Κοσμος

Ρεμπέκα Σέιφερ: Η δολοφονία της νεαρής ηθοποιού από έναν «θαυμαστή»

Έγινε αφορμή να ψηφιστεί στην Καλιφόρνια νόμος που απαγορεύει στην Υπηρεσία Μεταφορών να δίνει διευθύνσεις

Μιμή Φιλιππίδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Ρεμπέκα Σέιφερ: Η ιστορία της χολιγουντιανής ηθοποιού που δολοφονήθηκε από τον φανατικό «θαυμαστή» της

Οι διάσημοι έχουν συνήθως πολλούς θαυμαστές. Η λέξη αυτή στα ελληνικά εκφράζει ένα ειλικρινές αγνό συναίσθημα. Όταν όμως, τώρα πια, λέμε ότι κάποιος διάσημος έχει πολλούς φαν, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη fan προέρχεται από τη λέξη fanatic. Η λέξη φαν έχει μια χροιά ακραίων συναισθημάτων, μεγάλης γκάμας. Οι φαν ενός ροκ γκρουπ μπορεί να είναι έφηβοι που ουρλιάζουν εκστατικά στις συναυλίες των αγαπημένων τους καλλιτεχνών, μπορεί όμως και να είναι και διαταραγμένα, εμμονικά άτομα που φτάνουν στο έγκλημα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο «θαυμαστής»της Ρεμπέκα Σέιφερ.

Η Ρεμπέκα Σέιφερ ήταν μια ψηλή, λεπτή και όμορφη κοπέλα, εβραϊκής ανατροφής, γεννημένη το 1967 στο Όρεγκον. Η μητέρα της, συγγραφέας, και ο πατέρας της, παιδοψυχολόγος, έδωσαν στο μοναχοπαίδι τους πολλή αγάπη και υποστήριξη σε κάθε καλλιτεχνική επιδίωξη. Από τα σχολικά της χρόνια είχε ασχοληθεί με το μόντελινγκ για το χαρτζιλίκι της, συμμετέχοντας σε διαφημιστικές καμπάνιες καταστημάτων. Το 1984 πήγε μόνη της στη Νέα Υόρκη για να διευρευνήσει τις παραπέρα δυνατότητές της στο μόντελινγκ. Παράλληλα φοίτησε σε σχολή παιδικού θεάτρου, συμμετείχε σε δημοφιλή σαπουνόπερα και έπαιξε έναν μικρό ρόλο στην ταινία “Radio Days” του Γούντι Άλεν. Παρότι πριν τα 20 χρόνια της είχε ήδη ύψος 1.70μ, δε θεωρούσαν ότι είχε τις απαιτούμενες αναλογίες ως μοντέλο. Διέθετε όμως μια φρέσκια εφηβική εικόνα που έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Seventeen. Αυτό το εξώφυλλο τράβηξε τα βλέμματα παραγωγών του Χόλιγουντ και το 1986 κλήθηκε να υποδυθεί την αδερφή της πρωταγωνίστριας στην τηλεοπτική κωμωδία καταστάσεων του CBS «Η αδερφή μου η Σα». Ήταν στην αρχή μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας. 

Η Ρεμπέκα μετακόμισε από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες και νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Δυτικό Χόλιγουντ, όπου έμενε μόνη της. Η συμμετοχή της στην τηλεοπτική κωμωδία την έκανε σύντομα πολύ δημοφιλή και λάμβανε πολλά γράμματα θαυμαστών στα στούντιο των γυρισμάτων. Όταν, γεμάτη ενθουσιασμό, είπε στην ατζέντισά της ότι απαντούσε στα γράμματα, εκείνη την είχε προειδοποιήσει να μην το κάνει. Καμιά τους βέβαια δε γνώριζε τότε, το φθινόπωρο του 1986, ότι ένας «θαυμαστής» είχε αρχίσει να γίνεται εμμονικός με τη Ρεμπέκα. Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν Ρόμπερτ Τζον Μπάρντο.

Ο Ρόμπερτ Μπάρντο ήταν ο μικρότερος από τους επτά γιους ενός αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας. Μεγάλωσε στο Τούσον της Αριζόνας και σε όλη του τη ζωή είχε υποστεί μεγάλη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση. Είχε νοσηλευτεί δύο φορές λόγω «σοβαρών ψυχικών βλαβών». Όταν ήταν 13 ετών, ο Μπάρντο πήρε το λεωφορείο και πήγε να αναζητήσει τη Σαμάνθα Σμιθ, το παιδί που έγινε διάσημο για την αποστολή επιστολής στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Οι αρχές τον βρήκαν και τον επέστρεψαν στο σπίτι του. Στα 16 του, ενώ εργαζόταν σε φαστφουντάδικο, βρήκε στην τηλεόραση μια  καλύτερη  πραγματικότητα από εκείνη της ζωής του. Το φθινόπωρο του 1986, έγινε fan της σειράς «Η αδερφή μου η Σαμ». Συγκεκριμένα, ο Bardo άρχισε να έχει εμμονή με την ηρωίδα «Πάτι», που υποδυόταν η Ρεμπέκα Σέιφερ. Είχε συγκεντρώσει φωτογραφίες της και είχε φτιάξει ένα «ιερό λατρείας» στην κρεβατοκάμαρά του.

Όπως εκατομμύρια θαυμαστές, ο Μπάρντο άρχισε να της γράφει. Η Ρεμπέκα απάντησε γράφοντας ότι η επιστολή του ήταν «η πιο όμορφη» που είχε λάβει ποτέ, ζωγράφισε το σήμα της ειρήνης και μια καρδιά, και την υπέγραψε: «Με αγάπη από τη Ρεμπέκα». Τη ημέρα που ο Μπάρντο έλαβε την επιστολή από τη Ρεμπέκα, έγραψε στο ημερολόγιό του: Θέλω να γίνω διάσημος για να την εντυπωσιάσω. Τον Ιούνιο του 1987 ο Μπάρντο έφτασε στο στούντιο, όπου γυριζόταν «Η αδερφή μου η Σαμ», με ένα αρκουδάκι και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα για τη Ρεμπέκκα. Φυσικά, ο φύλακας δεν τον άφησε να μπει μέσα. Ο Μπάρντο επέστρεψε ένα μήνα αργότερα (με ένα μαχαίρι), αλλά πάλι δεν τον άφησαν να περάσει. Στο ημερολόγιό του έγραψε: «Δεν έχασα. Τελεία».

Ο Μπάρντο επέστρεψε στο Τούσον. Αργότερα, είδε την ταινία «Η πάλη των τάξεων στο Beverly Hills» όπου συμμετείχε η Ρεμπέκα -είχε μάλιστα μια σκηνή στο κρεβάτι με έναν  ηθοποιό που αναστάτωσε πολύ τον Μπάρντο. Δεν μπορούσε να φανταστεί το αθώο κορίτσι του ως ενήλικη γυναίκα. Τώρα είχε γίνει «μια ακόμη βρόμα του Χόλιγουντ» και έπρεπε να τιμωρηθεί για την ανηθικότητα της. Διέγραψε στις φωτογραφίες το σώμα της και σημείωσε πού σχεδίαζε να την πυροβολήσει. Ζήτησε από τον μεγαλύτερο αδερφό του να του αγοράσει ένα όπλο. Έπειτα πήρε το λεωφορείο για το Χόλιγουντ.

Στις 17 Ιουλίου 1989, ο Μπάρντο κάλεσε το γραφείο της ατζέντισσας της Σέιφερ και προσπάθησε να μάθει πού έμενε η ηθοποιός. Αρνήθηκαν να του δώσουν την πληροφορία και τότε άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους, να δείχνει τη φωτογραφία της και να ρωτάει τους περαστικούς για τη διεύθυνσή της. Έδωσε σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ 250 δολάρια για να τη βρει. Πράγμα αχρείαστο, αφού τότε, με ένα μόνο δολάριο, μπορούσε κάποιος να πάει σε ένα από τα γραφεία της Υπηρεσίας Μεταφορών (DMV) της Καλιφόρνιας, να συμπληρώσει ένα έντυπο δηλώνοντας ποιος είναι, για ποιον θέλει πληροφορίες  και πώς σκοπεύει να τις χρησιμοποιήσει. Ακόμα κι αν έλεγαν ψέματα, τα στοιχεία παραδίδονταν αμέσως. Έχοντας τις πληροφορίες, στις 18 Ιουλίου 1989 ο Ρόμπερτ Μπάρντο, φορώντας ένα κίτρινο μπλουζάκι, χτύπησε την πόρτα της Ρεμπέκα Σέιφερ.

Η τηλεοπτική σειρά «Η αδερφή μου η Σαμ» είχε σταματήσει να γυρίζεται από την προηγούμενη χρονιά -είχε κοπεί λόγω χαμηλής τηλεθέασης- και η Ρεμπέκα Σέιφερ ανυπομονούσε να περάσει από την οντισιόν για το «Νονός 3» του Φράνσις Κόπολα που είχε κανονίσει η ατζέντισά της. Στις 18 Ιουλίου περίμενε το κούριερ να της φέρει το σενάριο, αλλά η ενδοεπικοινωνία δε λειτουργούσε. Έτσι, όταν ο Μπάρντο χτύπησε το κουδούνι, η Ρεμπέκα  κατέβηκε στην είσοδο του κτιρίου. Ο Μπάρντο της εξήγησε ότι ήταν θαυμαστής και ότι της είχε στείλει πολλές επιστολές. Η Σέιφερ τον χαιρέτησε ευγενικά και ο Μπάρντο έφυγε. Πήγε για φαγητό και μια ώρα αργότερα επέστρεψε στο σπίτι και χτύπησε ξανά το κουδούνι. Αυτή τη φορά η Σέιφερ, που κατέβηκε πάλι στην είσοδο, ήταν λιγότερο εγκάρδια. Του εξήγησε ότι ήταν πολύ απασχολημένη και τη χασομερούσε άσκοπα. Εκείνη τη στιγμή ο Μπάρντο θόλωσε, όπως είπε αργότερα, έβγαλε το όπλο που είχε σε μια χαρτοσακούλα και την πυροβόλησε μια φορά στο στήθος. Ένας γείτονας που άκουσε τις φωνές της και τον πυροβολισμό έτρεξε στην είσοδο και βρήκε πεσμένη τη Ρεμπέκα Σέιφερ, ματωμένη και χωρίς σφυγμό. Τα πόδια της ήταν σφηνωμένα στη μισάνοιχτη πόρτα. Μάρτυρες είδαν έναν νεαρό άνδρα με κίτρινο μπλουζάκι να απομακρύνεται τρέχοντας. Η Ρεμπέκα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου σε μισή ώρα εξέπνευσε.

Την άλλη μέρα, στο Τούσον της Αριζόνας, πολλοί οδηγοί καλούσαν την αστυνομία και ανέφεραν ότι ένας άντρας έτρεχε στον αυτοκινητόδρομο 10, σαν να προσπαθούσε να χτυπηθεί από αμάξι. Όταν έφτασε επιτόπου η αστυνομία, ο άντρας, που ήταν ο Ρόμπερτ  Μπάρντο, δήλωσε αμέσως ότι είχε δολοφονήσει τη Ρεμπέκα Σέιφερ. Με ένα φαξ στην αστυνομία του Λος Άντζελες, η ταυτότητά του επιβεβαιώθηκε από μάρτυρες και ο Μπάρντο συνελήφθη. Καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία στις 20 Δεκεμβρίου 1991 και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης χωρίς πιθανότητα αναστολής.

Η δολοφονία της Ρεμπέκα Σέιφερ έγινε αφορμή να ψηφιστεί το 1990 στην Καλιφόρνια νόμος (τέθηκε σε ισχύ την πρώτη ημέρα του 1991) που απαγορεύει στην Υπηρεσία Μεταφορών να δίνει διευθύνσεις. Ήταν ο πρώτος τέτοιου είδους νόμος που αργότερα βοήθησε να καταδικαστεί ένας «θαυμαστής» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Τέτοιου είδους «θαυμαστής-διώκτης» (λέγεται “stalker”) περιγράφεται από τον νομοθέτη ως: «κάποιος που ακολουθεί αυθαίρετα, κακόβουλα, επανειλημμένα ή παρενοχλεί το θύμα με απειλές, ώστε να γεννήσει φόβο, στο θύμα ή στην άμεση οικογένεια του θύματος, για την ασφάλειά τους. Πρέπει να υπάρξουν τουλάχιστον δύο περιστατικά που να συνιστούν το έγκλημα και να παρουσιάζουν συνέχεια της πρόθεσης ή αξιόπιστη απειλή».