- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Καρλ Πάνζραμ: Ένας αμετανόητος κατά συρροήν δολοφόνος
Ο σαδιστής που σκόρπισε βία και θάνατο ώσπου οδηγήθηκε στην αγχόνη
Υπόθεση Καρλ Πάνζραμ: Η ζωή του «πιο διεστραμμένου και αμετανόητου σίριαλ κίλερ της Αμερικής», η αυτοβιογραφία του, τα ισόβια και ο απαγχονισμός του
Ο Καρλ Πάνζραμ, σε όλα τα κείμενα που αναφέρονται σε αυτόν, αποκαλείται «ο χειρότερος σαδιστής», «ο αμετανόητος κατά συρροήν δολοφόνος», «ο πιο διεστραμμένος σίριαλ κίλερ της Αμερικής». Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του γνώρισε μόνο σκληρότητα, πόνο και βία και αυτά ορκίστηκε να σκορπάει όπου πηγαίνει. Όταν εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού το 1930, ισχυριζόταν ότι είχε διαπράξει 21 δολοφονίες – αν και μόνο 5 θύματά του επιβεβαιώθηκαν, εικάζεται ότι τουλάχιστον στις ΗΠΑ δολοφόνησε περισσότερους από 100 άντρες. Η ζωή του είναι μια λίστα από δολοφονίες, διαρρήξεις, ληστείες, εμπρησμούς, σοδομισμούς.
Μόνο ένας άνθρωπος του έδειξε ποτέ συμπόνια και του φέρθηκε φιλικά. Ο Χένρι Λέσερ, νεαρός δεσμοφύλακας στις φυλακές της Ουάσιγκτον το 1928, ο οποίος του έδωσε κρυφά ένα δολάριο για να πάρει τσιγάρα. Όταν είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ο Λέσερ ενθάρρυνε και έπεισε τελικά τον Πάνζραμ να καταγράψει όσα είχε βιώσει και όσα είχε διαπράξει. Του έδωσε κρυφά ένα μολύβι, τον εφοδίαζε με χαρτί στο κελί του και ο Πάνζραμ έγραφε κάθε μέρα. Ο Χένρι Λέσερ φύλαξε τα αυτοβιογραφικά χειρόγραφα του Καρλ Πάνζραμ πιστεύοντας ότι θα ήταν διαφωτιστικά για το πώς δημιουργείται ένα ανθρώπινο τέρας σαν αυτόν. Ο Πάνζραμ έγραφε: «Στη ζωή μου δολοφόνησα 21 ανθρώπους, έκανα διαρρήξεις, ληστείες, κλοπές, εμπρησμούς και τέλος διέπραξα σοδομισμό σε 1.000 ανθρώπους. Για όλα αυτά τα πράγματα δεν λυπάμαι καθόλου, δεν έχω συνείδηση, αλλά αυτό δεν με απασχολεί. Δεν πιστεύω στον άνθρωπο ούτε στον Θεό ούτε στον Διάβολο. Μισώ όλη την καταραμένη ανθρώπινη ράτσα, κι εμένα μαζί. Είμαι ο Καρλ Πάνζραμ».
Επί σαράντα χρόνια ο Χένρι Λέσερ αναζητούσε εκδότη, ώσπου αυτός βρέθηκε και το υλικό κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1970 με τον τίτλο «Δολοφόνος: Ένα Ημερολόγιο Φονικών». [Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο Χένρι Λέσερ επισκέφτηκε το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο όπου φοιτούσα και παρέδωσε τα χειρόγραφα του Πάνζραμ. Έκτοτε φυλάσσονται στις Εξαιρετικές Συλλογές της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου].
Ο Πάνζραμ ήταν γεννημένος στις 28 Ιουνίου 1981 σε ένα μικρό χωριό στη Μινεσότα. Οι γονείς του ήταν μετανάστες από την Ανατολική Πρωσία, φτωχοί και αγράμματοι. Είχαν ένα μικρό αγρόκτημα, όπου εργάζονταν σκληρά και μεγάλωναν τα επτά παιδιά τους, έξι αγόρια κι ένα κορίτσι. Όταν ο Πάνζραμ ήταν 7 ετών, ο πατέρας του μια μέρα έφυγε και δεν επέστρεψε. Η μητέρα του έμεινε μόνη και αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα με την ανατροφή των παιδιών και τις δουλειές στο αγρόκτημα. Ο μικρός Πάνζραμ ήταν ένα ατίθασο παιδί, παθολογικός ψεύτης και ταραξίας από μικρός και πριν κλείσει τα 8 του χρόνια βρέθηκε στο δικαστήριο ανηλίκων επειδή λόγω μέθης.
Όταν ήταν 11 χρόνων διέρρηξε ένα γειτονικό σπίτι και έκλεψε λίγα φαγώσιμα και ένα περίστροφο. Ονειρευόταν ότι ήταν καουμπόης που σκότωνε Ινδιάνους – οι σκοτωμοί Ινδιάνων από τους ντόπιους, σε επίπεδο γενοκτονίας, ήταν πολύ συχνό φαινόμενο μέχρι 20 χρόνια πριν γεννηθεί ο Πάνζραμ. Πήδηξε σ’ ένα τρένο που πήγαινε δυτικά, αλλά τον έπιασαν και τον γύρισαν στο σπίτι του. Εκεί ξυλοκοπήθηκε μέχρι αναισθησίας και στάλθηκε στη Σχολή Εκπαίδευσης της Μινεσότα, στο Ρεντ Γουίνγκ, όπου έπρεπε τη μισή μέρα να παρακολουθεί σχολικά μαθήματα και την υπόλοιπη να εργάζεται, με καθήκοντα που προετοίμαζαν τα παιδιά για βιομηχανικούς εργάτες, πειθαρχημένους και υπάκουους. Κατά τα γραφόμενά του, ο Πάνζραμ εκεί άρχισε να μαθαίνει τι σημαίνει απάνθρωπη συμπεριφορά στον συνάνθρωπό σου.
Στα αρχεία της Σχολής έχει καταγραφεί ότι είχε μια ουλή πίσω από το αριστερό αφτί. Είχε χειρουργηθεί στο σπίτι, με πρωτόγονα μέσα, όταν παρουσίασε φλεγμονή από ωτίτιδα και οι ψυχίατροι εικάζουν ότι είναι πολύ πιθανό αυτό να προκάλεσε τραύμα στον εγκέφαλό του. Έχουν επίσης καταγραφεί όλες οι πράξεις απειθαρχίας του (σήμερα θα είχε διαγνωσθεί με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας, τουλάχιστον) που στο ίδρυμα αυτό συνεπάγονταν αυστηρή τιμωρία, δηλαδή πολύ ξύλο. Εκεί μέλη του προσωπικού τον είχαν ξυλοκοπήσει, βασανίσει και βιάσει επανειλημμένα. Ο Πανζράμ μισούσε αυτό το μέρος των βασανιστηρίων του τόσο πολύ που αποφάσισε να το κάψει. Το έκανε το 1905 χωρίς να γίνει αντιληπτός και χωρίς κανείς να τον ενοχοποιήσει. Το 1906 αποφοίτησε. Από την εφηβεία του ήταν αλκοολικός και επανειλημμένα αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αρχές, συχνά για διάρρηξη και κλοπή. Έφυγε από το σπίτι 14 ετών, δύο εβδομάδες μετά την απόπειρα δολοφονίας ενός Λουθηρανού ιερέα με περίστροφο κι αποφάσισε να ζήσει περιπλανώμενος με τρένα λαθραία. Αργότερα δήλωσε ότι είχε βιασθεί κάποτε από μια ομάδα ανδρών σε ένα τρένο. Σύντομα κατέληξε σε αναμορφωτήριο στη Μοντάνα, από όπου δραπέτευσε μαζί με έναν άλλο τρόφιμο, με τον οποίο επιδόθηκαν σε μια σειρά από διαρρήξεις και ληστείες στις Μεσοδυτικές Πολιτείες.
Η ζωή του στο εξής χαρακτηρίζεται από παραβατικότητα κι εγκληματικότητα που κλιμακώνεται. Για ψυχολόγους και κοινωνιολόγους είναι εν μέρει κατανοητό. Στο ανθρώπινο μυαλό οι αρχέγονες σκέψεις γεννιούνται χάριν της επιβίωσης, όχι της φιλανθρωπίας. Χρειάζεται η ανθρώπινη επαφή για να αντιληφθούμε τον πόνο των άλλων και με την επαφή αυτή εξελίσσονται τα δικά μας συναισθήματα. Στην περίπτωση του Πάνζραμ τα συναισθήματα συμπόνιας είχαν αμβλυνθεί από πολύ μικρή ηλικία. Αυτό σίγουρα είχε συνέπειες στην προσωπικότητα του και ίσως τον έκανε αδιάφορο και ψυχοπαθή. Ο Καρλ Πάνζραμ μεγάλωσε σε ένα άθλιο περιβάλλον χωρίς ηθική, όπου μόνη παρηγοριά του ήταν η σκέψη ότι μια μέρα θα πάψει να ζει. Και στο ταξίδι του αυτό ενέδωσε σε κάθε είδους διαστροφή και πειρασμό χωρίς τύψεις και μεταμέλεια.
Το 1907 σε ηλικία 15 ετών, αφού είχε μεθύσει σε ένα σαλούν στη Μοντάνα, αποφάσισε να καταταγεί στον Στρατό. Σύντομα καταδικάστηκε για κλοπή σε φυλάκιση στο Φορτ Λίβενγουορθ από το 1908 έως το 1910. Ο Πανζράμ ισχυρίστηκε αργότερα ότι όποιο ίχνος καλοσύνης κι αν υπήρχε μέσα του, στη διάρκεια της φυλάκισής του εκεί διαλύθηκε.
Μετά την ατιμωτική απόταξή του συνέχισε την καριέρα του ως κλέφτης, κλέβοντας οτιδήποτε από ποδήλατα έως σκάφη αναψυχής και φυλακίστηκε πολλές φορές σε πολλές πολιτείες (όπου χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα): στην Καλιφόρνια, στο Τέξας, στο Όρεγκον, στο Άινταχο, στη Μοντάνα, στο Κονέκτικατ, στις φυλακές Σινγκ Σινγκ και στην Ουάσιγκτον. Όσο ήταν φυλακισμένος, συχνά αρνιόταν να ακολουθήσει εντολές με αποτέλεσμα να υποβάλλεται σε τιμωρίες, ανάμεσα στις οποίες ήταν πάντα άγριοι ξυλοδαρμοί.
Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι ήταν η οργή προσωποποιημένη και συχνά βίαζε τους άντρες που είχε κλέψει – ήταν μεγαλόσωμος με μεγάλη φυσική δύναμη λόγω της σκληρής εργασίας στις φυλακές. Έκανε επίσης βανδαλισμούς και εμπρησμούς. Μετά από επανειλημμένες φυλακίσεις και δραπετεύσεις, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο σάλπαρε από τη Νέα Υόρκη για Παναμά. Από εκεί ταξίδεψε σε Περού, Χιλή, Τέξας, Λονδίνο, Εδιμβούργο, Παρίσι και Αμβούργο.
Από τον Αύγουστο του 1920 που διέρρηξε ένα σπίτι και έκλεψε πολλά χρήματα, κοσμήματα και ένα πιστόλι ξεκίνησε ένα φονικό ξεφάντωμα που διήρκεσε οκτώ χρόνια. Ταξίδεψε στην Αφρική, αφού αγόρασε ένα σκάφος με τα κλοπιμαία και βίασε και σκότωσε δέκα άντρες. Το 1921, ο Πανζράμ ήταν εργοδηγός μιας εξέδρας πετρελαίου στην Αγκόλα. Ισχυριζόταν εκεί βίασε και σκότωσε ένα αγόρι 11 ετών. Έλεγε επίσης ότι νοίκιασε ένα σκάφος με έξι κωπηλάτες, πυροβόλησε τους κωπηλάτες με ένα πιστόλι κι έριξε τα πτώματα στους κροκόδειλους.
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες έκανε πολλούς βιασμούς και κλοπές, φυλακίστηκε, δραπέτευσε ή αποφυλακίστηκε. Στις 30 Αυγούστου 1928 συνελήφθη στη Βαλτιμόρη για διάρρηξη. Λαμβάνοντας υπόψη το εκτεταμένο ποινικό του αρχείο, καταδικάστηκε σε ισόβια με δυνατότητα αποφυλάκισης υπό όρους στα 25 χρόνια. Στις 20 Ιουνίου 1929, ο Πανζράμ χτύπησε τον επιστάτη στα πλυντήρια των φυλακών, όπου τον είχαν τοποθετήσει για να εργάζεται, και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Ο Πάνζραμ απαγχονίστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1930. Καθώς οι φύλακες προσπαθούσαν να τοποθετήσουν τη μαύρη κουκούλα στο κεφάλι του, λέγεται ότι έφτυσε στο πρόσωπο του δήμιου και τα τελευταία του λόγια ήταν «Κάνε γρήγορα, μπάσταρδε! Θα είχα σκοτώσει δώδεκα όσο χαζολογάς».
Ανάμεσα στα βιβλία που έχουν γραφεί για τον Καρλ Πάνζραμ ξεχωρίζει εκείνο του Χένρι Λέσερ που περιλαμβάνει τα αυτοβιογραφικά σημειώματα του δολοφόνου «Killer: Diary of a Murder». Βασισμένη στο βιβλίο αυτό είναι η ταινία με τον ίδιο τίτλο παραγωγής 1996 και πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Γουντς, ενώ δυο ακόμη ταινίες ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα.