Κοσμος

Γιατί στις ΗΠΑ υπάρχει κλίμα εμφυλίου πολέμου

ΗΠΑ και πολιτιστικοί πόλεμοι

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι ΗΠΑ σε εμφύλιο; Οι πολιτιστικοί πόλεμοι προηγούνται πάντοτε των πολέμων με όπλα και η Αμερική ήδη βρίσκεται σε «προπολεμικό» κλίμα.

Γύρω στο 1990-91, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να κλονίζονται από μια διαμάχη μεταξύ μιας όλο και πιο φιλελεύθερης κοσμικής κοινωνίας που πίεζε για αλλαγές -η προεδρία Κλίντον ήταν μια «αλλαγή»- και μιας συντηρητικής αντιπολίτευσης με ρίζες στις άγιες γραφές. Ο όρος που χρησιμοποίησε ο Τζέιμς Ντέβισον Χάντερ σ’ ένα βιβλίο που εκδόθηκε εκείνη την εποχή για περιγράψει όσα εκτυλίσσονταν στην Αμερική ήταν «πολιτιστικοί πόλεμοι»: από τη μια πλευρά παρατάσσονταν οι liberals που διεκδικούσαν το δικαίωμα στην άμβλωση, στον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων και στον μετασχηματισμό της οικογένειας, ενώ από την άλλη παρατάσσονταν όσοι επέμεναν στη θρησκευτική εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και στους κώδικες συμπεριφοράς. Δεν εφηύρε τον όρο ο Χάντερ, ένας κοινωνιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια: το βιβλίο του όμως τον έβαλε στον δημόσιο διάλογο και μέσα σε λίγα χρόνια χρησιμοποιήθηκε για να περιγράφει τα σημεία πολιτιστικής ανάφλεξης που είχαν πολιτικό αντίκτυπο. Ο Χάντερ ήλπιζε ότι, εφιστώντας την προσοχή των Αμερικανών στη δυναμική των πικρών διαφωνιών, θα τους βοηθούσε να συμφιλιωθούν ή τουλάχιστον να εκτονώσουν μερικές από τις εντάσεις.

Αλλά, αντί γι’ αυτό, τριάντα χρόνια αργότερα, παρατηρούμε, μαζί με τον Χάντερ, τον «πόλεμο» να επεκτείνεται από ζητήματα θρησκείας και πρόσληψης του θεσμού της οικογένειας στην πολιτική αυτή καθαυτή. H δημοκρατία είναι μια συμφωνία ότι, παρά τις διαφορές μας, δεν θα σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον· ότι θα συνομιλήσουμε γι’ αυτές τις διαφορές. Aλλά, μερικοί από μας βλέπουμε, όχι χωρίς ανησυχία, όλο και περισσότερο μια τάση για αιτιολόγηση της βίας. Το συμβάν της 6ης Ιανουαρίου, όταν ένα πλήθος εξτρεμιστών οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ εισέβαλε στο Καπιτώλιο σε μια απόπειρα ανατροπής των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2020 έδειξε αυτό που ήδη ξέρουμε: οι πολιτιστικοί πόλεμοι προηγούνται πάντοτε των πολέμων με όπλα. Όχι ότι οι Αμερικανοί έχουν τέτοια πρόθεση· όμως, έτσι όπως αποκλίνουν οι μεν από τους δε, μεγαλώνει τόσο το χάσμα και η εχθρότητα ώστε η βία αρχίζει να φαίνεται αναπόδραστη και δικαιολογημένη.

Τι άλλαξε; Στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα, ο πολιτιστικός πόλεμος ήταν μια ιδεολογική σύγκρουση που συνέβαινε κυρίως στους κόλπους της λευκής μεσαίας τάξης· σήμερα, η σύγκρουση έχει επεκταθεί και διατρέχει όλες τις κοινωνικές τάξεις: δεν αφορά μόνο τις αντιλήψεις για τη θρησκεία· δεν πρόκειται πια για σύγκρουση πουριτανών και φιλελευθέρων, ούτε για τον αγώνα με σκοπό την εκκοσμίκευση. Αν και στα δεξιά η θρησκεία είναι βαθιά ριζωμένη, οι πολιτιστικές και πολιτικές διαφορές δεν βασίζονται  στη δεξιά βιβλική θεολογία από τη μία πλευρά και στην αριστερή αντικληρικαλιστική παράδοση από την άλλη. Σήμερα, η δεξιά προβάλλει κυρίως τον φόβο της εξαφάνισης, της δημογραφικής αντικατάστασης, της κατάρρευσης όλων των αμερικανικών ιδανικών: κάνει λόγο για un-American ιδέες και στάσεις.

Το 1991, η πολιτική εξακολουθούσε να μοιάζει με όχημα με το οποίο οι Αμερικανοί μπορούσαν να επιλύουν διχαστικά πολιτιστικά ζητήματα. Τώρα, η πολιτική τροφοδοτείται από τον καβγά για το αν τρανσέξουαλ αθλητές θα ανήκουν στην ομάδα των γυναικών ή στην ομάδα των ανδρών· η cancel culture απειλεί, κατά τη γνώμη των συντηρητικών, όλα τα υλικά με τα οποία έχτισαν το αμερικανικό έθνος. Αν αρχίσουμε να λέμε ότι οι Ιδρυτές Πατέρες είχαν ρατσιστικές πεποιθήσεις, άρα πρέπει να τους ρίξουμε στην πυρά, μένουμε χωρίς Ιδρυτές Πατέρες: το «πρόβλημα» δεν μπορεί να επιλυθεί με συμβιβασμούς όπως μπορούν να επιλυθούν τα αμιγώς πολιτικά προβλήματα. Αναρωτιέμαι τι θα σημαίνει αυτός ο πολιτιστικός πόλεμος για τις επόμενες δεκαετίες κι αν υπάρχει τρόπος να γεφυρωθούν τα πολιτιστικά αδιέξοδα χωρίς να χυθεί αίμα και χωρίς να οπισθοδρομήσουμε.

Σε έναν κόσμο που έχει πολιτικοποιήσει τα πάντα -ήδη από τη δεκαετία του 1970 το σύνθημα ήταν «όλα είναι πολιτική»- δεν υπάρχει περιθώριο για γνώμες: όποιος δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που προβάλλει η μία πλευρά, ταξινομείται αυτομάτως στην αντίθετη πλευρά. Η λεγόμενη «πόλωση», που εντάθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν μεγάλες μάζες απέκτησαν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνέπεσε με μια πολιτιστική μετατόπιση: οι πολιτικές, πολιτιστικές και σεξουαλικές διαμαρτυρίες αμφισβήτησαν τις θεμελιώδεις έννοιες του τι ήταν σωστό, αξιοπρεπές, καλό, δίκαιο, «φυσικό» και ούτω καθεξής. Η αντίδραση των συντηρητικών -ιδιαίτερα των Χριστιανών- ήταν ανάλογη: επιτέθηκαν στις προοδευτικές ιδέες περί της οικογενειακής δομής, περί «οικογενειακών αξιών», σεξουαλικότητας και τα λοιπά. Η άμβλωση, που ήταν ένα, ή ίσως το, κρίσιμο ζήτημα, διχάζει ακόμα τους μεν και τους δε.

Στο μεταξύ, βάθυνε το ρήγμα μεταξύ βαθιάς Αμερικής και των δύο ακτών: η ενδοχώρα λούφαξε για λίγο καιρό μπροστά στη δυνατή φωνή και τη λάμψη των ελίτ για να εξεγερθεί στη συνέχεια και να απορρίψει οτιδήποτε της φαινόταν un-American. Iδιαίτερα την πολιτική ορθότητα που άνθισε στα πανεπιστήμια και σε άλλα πολιτιστικά ιδρύματα, think tanks κτλ στα οποία υπερέχουν οι προοδευτικοί. Οι συντηρητικοί βλέπουν τις ιδέες και τη νομοθεσία που προκύπτει από αυτές τις ιδέες ως υπαρξιακή απειλή, απειλή για τον τρόπο της ζωής τους, για τα πράγματα που θεωρούν ιερά. Με το πέρασμα του χρόνου, συντηρητικοί είναι όλο και περισσότερο οι φτωχοί· οι άνθρωποι για τους οποίους ελάχιστα κάνουν λόγο οι προοδευτικοί, εφόσον ενδιαφέρονται πρωτίστως για τη φυλή, το φύλο και την εθνικότητα, όχι για τη φτώχεια ― λες και οι φτωχοί λευκοί δεν τους πολυαφορούν. Οι ήρωες της εργατικής τάξης ψηφίζουν πλέον Ντόναλντ Τραμπ, είναι συντονισμένοι σε συνωμοσιολογικά κανάλια και θεωρούνται ρατσιστές και μισογύνηδες.

Η απλή, υλιστική κοινωνική επιστήμη μάς έλεγε ότι οι άνθρωποι ψηφίζουν σύμφωνα με τα οικονομικά τους συμφέροντα. Όχι και τόσο. Η φαινομενική αντίφαση των ανθρώπων που ψηφίζουν εναντίον των οικονομικών τους συμφερόντων τονίζει το ότι, από πολλές απόψεις, τα άτομα τείνουν να συγκροτούν κοινότητες γύρω από ιστορίες, ιδέες και λέξεις. Και κυρίως γύρω από το στοίχημα της επιβίωσης: όταν διάφορες οργανώσεις γκέι, τρανς κτλ στις πανεπιστημιουπόλεις θεωρούν κάποιον ή κάποιους «απειλή για την ύπαρξή τους» συσπειρώνονται σε ομάδες για να εμποδίσουν τον αφανισμό - ασχέτως αν ο κίνδυνος είναι πραγματικός ή φανταστικός. 

Ο πολιτισμός, από τη φύση του, είναι ηγεμονικός. Επιδιώκει να αποικίσει, να τους τυλίξει όλους, να καταστήσει οικουμενικό αυτό που θεωρεί καθαγιασμένο. Η ίδια η φύση του ιερού σημαίνει ότι κάτι είναι καθαρό και κάτι άλλο είναι μολυσμένο: όταν οι χριστιανοί συσπειρώνονται για να αμυνθούν εναντίον αυτού που θεωρούν έκλυση των ηθών, υπεραμύνονται ενός ιερού που οι άλλοι ποδοπατούν. Και αντιστρόφως, η κουλτούρα του trigger σημαίνει κώδωνα κινδύνου εκ μέρους των προοδευτικών: παραβίαση του δικού τους ιερού και φόβους αφανισμού. Κάθε πολιτισμός έχει την άποψή του για την αμαρτία. Είναι μια παλιομοδίτικη λέξη, αλλά ισχύει: οι προοδευτικοί επισημαίνουν τις αμαρτίες των συντηρητικών -το ότι δεν «σέβονται» κάποια πράγματα που εκείνοι θεωρούν ανθρώπινα δικαιώματα- ενώ παραλλήλως οι συντηρητικοί τούς κατηγορούν για βλασφημία, αντεθνική δράση, για δράση κοινωνικής διάλυσης. Τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτή η αντιπαράθεση καλύπτει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής βλάπτοντας τη δημοκρατία στα ίδια της τα θεμέλια. Η παλιά αντίληψη της civility δεν έχει πια κανένα νόημα: πώς μπορεί κανείς να είναι civil -ευπρεπής, σε πλαίσιο νομιμότητας- έναντι ατόμων και ομάδων που απειλούν την ίδια του την ύπαρξη; Ο σοβαρός και ουσιαστικός δημοκρατικός λόγος καταλήγει σχεδόν αδύνατος και, παραδόξως, γι’ αυτό ευθύνεται ο εκδημοκρατισμός και ο πολλαπλασιασμός της ελεύθερης έκφρασης.

Τέλος, σ’ αυτόν τον πόλεμο συμβάλλει η τεχνολογία. Το παραδοσιακό ταχυδρομείο δύσκολα γινόταν φορέας εξτρεμιστικής ρητορικής. Το πολύ-πολύ κάποιοι να έστελναν υβριστικές ανώνυμες επιστολές σε όποιον μισούσαν. Στις τελευταίες δεκαετίες, η απουσία οποιασδήποτε λογοδοσίας στον δημόσιο διάλογο ενθαρρύνει τη ρηχότητα, το εμπόριο συνθημάτων, τη συκοφαντία και τα ψέματα, τα πάρα πολλά ψέματα. Τα ηλεκτρονικά δίκτυα προετοιμάζουν έναν πόλεμο που ίσως συμβεί, ίσως δεν συμβεί: όλοι οι πόλεμοι ακολουθούν μια περίοδο προπαγάνδας, μια περίοδο όπου τα πάθη οξύνονται καταστρέφοντας την κοινωνία των πολιτών. Οι παλιοί φιλελεύθεροι πίστευαν στη συναίνεση που προέκυπτε από δημόσια συζήτηση με συγκεκριμένους κανόνες. Σήμερα κανείς δεν πιστεύει σε κανόνες· η εναλλακτική είναι η βία. Και παρότι οι μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής άντλησαν έμπνευση από την πνευματική και πολιτιστική επανάσταση του Διαφωτισμού -ο οποίος υπέγραψε αυτούς τους πολιτικούς μετασχηματισμούς- σήμερα ο Διαφωτισμός έχει μπει στο στόχαστρο της αριστεράς: θεωρείται δυτικοκεντρικός, αποικιοκρατικός, γεννήτορας μιας δημοκρατίας που φαίνεται να μη μας αρκεί. Έτσι, οι παλιοί ενοποιητικοί εθνικοί μύθοι υπόκεινται σε εξαντλητική κριτική χωρίς να αντικαθίστανται από κάτι πειστικότερο. Αντικαθίστανται από δυστοπικά οράματα, τα οποία κατασκευάζουν διάφορες ομάδες που θα τις ονόμαζα «ειδικού ενδιαφέροντος» και που στις ΗΠΑ εισπράττουν πολλά χρήματα: τεράστια ποσά φιλανθρωπικών οργανώσεων συμβάλλουν στη δημιουργία μικροκινημάτων που ορίζουν έναν εχθρό, ένα διάβολο· ο καθένας μπορεί σήμερα να στοχοποιήσει έναν άλλον, να του αποδώσει παραβάσεις της ηθικής. Οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι πόλεμοι με όπλα, βασίζονται ακριβώς σ’ αυτό: αμφότερες οι πλευρές νιώθουν πως έχουν με το μέρος του το δίκιο, πως ενσαρκώνουν το Καλό.