Κοσμος

Τζον Λιστ: Ο άνθρωπος που εξολόθρευσε την οικογένειά του

Ο έντιμος υπάλληλος, ο ευγενικός γείτονας που σκότωσε τα τρία παιδιά, τη σύζυγο και τη μητέρα του και έζησε με νέα ταυτότητα διαφεύγοντας τη σύλληψη επί 18 χρόνια

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Τζον Λιστ: Ο Λουθηρανός που θεωρούσε ότι η φτώχεια οδηγεί στην αμαρτία και σκότωσε την οικογένειά του - Πώς συνελήφθη 18 χρόνια μετά το έγκλημα

Το αρχοντικό της οικογένειας Λιστ δεκαπέντε μίλια έξω από τη Νέα Υόρκη, στο Ουέστφιλντ του Νιου Τζέρσεϊ, στις αρχές Δεκεμβρίου 1971 ήταν έρημο. Ένα μήνα πριν, στις 9 Νοεμβρίου, ο πατέρας Τζον Λιστ είχε ενημερώσει με επιστολές τα σχολεία των τριών παιδιών του ότι η οικογένεια θα ταξίδευε εκτός πολιτείας για να συμπαρασταθεί σε συγγενικό τους πρόσωπο που ήταν άρρωστο. Είχε επίσης ενημερώσει τους γείτονες και το Ταχυδρομείο, ώστε να μην αποστέλλονται στο σπίτι η αλληλογραφία και οι εφημερίδες του. Έτσι, οι γείτονες δεν είχαν ανησυχήσει μη βλέποντας κίνηση στην επιβλητική βικτωριανή έπαυλη των Λιστ με τα 19 δωμάτια που δέσποζε στον λόφο με αναμμένα φώτα μέσα κι έξω, μέρα νύχτα, επί βδομάδες. Αλλά όταν ένα μήνα μετά άρχισαν να καίγονται μία μία οι εξωτερικές λάμπες και το σπίτι να βυθίζεται στο σκοτάδι, ζήτησαν από την αστυνομία να ελέγξει τον χώρο – ανησυχούσαν καθώς δεν γνώριζαν αν η 85χρονη μητέρα του Λιστ είχε ακολουθήσει την οικογένεια στο ταξίδι ή έμεινε στο σπίτι μόνη της.

Δύο αστυνομικοί έφτασαν αμέσως στο αρχοντικό και δεν βρήκαν τίποτα ανησυχητικό ελέγχοντάς το εξωτερικά. Μετά την επιμονή των γειτόνων, μπήκαν στο εσωτερικό από ένα παραθυράκι του υπογείου και ανέβηκαν στο ισόγειο. Κλασική μουσική ακουγόταν από το σύστημα ενδοσυνεννόησης σε όλα τα δωμάτια, ο χώρος ήταν πολύ κρύος –η θερμοκρασία του κλιματιστικού ήταν ρυθμισμένη πολύ χαμηλά– και στο μισοσκόταδο ανακάλυψαν, στη μια πλευρά της τεράστια σάλας χορού, τέσσερα πτώματα τοποθετημένα στη σειρά σε υπνόσακους. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα ήταν τα πτώματα των τριών έφηβων παιδιών του Λιστ, της 16χρονης Πατρίσια, του 15χρονου Φρέντερικ και του 13χρονου Τζον Τζούνιορ, καθώς και της 46χρονης γυναίκας του, Έλεν. Όλοι είχαν πυροβοληθεί.

Οι αστυνομικοί κάλεσαν αμέσως ενισχύσεις –μην ξέροντας αν είχαν να κάνουν με μαζική δολοφονία ή μαζική αυτοκτονία– και άρχισαν να επιθεωρούν προσεκτικά το υπόλοιπο σπίτι, φοβούμενοι μήπως ο δράστης ήταν ακόμη στον χώρο. Στη σοφίτα βρήκαν το πτώμα της 85χρονης μητέρας του Λιστ, Άλμα. Είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι, πίσω από το αριστερό μάτι. Σε μια επιστολή πέντε σελίδων προς τον πάστορά του, που βρέθηκε στο γραφείο του ισογείου, ο Λιστ ισχυριζόταν ότι σύντομα θα χρεοκοπούσε κι αφού, ως Λουθηρανός θεωρούσε ότι η φτώχεια οδηγεί στην αμαρτία, αποφάσισε να αφαιρέσει τη ζωή των αγαπημένων του ώστε να σώσει τις ψυχές τους και να βεβαιωθεί ότι θα πήγαιναν στον Παράδεισο. Η αστυνομία είχε τώρα στα χέρια της ομολογία του δολοφόνου. Το αυτοκίνητό του βρέθηκε παρκαρισμένο στο αεροδρόμιο Κένεντι, αλλά ο ίδιος δεν είχε επιβιβαστεί σε καμιά πτήση από εκεί. Ο Λιστ είχε εξαφανιστεί. Και θα έμενε εξαφανισμένος έως το 1989.

Ο Τζον Λιστ ήταν γεννημένος στο Μίσιγκαν, μοναχοπαίδι από γονείς Γερμανοαμερικανούς που ήταν ευσεβείς Λουθηρανοί (πολύ αυστηροί Προτεστάντες). Πολέμησε με τον στρατό των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο και, όταν επέστρεψε, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων με μεταπτυχιακό στη Λογιστική. Τον Νοέμβριο του 1950 ανακλήθηκε σε ενεργό στρατιωτική θητεία, καθώς ο Πόλεμος της Κορέας κλιμακωνόταν. Τότε γνώρισε την Έλεν Τέιλορ, χήρα αξιωματικού που σκοτώθηκε πολεμώντας στην Κορέα. Ο Λίστ και η Έλεν, που είχε μια κόρη, παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του ’51. Ο στρατός, αξιοποιώντας τις λογιστικές γνώσεις του Λιστ, τον μετέθεσε στο Σώμα Οικονομικών στη βόρεια Καλιφόρνια όπου μετακόμισε οικογενειακώς.

Το ’52 εργάστηκε σε μια λογιστική εταιρεία στο Ντιτρόιτ και στη συνέχεια στο Μίσιγκαν, όπου γεννήθηκαν τα τρία παιδιά του. Αλλά, ενώ ο Λιστ προόδευε επαγγελματικά, η Έλεν είχε γίνει πολύ ασταθής λόγω του αλκοολισμού της. Το ’60 που η κόρη της Έλεν παντρεύτηκε και έφυγε από το σπίτι τους, ο Λιστ μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένεια στη Νέα Υόρκη, όπου βρήκε δουλειά στη Xerox και έφτασε να γίνει διευθυντής των λογιστικών υπηρεσιών. Το 1965 δέχτηκε τη θέση ελεγκτή σε τράπεζα του Νιου Τζέρσεϊ και μετακόμισε με τη γυναίκα, τα παιδιά και τη μητέρα του στο βικτωριανό αρχοντικό στο Ουέστφιλντ.

Στο Ουέστφιλντ είχαν καταγραφεί ελάχιστα βίαια εγκλήματα από το 1963 και η δολοφονία της οικογένειας Λίστ είχε προβολή όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Το FBI τον έβαλε στη λίστα καταζητούμενων και η αστυνομία διερεύνησε εκατοντάδες πληροφορίες, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο Λιστ είχε εξαφανιστεί. Και είχε πάρει μαζί όποια φωτογραφία του υπήρχε στο σπίτι. Παρότι οι τοπικές εφημερίδες αναφέρονταν κάθε Νοέμβριο στο φονικό και την εξαφάνιση του Λιστ, η υπόθεση είχε αρχίσει με τα χρόνια να ξεχνιέται. Οι ντετέκτιβ της τοπικής αστυνομίας, ωστόσο, δεν είχαν πάψει να ασχολούνται με αυτή – μάλιστα, αστειευόμενοι μεταξύ τους, όποτε αντάλλασσαν κάρτες στις διακοπές τους υπέγραφαν «Τζον Λιστ». 

Ο Τζον Λιστ, αφού διέπραξε τις δολοφονίες, ένιωσε μια αίσθηση ελευθερίας. Η επαγγελματική και η έγγαμη ζωή του ήταν γεμάτες απογοητεύσεις που δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί και τις κατέπνιγε. Ήταν ένας ήπιος, ευγενικός άνθρωπος, αλλά αφόρητα καταπιεσμένος. Η γυναίκα του, η Έλεν, τον είχε ξεγελάσει για να την παντρευτεί λέγοντάς του ότι ήταν έγκυος – η Έλεν επίσης του αποκάλυψε πολύ αργότερα ότι είχε κολλήσει σύφιλη από τον πρώτο άντρα της, όταν αυτός υπηρετούσε στην Κορέα. Το αρχοντικό που αγόρασε, δανειζόμενος χρήματα από τη μητέρα του και βάζοντας τα παιδιά του να εργάζονται με μερική απασχόληση, ήταν επιθυμία της γυναίκας και των παιδιών του, όχι του ίδιου που η βαθιά πουριτανική του ανατροφή μάλλον δεν θα το επέτρεπε. Στη δουλειά του ήταν τίμιος και επιμελής, αλλά δυστυχώς πολλοί εργοδότες τον απέλυαν αφού δεν έβλεπαν σε αυτόν προσόντα ανέλιξης στην καριέρα του.

Όταν μετά τις δολοφονίες εγκατέλειψε το αυτοκίνητό του στο αεροδρόμιο, πήρε το τρένο για το Μίσιγκαν. Εκεί εργάστηκε σαν μάγειρας κι έκανε μια ήσυχη και ταπεινή ζωή. Το ’72 βρισκόταν πια στο Ντένβερ του Κολοράντο και εργαζόταν ως λογιστής, παίρνοντας το όνομα του παλιού συμφοιτητή του Ρόμπερτ, «Μπομπ», Κλαρκ. Έγινε μέλος της τοπικής Λουθηρανικής Εκκλησίας και σε μια θρησκευτική εκδήλωση γνώρισε τη Ντολόρες Μίλερ. Το 1985 παντρεύτηκαν και το 1988 μετακόμισαν στη Βιρτζίνια, όπου ο Λιστ συνέχισε να εργάζεται ως λογιστής.

Τον Μάιο του 1989 η εκπομπή «America’s Most Wanted» αποφάσισε να ασχοληθεί με τα εγκλήματα και την εξαφάνιση του Τζον Λιστ. Η εκπομπή είχε απορρίψει πολλές φορές το αίτημα της αστυνομίας, θεωρώντας ότι η ιστορία ήταν πολύ παλιά και δεν θα είχε νόημα να αναζητήσουν έναν δολοφόνο που μάλλον είχε διαφύγει στο εξωτερικό ή ήταν νεκρός. Ωστόσο, το 1989 βγήκε στον αέρα η εκπομπή για τον καταζητούμενο Τζον Λιστ. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας και των δικαστικών ανθρωπολόγων δημιουργήθηκε η εικόνα του προοδευτικά γερασμένη και κατασκευάστηκε η προτομή του από πηλό. Μια από τις εκατοντάδες κλήσεις στην εκπομπή οδήγησε στη σύλληψή του. Τον αναγνώρισε  μια γειτόνισσά του από το Ντένβερ που τον ήξερε ως Μπομπ Κλαρκ και ενημέρωσε την εκπομπή ότι είχε μετακομίσει στη Βιρτζίνια με τη γυναίκα του.

Την 1η Ιουνίου η αστυνομία είχε βρει και είχε συλλάβει τον Τζον Λιστ. Συνέχισε να υποστηρίζει ότι λεγόταν Ρόμπερτ Κλαρκ ακόμη και μετά την έκδοσή του στο Νιου Τζέρσεϊ, στα τέλη του ’89. Τελικά, αντιμέτωπος με αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία –τα δακτυλικά του αποτυπώματα από τα στρατιωτικά αρχεία και η αντιπαραβολή τους με εκείνα από τον τόπο του εγκλήματος– ομολόγησε την πραγματική του ταυτότητα στις 16 Φεβρουαρίου 1990.

Ο ψυχίατρος που εξέτασε τον Λιστ διέγνωσε ότι έπασχε από διαταραχή ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής προσωπικότητας. Με την προοπτική να μείνει άνεργος, έβλεπε μόνο δυο επιλογές: να ζει με όσα θα του έδινε η Πρόνοια ή να σκοτώσει την οικογένειά του και να στείλει τις ψυχές τους στον Παράδεισο. Απέρριψε την πρώτη επιλογή γιατί θα εξέθετε τον ίδιο και θα ταπείνωνε την οικογένειά του – θα παραβίαζε τις αυστηρές διδαχές του πατέρα του για την αυτάρκεια της οικογένειας, τη φροντίδα και την προστασία των μελών της.

Η καταγραμμένη σε βίντεο περιγραφή των δολοφονιών της οικογένειας προκαλεί ανατριχίλα. Ο Λιστ, τελείως ανέκφραστος, διηγείται πώς σκότωσε πρώτα την Έλεν μετά το πρόγευμα. Πήγε από πίσω της και την πυροβόλησε στο κεφάλι. Μετά ανέβηκε στη σοφίτα και πυροβόλησε τη μητέρα του. Όταν γύρισε από το σχολείο η 16χρονη κόρη του, έκανε το ίδιο ρίχνοντας τη νεκρή πριν εκείνη προλάβει να αντιληφθεί τίποτα. Το ίδιο έκανε κι όταν επέστρεψε ο 15χρονος γιος του. Ο μικρότερος γιος, ο 13χρονος Τζον Τζούνιορ, θα αργούσε να επιστρέψει γιατί είχε αγώνα ποδοσφαίρου στο σχολείο. Πήγε λοιπόν στο σχολείο, παρακολούθησε τον αγώνα του γιου του και επέστρεψαν μαζί στο σπίτι. Μόλις ο μικρός μπήκε στην κουζίνα, τον πυροβόλησε, αλλά ένας μυϊκός σπασμός ξεγέλασε τον Λιστ ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Έτσι, ενώ τα άλλα θύματα είχαν δεχτεί μόνο μια σφαίρα, στον Τζούνιορ έριξε συνολικά δέκα. Από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να σκοτώσει όλα τα μέλη της οικογένειας, απλώς έβαλε σε εφαρμογή την απόφασή του και λειτουργούσε μηχανικά, δεν σκεφτόταν τίποτα. Βλέποντας κανείς τον Λιστ να περιγράφει το σκεπτικό και τα εγκλήματά του καταλαβαίνει τι σημαίνει απουσία συναισθήματος.

Η διαταραχή ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής προσωπικότητας που ταλαιπωρούσε τον Λιστ στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή και δεν τη θεράπευσε ποτέ, αν και διαγνωσμένη ψυχιατρικά, δεν θεωρήθηκε από το δικαστήριο ελαφρυντικό για τα εγκλήματά του. Στις 12 Απριλίου 1990 ο Τζον Λιστ καταδικάστηκε σε ισόβια για πέντε φόνους εκ προμελέτης.

Πέθανε το 2008 στη φυλακή από πνευμονία σε ηλικία 82 ετών. 

Ειρωνεία: Το βικτωριανό αρχοντικό όπου το ’71 διαπράχθηκαν οι φόνοι καταστράφηκε από εμπρησμό το ’72. Τότε διαπιστώθηκε ότι τα βιτρό στην οροφή της αίθουσας χορού ήταν γνήσιο έργο του Λούις Τίφανι αξίας τότε τουλάχιστον 100.00 δολαρίων!