Κοσμος

Εργατικό Κόμμα: Η Εποχή του Κιρ Στάρμερ και η σχολή του Soft Left

Ποιος είναι και τι θέλει ο νέος ηγέτης των Εργατικών

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κιρ Στάρμερ: Θα μπορέσει ο νέος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας να το ανασυντάξει μετά το πέρασμα της λαίλαπας Κόρμπιν;

Ανάμεσα στις ραγδαίες αλλαγές που πέρασε το Ηνωμένο Βασίλειο την τελευταία δεκαετία, η μόνη ίσως σταθερά ήταν η σταδιακή απαξίωση του Εργατικού κόμματος. Στις πρόσφατες εκλογές του Δεκεμβρίου, οι Εργατικοί—που κυβέρνησαν από το 1997 μέχρι και το 2010—βίωσαν τη μεγαλύτερη συντριβή της ιστορίας τους, αφήνοντας το γήπεδο ελεύθερο στον Συντηρητικό Μπόρις Τζόνσον ώστε να μπορεί να κάνει λίγο—πολύ ό,τι θέλει μέχρι και το 2024, έχοντας εξασφαλίσει σχεδόν 40 έδρες περισσότερες απ’ όσες του χρειάζονταν για την απόλυτη πλειοψηφία.

Πώς ακριβώς συνέβη αυτό; Είναι δυνατόν η συρρίκνωση των Εργατικών να οφείλεται μόνο στο Brexit; Πού πήγε τέλος-πάντων όλος αυτός ο κόσμος που τους έφερε τρεις συνεχόμενες φορές στην εξουσία;

Το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό—και φτάνει στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ελάχιστοι θα μπορούσαν να προβλέψουν πώς θα έμοιαζε η Μεγάλη Βρετανία του 2020, καθώς και πόσες διαφορετικές σχολές σκέψεις θα είχαν επιρεάσει την ιδεολογική πορεία των Εργατικών από τότε μέχρι σήμερα.

Ο Τόνι Μπλερ και ο Τρίτος Δρόμος

Έπειτα από σχεδόν είκοσι χρόνια στην Αντιπολίτευση—με τα μισά απέναντι στη «Σιδηρά Κυρία» Μάργκαρετ Θάτσερ—οι Εργατικοί επέστρεψαν στην εξουσία το 1997 υπό την ηγεσία του κεντρώου Τόνι Μπλερ. Η ανάδειξη του Μπλερ στην ηγεσία των Εργατικών άλλαξε ριζικά την ταυτότητα τους, μετακινώντας τους ταχύτατα προς το κέντρο, σε μια προσέγγιση Τρίτου Δρόμου—μιας μίξης δηλαδή κεντροαριστερών και κεντροδεξιών πολιτικών θέσεων. Το ιδεολογικό αυτό rebrand ονομάστηκε “New Labour” ενισχύοντας την ιδεολογική ανανέωση του κόμματος στο εκλογικό σώμα, το οποίο αναζητούσε μια αλλαγή φιλοσοφίας μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια.

Η πρώτη θητεία του Μπλερ έφερε σημαντικές φορολογικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις—αλλά και την ίδρυση των εθνικών Κοινοβουλίων της Σκωτίας και της Ουαλίας. Αυτές οι πρωτοβουλίες κέρδισαν τους Βρετανούς, οι οποίοι με τη σειρά τους επανεξέλεξαν πανηγυρικά τους Εργατικούς το 2001, ανταμείβοντας την ιδεολογική μετατόπιση τους. Όμως, δύο μόλις χρόνια αργότερα συνέβη το μοιραίο: ο βρετανός Πρωθυπουργός αποφάσισε να στηρίξει τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους και τον πόλεμο στο Ιράκ. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε ίσως το κρισιμότερο σημείο της εποχής Μπλερ, ο οποίος σύντομα αντιμετώπισε ιστορικά μαζικές κινητοποιήσεις—ενώ οι εκλογικές επιπτώσεις φάνηκαν το 2005, όταν οι Εργατικοί νίκησαν μεν, χάνοντας όμως παράλληλα 66 έδρες. Προφανώς, το πλήγμα για τη σχολή του Τρίτου Δρόμου ήταν τεράστιο.

Ο Μπλερ εν τέλει υπέκυψε στην εσωκομματική πίεση και παραιτήθηκε το 2007, με τον ελάχιστα χαρισματικό Γκόρντον Μπράουν να αναλαμβάνει την πρωθυπουργία. Την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν και τα πρώτα σημάδια για το τι θα ακολουθούσε την επόμενη δεκαετία, με το Εθνικό Σκωτσέζικο Κόμμα να σχηματίζει για πρώτη φορά στην ιστορία Κυβέρνηση στη Σκωτία ενώ μια χρονιά αργότερα ο Μπόρις Τζόνσον κατακτούσε τη Δημαρχία του ιστορικά κεντροαριστερού Λονδίνου.

Το 2010, ο Μπράουν δεν κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο, με τους Συντηρητικούς του Ντέιβιντ Κάμερον να σχηματίζουν Κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους.

Αντιπολίτευση με μια νέα ιδεολογία—σχεδόν

Τα αντιπολιτευτικά έδρανα οδήγησαν τους Εργατικούς σε μια καινούργια περίοδο ιδεολογικής αναζήτησης. Ο νέος ηγέτης, Εντ Μίλιμπαντ, προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναπροσδιορίσει το ιδεολογικό στίγμα του κόμματος, περνώντας από το ρεύμα του “New Labour” στο “One Nation Labour” όπως το ονόμασε. Το πρώτο πρόβλημα με αυτή την ιδεολογική ακροβασία ήταν πως αποτελούσε ουσιαστικά μια επανάληψη του “New Labour” αλλά στο περίπου. Ο Μίλιμπαντ προσπάθησε να καλύψει τον ιδεολογικό χώρο ανάμεσα στον Τρίτο Δρόμο και την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, προωθώντας ασαφή ιδεολογικά κατασκευάσματα περί «ελεύθερης αγοράς και δίκαιου σοσιαλισμού» και καταλήγοντας σε ένα νερόβραστο ιδεολόγημα που δε συγκινούσε κανέναν στην πραγματικότητα. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν πως αυτή η εσωκομματική ενδοσκόπηση ήρθε σε μια εποχή όπου οι Ευρωπαϊκές τεκτονικές πλάκες μετακινούνταν επικίνδυνα, με την άνοδο των λαϊκίστικων κινημάτων ανά την Ευρώπη—και κυρίως στη Βρετανία—να προειδοποιει πως οι καιροί απαιτούσαν συνέπεια, σοβαρότητα και σαφήνεια αντί υπαρξιακών ιδεολογικών αναζητήσεων.

Ο Μίλιμπαντ κατάφερε αρχικά να διατηρήσει τις δυνάμεις των Εργατικών, επικρατώντας οριακά των Συντηρητικών στις Ευρωεκλογές του 2014, χάνοντας όμως από το ευρωφοβικό UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ. Στις εκλογές του 2015, οι Εργατικοί περιορίστηκαν ξανά στη δεύτερη θέση, με τον Μίλιμπαντ να οδηγείται σε παραίτηση.

Ο καταστροφικός σοσιαλιστής Τζέρεμι Κόρμπιν

Την αναιμική περίοδο Μίλιμπαντ διαδέχθηκε ο ευρωσκεπτικιστής σοσιαλιστής και μέλος του εσωκομματικού σχηματισμού Socialist Campaign Group, Τζέρεμι Κόρμπιν. Ο Κόρμπιν έκανε τα πάντα για να στρίψει το κόμμα προς τα πολύ αριστερά, προσπαθώντας να μετατρέψει τους Εργατικούς σε ένα μοντέλο Βρετανικού ΣΥΡΙΖΑ—με στελέχη του οποίου ανέπτυξε φιλικές σχέσεις, εκθειάζοντας παράλληλα την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα. Σε αντίθεση όμως με τον τελευταίο, ο Κόρμπιν δεν καθιερώθηκε ποτέ στις συνειδήσεις των Εργατικών ψηφοφόρων και στελεχών ως ο γνήσιος ηγέτης τους. 

Η αμφίσημη στάση του στο δημοψήφισμα για το Brexit οδήγησε σε μια εσωκομματική πρόταση μομφής, με τον ίδιο να επιβιώνει και να οδηγεί τους Εργατικούς ξανά στη δεύτερη θέση το 2017, αυξάνοντας κάπως τα ποσοστά τους. Παρόλα αυτά, η αμφιθυμία του Κόρμπιν σε συνδυασμό με τις ατελείωτες ζυμώσεις γύρω από το Brexit εντός και εκτός Μεγάλης Βρετανίας οδήγησε τόσο στην προσωπική του απαξίωση, όσο και σε εκείνη του ιδεολογικού του ρεύματος, με τελικό αποτέλεσμα την ιστορική ήττα του 2019, όταν ο Μπόρις Τζόνσον κυριολεκτικά τον εξαΰλωσε πολιτικά—οδηγώντας τον σε παραίτηση.

Η Εποχή του Κιρ Στάρμερ και η σχολή του “Soft Left”

Η μετά-Brexit εποχή έφερε στην ηγεσία των Εργατικών τον Κιρ Στάρμερ. Ο Στάρμερ είναι ένας σοβαρός, αυτοδημιούργητος, μετριοπαθής πολιτικός, ο οποίος πρώτη φορά υπηρέτησε ως βουλευτής στα 52 του, αντικαθιστώντας τον Φρανκ Ντόμπσον, έχοντας πρώτα εργαστεί για δεκαετίες ως δικηγόρος, σε μια καριέρα που οδήγησε στην παρασημοφόρηση του. Επικρατώντας στις εσωκομματικές εκλογές του Απριλίου—συνθλίβοντας την εκλεκτή του Κόρμπιν, Ρεμπέκα Λονγκ-Μπέιλι αλλά και την κεντρώα Λίζα Νάντι—ανέλαβε την ευθύνη να επαναπροσδιορίσει το ιδεολογικό στίγμα του κόμματος. 

Ο Στάρμερ είναι εκφραστής της σχολής σκέψης του “Soft Left” η οποία χαρακτήριζε τον χώρο ελάχιστα αριστερότερα των “New Labour” επί Μπλερ. Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο όρος “Soft Left” διαφέρει πλέον ελάχιστα από το ιδεολογικό στίγμα του Μπλερ—του μετριοπαθούς ρεύματος δηλαδή που κράτησε τους Εργατικούς στην εξουσία για δεκατρία χρόνια—ενώ χρησιμοποιείται κυρίως για λόγους πολιτικής επικοινωνίας και εσωκομματικής συνοχής. Σύμφωνα με στέλεχος του Εργατικού κόμματος από τη Λονδρέζικη περιφέρεια του Ρέντμπριτζ, ο όρος ουσιαστικά καλύπτει τους πάντες στο κόμμα—εκτός από τους Σοσιαλιστές του Κόρμπιν. Ο Στάρμερ μάλιστα έσπευσε να ορίσει στη σκιώδη κυβέρνηση του πολλά στελέχη που ταυτίζονται ξεκάθαρα με τον Τόνι Μπλερ, δείχνοντας από νωρίς τις ιδεολογικές του προθέσεις, παραμένοντας όμως ενωτικός χωρίς να ακυρώνει πλήρως την κληρονομιά των προκατόχων του, ορίζοντας μάλιστα ακόμα και τον ίδιο τον Εντ Μίλιμπαντ.

Τα πρώτα δείγματα γραφής και η Σκωτία

Ο Στάρμερ δείχνει αρχικά να συσπειρώνει τους Εργατικούς, ενώ σε συνδυασμό με την καταστροφική προσέγγιση Τζόνσον στο ζήτημα του lockdown—τον οποίο έχει στριμώξει μαεστρικά στις πρώτες τους κοινοβουλευτικές μονομαχίες—έχει μειώσει τη δημοσκοπική διαφορά από της δώδεκα στις τέσσερις μονάδες. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα είναι εξωφρενικά νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα, με τον Στάρμερ να έχει μπροστά του πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσει, με πρώτη σαφώς την ιδεολογική σταθεροποίηση του κόμματος του.

Εκτός των άλλων, ο νέος ηγέτης καλείται να εμπνεύσει τους Σκωτσέζους να επιστρέψουν στις τάξεις των Εργατικών, οι οποίοι είδαν τις Σκωτσέζικες έδρες τους να μειώνονται σε μόλις μία, όταν επί Μπλερ αποτελούσαν πλειοψηφικό ρεύμα. Με το ζήτημα της Ανεξαρτησίας να παραμένει στο επίκεντρο της Σκωτσέζικης Κυβέρνησης—και το επίσης κεντροαριστερό Εθνικό Σκωτσέζικο Κόμμα να διατηρεί μεγάλο προβάδισμα εν όψει των Σκωτσέζικων εκλογών του 2021—ο Στάρμερ μάλλον θα δυσκολευτεί πολύ να κατακτήσει τα Highlands σύντομα. 

Ο δρόμος προς την επαναφορά

Η σαφής ιδεολογική τοποθέτηση σε ένα πρόγραμμα μακριά από παλαιοκομματικές αριστερίζουσες ιδεοληψίες αλλά και από τον ετεροπροσδιορισμό έναντι των Συντηρητικών στη μάχη για το κέντρο αποτελεί προτεραιότητα. Η τεράστια αποτυχία των Εργατικών είναι πως επί δέκα χρόνια δεν κατάφεραν να εκφράσουν τη μετριοπαθή και φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία του Βρετανικού εκλογικού σώματος, με κορυφαία συνέπεια τη γιγάντωση του Τζόνσον—η οποία δε θα είχε συμβεί ποτέ αν πολλοί υποστηρικτές του Remain δεν τον επέλεγαν ως το μικρότερο κακό απέναντι στους Εργατικούς. Μένει να φανεί αν οι “Soft Left” του Στάρμερ θα μπορέσουν να μεταβάλλουν αυτή την παράδοξη ισορροπία.

Αν ο Τζόνσον φτάσει αλώβητος μέχρι το 2024, οι Συντηρητικοί θα έχουν κυβερνήσει για δεκατέσσερα χρόνια Το μεγάλο στοίχημα του Στάρμερ είναι να επαναλάβει το επίτευγμα του Μπλερ, να διαβάσει δηλαδή σωστά τις ανάγκες του εκλογικού σώματος μετά από μια πολυετή και επεισοδιακή Συντηρητική διακυβέρνηση, αποδίδοντας ουσιαστικά στους Εργατικούς τη μόνη ουσιαστική και ανανεωμένη προοπτική διακυβέρνησης. Έχει όλο το χρόνο μπροστά του για να το καταφέρει—αλλά και καθόλου χρόνο να χάσει.