Κοσμος

Μάρτιν ΜακΝιλ: Γιατρός, οικογενειάρχης και συζυγοκτόνος

Η κρίση μέσης ηλικίας, η νεαρή φιλενάδα και η αποκάλυψη μιας ζωής χτισμένης στο ψέμα

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Μάρτιν ΜακΝιλ: Η δολοφονία της γυναίκας του, οι κατηγορίες από τα παιδιά του, η Τζίπσι Γουίλς και η αυτοκτονία του στη φυλακή

Η Μισέλ ΜακΝιλ στα σχολικά της χρόνια στην Καλιφόρνια, όπου είχε γεννηθεί, ήταν δημοφιλής, αθλητική, αγαπούσε τη μουσική κι έπαιζε βιολί. Όλοι στην οικογένειά της την αγαπούσαν και ήταν περήφανοι γι’ αυτήν. Σε μια εκδήλωση για νέους Μορμόνους γνώρισε τον Μάρτιν ΜακΝιλ. Παντρεύτηκαν όταν η Μισέλ ήταν 21 ετών και μέσα σε τέσσερα χρόνια είχε κάνει τέσσερα παιδιά - το ζευγάρι υιοθέτησε αργότερα τέσσερα ακόμη παιδιά, τρία από την Ουκρανία. 

Ο Μάρτιν ήταν γιατρός – είχε και πτυχίο Νομικής. Ενώ πάντα ήταν άνθρωπος πρόσχαρος και τρυφερός με τα παιδιά του, η συμπεριφορά του με τα χρόνια είχε γίνει πολύ αλαζονική. Είχε πολλές αντιπάθειες ανάμεσα στους γείτονες, στην περιοχή της Γιούτα που έμενε η οικογένεια, γιατί αντιμετώπιζε τους πάντες ως κατώτερούς του. Ειδικά όταν έκλεισε τα 50 και άρχισε να έχει εμμονή με την εμφάνισή του – γυμναζόταν εντατικά, φρόντιζε το βάρος του, πήγαινε σε σολάριουμ. Τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό του. Η Μισέλ άρχισε να υποψιάζεται ότι ο άντρας της είχε φιλενάδα, αλλά εκείνος το διέψευδε. Της πρότεινε μάλιστα να κάνει κι εκείνη μερικές αλλαγές στην εμφάνισή της, όπως ένα λίφτινγκ προσώπου. Η Μισέλ ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και έως τα 50 της χρόνια δεν είχε κάνει καμιά πλαστική εγχείρηση. Ο Μάρτιν βρήκε έναν πλαστικό χειρουργό κι επέμενε η επέμβαση να γίνει αμέσως. Η Μισέλ την έκανε στις 3 Απριλίου 2007, που είχε κοντά της και τη μεγαλύτερη κόρη τους, την Αλέξις, φοιτήτρια Ιατρικής που περνούσε τις διακοπές του Πάσχα στο πατρικό της. Μετά την επέμβαση, ο Μάρτιν έδωσε στον γιατρό μια λίστα με φάρμακα που επέμεινε να συνταγογραφήσει για τη Μισέλ, λέγοντάς του ότι δεν ήταν ανεκτική στον πόνο. Η λίστα περιλάμβανε Valium, Ambien, Phenergan, Percocet και Lortab, φάρμακα που επενεργούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και που δεν πρέπει να λαμβάνονται ταυτόχρονα. Ο χειρουργός, γνωρίζοντας ότι ο Μάρτιν είναι γιατρός, τα συνταγογράφησε.

Η Μισέλ πονούσε πολύ την πρώτη νύχτα μετά την επέμβαση. Την επόμενη μέρα φαινόταν σιγά-σιγά να συνέρχεται. Ο Μάρτιν παραδέχτηκε στην Αλέξις ότι ίσως είχε δώσει πολλά φάρμακα στη μητέρα της. Τις επόμενες ημέρες ανέλαβε η Αλέξις να δίνει τα φάρμακα στη Μισέλ. Η Μισέλ είχε ακόμη τα μάτια καλυμμένα με γάζες μετά την επέμβαση και κάποια στιγμή ζήτησε από την κόρη της να της βάλει τα χάπια ένα-ένα στη χούφτα, ώστε να έχει την αίσθηση καθενός και να ξέρει τι της δίνει ο Μάρτιν. Τι επόμενες μέρες η ανάρρωση της Μισέλ πήγαινε καλά και η Αλέξις ετοιμαζόταν να γυρίσει στα μαθήματά της. Πριν φύγει, στις 10 Απριλίου, η μητέρα της την παρακάλεσε: «Αν πάθω κάτι, θέλω να βεβαιωθείς ότι δεν το έκανε ο μπαμπάς σου». Άρχισε να κλαίει και ανέφερε τα δεκάδες μηνύματα που ο Μάρτιν αντάλλασσε με κάποια Τζίπσι Γουίλς, που προφανώς ήταν η φιλενάδα του.

H Τζίπσι Γουίλς εμφανίστηκε στο δικαστήριο να καταθέσει στη δίκη του Μάριν ΜακΝιλ © George Frey/Getty Images

Στις 11 Απριλίου 2007 στις 8.40π.μ. η Αλέξις, που είχε επιστρέψει στο πανεπιστήμιό της, μίλησε τηλεφωνικά με τη Μισέλ που ακουγόταν καλά. Μιάμιση ώρα μετά, όμως, που ξανακάλεσε, απάντησε ο πατέρας της και είπε: «Η μαμά σου είναι στην μπανιέρα, αναίσθητη. Έχω καλέσει ασθενοφόρο». Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε η Αλέξις ήταν ότι ο πατέρας της είχε σκοτώσει τη μητέρα της. Η κλήση του Μάρτιν ΜακΝιλ στο Κέντρο Άμεσης Βοήθειας διακόπηκε τρεις φορές. Φώναζε υστερικά, έλεγε ότι είναι γιατρός, ότι κάνει τεχνητή αναπνοή στη γυναίκα του και ότι περιμένει το ασθενοφόρο και τους νοσοκόμους ώστε να τον βοηθήσουν να την ανασύρει από την μπανιέρα – αν και ήταν πολύ δυνατός και γυμνασμένος άντρας και η Μισέλ μικρόσωμη. Το ασθενοφόρο άργησε επειδή ο Μάρτιν βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας και δεν έδινε καθαρά τη διεύθυνση κι έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η Μισέλ διακομίστηκε στο νοσοκομείο και εξέπνευσε λίγο αργότερα. Ο θάνατός της αποδόθηκε σε φυσικά αίτια – καρδιαγγειακή πάθηση. Η αστυνομία δεν αμφισβήτησε ποτέ τα λεγόμενα του Μάρτιν, ότι δηλαδή ήταν ατύχημα. Έκλεισαν την υπόθεση σε λιγότερο από δύο μήνες μετά τον θάνατο της Μισέλ. Η Αλέξις, ωστόσο, και οι άλλες δυο βιολογικές κόρες της οικογένειας είχαν απορήσει. Η μητέρα τους ήταν μια υγιής 50χρονη γυναίκα, απλώς είχε σχετικά υψηλή πίεση. Περίμεναν μια εκτενέστερη έρευνα της αστυνομίας σχετικά με τον θάνατό της και όχι απλώς την έκθεση δυόμισι παραγράφων που έλαβαν.

Η Αλέξις και η αδερφή της, Ρέιτσελ, προσφέρθηκαν να φροντίζουν τα μικρά υιοθετημένα παιδιά, αλλά ο Μάρτιν τους ανακοίνωσε ότι είχε βρει μια τέλεια νταντά, που λεγόταν «…Τζίπσι… ή Τζίλιαν Γουίλς». Η Αλέξις τότε δήλωσε στον πατέρα της ότι ήξερε αυτή τη γυναίκα και ήξερε επίσης ότι η Μισέλ ανησυχούσε ότι είχε σχέση μαζί της. Αρνήθηκε να τη δεχτεί στο σπίτι, αλλά λίγες βδομάδες μετά τον θάνατο της Μισέλ η Τζίπσι είχε εγκατασταθεί στο σπίτι τους. Ο Μάρτιν απείλησε την Αλέξις ότι, αν δεν ήταν ευγενική με τη Τζίπσι, δεν θα πλήρωνε τις σπουδές της στην Ιατρική και θα την έδιωχνε από το σπίτι. Τελικά, ο Μάρτιν ΜακΝιλ έδιωξε από το σπίτι και την Αλέξις και τη Ρέιτσελ. Ανάμεσα στις κόρες του και τη νταντά είχε επιλέξει τη νταντά. 

Ο Μάρτιν ΜακΝιλ είχε γνωρίσει την Τζίπσι Γουίλς στο διαδίκτυο ενώ ακόμη ήταν παντρεμένος με τη Μισέλ. Της είχε στείλει μήνυμα και η έλξη τους ήταν άμεση και αμοιβαία. Η Γουίλς ήξερε ότι ήταν παντρεμένος αλλά δεν έψαχνε για σοβαρό δεσμό. Ο Μάρτιν της είχε πει ότι είχε μια τέλεια γυναίκα και μια τέλεια ζωή. Μάλιστα, όταν η Μισέλ πέθανε, πήγε στην κηδεία της ώστε να συμπαρασταθεί στον αγαπημένο της. Μετά μετακόμισε στο σπίτι του για να φροντίζει τα μικρά παιδιά του – και να κοιμάται μαζί του.

Η Αλέξις απευθύνθηκε στις Αρχές, πήγε στο γραφείο του κυβερνήτη, σε κάθε εφημερίδα στη Γιούτα, προσπαθώντας να τους πείσει να ακούσουν τον ισχυρισμό της ότι η μητέρα της δολοφονήθηκε. Η πίεση τελικά έφερε αποτελέσματα και ανατέθηκε σε δύο ανακριτές της Εισαγγελίας της Γιούτα να ερευνήσουν την υπόθεση. Σκαλίζοντας το παρελθόν του ΜακΝιλ ανακάλυψαν ότι όλη η καριέρα του ήταν χτισμένη πάνω σε σαθρά θεμέλια: σε δύο παραποιημένα έγγραφα από διαφορετικά κολέγια ώστε να μπορέσει να μπει στην Ιατρική Σχολή. Ανακάλυψαν επίσης ότι ο ΜακΝιλ είχε απολυθεί από τον στρατό μετά από σύντομη θητεία επειδή είχε ισχυριστεί ότι ήταν σχιζοφρενής και άκουγε φωνές, και έτσι συγκέντρωνε 3.000 δολάρια τον μήνα για πάνω από τρεις δεκαετίες. Σε ηλικία 20 ετών είχε βγάλει πλαστές επιταγές με τις οποίες αγόρασε κοσμήματα – διαμαντένια δαχτυλίδια, ρολόγια, πολλά ζευγάρια ακριβών παπουτσιών. Καταδικάστηκε για πλαστογραφία και φυλακίστηκε 180 ημέρες. Όταν ο ΜακΝιλ μπήκε στην Ιατρική σχολή ήταν απαλλαγμένος από το κακούργημα.

Ενώ οι κόρες της Μισέλ προσπαθούσαν στρέψουν την προσοχή στις συνθήκες θανάτου της μητέρας τους, ο Μάρτιν ΜακΝιλ προσπαθούσε να κανονίσει την υιοθεσία των τριών μικρότερων παιδιών από άλλη οικογένεια. Επίσης, φρόντισε να επιστρέψει στην Ουκρανία το καλοκαίρι η μεγαλύτερη υιοθετημένη κόρη, η 16χρονη Ζιζέλ. Θα ήταν μια επίσκεψη δύο μηνών, αλλά κράτησε σχεδόν ένα χρόνο αφού ο Μάρτιν δεν κανόνιζε να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Ο Μάρτιν και η Τζίπσι έκλεψαν την ταυτότητα της Ζιζέλ όσο εκείνη έλειπε κι έτσι η Τζίπσι έβγαλε νέα ταυτότητα, ψεύτικο αριθμό κοινωνικής ασφάλισης και πιστοποιητικό γέννησης. Η Τζίπσι είχε πολλά χρέη προς την Εφορία από τα οποία ήθελε να απαλλαγεί και ο Μάρτιν –κατά την Τζίπσι– είχε την ιδέα της κλοπής.

Μόλις αποκαλύφθηκε η πλαστογραφία της ταυτότητας από τις αρχές, ο Μάρτιν και η Τζίπσι Γουίλς συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν για κλοπή ταυτότητας και άλλα ομοσπονδιακά αδικήματα και φυλακίστηκαν σε ξεχωριστές φυλακές. Και οι δύο ομολόγησαν ότι ήταν ένοχοι απάτης.

Όσο ο Μάρτιν βρισκόταν στη φυλακή, οι ανακριτές συνέχισαν την έρευνά τους για τον θάνατο της γυναίκας του. Κατάφεραν να εξετασθεί εκ νέου η έκθεση τοξικολογίας του πολιτειακού ιατροδικαστή και φάνηκε ότι τα φάρμακα στο αίμα της Μισέλ ισοδυναμούσαν με ένα τοξικό κοκτέιλ ναρκωτικών. Έτσι, ο τρόπος θανάτου της Μισέλ άλλαξε από «φυσικός» σε «απροσδιόριστος», δίνοντας τη δυνατότητα στους εισαγγελείς να ασκήσουν ποινικές διώξεις.

Τον Ιούλιο του 2012 ο ΜακΝιλ αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει την τριετή ποινή του για απάτη και επέστρεψε στο σπίτι του. Ωστόσο, μετά από δύο μήνες ελευθερίας επέστρεψε στη φυλακή αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για τη δολοφονία της συζύγου του. Στις 17 Οκτωβρίου 2013 τελικά, μετά την πίεση έξι ετών που ασκούσαν τα παιδιά του, δικάστηκε για τη δολοφονία της Μισέλ ΜακΝιλ.

Η Τζίπσι Γουίλς κατέθεσε πως θεωρούσε ότι ήταν παντρεμένη με τον Μάρτιν ΜακΝιλ και «η ημέρα του γάμου τους ήταν η 14η Απριλίου 2007», η μέρα της κηδείας της Μισέλ. Την ημερομηνία αυτή είχαν βάλει η Τζίπσι και ο ΜακΝιλ στην αίτηση για την ψεύτικη ταυτότητα της Τζίπσι. Αυτό ήταν ένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο, κατά τον ανακριτή της Εισαγγελίας, σαν παραδοχή του ΜακΝιλ: «Σκότωσα τη Μισέλ, σκότωσα τη γυναίκα μου, για να είμαι με τη Τζίπσι». Στο δικαστήριο η μόνη φορά που ο ΜακΝιλ έδειξε συγκίνηση ήταν όταν φάνηκε να σκουπίζει τα δάκρυά του όσο κατέθετε η Τζίπσι.

Στις 9 Νοεμβρίου 2013 οι ένορκοι έκριναν τον Μάρτιν ΜακΝιλ ένοχο τόσο για τη δολοφονία της γυναίκας του όσο και για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης. Καταδικάστηκε σε τουλάχιστον 15 χρόνια, έως ισόβια, για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Στις 9 Απριλίου 2017 αυτοκτόνησε στη φυλακή.

Η Τζίπσι Γουίλις δεν αντιμετώπισε ποτέ κατηγορίες για φόνο. Αρνείται ότι γνώριζε για τη δολοφονία της Μισέλ ή συμμετείχε σε αυτή. Οι ερευνητές της Εισαγγελίας θεωρούν ότι εκείνη ήταν το κίνητρο, αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία να αποδειχθεί η συμμετοχή της. 

Η Αλέξις έγινε γιατρός, παντρεύτηκε και υιοθέτησε τις μικρές αδελφές της.

Άλλαξε το επώνυμό της παίρνοντας το πατρικό της μητέρας της. 

Το όνομα του συζύγου της έχει αφαιρεθεί από την ταφόπετρα της Μισέλ.