Κοσμος

20 χρόνια μετά

9 Νοεμβρίου 1989: Είκοσι χρόνια μετά, πολλά έχουν ειπωθεί για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Πολύ λιγότερα για τους λόγους που άντεξε τόσο.

Βαγγέλης Κορωνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 279
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια αποκάλυψε τα βαθιά προβλήματα του λεγόμενου Υπαρκτού Σοσιαλισμού σε όλους τους τομείς λειτουργίας του. Τα δυτικά ακροατήρια, όταν άρχισαν να συνέρχονται από το σοκ που τους προκάλεσε η «αμαχητί» πτώση του συμβόλου της ψυχροπολεμικής διαίρεσης του πλανήτη, διαπίστωσαν μέσω των δυτικών ΜΜΕ την απίστευτη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ανατολική Γερμανία σε κάθε επίπεδο της ζωής. Ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος χωρίς ελευθερία έκφρασης για τους πολίτες του, μια οικονομία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, υποδομές, δρόμοι, εργοστάσια, κατοικίες σε κακό χάλι, έλλειψη καταναλωτικών αγαθών και περιβάλλον εξαιρετικά επιβαρημένο από τις απαρχαιωμένες βιομηχανικές δομές της χώρας. Η εικόνα που αποκαλύφθηκε σχεδόν εξηγούσε την ύπαρξη του Τείχους: Ποιος θα ήθελε να ζήσει σε μια τέτοια χώρα αν είχε τη δυνατότητα να φύγει μακριά; Μόνο αν αυτή η χώρα φυλάκιζε τους ίδιους τους πολίτες της (όπως από το 1961 είχε κάνει με την ανέγερση του Τείχους) θα μπορούσε να τους κρατήσει εντός των συνόρων της.

Ελάχιστοι δυτικοί προσπάθησαν τότε να αναλύσουν βαθύτερα το ίδιο το φαινόμενο της επιβίωσης του καθεστώτος για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες και αρκέστηκαν στην εξήγηση της καταπίεσης των πολιτών και την ουσιαστική φυλάκισή τους εντός των συνόρων. Έτσι, η δυτική κοινή γνώμη κατέληξε εύκολα στο συμπέρασμα ότι με την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού το Καλό επικράτησε του Κακού. Ένα συμπέρασμα απλοϊκό, αλλά και σύνηθες, στη συλλογική ερμηνεία ιστορικών γεγονότων και αλλαγών. Σ’ αυτό βέβαια συνέβαλε και η στάση των ίδιων των Aνατολικογερμανών, που το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να εκμεταλλευτούν μαζικά την καταναλωτική ευδαιμονία που προσωρινά τους προσφέρθηκε εν είδει φιλανθρωπίας, με την παράλογη οικονομικά απόφαση της κυβέρνησης της Βόννης να ανταλλαχθούν τα ανατολικογερμανικά μάρκα με δυτικά σε αναλογία 1:1.

Όταν όμως τα εύκολα δυτικά μάρκα έγιναν όλα έγχρωμες τηλεοράσεις και βίντεο, όταν οι ελεύθερες εκλογές ήταν πια μια κεκτημένη πραγματικότητα για τους πρώην καταπιεσμένους ανατολικούς, όταν η μετακίνησή τους στο εξωτερικό έγινε θεωρητικά εφικτή αλλά στην πραγματικότητα αδύνατη λόγω του δυσβάστακτου κόστους και η αισιοδοξία της επανένωσης άρχισε να ξεφτίζει, η σκληρή πραγματικότητα έπρεπε να αντιμετωπιστεί.

Η επιβίωση στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς και σε μια κοινωνία με ελάχιστες συλλογικές αξίες και δομές άρχισε να γίνεται άγρια για πολλούς από τους ανθρώπους αυτούς, που είχαν μεγαλώσει έχοντας τις βασικές τους ανάγκες εξασφαλισμένες από το κράτος. Αυτό το κράτος-δυνάστης ήταν ταυτόχρονα και κράτος-προστάτης, έστω και με τρόπο ανεπαρκή. Οι προθέσεις των μελών του καθεστώτος να προσφέρουν ολοένα και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στους πολίτες της χώρας ήταν συχνά γνήσιες, αφού γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την εδραίωση του συστήματος. Η εκπαίδευση, η εργασία, η στέγαση, η περίθαλψη, η πρόνοια ήταν αγαθά αυτονόητα στην παλιά ανατολικογερμανική κοινωνία. Οι κοινωνικές δομές, οι σύλλογοι, τα εργατικά σωματεία, οι οργανώσεις της νεολαίας και των γυναικών, οι δυνατότητες ποιοτικής ψυχαγωγίας, άθλησης και άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων, η κουλτούρα της εθελοντικής εργασίας τα Σαββατοκύριακα για την αναβάθμιση των δημόσιων χώρων και γενικότερα η ενισχυμένη κοινωνική παρουσία πρόσφεραν στους πολίτες μια αίσθηση ασφάλειας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης, που δεν βρήκαν στη νέα τους ενωμένη πατρίδα.

Ο καθένας ήταν τώρα μόνος του, μια μονάδα που έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για την επιβίωσή της σε ένα περιβάλλον άκρως ανταγωνιστικό και πολλές φορές εχθρικό σε αυτούς που δεν ήξεραν τους κανόνες του παιχνιδιού και δεν είχε χρειαστεί ποτέ να αναπτύξουν μηχανισμούς επιβίωσης μέσα σ’ αυτό.

Το φαινόμενο της νοσταλγίας για την παλιά τάξη πραγμάτων και ειδικά για την καθημερινότητά της (ostalgie – από το ost-ανατολικό και nostalgie) εμφανίστηκε λίγο μετά τα πρώτα αισιόδοξα χρόνια της επανένωσης.

Και τότε ήταν που κάποιοι ιστορικοί άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι η κυρίαρχη εικόνα της καθημερινής ζωής, όπως παρουσιάστηκε μετά την κατάρρευση του Τείχους, παρέβλεψε πολλά στοιχεία που θα έδιναν μια πιο πλήρη και αντικειμενική εξήγηση για το πώς το κράτος της Ανατολικής Γερμανίας κατάφερε να επιβιώσει τόσα χρόνια.

Πέρα από την καταπίεση του καθεστώτος, την παντοδυναμία της Στάζι και την έλλειψη καταναλωτικών αγαθών, οι μελετητές της κοινωνικής ιστορίας της Ανατολικής Γερμανίας άρχισαν να διαπιστώνουν ότι οι πολίτες της χώρας ζούσαν μια «εντελώς κανονική καθημερινή ζωή». Ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού συμμετείχε ενεργά στις δομές αυτού που τελικά ονόμασαν «Συμμετοχική δικτατορία».

Ο διαχωρισμός καθεστώτος και λαού που η δυτική ερμηνεία υιοθέτησε, στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρος. Το κόμμα, πέρα από τη νομενκλατούρα της κορυφής, είχε βαθιές ρίζες στην κοινωνία σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ακόμα και στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας. Οι πολίτες συμμετείχαν μέσα από διάφορους ρόλους και ο κρατικός μηχανισμός είχε κάθε λόγο να ενθαρρύνει αυτή τη συμμετοχή, ταυτόχρονα φυσικά με την καταστολή κάθε μονάδας ή ομάδας που αμφισβητούσε το σύστημα. Η συμμετοχή αυτή, βέβαια, έφτανε μέχρι και τη συνεργασία απλών πολιτών με την τρομερή Στάζι, κάτι που εκ των υστέρων παρουσιάστηκε σαν φαινόμενο ενός έθνους καταδοτών και παντοδυναμίας της μυστικής αστυνομίας. Αυτή η προσέγγιση αγνοεί βέβαια τον παράγοντα της εθελοντικής συνεργασίας χιλιάδων πολιτών με σκοπό την προστασία του συστήματος και της χώρας τους από «εσωτερικούς εχθρούς», όπως είχαν μάθει να πιστεύουν. Η φρικτή εξουσία της τρομερής Στάζι, βέβαια, δεν μπορεί να υποτιμηθεί και δικαιολογεί απόλυτα την ανεξάντλητη ιστορική βιβλιογραφία γύρω από το ρόλο της στην ανατολικογερμανική κοινωνία, όμως η κυρίαρχη εντύπωση ότι έλεγχε και γνώριζε τις κινήσεις και του τελευταίου πολίτη της χώρας απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Πολλά εκατομμύρια πολιτών δεν είχαν ποτέ την παραμικρή επαφή με τη φοβερή μυστική αστυνομία, πολύ απλά γιατί η στάση τους δεν αποτελούσε πρόβλημα για την ασφάλεια του καθεστώτος.

Οι αριθμοί των μελών του κόμματος μαρτυρούν μια ευρεία πίστη στο σύστημα, πέρα και ανεξάρτητα από τα όποια προνόμια απολάμβαναν κάποια από αυτά τα μέλη. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη δεκαετία του 1980, λίγα χρόνια πριν την κατάρρευση του Τείχους, το κόμμα είχε σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια εγγεγραμμένα μέλη, δηλαδή πάνω από το ένα έκτο του ενήλικου πληθυσμού.

Τέλος, στις πρώτες και τελευταίες ελεύθερες εκλογές που διεξήχθησαν στην Ανατολική Γερμανία λίγους μήνες μετά την κατάρρευση του Τείχους, και μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας και αλλαγής, το κόμμα του μισητού πια πρώην καθεστώτος έλαβε ένα διόλου ασήμαντο ποσοστό που άγγιξε το 17% των ψήφων και την τρίτη θέση, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη εικόνα ενός πληθυσμού που ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει σύσσωμος τη χώρα.

Η κατάρρευση της Ανατολικής Γερμανίας και των άλλων χωρών του Υπαρκτού Σοσιαλισμού οφείλεται σε πολλούς λόγους, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό έχουν αναλυθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών. Μεταξύ άλλων, τα καθεστώτα αυτά προσπάθησαν να κατασκευάσουν με τη βία και ενάντια στη θέληση των πολιτών τους ένα «νέο είδος ανθρώπου», που θα έβαζε το συλλογικό πάνω από το ατομικό. Παράλληλα, οι πειρασμοί της «ατομικής ελευθερίας» και του άκρατου καταναλωτισμού των δυτικών κοινωνιών ήταν πολύ ισχυροί για να μπορέσουν να κρατηθούν για πάντα έξω από τα σύνορα και, τέλος, η σοσιαλιστική οικονομία στάθηκε ανίκανη να ακολουθήσει την έκρηξη των τεχνολογικών εξελίξεων της μεταβιομηχανικής εποχής στη Δύση.

Παρ’ όλα αυτά, τα καθεστώτα αυτά κατάφεραν να επιβιώσουν για πολλά χρόνια, όχι μόνο εξαιτίας της καταπιεστικής τους φύσης, αλλά καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν την ανοχή και τη συμμετοχή μεγάλου μέρους των λαών που τα υπέστησαν.

Για περισσότερες πληροφορίες:

Mary Fulbrook: The People’s State, Yale University Press

Mike Dennis: Τhe Rise and Fall of the GDR 1945-1990, Longman

Mike Dennis: The Stasi, Myth and Reality, Longman

Jana Hensel: After the Wall (Zonenkinder), Public Afairs

Frederick Taylor: The Berlin Wall, Bloomsbury