Κοσμος

Μπέντζι Νόβακ: Μια δολοφονία με κίνητρο το σεξ και το χρήμα

Η Νάρσι Νόβακ καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς δυνατότητα αναστολής και χωρίς κανένα δικαίωμα στην περιουσία του Μπέντζι

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Μπέντζι Νόβακ: Ο γάμος, τα βίτσια, η απιστία, η απληστία και η εκδίκηση

Το «Fountainbleu» είναι ένα επιβλητικό ξενοδοχείο αυτοκρατορικού μεγαλείου στην παραλία του Μαϊάμι. Τη δεκαετία του 1960 ο ιδιοκτήτης του Μπεν Νόβακ, γιος Ρώσων μεταναστών, και η καλλονή σύζυγός του, Μπερνίς, είχαν φιλοξενήσει σε αυτό πολλούς πλούσιους και διάσημους – ανάμεσά τους ο πρόεδρος Τζον Κένεντι, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Μπόμπ Χόουπ και αμέτρητοι ηθοποιοί και μεγιστάνες. Οι δεξιώσεις και οι χοροί εκεί συγκέντρωναν τα πιο λαμπερά πλήθη ανθρώπων, με τη Μπερνίς κομψή και πάντα εκθαμβωτική οικοδέσποινα να κατεβαίνει σαν αυτοκράτειρα την κεντρική τεράστια σκάλα της αίθουσα στο μπράτσο του άντρα της Μπεν που τη λάτρευε.

Αν και το ζευγάρι των Νόβακ ήταν πολύ αγαπητό και είχε μεγάλο κύκλο φίλων και γνωστών, ο γιος τους, Μπέντζι, ήταν από μικρός εσωστρεφής και μονήρης. Όταν τα άλλα παιδάκια συναναστρέφονταν συνομήλικους στο παιχνίδι, ο Μπέντζι κυκλοφορούσε πάντα με τη συνοδεία του σοφέρ ή κάποιου υπαλλήλου του πατέρα του. Είχε επίγνωση του πλούτου και της δύναμης των γονιών του, πράγμα που τον έκανε αλαζόνα, υπεροπτικό, απαιτητικό και αντιπαθητικό σε μικρούς και μεγάλους. Περνούσε πολλές ώρες μόνος του στις πολυτελείς σουίτες του «Fountainbleau» αφιερώνοντας χρόνο στις συλλογές του. Το πάθος του για τον Μπάντμαν οδήγησε στη μεγαλύτερη συλλογή από memorabilia του δημοφιλούς ήρωα. Ως ενήλικας, απέκτησε και το πανάκριβο Budmobil, μια ρέπλικα του κάμπριο αυτοκινήτου του Μπάντμαν.

Το 1977 ο πατέρας του Μπέντζι κήρυξε πτώχευση και το ξενοδοχείο «Fountainbleau» έπαψε να ανήκει στην οικογένεια Νόβακ (το 1978 πουλήθηκε 27 εκατομμύρια και αργότερα, το 2005, πουλήθηκε ξανά στην τιμή των 167 εκατομμυρίων). Ακούγοντας ιστορίες για το επιχειρηματικό δαιμόνιο του πατέρα του, ο οποίος είχε χτίσει μια περιουσία από το μηδέν, την είχε χάσει και την είχε ξαναφτιάξει πολλές φορές, ο Μπέντζι στα 22 χρόνια του έγινε και ο ίδιος πετυχημένος επιχειρηματίας, αναλαμβάνοντας τη διοργάνωση συνεδρίων – μια δουλειά που του απέφερε εκατομμύρια.

Με τα χρόνια ο Μπέντζι, πέρα από τις συλλογές του, είχε αποκτήσει κι άλλα πάθη και βίτσια: τις στριπτιζέζ και τον σαδομαζοχισμό. Λάτρευε τα κλαμπ με γυμνές γυναίκες και του άρεσε να τον δένουν στο σεξ. Σε ένα από αυτά τα κλαμπ εργαζόταν ως στριπτιζέζ, η Νάρσι, μια μετανάστρια από το Εκουαδόρ, χωρισμένη και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού. Η Νάρσι, που είχε γνωρίσει τη σκληρή επιβίωση από μικρή, ήξερε να ικανοποιεί τα βίτσια του καλομαθημένου εκατομμυριούχου και να κάνει την παρουσία της απαραίτητη στη ζωή του. Ο Μπέντζι αποφάσισε να μοιραστεί τη ζωή του μαζί της και την παντρεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έκανε νύφη της αυτή την άξεστη γυναίκα – ο πατέρας Μπεν Νόβακ είχε ήδη πεθάνει, το 1985 από συγκοπή.

Η Νάρσι, εκτός από σύζυγος του Μπέντζι, έγινε και συνεργάτης του και τον βοηθούσε στη διοργάνωση συνεδρίων. Άρχισε να ζει το αμερικάνικο όνειρο. Αγόραζε ακριβά ρούχα, κοσμήματα, γούνες, και οδηγούσε ακριβά αυτοκίνητα. Ο Μπέντζι δεν έπαψε ποτέ να έχει φιλενάδες, πράγμα που η Νάρσι μονίμως υποψιαζόταν και αντιδρούσε με διάφορους τρόπους. Μια φορά τον απείλησε ότι θα κάψει το σπίτι, μια άλλη φορά τον λήστεψε: Ο Μπέντζι έμεινε 24 ώρες δεμένος, ενώ ληστές αφαίρεσαν μεγάλα ποσά σε μετρητά που φύλαγε στο σπίτι. Ο Μπέντζι υποψιαζόταν ότι η Νάρσι είχε οργανώσει τη ληστεία, όπως εξομολογήθηκε σε έμπιστο φίλο του αστυνομικό. Δεν την κατήγγειλε, ωστόσο, και το ζευγάρι επανασυνδέθηκε για μια ακόμη φορά. Παρά την ταραχώδη πορεία του από την αρχή, ο γάμος τους κράτησε 20 χρόνια, ως τις 12 Ιουλίου 2009 που ο 53χρονος Μπέντζι δολοφονήθηκε.

Ήταν Κυριακή πρωί, σε ένα από τα ξενοδοχεία «Χίλτον» βόρεια της Νέας Υόρκης όπου ο Μπέντζι διοργάνωνε εκείνο το Σαββατοκύριακο συνέδριο με τη συμμετοχή χιλίων ατόμων. Στις επτά το πρωί, υπάλληλος της ρεσεψιόν κάλεσε στο δωμάτιό του Μπέντζι και της Νάρσι σχετικά με κάποιο οργανωτικό ζήτημα – στην τραπεζαρία δεν υπήρχαν αρκετές καρέκλες για τους συμμετέχοντες. Γύρω στις 7.10 π.μ. η Νάρσι κατέβηκε στην τραπεζαρία και τακτοποίησε το ζήτημα. Στις 7.50 π.μ. που ξαναγύρισε στο δωμάτιό της βρήκε τον Μπέντζι νεκρό σε μια λίμνη αίματος. Ήταν δεμένος με φαρδιά κολλητική ταινία στα πόδια, στα χέρια και στο πρόσωπο, πεσμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι (στη θέση ακριβώς που τον ερέθιζε ερωτικά), ενώ το αίμα του είχε μουσκέψει τα σκεπάσματα και το χαλί. Η πόρτα της σουίτας δεν είχε ίχνη παραβίασης.

Οι αστυνομικοί τα έχασαν με τη βιαιότητα που φανέρωνε η σκηνή του εγκλήματος. Ο Νόβακ είχε ξυλοκοπηθεί άγρια (σίγουρα όχι από ένα μόνο άτομο) με μεταλλικά βαράκια γυμναστικής και του είχαν βγάλει τα μάτια. Σύμφωνα με τη Νάρσι, η ίδια και ο Μπέντζι είχαν πάει για ύπνο γύρω στα μεσάνυχτα και ως τις 7.10 π.μ. που βγήκε εκείνη κανείς δεν είχε μπει στο δωμάτιο. Ίσως έκλεισε απρόσεκτα την πόρτα πίσω της και μετά είχε μπει ο δολοφόνος. Η κάρτα-κλειδί του δωματίου επιβεβαίωνε τα λεγόμενά της. Άρα μόνο εκείνη μπορούσε να έχει ανοίξει την πόρτα από όπου μπήκαν οι δολοφόνοι. Η αστυνομία την ανέκρινε επί πολλές ώρες, αλλά η κατάθεσή της παρέμενε ίδια: «Αγαπούσα τον άντρα μου, γιατί να του κάνω κακό;» Την απάντηση στο «γιατί» θα την ανακάλυπτε σύντομα η αστυνομία. Επειδή ο Μπέντζι είχε βρει ήδη την αντικαταστάτριά της.

Ο Μπέντζι είχε γνωρίσει μια πορνοστάρ, τη Ρεμπέκα Μπλιζ, και την είχε ερωτευτεί. Την είχε καλέσει ως πληρωμένη πόρνη, αλλά η σχέση τους διαρκούσε ήδη δύο χρόνια. Την είχε απομακρύνει από το κλαμπ όπου έκανε στριπτίζ και της είχε νοικιάσει ένα ακριβό διαμέρισμα για να τη βλέπει κάθε μέρα. Η Νάρσι την έβλεπε ως σοβαρή απειλή και δεν σκόπευε να αφήσει στα χέρια της τον Μπέντζι (τα εκατομμύριά του, δηλαδή). Της τηλεφώνησε και ουρλιάζοντας της είπε ότι δεν θα είχε ποτέ δικό της τον Μπέντζι.

Στο μεταξύ η αστυνομία συνέχιζε τις έρευνες και στο Μαϊάμι. Η Μέι, κόρη της Νάρσι από προηγούμενο γάμο, είχε περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής της παρατημένη από συγγενή σε συγγενή, ώσπου η μητέρα της παντρεύτηκε τον Μπέντζι και την πήρε να ζήσουν όλοι μαζί. Η Μέι ήταν τότε 10 ετών και αγάπησε τον Μπέντζι σαν πατέρα της. Όταν εκείνος δολοφονήθηκε, η Μέι ήταν πεπεισμένη ότι δολοφόνος ήταν η μητέρα της. Κίνητρο της Νάρσι η περιουσία του Μπέντζι, 5-10 εκατομμύρια δολάρια, που θα κληρονομούσε μόνο εκείνη αφού η πεθερά της, η Μπερνίζ Νόβακ, είχε πεθάνει.

Ο Μπέντζι ήταν πολύ δεμένος και με τη μητέρα του, τη Μπερνίζ, παρότι εκείνη δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με τη Νάρσι. Της τηλεφωνούσε κάθε μέρα, μέχρι πριν τρεις μήνες που είχε πεθάνει ξαφνικά στα 87 της χρόνια. Ο θάνατος είχε αποδοθεί σε ατύχημα από πτώση καθώς έβγαινε από το αμάξι της στο γκαράζ.

Δέκα μέρες μετά τη δολοφονία του Μπέντζι Νόβακ η αστυνομία έλαβε μια ανώνυμη επιστολή γραμμένη στα ισπανικά που έλεγε: «Δολοφόνοι του Μπέντζι Νόβακ είναι σίγουρα η γυναίκα του και ο αδερφός της». Η αστυνομία επισκέφτηκε τον αδερφό της Νάρσι στην Πενσυλβανία, όπου εργαζόταν ως οδηγός λεωφορείου. Παρότι αρνήθηκε κάθε ανάμιξη στον φόνο, στο διαμέρισμά του υπήρχαν αποδείξεις αποστολής μετρητών. Οι αστυνομικοί ερεύνησαν τους αποδέκτες και σύντομα οδηγήθηκαν σε δύο άτομα που είχαν πληρωθεί με μετρητά, δέκα μέρες μετά τη δολοφονία του Μπέντζι. Η κάμερα ασφαλείας του «Χίλτον» τούς είχε καταγράψει να διερευνούν τον χώρο του ξενοδοχείου λίγες μέρες πριν. Ανακρίθηκαν επανειλημμένα και τελικά ομολόγησαν ότι είχαν διαπράξει τον φόνο, με την παρουσία της Νάρσι στο δωμάτιο, η οποία καθοδηγούσε τις πράξεις τους (και τους είχε διατάξει να βγάλουν τα μάτια του Μπέντζι με πένσα).

Σχεδόν έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Μπέντζι Νόβακ, η χήρα του Νάρσι συνελήφθη  (μαζί με τον αδερφό της και τους δύο πληρωμένους δολοφόνους). Σύντομα θα βρισκόταν κατηγορούμενη και για δεύτερο φόνο, αυτόν της πεθεράς της Μπερνίζ Νόβακ. Η αστυνομική έρευνα επεκτάθηκε χάρη στην έρευνα μιας δημοσιογράφου στο Μαϊάμι που ζήτησε την ιατροδικαστική έκθεση από τον θάνατο της Μπερνίζ. Τα κρανιακά κατάγματα, τα τραύματα, τα σπασμένα δόντια, ήταν πολύ σοβαρά για να έχουν προέλθει μόνο από την πτώση της νεκρής. Οι φωτογραφίες που έδειχναν τα γυαλιά της σπασμένα στο αυτοκίνητο, το αίμα της που είχε πιτσιλιστεί στο αμάξι και στους τοίχους του σπιτιού –εκτός από τις σταγόνες που είχαν σχηματίσει κηλίδες στο πάτωμα– απέδειξαν ότι αυτό που αρχικά θεωρήθηκε ατύχημα, ήταν ανθρωποκτονία. Και μάλιστα οργανωμένη από τη Νάρσι: Τρεις μήνες πριν τη δολοφονία του Μπέντζι, ο ένας από τους δυο πληρωμένους δολοφόνους του είχε πληρωθεί από τη Νάρσι και τον αδερφό της να σκοτώσει τη μητέρα του, Μπερνίζ. Η έρευνα στις κλήσεις από το μυστικό κινητό τηλέφωνο της Νάρσι οδήγησαν την αστυνομία με ακρίβεια σε κάθε κίνηση των δολοφόνων.

Η Νάρσι αντιμέτωπη με τα αμέτρητα στοιχεία της αστυνομίας προσπάθησε αφελώς να φορτώσει την ενοχή στη κόρη της. Ο αδερφός της επίσης. Αλλά οι ισχυρισμοί τους ήταν εντελώς αβάσιμοι και φαιδροί και δεν απέτρεψαν την καταδίκη όλων των ενόχων. Η Νάρσι Νόβακ καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς δυνατότητα αναστολής και χωρίς κανένα δικαίωμα στην περιουσία του Μπέντζι. Την περιουσία του Νόβακ, καθώς και τις πολύτιμες συλλογές του, κληρονόμησε η Μέι (και οι δύο αδερφοί της από τον βιολογικό πατέρα της).

Οι δολοφονίες του Μπέντζι και της Μπερνίζ Νόβακ έχουν απασχολήσει πολλές δημοσιογραφικές εκπομπές («48 Hours», «Dateline») και έχουν εμπνεύσει το σενάριο πολλών τηλεταινιών («Snapped», «Deadly Rich», «My Dirty Little Secret» κ.ά.)

Η κινηματογραφική ταινία «Beautiful & Twisted» του 2015 με τον Ρομπ Λόου στον ρόλο του Μπέντζαμιν Νόβακ βασίστηκε επίσης στις δολοφονίες των Νόβακ.