Κοσμος

Κάρμε Κολ Καπντεβίλ: «Η αποικιοκρατία δεν τελείωσε στην Αφρική»

«Εάν θέλεις να έχεις πραγματικό αποτέλεσμα δεν ωφελεί η φιλανθρωπία, θα πρέπει να δουλέψεις μαζί τους, να ανεβάσεις το δικό τους επίπεδο».

Ίσμα Μ. Τουλάτου
ΤΕΥΧΟΣ 754
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η καταλανή γυναικολόγος Κάρμε Κολ Καπντεβίλα μιλάει για την υγειονομική περίθαλψη στην Αφρική, τις δυσκολίες στα νοσοκομεία, τον κορωνοϊό

Η καταλανή γυναικολόγος Κάρμε Κολ Καπντεβίλα πρεσβεύει μια διαφορετική εκδοχή των όρων «προσφορά» και «φιλανθρωπία». Μιλά για το πώς βιώνει την πανδημία μια περιοχή του Πλανήτη όπου η δυστυχία και ο πόνος είναι μέρος της καθημερινότητάς της αλλά και για το μάθημα που διδάσκει αυτόν τον καιρό η Μαύρη Ηπειρος στον Δυτικό Κόσμο.

Πώς βιώνει, άραγε, την πανδημία μια περιοχή του πλανήτη όπου η καταστροφή και ο πόνος είναι μέρος της καθημερινότητάς της; Το γεγονός ότι ο Covid-19 κάνει τον «άτρωτο» δυτικό κόσμο να μοιάζει ευάλωτος κι ανίσχυρος μας ευαισθητοποιεί, ίσως, πιο ουσιαστικά σε σχέση με τα προβλήματα του λεγόμενου αναπτυσσόμενου κόσμου; Ποια αλήθεια μας διδάσκει η Μαύρη Ηπειρος με αφορμή την παγκόσμια αυτή κρίση υγείας;

Η Κάρμε Κολ Καπντεβίλα είναι καταλανή γιατρός-γυναικολόγος και ζει στη Βαρκελώνη. Στο παρελθόν έχει ζήσει και στην Ελλάδα την οποία αγαπά ιδιαίτερα αφού μάλιστα μιλά αρκετά καλά και τη γλώσσα μας. Εδώ και 30 χρόνια δραστηριοποιείται στην υποσαχάρια Αφρική, μία από τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη, έχοντας δώσει σάρκα και οστά σε μια φιλόδοξη ιδέα η οποία υπερβαίνει τα όρια της «προσφοράς» και της «φιλανθρωπίας» με το σύγχρονο περιεχόμενο των όρων. Στο διάστημα των τριών αυτών δεκαετιών οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ήταν κάθε άλλο παρά λίγες: από την έλλειψη όσων ο λεγόμενος αναπτυγμένος κόσμος θεωρεί δεδομένα και βασικά ως την ενέδρα των τρομοκρατών της Μπόκο Χαράμ στη διάρκεια μιας διαδρομής με το αυτοκίνητο. Παρόλ΄ αυτά εξακολουθεί να ταξιδεύει εκεί δύο φορές τον χρόνο και να βιώνει πλέον την ικανοποίηση του ανθρώπου του οποίου η προσπάθεια αποδίδει καρπούς.

Πώς αποφασίσατε να εργαστείτε στην Αφρική; Ποιο ήταν το κίνητρό σας;
Άρχισα να δουλεύω εκεί πριν από 30 χρόνια. Με κάλεσε ένας φίλος, χειρουργός, ο οποίος εργαζόταν ήδη στο Τσαντ, τη φτωχότερη χώρα της Αφρικής εκείνη την εποχή, και είχε ανάγκη από βοήθεια. Την πρώτη φορά που πήγα έμεινα δύο μήνες κι όταν είδα την κατάσταση που επικρατούσε, κατάλαβα ότι όφειλα να ξαναπάω. Στην αρχή πας με μια διάθεση ρομαντική, με την επιθυμία να προσφέρεις. Σύντομα όμως αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να ξεχάσεις οτιδήποτε ήξερες ως εκείνη τη στιγμή. Πρόκειται για μια άλλη πραγματικότητα η οποία δεν ταυτίζεται πουθενά με τη δική μας και πρέπει εσύ να προσαρμοστείς σ΄αυτήν. Το πιο δύσκολο είναι να σε αποδεχτούν σαν να είσαι δικός τους. Να μην είσαι ο «νασάρα», ο λευκός, αλλά ένας «δικός μας».

Πώς γίνεται αυτό; Εσείς από πού ξεκινήσατε;
Στην αρχή εργάστηκα στο Γκούντι, μια αγροτική περιοχή περίπου 800 χιλιόμετρα νότια από την πρωτεύουσα, τη Τζαμένα. Εκεί υπήρχε τότε ένα πολύ μικρό νοσοκομείο –τώρα έχει επεκταθεί– όπου δούλεψα ως γυναικολόγος, αλλά βλέποντας τις τρομερές ελλείψεις παντού, άρχισα σιγά-σιγά να κάνω και μαθήματα. Φτιάξαμε ένα πρόγραμμα, όχι επίσημο, όπου δίδασκα μόνη μου περίπου δύο ώρες την ημέρα σε μια ομάδα νοσοκόμων κυρίως, και μιλούσαμε για διάφορα πράγματα: νευρολογικά, ανατομία, κυκλοφορία του αίματος, σεξουαλικές σχέσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φράση που μου έλεγαν: «Θέλουμε να μαθαίνουμε από τη ζωή, όχι από τις αρρώστιες». Δεν είχαν ως τότε την ευκαιρία να μιλήσουν με κάποιον που τους δείχνει μια άλλη όψη στα πράγματα. Μιλάμε για μια περιοχή όπου το 90% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι. Κάναμε τεράστια προσπάθεια για τα παιδιά, να συνεχίσουν το σχολείο πέραν των οκτώ ετών, να παρακολουθούν τουλάχιστον ως τα 14, δώσαμε μεγάλη έμφαση στις γυναίκες.

Και πώς συνεχίσατε;
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1998, φτιάξαμε έναν οργανισμό με τίτλο «Υγεία και Κοινωνία χωρίς Σύνορα» με έδρα τη Βαρκελώνη ούτως ώστε να μπορούμε να σχεδιάζουμε και να υλοποιούμε διάφορα πρότζεκτ. Αρχίσαμε με 10-15 φίλους οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να στηρίξουν την ιδέα από κάθε άποψη. Σταδιακά αναπτύξαμε ένα μεγάλο δίκτυο συνεργειών με Πανεπιστήμια τόσο της Ισπανίας όσο και της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ελβετίας και άλλες οργανώσεις. Χτίσαμε ένα σύστημα συνδρομητών, βρήκαμε σπόνσορες για εξειδικευμένα προγράμματα κι έτσι πορευόμαστε ως σήμερα.

Γιατί επιλέξατε να φτιάξετε έναν άλλον οργανισμό και δεν ενταχθήκατε στις ήδη γνωστές διεθνείς οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην Αφρική; Τι είναι αυτό που σας διαφοροποιεί;
Είπα προηγουμένως ότι αρχικά πάει κανείς στην Αφρική με μια διάθεση ρομαντική, θέλει να προσφέρει. Προσωπικά έφυγα πολύ σύντομα από αυτή τη λογική. Κατάλαβα πως εάν θέλεις να έχεις πραγματικό αποτέλεσμα δεν ωφελεί η φιλανθρωπία με την έννοια που μπορεί να έχει σήμερα η λέξη, θα πρέπει να δουλέψεις μαζί τους, να ανεβάσεις το δικό τους επίπεδο. Δεν έχει νόημα να πας να μείνεις εκεί 2-3 μήνες και μετά να φύγεις και να τους αφήσεις πίσω με τα προβλήματά τους, με τις αρρώστιες, με την πείνα… Δεν έχει νόημα να τους δώσεις μια ευκαιριακή οικονομική βοήθεια εδώ κι άλλη μια εκεί. 

Ποια είναι η εναλλακτική;
Προσφάτως με ρώτησε ένας φίλος εάν πιστεύω ότι η αποικιοκρατία τελείωσε στην Αφρική. Το σκέφτηκα και αποφάσισα πως όχι. Τόσα χρόνια που εργάζομαι εκεί έχω βαρεθεί να βλέπω νοσοκομεία και σχολεία που χτίζονται και κατόπιν μένουν άδεια, δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Αναλαμβάνεις ένα έργο με κόστος, ας πούμε, 80 εκατομμύρια. Φτιάχνεις το κτίριο αλλά μετά πρέπει να ανοίξει, να δουλέψει. Χρειάζεται εξοπλισμός, μηχανήματα… Εκεί δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, πρέπει να τα αγοράσεις στην Ευρώπη. Έτσι το 80% της επένδυσης επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Άλλο παράδειγμα τα κοιτάσματα πετρελαίου που βρέθηκαν προ 20ετίας στο Τσαντ. Ολόκληρες περιοχές δεσμεύτηκαν για έρευνες, πληθυσμοί που στηρίζονταν στην καλλιέργεια της γης έχασαν τα εδάφη τους με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ζήσουν και να δημιουργηθεί μια φτώχεια μέσα στη φτώχεια, ένας τέταρτος κόσμος. Γι’ αυτό λέω ότι η αποικιοκρατία δεν τελείωσε. Συνεχίζεται με άλλες μορφές.

Και τι μπορεί να κάνει κανείς γι’ αυτό;
Για μένα από πολύ νωρίς έγινε σαφές ότι το βασικό είναι η επένδυση στην παιδεία ούτως ώστε να ανέβει το επίπεδο των ίδιων των ντόπιων, να πάρουν την τύχη τους όσο το δυνατόν στα χέρια τους. Κάποια στιγμή επισκέφθηκα τον πρύτανη της Ιατρικής Σχολής στην πρωτεύουσα, στη Τζαμένα. Η κατάσταση εκεί ήταν τραγική, δεν υπήρχαν καθηγητές, δεν γίνονταν μαθήματα, οι φοιτητές βρίσκονταν σε διαρκείς απεργίες. Του πρότεινα βοήθεια, με καθηγητές από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία. Εκείνος το δέχτηκε αλλά αργότερα άλλαξε ο Πρύτανης και μ’ έναν τρόπο μας είπε ότι δε μας χρειάζεται. Πέρασε ένας χρόνος, όμως, και μαθήματα πάλι δεν γίνονταν. Του προτείναμε να οργανώσουμε συμπληρωματικά σεμινάρια για τους φοιτητές της κρατικής Ιατρικής Σχολής σ΄ ένα άλλο κτίριο. Στο σπίτι ενός Γάλλου ο οποίος έμενε εκεί την περίοδο της αποικιοκρατίας και μας είχε παραχωρηθεί. Το βάψαμε, το ανακαινίσαμε. Κάπου είδαμε ότι αυτό δεν ήταν ούτε πρακτικό ούτε αρκετό. Ιδρύσαμε λοιπόν μια δεύτερη Ιατρική Σχολή η οποία άρχισε τη λειτουργία της μ’ ένα μικρό γκρουπ φοιτητών. Στην πορεία ιδρύσαμε και μια σχολή νοσοκόμων αλλά κι ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο συνδεδεμένο με το Πανεπιστήμιο το οποίο είδαμε ότι είναι αναγκαίο μια που δε μπορούσαμε να εργαστούμε όπως θέλαμε στο κρατικό νοσοκομείο.

Για ποιον λόγο; Ποιο ήταν το πρόβλημα;
O τρόπος λειτουργίας, το γεγονός ότι έλειπαν ακόμη και τα βασικά, ενώ οι στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτες. Άνοιγαν μια βελόνα, έπεφτε κάτω και παρόλ’ αυτά τη χρησιμοποιούσαν. Εξέταζαν έναν ασθενή και με τα ίδια γάντια και τον επόμενο. Αυτό δεν μπορούσες να το αλλάξεις, ήταν ο τρόπος της δουλειάς τους, η νοοτροπία τους. Αν ήθελες να αλλάξεις το σύστημα, έπρεπε να ξεκινήσεις από το μηδέν.

Πρακτικά τι σήμαινε αυτό; Θυμάστε, ας πούμε, κάποια συγκεκριμένη περίπτωση;
Την πρώτη φορά που πήγα εκεί έπρεπε να κάνω μια καισαρική τομή. Παίρνω, λοιπόν, τη γυναίκα και πηγαίνω στο χειρουργείο. Έπρεπε να κάνω την αναισθησία μόνη μου: χρησιμοποιούσαν ένα φάρμακο το οποίο τώρα είναι απαγορευμένο στην Ευρώπη και το χρησιμοποιούν μόνο οι κτηνίατροι. Αφοσιώθηκα πλήρως στην επέμβαση χωρίς να σκέφτομαι τίποτα ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είμαι εντελώς μόνη στο χειρουργείο. Δεν είχα άνθρωπο με βοηθήσει. Έπρεπε να ασχοληθώ με τη γυναίκα, με το μωρό, με τα πάντα… Όταν τελείωσα ήμουν κυριολεκτικά πτώμα. Βγήκα έξω κι έκλαψα από την ένταση αλλά κι από τη στενοχώρια, από μια βαθιά λύπη… Μετά από λίγα χρόνια, χρειάστηκε και πάλι να κάνω μια καισαρική. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν εντυπωσιακά διαφορετικά. Υπήρχαν αξιοπρεπείς συνθήκες υγιεινής, είχα βοήθεια στο χειρουργείο, είχα τα απαραίτητα… Έκλαψα και πάλι, αλλά αυτή τη φορά ήταν από χαρά. Βλέπεις την πρόοδο με τα μάτια σου κι αυτό σου δίνει δύναμη.

Ποια είναι η μεγαλύτερη ικανοποίησή για σας μετά από όλ’ αυτά τα χρόνια;
Δεν ξέρω… Να βλέπω τα πράγματα να δουλεύουν πλέον μόνα τους. Να πηγαίνω εκεί, να κάθομαι μαζί τους στο πάτωμα, να τρώω από το φαγητό τους. Τους βλέπω και τους σέβομαι. Δεν έχουν τίποτα, αλλά μοιράζονται μαζί σου τα πάντα. Το πιο σπουδαίο για μένα είναι να τους κρατάς το χέρι, να τους κοιτάζεις στα μάτια… Αυτό μου χαρίζει μεγάλη ηρεμία. Σκέφτομαι την προσπάθεια που καταβάλαμε να καταλάβουμε οι ίδιοι τι πρέπει να κάνουμε και στη συνέχεια να εξηγήσουμε στους ανθρώπους αυτούς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η εκπαίδευση. Ταξιδέψαμε σε απομακρυσμένα χωριά και παλέψαμε εναντίον του βάρβαρου εθίμου της κλειτοριδεκτομής. Πέρα από αυτή καθαυτή την αγριότητά του, είναι και η αιτία για πολλά προβλήματα στη σεξουαλική ζωή των γυναικών και στους τοκετούς, εξού και ο δείκτης θνησιμότητας είναι πολύ αυξημένος. Σε μεγάλο βαθμό κατάλαβαν ότι πρέπει να το σταματήσουν γι’ αυτό και πλέον πολύ λίγο συνεχίζεται. Για τον σκοπό αυτό δουλέψαμε και με τους άνδρες οι οποίοι θεωρούσαν ότι μια γυναίκα χωρίς κλειτοριδεκτομή είναι ακάθαρτη. Το να βγάλεις από το κεφάλι τους μια τέτοια πεποίθηση είναι πολύ σημαντικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λεγόμενη «κακά», τη γιαγιά του σπιτιού η οποία είναι το πρόσωπο που παίρνει τις αποφάσεις καθώς πρόκειται για μια έντονα μητριαρχική κοινωνία. Δουλέψαμε όμως πολύ και στο κομμάτι της εκπαίδευσης των ίδιων των γυναικών.

Και το αποτέλεσμα;
Πλέον το 50% των φοιτητών στην Ιατρική Σχολή είναι γυναίκες. Δεν ήταν εύκολο γιατί τα νεαρά κορίτσια εκεί δουλεύουν σκληρά για τις ανάγκες του σπιτιού. Ωστόσο είναι πολύ έξυπνες, μπορώ να πω πολύ καλύτερες από τους άνδρες. Όταν τους δίνεις μια ευκαιρία την αξιοποιούν στο έπακρο και οι επιδόσεις τους είναι εντυπωσιακές.

Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζετε, αλήθεια, ποια είναι;
Οι δυσκολίες παραμένουν, πάντα, πολλές. Όπως είπα είναι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Θυμάμαι πριν από δύο χρόνια στη διάρκεια μιας διαδρομής με το αυτοκίνητο έπεσα σε ενέδρα της Μπόκο Χαράμ και βρέθηκα αντιμέτωπη με το καλάσνικοφ ενός από τους τρομοκράτες. Το λέω αυτό για να μεταφέρω μια κατάσταση καθημερινή γι’ αυτούς τους λαούς. Το Τσαντ, ειδικά, εξαρτάται πολύ από τα γειτονικά κράτη. Αν πρέπει όμως να απομονώσω μια δυσκολία, θα έλεγα ότι το μεγαλύτερο στοίχημα είναι να πείσεις τα παιδιά αυτά, τους αποφοίτους μας, να συνεχίζουν να υποστηρίζουν αυτή την ιδέα.

Τι εννοείτε;
Καθώς η φοίτηση και η διαμονή τους είναι πληρωμένα, καλούνται να υπογράψουν ένα έγγραφο που ορίζει ότι μετά την αποφοίτησή τους θα διαθέτουν ένα μικρό μέρος του μισθού τους προκειμένου να σπουδάσει ένα άλλο παιδί. Ε, αυτό είναι δύσκολο να το αποδεχτούν. Πολλοί θέλουν να φύγουν στην Ευρώπη, να βγάλουν χρήματα... Ανθρώπινο είναι, όμως. Στην αρχή θυμώνεις: Λες μέσα σου «εμείς κάνουμε όλη αυτή την προσπάθεια, αυτοί γιατί δεν κάνουν κάτι για την ίδια τους τη χώρα;». Σιγά-σιγά το καταλαβαίνεις, όμως. Η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής είναι κάτι πολύ λογικό. Περίπου οι μισοί να μείνουν πίσω είναι μεγάλο το κέρδος.  

Πώς ζουν, αλήθεια, την πανδημία;
Πολύ άσχημα, για λόγους πολύ πέρα από την έλλειψη των σχετικών τεστ που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση. Έκλεισαν τις αγορές κι αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν πού να πουλήσουν τα προϊόντα τους κι αντιστοίχως να αγοράσουν τρόφιμα. Εμείς μιλάμε για κορωνοϊό αλλά στην υποσαχάρια Αφρική η πείνα είναι ο πραγματικός εφιάλτης. Εκεί οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει τις καταστροφές, είναι η καθημερινότητά τους. Ζουν με τον υποσιτισμό, τον έμπολα, την πολιομυελίτιδα, με τόσα πολλά... Από τον κορωνοϊό δεν πέθανε ούτε το 1/10 του πληθυσμού που βρίσκει τον θάνατο από άλλες ασθένειες. Είναι πιο έτοιμοι από εμάς για τέτοια πράγματα, πιο ψύχραιμοι, το ζουν πιο ομαλά. Εμείς αντιμετωπίσαμε την πανδημία με αλαζονεία. Τελικά ανακαλύψαμε ότι δεν είμαστε ούτε άτρωτοι, ούτε τόσο ισχυροί και ανίκητοι όσο πιστεύαμε. Θεωρούσαμε ότι το στιβαρό σύστημα υγείας θα μας προστατεύσει. Κάναμε λάθος. Η κατάσταση στην Ευρώπη υποτιμήθηκε και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε...

Υπάρχει, άραγε, κάτι που μας διδάσκει η Αφρική σ’ αυτή την περίπτωση;
Μας διδάσκει ότι η πραγματική αξία στη ζωή κρύβεται στα απλά πράγματα τα οποία στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο είναι και τα πιο δύσκολα, τουλάχιστον στις μέρες μας. Το σπουδαίο δεν είναι το τι έχεις αλλά το πώς ζεις, ποιος είναι κοντά σου την κρίσιμη στιγμή. Αυτό το είδαμε με τον κορωνοϊό που μας έκλεισε στο σπίτι και φάνηκε η αξία των ανθρώπινων σχέσεων. Η οικογένεια, ο καλός φίλος που θα σε θυμηθεί και θα σε πάρει τηλέφωνο. Εκεί, αν πεινάς και κάποιος γείτονας έχει μια κούπα ρύζι θα το μοιραστεί μαζί σου. Το λίγο που προσφέρεις είναι πολύ. Μαθαίνεις ότι μπορείς να ζεις σε αρμονία με τη Φύση. Έρχονται να σε δουν, ξέρεις ότι πεινούν κι όμως χαμογελούν. Έχουν μια αξιοθαύμαστη καρτερικότητα κι αξιοπρέπεια. Κι αυτό είναι σπουδαίο μάθημα για τον δυτικό κόσμο…