηματογράφοι, τα ξενοδοχεία που σκιάζουν την λεπτή, ξανθή άμμο της πόλης όπου κάποτε έσμιξαν και πρωτοτραγούδησαν οι ABBA, το καφέ Edelweis που ‘δίναν ραντεβού οι παρέες και το Perroquet Night Club, το εμβληματικό εστιατόριο Φάληρο στην παραλία της Γλώσσας που από τον περασμένο Μάιο δεν στέκει πια στη θέση του, τα γραφεία της Ανόρθωσης στη Λεωφόρο Ευαγόρου, το Ελληνικό Γυμνάσιο και το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου στην αίθουσα εκδηλώσεων του οποίου βρίσκονται ακόμα χιλιάδες κομμάτια ρούχα που μάζεψαν οι γυναίκες της Αμμοχώστου για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες της πρώτης εισβολής, αγνοώντας τη μοίρα που θα έφερνε και τη δική τους οικογένεια στην προσφυγιά λίγες μέρες μετά, ο Δημοτικός Κήπος, το Blue Bungalow – το σπίτι του ζωγράφου Πωλ Γεωργίου πάνω στην παραλία όπου διακρίνονται ακόμα οι τοιχογραφίες του σε ό,τι έχει απομείνει στο κτήριο κι αναρίθμητα ακόμη εμβληματικά σημεία μιας πόλης που ως το 1974 είχε ταυτιστεί με την εξωστρέφεια, την πρωτοπορία, τις τέχνες, τον τουρισμό και το εμπόριο.


Οι ΑΒΒΑ πρωτοτραγούδησαν ως γκρουπ στην Αμμόχωστο, στη διάρκεια διακοπών τους το 1970. Εδώ σε φωτογραφία διαφημιστικού φυλλαδίου του ταξιδιωτικού πρακτορείου Fritidsresor. Έως το καλοκαίρι του 1974, η Αμμόχωστος ήταν ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά θέρετρα της Μεσογείου, ενώ κατείχε το 80% των τουριστικών κλινών όλης της Κύπρου.


Οι κάτοικοι της Αμμοχώστου έφυγαν από την πόλη τους (το Βαρώσι, την περιοχή όπου ζούσαν οι Ελληνοκύπριοι στο σύγχρονο κομμάτι της Αμμοχώστου) κυνηγημένοι με την έναρξη της δεύτερης τουρκικής εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, καθώς η πόλη βομβαρδιζόταν και η Εθνική Φρουρά υποχωρούσε. Όμως, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές της κατεχόμενης Κύπρου, το Βαρώσι δεν εποικίστηκε ποτέ, μιας και η κατάληψή του δεν ήταν ποτέ στα σχέδια του τουρκικού στρατού. Έμεινε ακατοίκητο, σαν λάφυρο σε ανταλλαγή σε μια ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού που μέχρι σήμερα, 47 χρόνια μετά, δεν έχει ακόμα έρθει. Ώσπου το περασμένο φθινόπωρο, μπήκαν στην πόλη οι μπουλντόζες, καθάρισαν τα αγριόχορτα που είχαν θεριέψει και τα μπάζα από τα κτήρια που έπεφταν. Τα φανάρια στους δρόμους που άνοιγαν ο ένας μετά τον άλλο από την παραλία προς τα μέσα ξαναστήθηκαν, στην ακτή τοποθετήθηκαν κιόσκια κι όλοι περιμένουν τι θα ανακοινώσει ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν στην «πανηγυρική» επίσκεψή του στην πόλη στις 20 Ιουλίου για την επέτειο της τουρκικής εισβολής.

Η πόλη της ξεγνοιασιάς και της δουλειάς
Τι ήταν όμως η Αμμόχωστος ή το Βαρώσι, για το οποίο μιλούν όλοι το τελευταίο μήνα; «Να σε διορθώσω’ να γράψεις "είναι", όχι ήταν. Το σπίτι μας είναι ακόμα εκεί. Πολύ κοντά στη λεωφόρο Δημοκρατίας, μεταξύ Κάτω Βαρωσιού και κέντρου, ακριβώς έξω από τα ττέλια (σ.σ.: συρματοπλέγματα)», μου είπε ο μουσικός Λουκάς Ζυμαράς, όταν τον ρώτησα για την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

«Πήγαμε το 2003, μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα, με τον πατέρα μου και το είδαμε. Δεν βρήκαμε τίποτα. Κατοικούν Τουρκοκύπριοι, πολύ φιλόξενοι άνθρωποι. Είπαν στον πατέρα μου "Μήτσο, όταν γίνει λύση, το σπίτι εν δικό σου’». Το 1974, ο κ. Ζυμαράς ήταν 14 χρονών. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί στην πόλη έφυγαν άρον άρον με την δεκαμελή οικογένειά του, ελπίζοντας πως σύντομα θα επιστρέψουν. Δεν πήραν τίποτα, ούτε χρυσαφικά ούτε φωτογραφίες’ μονάχα δυο βιολιά γιατί τα είχαν στο αυτοκίνητο και διάβαζαν με τον αδερφό του όπου πήγαιναν καθώς θα έδιναν εξετάσεις. Κατέφυγαν σε ένα γειτονικό χωριό, από κει στη Θεσσαλονίκη μόνος του για την πρώτη λυκείου, ώσπου ξαναγύρισε στην Κύπρο, τέλειωσε το σχολείο και τη θητεία του και ξανάφυγε για σπουδές.

«Η Αμμόχωστος ως το ’74 ήταν μια πολύ όμορφη πόλη. Ήταν η πόλη της διασκέδασης για τους πιο μεγάλους. Για μας τα παιδιά, η πόλη της ξεγνοιασιάς και της δουλειάς. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια και εργαζόμασταν – εγώ messenger, μετέφερα έγγραφα από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Είχε αρκετά πολιτιστικά δρώμενα. Το Λύκειο Ελληνίδων που ήταν μικτό, ήταν φυτώριο μουσικών. Ένα όμορφο κτήριο με μεγάλη αίθουσα για εκδηλώσεις. Έκανα θεωρητικά εκεί, βιολί αλλού, είχα παίξει όμως εκεί αρκετές φορές σε συναυλίες, κονσέρτα. Είχαμε την Ορχήστρα Εγχόρδων Αμμοχώστου, όπου έπαιζα δεύτερο βιολί. Είχαμε κάνει συναυλίες στα αρχαία θέατρα, στη Σαλαμίνα, το Κούριο. Κι οι χορωδίες, η τετράφωνη χορωδία της Ανόρθωσης, που ήταν η μοναδική στην Κύπρο με αυτήν του Άρη Λεμεσού. Υπήρχαν αρκετοί δάσκαλοι μουσικής, ιδιώτες που δίδασκαν όργανα, πιάνο κιθάρα κτλ. Έτσι αναπτύχθηκε μια πολύ καλή πολιτιστική κίνηση στην Αμμόχωστο. Στη Σαλαμίνα έρχονταν παραστάσεις και από την Ελλάδα. Τα καλοκαίρια θυμούμαι δουλειά, θάλασσα, ψάρεμα στο Κωνστάντια. Τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο, θυμούμαι πως γινόταν μεγάλη γιορτή του Κατακλυσμού (σ.σ.: του Αγίου Πνεύματος), είχε διαγωνισμούς ασμάτων, κωπηλασίας, κολύμβησης’ υπήρχε μια φυσική πισίνα στην παραλία, απέξω αμμουδιά και πιο μέσα βράχια γραμμή μονοκόμματα που σχημάτιζαν μια πισίνα και είχαν βάλει σχοινιά με φελλούς όπως στην πισίνα και είχε διαγωνισμούς. Θυμάμαι διαγωνισμούς speed boat, και δυο αυτοκίνητα αμφίβια που δεν υπήρχαν άλλα στην Κύπρο, που ξεκινούσαν από τη γειτονιά μου κι έφταναν ως τη θάλασσα κι έμπαιναν μέσα. Και τα ξενοδοχεία, που μετρούσαμε τους ορόφους, 11-12, ένα δυο είχαν και παραπάνω».

Η πόλη-όραμα
«Η Αμμόχωστος έως τον Μαύρο Αύγουστο του 1974, ήταν η πόλη όραμα», μας λέει ο Παύλος Ιακώβου, γέννημα-θρέμμα της Αμμοχώστου, οι γονείς του οποίου είχαν το ξενοδοχείο Florida, ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της πόλης, που φιλοξενούσε συχνά διάσημους Έλληνες ηθοποιούς.

Ο Παύλος Ιακώβου στο μπαλκόνι του σπιτιού του στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου.

«Το 1969 ξεκίνησε η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη της πόλης και το ένα ξενοδοχείο μετά το άλλο ξεφυτρώνουν και κάνουν την πόλη μας τον πρώτο τουριστικό προορισμό του νησιού. Είχαμε μια φυσιολογική ποιοτική καθημερινότητα στην Αμμόχωστο, όπου οι προοδευτικοί της κάτοικοι ήξεραν να εργάζονται σκληρά και συνάμα να ζούνε και να απολαμβάνουν τις ομορφιές της πόλης».


Το βίντεο του ΚΥΠΕ που δείχνει τον Παύλο Ιακώβου τη στιγμή που μπαίνει μετά από 46 χρόνια στο σπίτι του, στο ξενοδοχείο Florida.


Το σπίτι του βρίσκεται στην ενορία Αγίας Τριάδος, στην περίκλειστη πόλη, πάνω στην παραλία της Γλώσσας. Το 1974 ήταν 19 χρονών, έφυγαν παίρνοντας μαζί μόνο «την ψυχή μας και ένα τσουβάλι αναμνήσεις». Για μισό σχεδόν αιώνα, μέχρι να ξεκινήσει το σταδιακό άνοιγμα της πόλης, έβλεπαν μόνο το κομμάτι της πόλης που ήταν ανοιχτό και μέρος από την παραλία. «Αλλά πάντοτε η φαντασία ταξίδευε στην πριν τον Αύγουστο του ‘74 περίοδο και τα βράδια περπατούσαμε μέσω διηγήσεων στους δρόμους της πόλης. Η Αμμόχωστος, δεν είναι συμβολισμός, είναι η ζωή μας. Δεν είναι μονάχα ένας πόθος επιστροφής, είναι τα εφηβικά μας χρόνια, η γειτονιά μας, οι τάφοι των πατέρων και των παππούδων μας, η χαμένη μας αξιοπρέπεια. Μ’ αυτήν κοιμούνται τα βράδια οι Αμμοχωστιανοί και με αυτό το όνειρο αντέχουν την επόμενη μέρα».

Η πόλη και η θάλασσα
«Η πόλη απηχούσε ευδαιμονία, είχε την τύχη να έχει διορατικούς και πρωτοπόρους δημάρχους, ανταγωνιζόταν σε κοσμοπολιτισμό την απέναντι Βηρυτό», λέει στην Athens Voice η αρχαιολόγος και ιστορικός Άννα Μαραγκού, κόρη γνωστής οικογένειας της πόλης που πέρασε τα καλοκαίρια της στην Αμμόχωστο και ερευνά την ιστορία της εδώ και τέσσερις δεκαετίες.

Η οικογένεια Μαραγκού μπροστά στη Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου. Διακρίνονται, πρώτος από αριστερά ο πατέρας της Άννας Μαραγκού, Γιώργος, και το παιδί, η αδερφή της Νίκη.

«Οι τέχνες; Τα καλοκαίρια; Ελληνικά Γυμνάσια με ζηλευτούς καθηγητές, τόσο Κύπριους όσο και Ελλαδίτες. Το Λύκειο Ελληνίδων φάρος πολιτισμού σε δύσκολους χρόνους, θέατρο, μουσική, καλές τέχνες. Ήταν η πιο ζωντανή, πιο κοσμοπολίτικη, πιο πάλλουσα πόλη της Κύπρου. Η βάση της κυπριακής οικονομίας, το κέντρο της πνευματικότητας, η απαρχή του κυπριακού τουρισμού. Ένας μοναδικός μαικήνας του πολιτισμού, ο Ευάγγελος Λουίζος, στενός φίλος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καββαδία, ίσως ο σπουδαιότερος κύπριος εικαστικός, ο Γεώργιος Πολυβίου Γεωργίου. Αίσθηση πατρίδας με τις ανασκαφές της Σαλαμίνας και της βασιλικής νεκρόπολης. Μια πόλη με αστικά χαρακτηριστικά, με οικοδομές που παραπέμπουν σε ευρωπαϊκά κινήματα. Ένας παράλιος χώρος που όμοιός του δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Κύπρο. Οι Βαρωσιώτες ζούσαν στη θάλασσα, την γεύονταν καθημερινά, ήταν μέρος της ζωής τους. Το παραλιακό μέτωπο -αυτό που ορέγεται σήμερα η Τουρκία- ήταν τα σπίτια και τα διαμερίσματα των Αμμοχωστιανών και ανάμεσά τους τα ξενοδοχεία», αφηγείται.

Η Άννα Μαραγκού στην παραλία της Αμμοχώστου. (ΦΩΤΟ: ΚΥΠΕ/ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ).

Το σπίτι τους είναι στο παραλιακό μέτωπο, δίπλα από το κέντρο Αλάσια και δυο βήματα από την κλινική του γιατρού Χατζηκακού, «της οποίας τα δωμάτια των αρρώστων είχαν βεράντα στη θάλασσα!» μας λέει. Έφυγαν μεσημέρι χωρίς να πάρουν κάτι μαζί τους για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς, περιμένοντας ότι το βράδυ θα γύριζαν πίσω. «Αναπολώ μαζί με τα νιάτα μου τη θάλασσά της, την ανεμελιά, την αίσθηση ενός χώρου οικείου, μια οικογένεια ήμασταν όλοι».

Το σήμερα – «ένας τελευταίος ασπασμός»
Στο Βαρώσι υπήρχε και η περίφημη Κυπρολογική βιβλιοθήκη του θείου της Άννας Μαραγκού, Δημητρίου Ν. Μαραγκού, η πιο σημαντική ιδιωτική κυπρολογική βιβλιοθήκη του νησιού. «Τη στέγασε σε ένα πανέμορφο σπίτι με πάμπολλα έργα τέχνης στην παραλία της Αμμοχώστου. Σήμερα οι Τούρκοι το αποκαλούν το σπίτι της Σοφίας Λόρεν. Ευτυχώς κατά τη διάρκεια του Α’ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου ο καθηγητής Κώστας Κύρρης δημοσιεύσε τον κατάλογο των πολυτίμων και σπανίων βιβλίων και χειρόγραφων της βιβλιοθήκης. Μετά τον πόλεμο βεβηλώθηκε το σπίτι και κλάπηκαν όλα τα βιβλία. Μερικά αγοράστηκαν από την οικογένεια από ευρωπαϊκούς οίκους δημοπρασιών καθώς έφεραν το μονόγραμμα ΔΝΜ, και άλλα αγοράστηκαν από Τούρκους μεταπωλητές».

Ο Δημήτριος Μαραγκός στην περίφημη βιβλιοθήκη του στην Αμμόχωστο, η οποία μετά τον πόλεμο βεβηλώθηκε.

Η Άννα Μαραγκού βρέθηκε από τους πρώτους στο Βαρώσι μόλις επιτράπηκε η επίσκεψη στην περίκλειστη πόλη, μετά από 46 χρόνια, το περασμένο φθινόπωρο – για λίγες μόνο ώρες και με τη συνοδεία αστυνομικών του ψευδοκράτους. «Το εκπληκτικό τότε τον Οκτώβριο ήταν η βλάστηση, έκρυβε τα σπίτια, σκαρφάλωνε στους ορόφους των πολυκατοικιών! Έφυγαν οι άνθρωποι και αντικαταστάθηκαν από τη φύση… ήταν φοβερό το θέαμα. Η φθορά είναι περισσότερη στο πρώτο κομμάτι του παραλιακού μετώπου όπου βρίσκεται και το σπίτι μου, ο δικός μου δρόμος δεν ήταν ανοικτός οπότε είδα το σπίτι μου από τη θάλασσα. Στην αναμονή της άφιξης του Σουλτάνου, την καθαρίζουν, βάζουν φώτα, περιποιήθηκαν τους δρόμους, έβαλαν δηλαδή νέα άσφαλτο, έκαναν ποδηλατόδρομους, φύτεψαν τους κυκλικούς κόμβους με φοίνικες και άνθη, διόρθωσαν τον δημοτικό κήπο και το σιντριβάνι μας, γιατί εκεί φαίνεται θα πιεί το τσάι του ο Σουλτάνος. Αστυνομία με πατίνια και drones παντού, παρακολουθούν τα πάντα, ελέγχουν και μετρούν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Ένα σχοινί πάνω σε μικρά πασαλάκια κρατά τον κόσμο από το να εισέλθει σε σπίτια και μαγαζιά. Ένας φίλος τα κατάφερε και μπήκε με το παιδί του στο σπίτι του και μάζεψε από χάμω ένα βιβλίο. Τον έπιασαν! Μπορείς να περπατήσεις τα οκτώ χιλιόμετρα ανοικτών δρόμων ή να νοικιάσεις ποδήλατο… Κίνηση υπάρχει μόνο από τον στρατό. Σε δυο πολυκατοικίες υπάρχουν φυλάκια των Ηνωμένων Εθνών που παρακολουθούν από ψηλά μια θεατρική παράσταση. Η πόλη είναι ανοικτή από τις 8 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ… ως αξιοθέατο! Για όλους, για έποικους που πάνε τα παιδάκια τους βόλτα, για σαλταρισμένους τουρίστες που θρέφουν την περιέργειά τους θέλουν να δουν το εκπληκτικό μιας πόλης που αντιστέκεται 47 χρόνια. Οι Βαρωσιώτες την επισκέπτονται για έναν τελευταίο ασπασμό. Οι Τουρκοκύπριοι φίλοι μας δεν πηγαίνουν, αρνούνται, καταλαβαίνουν ότι το άνοιγμα αυτό είναι πρόστυχο, είναι μια τρίτη εισβολή, ένας εξευτελισμός ανθρωπίνων ζωών. Η οδός Δημοκρατίας - γιατί αυτήν μόνο μαζί με την παραλιακή οδό Κέννεντυ άνοιξαν - ήταν το εμπορικό κέντρο της πόλης, ο κήπος του Γυμνασίου, το κέντρο Boccacio, τα σπίτια της οικογένειας, ο Άγιος Νικόλαος όλα ήταν εκεί, σήμερα βουβά στο χρόνο. Με ονόματα δρόμων ελληνικά, με ξεθωριασμένες ταμπέλλες καταστημάτων ελληνικά, η πόλη μας στέκεται ενάντια στο χρόνο και στους ανάξιους πολιτικούς που δεν κατάφεραν να τη δουν στα μάτια και να την προστατέψουν. Η Αμμόχωστος ήταν και είναι το κλειδί και η καρδιά της Κύπρου».

Η νεκρανάσταση της Αμμοχώστου, υπό ένα καθεστώς όμως που δεν είχαν φανταστεί και δεν εμπνέει ελπίδα, κάνει τους Βαρωσιώτες απαισιόδοξους για το μέλλον. Η πόλη που σε κάθε σχέδιο λύσης θα επιστρεφόταν στους νόμιμους κατοίκους της υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, περιμένει τώρα την επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αναμένεται να ανακοινώσει το περαιτέρω άνοιγμα της περίκλειστης πόλης και την ένταξη της έως σήμερα στρατιωτικής περιοχής στις διοικητικές δομές του μη αναγνωρισμένου κράτους της βόρειας Κύπρου. «Δεν περιμένω ότι θα γίνει κάτι πια. Ένα κράτος της ΕΕ στέκει προσοχή σε αναμονή των εντολών του Οθωμανού Σουλτάνου. Η Αμμόχωστος ξεχάστηκε από όλες τις κυβερνήσεις, τα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα και η αντίσταση πάρα πολύ μικρή. Αν χαθεί η Αμμόχωστος τελείωσε το Κυπριακό. Δεν το λέω εγώ, το είπε με άλλες λέξεις ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας», τονίζει η Άννα Μαραγκού, η οποία στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του Μαΐου ήταν υποψήφια με το νεοσύστατο κόμμα «Αμμόχωστος για την Κύπρο», που ως κυρίαρχη θέση είχε την επίλυση του Κυπριακού στη βάση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, όπως προνοούν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

«Εάν χαθεί το Βαρώσι χάνεται η Κύπρος»
«Από την Αμμόχωστο αναπολώ τις ρίζες μου. Τους φίλους μου που σκορπίσαμε, "φτερά στον άνεμο" μας λέω’ άλλοι στο εξωτερικό, άλλοι, Λεμεσό, Πάφο, Λάρνακα», λέει ο Λουκάς Ζυμαράς, που δεν έχει επισκεφθεί την περίκλειστη πόλη μετά το άνοιγμά της. «Θέλω να θυμούμαι το Βαρώσι όπως ήταν. Το Γυμνάσιο που πήγαινα ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα, τη γυμναστική μας από Μάη και μετά την κάναμε στη θάλασσά μας - έτσι θέλω να το θυμούμαι. Δεν θέλω να πάω και να νιώθω ότι δεν μου ανήκει. Τις βόλτες μας στη Δημοκρατίας, πηγαίναμε σε μια καφετέρια οι συμμαθητές να πιούμε το milkshake μας, να φάμε ένα χάμπουργκερ που ήταν για μας τα φτωχόπαιδα πολυτέλεια. Είχαμε κάποιες ελπίδες ότι ίσως επέτρεπαν οι Τούρκοι να πάνε οι νόμιμοι κάτοικοι, τουλάχιστον στην περίκλειστη περιοχή. Τώρα εξανεμίζονται οι περισσότερες ελπίδες. Δεν θα γίνει τίποτα. Έγινε κάτι με τη Μικρά Ασία; Όσα πήραν οι Τούρκοι, δεν τα δίνουν πίσω. Αν και έχω μια ελπίδα ότι μπορεί να πιέσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Για μένα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία».

Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου.

Επιστρέφοντας τον Οκτώβριο του 2020 στο Βαρώσι, ο Παύλος Ιακώβου βρήκε τον δρόμο που οδηγούσε στο ξενοδοχείο τους φραγμένο από μια πλαστική απαγορευτική κορδέλα. Την παραμέρισε και προχώρησε. Βρήκε το δωμάτιό του στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου όπου ήταν το διαμέρισμα της οικογένειάς του, αλλά δεν βρήκε τίποτα μέσα – μόνο περιστέρια. «Η πόλη είναι ρημαγμένη, ωστόσο, πίσω από τα ερείπια κανείς μπορεί να διακρίνει την αρχοντιά της. Εάν χαθεί το Βαρώσι χάνεται η Κύπρος όλη. Δύσκολο να παραδεχτώ ότι φτάσαμε στο τέλος του δρόμου».