- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τραμπ: Ο ακραίος λαϊκιστής που αναζητούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ασπάζεται όλο και πιο ακραίες απόψεις
Από την εποχή της Σάρα Πέιλιν το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είχε αρχίσει τη μεγάλη στροφή προς τον δεξιό αντισυστημισμό. Στο πρόσωπο του Τραμπ βρήκε τον ηγέτη του.
Με τις προεδρικές εκλογές να είναι σχεδόν ένα μήνα μακριά, η κούρσα για τον Λευκό Οίκο περνάει σταδιακά στην τελική φάση της. Τόσο ο Τζο Μπάιντεν όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ θα δώσουν μάχη για κάθε ψήφο ενώ η συμμετοχή θα είναι ίσως ο κρισιμότερος παράγοντας για το αποτέλεσμα.
Με τον Ντόναλντ Τραμπ να συγκεντρώνει μειωμένες –αλλά ρεαλιστικές– ελπίδες επανεκλογής, αξίζει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πώς ακριβώς ένας κληρονόμος μεγιστάνας, τηλεπερσόνα και πρώην playboy από το Μανχάταν έφτασε στην κορυφή του κόσμου – και ίσως να παραμείνει εκεί για ακόμα τέσσερα χρόνια.
Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο Τραμπ έχει τις ρίζες του στο μακρινό 2008, και βασίζεται στην εντυπωσιακή μεταστροφή των Ρεπουμπλικάνων που έφερε η εποχή Ομπάμα.
Ας το δούμε.
Η κληρονομιά της Σάρα από την Αλάσκα
Πολλοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς ο Τραμπ κατέλαβε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Πράγματι, η συνειδητοποίηση πως ο νυν Πρόεδρος αποτελεί άτυπο διάδοχο τεράστιων προσωπικοτήτων με σημαντικό ιδεολογικό στίγμα –όπως ο Θίοντορ Ρούζβελτ, Ντουάιτ Άιζενχαουερ ή ακόμα και ο Ρόναλντ Ρήγκαν– είναι μάλλον απογοητευτική. Δεν θα έπρεπε όμως να μας εκπλήσσει, καθώς ο ιδεολογικός άξονας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος άρχισε να μετατοπίζεται προς τα άκρα όταν το 2008 η πρώην Κυβερνήτης της Αλάσκα, Σάρα Πέιλιν, επιλέχθηκε ως υποψήφια αντιπρόεδρος στο πλευρό το Τζον Μακέιν. Όσο η Πέιλιν αποτέλεσε μια απροσδόκητη –και ακατανόητη– επιλογή, τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι τη λάτρεψαν.
Η σαραντατετράχρονη τότε κυβερνήτης είχε κραυγαλέες ελλείψεις τόσο σε γνώσεις όσο και σε πολιτικό κεφάλαιο. Όμως, κατάφερε να γυρίσει και τα δύο υπέρ της, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως αυθεντική εκπρόσωπο των «πραγματικών Αμερικάνων» απέναντι στην πολιτική «ελίτ» της Ουάσιγκτον – την οποία κατηγορούσε πως έφταιγε λίγο-πολύ για όλα τα δεινά του κόσμου. Αυτή η υπεραπλουστευτική προσέγγιση μίλησε στη βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Μακέιν και, παρά την ήττα των Ρεπουμπλικάνων από τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Τζο Μπάιντεν, η αρχή της μεταστροφής του aμερικανικού συντηρητισμού είχε πραγματοποιηθεί. Η Πέιλιν άσκησε συστηματική αντιπολίτευση στην kυβέρνηση Ομπάμα –τις περισσότερες φορές χρησιμοποιώντας επιχειρήματα γεμάτα ανακρίβειες ή ξεκάθαρα ψέματα– κυρίως μέσα από τα social media, αποτελώντας την πρώτη αντισυστημική πολιτικό της μετa-αλήθειας που χρησιμοποίησε τόσο αποτελεσματικά την τεχνολογία ως μέθοδο πολιτικής χειραγώγησης. Μπορεί να μην έφτασε πουθενά παραπάνω από την Αλάσκα, όμως η Πέιλιν κατάφερε να ομαλοποιήσει την εξόφθαλμη αμάθεια, τον ανερυθρίαστο λαϊκισμό και τη ρητορική επιθετικότητα απέναντι στο «κατεστημένο» και την «ελίτ» σε δομικό βαθμό για το κόμμα της.
Αυτό συνέβη γιατί δεν ήταν μόνη. Η παράλληλη εχθρική στάση των συστημικών Ρεπουμπλικάνων απέναντι στον Ομπάμα έστρεψε σταδιακά τη βάση του κόμματος προς μια κατεύθυνση απαξίωσης της άλλης πλευράς, κάνοντας την περισσότερο επιρρεπή στον λαϊκισμό – ενώ η ανάδειξη του “Tea Party” στα δεξιά του κόμματος, έδωσε πλατφόρμα σε μέχρι τότε καλά κρυμμένες από τα φώτα ακραίες απόψεις. Μια τυχαία ματιά σε σχεδόν οποιαδήποτε εκπομπή του συντηρητικού Fox News ήταν ενδεικτική της ορκισμένης αντιπολίτευσης που αντιμετώπισε ο Ομπάμα, από το σύνολο του ρεπουμπλικανικού κόσμου. Το 2010, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση που αποτέλεσε το καθοριστικό νομοθέτημα της κυβέρνησης Ομπάμα εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο τους Ρεπουμπλικάνους και στέρησε σχεδόν κάθε πιθανότητα συνεργασίας των δύο κομμάτων σε κρίσιμα ζητήματα, με το χάσμα ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους να μεγαλώνει επικίνδυνα, τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στην κοινωνία.
Παρόλα αυτά, το 2012 ο Ομπάμα είχε απέναντί του τον πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, Μιτ Ρόμνεϊ, ο οποίος ήταν –και ακόμα παραμένει– το ποιοτικότερο στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων. Ο Ρόμνεϊ, που σε ένα ιστορικά άβολο στιγμιότυπο αποδέχτηκε τη στήριξη του ανερχόμενου στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε έναν Πρόεδρο του μεσαίου χώρου, επαναφέροντας το Ρεπουμπλικανικό κόμμα σε έναν περισσότερο μετριοπαθή ιδεολογικό άξονα. Όμως, η ήττα του απέναντι στον χαρισματικό Ομπάμα άνοιξε διάπλατα τοn δρόμο για το τέρας του λαϊκισμού που γέννησε η Σάρα Πέιλιν και έθρεψε μαζί με πολλούς ομοϊδεάτες της, πολιτικούς και μη.
Παρά το γεγονός πως ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας από το Μανχάταν δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους «αληθινούς Αμερικάνους» που τον ψήφιζαν, κατάφερε να τους πείσει πως μόνο εκείνος μπορούσε να αναμετρηθεί με την «ελίτ»
Ο άχαρος ιππότης στο άλογο της μετa-αλήθειας
Ο Τραμπ πέρασε στην αντεπίθεση την επόμενη της νίκης του Ομπάμα. Αφού τον κατηγόρησε άδικα πως χωρίς τη βοήθεια του «αντιδημοκρατικού» κολλεγίου των εκλεκτόρων –που τον έκανε Πρόεδρο τέσσερα χρόνια μετά– θα έχανε, ο Τραμπ κατοχύρωσε νομικά το σλόγκαν “Make America Great Again” αρχίζοντας το χτίσιμο της εκστρατείας του για το 2016. Το κρίσιμο σημείο είναι πως η συντριβή της φράξιας του κόμματος που εκπροσωπούσε ο Ρόμνεϊ άφησε στον Τραμπ το γήπεδο εντελώς ελεύθερο να παίξει το παιχνίδι του ακριβώς όπως τον βόλευε, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για τα πολιτικά προσχήματα. Κάπως έτσι, ο Τραμπ αναδείχθηκε στις συνειδήσεις –και τις τηλεοράσεις– των Ρεπουμπλικάνων αποτελώντας τον εκφραστή της εξωφρενικότερης θεωρίας συνωμοσίας που θέριεψαν εναλλακτικά συντηρητικά μέσα όπως το Breitbart και το Infowars και η οποία ήθελε τον Ομπάμα να έχει γεννηθεί εκτός των ΗΠΑ, άρα να μην έχει το δικαίωμα να είναι Πρόεδρος.
Μέχρι και σήμερα, κανείς δεν ξέρει αν ο Τραμπ πίστεψε ποτέ πως όντως ο Ομπάμα δεν γεννήθηκε στη Χαβάη. Το πιθανότερο είναι πως απλώς χρησιμοποίησε το “birther movement” για να τραβήξει το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων και των μέσων πάνω του, αξιοποιώντας παράλληλα μαεστρικά τη δύναμη των social media όπως κανείς άλλος. Η δύναμη του Τραμπ τόσο στο διαδίκτυο όσο και στα εναλλακτικά συντηρητικά μέσα ήταν τόσο εντυπωσιακή, που σύντομα μπορούσε να συντονίσει δύο παράλληλες αντιπολιτεύσεις: μια απέναντι στον Ομπάμα και μία απέναντι σε οποιονδήποτε Ρεπουμπλικάνο τολμούσε να εκφράσει μια περισσότερο μετριοπαθή πολιτική και ιδεολογική προσέγγιση. Ο κόσμος λάτρεψε και τα δύο, σε σημείο που από τη μία ο Ομπάμα αναγκάστηκε να δώσει στη δημοσιότητα το πιστοποιητικό γεννήσεώς του, ενώ από την άλλη σχεδόν κάθε προσπάθεια των κεντρώων Ρεπουμπλικάνων στην Ουάσιγκτον να συνεργαστούν με τους Δημοκρατικούς ναυάγησε μπροστά στις αντιδράσεις τεράστιου αριθμού συντηρητικών ψηφοφόρων.
Έτσι, η κούρσα του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων για τις εκλογές του 2016, βρήκε τον Τραμπ με χαοτικό προβάδισμα απέναντί στους –ανέμπνευστους– αντίπαλους του. Παρά το γεγονός πως ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας από το Μανχάταν δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους «αληθινούς Αμερικάνους» που τον ψήφιζαν, κατάφερε να τους πείσει πως μόνο εκείνος μπορούσε να αναμετρηθεί με την «ελίτ» και το «σύστημα» καθώς δεν αποτέλεσε ποτέ κομμάτι τους – ακριβώς όπως έκανε και η Πέιλιν. Με τη σειρά τους, οι ψηφοφόροι του αγνόησαν πλήρως τους αμέτρητους εναγκαλισμούς του με ακριβώς εκείνους τους «συστημικούς πολιτικούς» που κατήγγειλε –μεταξύ αυτών και του ζεύγους Κλίντον–επιτρέποντάς του να ξεπεράσει κάθε όριο πολιτικής αμετροέπειας στον δρόμο για τον Λευκό Οίκο, εκφράζοντας τις γνωστές σε όλους ακραία διχαστικές απόψεις για αμέτρητα ζητήματα, από τη μετανάστευση μέχρι τις πυρηνικές κεφαλές. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ δε γινόταν να χάσει το χρίσμα του κόμματός του γιατί το κόμμα του έψαχνε από καιρό κάποιον σαν εκείνον.
H μεγαλύτερη ζημιά της «ιδεολογίας» του Τραμπ και της Πέιλιν είναι πως οδήγησε ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος πέρα από κάθε όριο λογικής και φανατισμού, τραυματίζοντας την aμερικανική –και όχι μόνο– κοινωνία
Η κληρονομιά του 2016
Παρά τη μεταστροφή των Ρεπουμπλικάνων, η νίκη τους το 2016 δεν αποτέλεσε μονόδρομο. Ο Τραμπ είχε την τύχη να αντιμετωπίσει μια εξαιρετικά αντιπαθή –ακόμα και στο κόμμα της– πολιτικό, από την οποία κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε αν ελάχιστες μέρες πριν τις εκλογές δεν ερχόταν η ανακοίνωση του FBI πως θα ξεκινούσε πάλι η έρευνα για το σκάνδαλο με τα προσωπικά της email. Η ταύτιση των Ρεπουμπλικάνων με τον Τραμπ μπορεί να είναι σχεδόν απόλυτη, όμως η γεμάτη αστοχίες θητεία του έχει θολώσει αρκετά το αφήγημα που τον έφερε από το πολιτικό πουθενά στην aμερικανική προεδρία. Ενδεικτικά, ο Τζο Μπάιντεν απολαμβάνει το πιο σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα της ιστορίας. Φυσικά, και οι Δημοκρατικοί αντιμετωπίζουν –μικρότερα– προβλήματα πολιτικού παραλογισμού τα τελευταία χρόνια, έχοντας όμως καταφέρει να τα τιθασεύσουν σε επίπεδο ηγεσίας.
Η πιθανή ήττα του Τραμπ από τον Μπάιντεν θα έχει πολλές ερμηνείες. Κάποιοι θα πουν πως θα έχει αποτελέσει την επιστροφή στην κανονικότητα, άλλοι θα πανηγυρίσουν την εκδίκηση του πολιτικού συστήματος απέναντι στο λούμπεν και ορισμένοι ημιπαρανοϊκοί θα κατηγορήσουν την «ελίτ» πως βρήκε τρόπο να νοθεύσει τις εκλογές. Όμως, η πραγματική σημασία μιας ήττας του Τραμπ είναι η ευκαιρία που θα δώσει στους Ρεπουμπλικάνους να περάσουν μια δεύτερη φάση μεταστροφής προς μια περισσότερο συγκαταβατική και ενωτική προσέγγιση – όσο αυτό μπορεί να είναι δυνατό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η μεγαλύτερη ζημιά της «ιδεολογίας» του Τραμπ και της Πέιλιν είναι πως οδήγησε ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος πέρα από κάθε όριο λογικής και φανατισμού, τραυματίζοντας την aμερικανική –και όχι μόνο– κοινωνία. Έτσι, η ήττα του τον Νοέμβριο μπορεί ιδανικά να ανοίξει το δρόμο της επιστροφής ενός Ρεπουμπλικανικού κόμματος που τα τελευταία χρόνια αγνοείται και που θα προτιμάει κάποιον σαν τον Μιτ Ρόμνεϊ και τον πατέρα Μπους από έναν ακόμα Ντόναλντ Τραμπ ή μια Σάρα Πέιλιν, τις περισσότερες φορές που θα καλείται να επιλέξει στο μέλλον. Οι ΗΠΑ –και ο κόσμος– έχουν μόνο να κερδίσουν από αυτό το ενδεχόμενο.