Κοσμος

Πανδημία στις ΗΠΑ: Πώς ανεβαίνουν στα ύψη οι τιμές των ακινήτων

Θα περίμενε κανείς ότι μια κρίση σαν την πανδημία Covid-19 θα προκαλούσε μείωση της τιμής των ακινήτων: αυτό δεν συμβαίνει.

Newsroom
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τιμές ακινήτων: Στο Σαν Φρανσίσκο, η μέση τιμή των κατοικιών το πρώτο τρίμηνο 1995 ήταν 273 χιλ. δολάρια, ενώ το πρώτο τρίμηνο 2020 ήταν 1,33 εκ. δολάρια.

Τεράστιες διαφορές στις τιμές των ακινήτων παρατηρούνται στην αμερικανική αγορά. Ένα συνηθισμένο σπίτι στο Σαν Φρανσίσκο κοστίζει σήμερα πάνω από 1,3 εκατομμύριο δολάρια. Στη Silicon Valley, η μέση τιμή είναι σχεδόν 1 εκατομμύριο δολάρια. Η Βόρεια Καλιφόρνια είναι σίγουρα ένα μέρος με πολύ μεγάλη ζήτηση ― όμως οι τιμές έχουν αυξηθεί και αλλού. Στη Βοστόνη, στο Ντένβερ και στο Σιάτλ οι τιμές έχουν εκτοξευτεί, ενώ, αντιθέτως, στο Σινσινάτι, στο Κλίβελαντ, στο Ντιτρόιτ και στο Σαιντ Λούις μπορεί κανείς να βρει σπίτι με λιγότερα από 200.000 δολάρια. Δεδομένης της τηλε-εργασίας και της χαρακτηριστικής αμερικανικής κινητικότητας, παρουσιάζεται το φαινόμενο μαζικών μετακομίσεων σε φτηνότερες πόλεις ακόμα κι αν ο τόπος εργασίας είναι ακριβότερες πόλεις.

Αλλά τίποτα δεν μένει ατιμώρητο: αγοράζοντας ένα σπίτι το Σαιντ Λούις, δεν κάνεις επένδυση· η τιμή θα παραμείνει χαμηλή ―ενώ ένα σπίτι στο Σαν Φρανσίσκο μπορεί στο μέλλον να σε ανταμείψει. Αρκεί βέβαια να έχεις τα χρήματα να το αγοράσεις ή να πάρεις την απόφαση του ενυπόθηκου δανείου.

Στο Σαν Φρανσίσκο, η μέση τιμή των κατοικιών το πρώτο τρίμηνο του 1995 ήταν 273.000 δολάρια, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2020 ήταν 1,33 εκατομμύριο δολάρια: αύξηση 387%. Στη Silicon Valley, η μέση τιμή το 1995 ήταν 224.000, ενώ το 2020, έφτασε τις 970.000: αύξηση 333%. Στη μητροπολιτική περιοχή του Ντένβερ η μέση τιμή το 1995 ήταν 115.000· 25 χρόνια αργότερα, είναι 424.000: ένα άλμα 273%. Στο Σιάτλ, η μέση τιμή πώλησης ήταν 146.000, ενώ σήμερα είναι 535.000 δολάρια: αύξηση 266%.        

Η ανισότητα μεταξύ των πόλεων καθρεφτίζει, εκτός από τις ευκαιρίες για εργασία και κοινωνικές σχέσεις, την ποιότητα του περιβάλλοντος και γενικότερα της ζωής ― αλλά επίσης το καλό ή το κακό όνομα μιας περιοχής. Στο Ντιτρόιτ, στο Κλίβελαντ, στις Συρακούσες της Νέας Υόρκης και στο Σινσινάτι ―που δεν έχουν και τόσο καλό όνομα― η μέση τιμή ενός σπιτιού σήμερα είναι περίπου ίση με εκείνη πριν από 25 χρόνια λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία πόλεων όπου η αγορά ενός σπιτιού θυμίζει την παλιά εποχή όπου μπορούσες να αποκτήσεις σπίτι με τις αποταμιεύσεις σου: σε πρώην βιομηχανικές πόλεις όπως το Σκράτον της Πενσυλβάνια και το Τολίντο του Οχάιο, ένα σπίτι κοστίζει μόλις δύο φορές το ετήσιο εισόδημα μιας οικογένειας, ενώ στο Σαν Φρανσίσκο και στο Λος Άντζελες, ένα συνηθισμένο σπίτι κοστίζει σχεδόν 10 φορές το ετήσιο τοπικό εισόδημα.  Σημειωτέον ότι το μέσο εισόδημα στο Λος Άντζελες είναι 70.600 δολάρια και το «μεσαίο» σπίτι έφτασε τα 638.000 τους πρώτους τρεις μήνες του 2020.

Η άνοδος των τιμών των σπιτιών εγείρει προκλήσεις για δασκάλους, νοσηλευτές και άλλους εργαζόμενους με μέτριες αμοιβές σε αυτές τις κοινότητες. Ακόμη και για τους εργαζόμενους στην τεχνολογία που έχουν εξαψήφια εισοδήματα η αγορά κατοικίας είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Εξάλλου, γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τους Αμερικανούς να μετεγκατασταθούν από λιγότερο ακριβές αγορές σε πιο ακριβές. Το αντίστροφο συμφέρει περισσότερο: παρατηρείται κύμα εξόδου από τη Βοστόνη προς την Ατλάντα ―δηλαδή από μεγαλούπολη σε μεγαλούπολη― ένα φαινόμενο που διαφέρει από την παλιότερη τάση φυγής από το κέντρο της πόλης στα προάστια. Σ’ αυτή την έξοδο συμβάλλουν παράγοντες όπως οι τοπικοί φόροι ―μερικές πολιτείες έχουν ελαφρότερους φόρους από άλλες― και η καλοκαιρία η οποία αξιολογήθηκε διαφορετικά κατά τη διάρκεια της χρονιάς Covid-19. Έτσι, σύμφωνα με τον ιστότοπο Bankrate, το σύνθημα είναι: Αντίο Σαν Φρανσίσκο, αντίο Νέα Υόρκη, hello Ορλάντο της Φλόριντα, hello Όστιν του Τέξας.