- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι ΗΠΑ έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά μονογονεϊκών οικογενειών στον κόσμο με το 30% των οικογενειών με παιδιά κάτω των 18 ετών να είναι μονογονεϊκές
Ο αριθμός των παιδιών που ζουν με έναν μόνο γονέα έχει τριπλασιαστεί από το 1960. Σε περίπου 75% των μονογονεϊκών οικογενειών λείπει ο πατέρας, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για «κρίση των μπαμπάδων». Μια μέρα τον χρόνο, η 21η Μαρτίου, είναι αφιερωμένη στις μονογονεϊκές οικογένειες.
Το 2020 σχεδόν 19 εκατομμύρια παιδιά, το 25% όλων των παιδιών στις ΗΠΑ, μεγάλωναν σε μονογονεϊκές οικογένειες. Το 1960 μόνο το 9% μεγάλωναν με ένα μόνο γονέα. Σήμερα, στις ΗΠΑ, το εν λόγω ποσοστό είναι τριπλάσιο του παγκόσμιου επιπέδου που κυμαίνεται γύρω στο 7%. Στον γειτονικό Καναδά και στο Μεξικό, τα ποσοστά των παιδιών που ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες είναι 15 και 7% αντιστοίχως. Η Κίνα και η Ινδία έχουν ακόμη χαμηλότερα ποσοστά: 3 και 5% αντιστοίχως. Τα νούμερα δείχνουν τις γυναίκες που απέκτησαν παιδιά έξω από τον γάμο ή που χώρισαν, αλλά δεν μπορούν να δείξουν, όπως καταλαβαίνει κανείς, την πραγματική παρουσία αμφοτέρων των γονέων: σε χώρες με συντηρητικά ήθη, πολλοί γονείς μένουν μαζί ή παριστάνουν ότι μένουν μαζί επειδή τα διαζύγια είναι δύσκολα – είτε από νομική άποψη, είτε εξαιτίας βαθιά ριζωμένων νοοτροπιών.
Στις ΗΠΑ πάντως, από το 1960 έως το 2020 το ποσοστό των παιδιών που ζουν με τη μητέρα σχεδόν τριπλασιάστηκε, από 8 σε 21%, και όσων ζούσαν με τον πατέρα από 1 σε 4%. Τα ποσοστά ποικίλλουν αρκετά μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και, δεδομένων των κριτηρίων των αμερικανικών στατιστικών οι οποίες χρησιμοποιούν το χρώμα του δέρματος, το ποσοστό των λευκών μονογονεϊκών οικογενειών είναι γύρω στο 21%, ενώ των ισπανοφώνων γύρω στο 28% και των αφροαμερικανικών γύρω στο 51%. Τον τελευταίο μισό αιώνα τα ποσοστά τριπλασιάστηκαν για τα λευκά παιδιά, υπερδιπλασιάστηκαν για τα αφροαμερικανάκια και αυξήθηκαν κατά το ένα τρίτο για τα παιδιά των Λατίνων.
Οι ανύπαντρες μητέρες εμφανίζονται φτωχότερες από τα παντρεμένα ζευγάρια: το 2018 34% από αυτές ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, έναντι 6% των παντρεμένων ζευγαριών. Το όριο της φτώχειας στις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά χαμηλό: 26.200 δολάρια ετησίως για οικογένεια τεσσάρων ατόμων. Με αυτό το δεδομένο, καθώς και στοιχεία της εγκληματικότητας, αν και οι μονογονεϊκές οικογένειες έχουν γίνει πιο συχνές τις τελευταίες δεκαετίες, η πλειοψηφία των Αμερικανών, περίπου τα δύο τρίτα των ενηλίκων, τις θεωρούν αρνητικό φαινόμενο για την κοινωνία. Αλλά, ταυτοχρόνως, τα δύο τρίτα των Αμερικανών, τόσο Ρεπουμπλικανών όσο και Δημοκρατικών, είναι υπέρ του επιδόματος τέκνων των μονογονεϊκών οικογενειών – με την προϋπόθεση οι γονείς να εργάζονται. Σε περίπτωση που οι ανύπαντρες μητέρες δεν εργάζονται ή δεν εργάζονται αρκετά σκληρά, το 57% τίθενται εναντίον των επιδομάτων - γενικώς υπάρχει καχυποψία εναντίον των γυναικών που ονομάζονται Welfare Queens και υποτίθεται ότι ζουν από τα επιδόματα.
Όπως γράφει στον ιστότοπο «The Hill» που ασχολείται με τις δραστηριότητες του Λευκού Οίκου, ο δημογράφος Joseph Chamie, συγγραφέας του βιβλίου «Births, Deaths, Migrations and Other Important Population Matters», σχεδόν οι μισοί από τους «μονογονείς», το 48%, δεν έχουν παντρευτεί ποτέ· οι υπόλοιποι έχουν χωρίσει είτε επισήμως είτε ανεπισήμως. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν εκείνος που καθιέρωσε την 21η Μαρτίου ως «ημέρα τιμής για τις θυσίες και τη σκληρή δουλειά των ανύπαντρων γονέων» και κάλεσε τους Αμερικανούς να αναγνωρίσουν τη συνεισφορά τους που μερικές φορές υπό δύσκολες συνθήκες, προσπαθούν να μεγαλώσουν παιδιά. Αν αποδεχτούμε την ιδέα ότι η σταθερότητα των δύο γονέων είναι ωφέλιμη για τα παιδιά, υπό τον όρο να μην υπάρχει ενδοοικογενειακή βία και άλλα προβλήματα συμβίωσης, οι μονογονεϊκές οικογένειες που ζουν σε συνθήκες φτώχειας είναι, μαζί με τη φτώχεια της τρίτης ηλικίας, μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές προκλήσεις στις ΗΠΑ. Πριν από περίπου 80 χρόνια ο πρόεδρος Ρούσβελτ δημιούργησε την Κοινωνική Ασφάλιση, ένα πρόγραμμα που βελτίωσε τη θέση των ηλικιωμένων: τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, το ποσοστό φτώχειας των Αμερικανών άνω των 65 ετών έχει μειωθεί και σήμερα φτάνει περίπου στο 9%. Μένει να μειωθεί και το ποσοστό φτώχειας των μονογονεϊκών οικογενειών: η κυβέρνηση Μπάιντεν προωθεί φορολογικό σχέδιο στήριξης με στόχο να μειωθεί, σε πρώτη φάση, η φτώχεια 4 εκατομμυρίων παιδιών.