- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Άλντο Μόρο: 40 χρόνια από την απαγωγή που συγκλόνισε τον κόσμο
Μια Ιταλία με μια μνήμη σαν μαύρη τρύπα
Είναι μια Ιταλία με μια μνήμη σαν μαύρη τρύπα αυτή που γύρισε τις προάλλες 40 χρόνια πίσω, στην ημέρα της απαγωγής του Αλντο Μόρο; Μια Ιταλία που ντρέπεται μα συγχρόνως νοσταλγεί, μια Ιταλία που δεν έκανε τους λογαριασμούς της με το ματωμένο παρελθόν των «μολυβένιων χρόνων», όπως λέει ο γιος του Μόρο, ο κοινωνιολόγος Τζοβάνι Μόρο, 59 χρονών σήμερα, μόλις 19 όταν ο πατέρας του, τότε πρόεδρος της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας, δεχόταν εννέα σφαίρες από τον «δικαστή» του και ηγετικό στέλεχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών Μάριο Μορέτι έπειτα από 55 ημέρες ομηρίας;
Ξεφυλλίζεις τις σελίδες με τη συνέντευξη που έδωσε το 1994 ο Μορέτι στην Ροσάνα Ροσάντα και την Κάρλα Μόσκα, μια συνέντευξη τόσο μεγάλη που έγινε ένα βιβλίο σχεδόν 300 σελίδων, και λες όχι, αυτή δεν είναι μια Ιταλία που δεν μίλησε, δεν είναι μια Ιταλία που δεν αναστοχάστηκε. Δεν είναι σαν την Ελλάδα. Κανένα από τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, από εκείνους που σήκωσαν το όπλο και πυροβόλησαν για να σκοτώσουν ή από εκείνους που δεν εγκλημάτησαν ποτέ, από εκείνους που συνεργάστηκαν με τις αρχές ή μετάνιωσαν χωρίς να συνεργαστούν ποτέ, δεν βγήκε από τη φυλακή με ένα ανατριχιαστικά παγωμένο χαμόγελο στα χείλη, με ένα βλέμμα τόσο σκληρό, σαν νικητής επί πτωμάτων, κανένας δεν πήγε να τους υποδεχθεί σαν ήρωες και – κυρίως – ποτέ δεν δέχθηκαν οι ίδιοι να γίνουν ήρωες στα μάτια οποιουδήποτε.
Ακόμη και οι αμετανόητοι, οι «irriducibili», αυτοί που εξακολουθούν να πιστεύουν στον ένοπλο αγώνα, στην ανάγκη μιας επανάστασης που θα ανατρέψει το διεφθαρμένο αστικό κράτος, είχαν την ιδεολογική εντιμότητα να μην δεχθούν κανένα ευεργέτημα από αυτό το κράτος στο οποίο δεν πιστεύουν – ούτε καθεστώς ημιελευθερίας, ούτε άδειες, ούτε τίποτε, δεν έκαναν χρήση καμίας διάταξης που θα μπορούσε να εκληφθεί ως χάρη ενός φιλεύσπλαχνου κράτους. Εστρεψαν απλώς τον αρτηριοσκληρωτισμό τους εναντίον τους, στον αγώνα που γι’ αυτούς συνεχίζεται το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από σκληρός τιμωρός. Για τους irriducibili αυτή η συνθήκη είναι μια συνθήκη ύπαρξης, ένας αδιαπραγμάτευτος όρος υπόστασης.
Και ποτέ κανένας, μα κανένας, δεν έδωσε βήμα στους τρομοκράτες για να τους αναγάγει σε αναλυτές της πολιτικής επικαιρότητας. Σε τιμητές. Παρατηρείς ότι η Ροσάνα Ροσάντα, ιδρυτικό μέλος της αριστερής εφημερίδας «II Manifesto», γίνεται ενοχλητική στη συνέντευξη. Η δουλειά της είναι να αναπλάθει γεγονότα, να καταγράψει μια συζήτηση που θα έχει την αξία της ιστορικής μαρτυρίας όχι τη γελοιότητα της πολιτικής μπροσούρας. Και ο Μάριο Μορέτι, ο Μορέτι που μπορεί να παραδέχθηκε ότι ο ένοπλος αγώνας απέτυχε αλλά δεν αποκήρυξε ποτέ τις πράξεις του και σήμερα ζει σε καθεστώς ημιελευθερίας, το βράδυ επιστρέφει στη φυλακή, κάποια στιγμή εξεγείρεται – η μνήμη, ακόμη και η μνήμη που είναι σαν μαύρη τρύπα, κάποια στιγμή βαραίνει.
Διαβάζεις και μένεις στις ανθρώπινες στιγμές, σε αυτές που κανένας τρομοκράτης εδώ δεν άνοιξε το στόμα του για να περιγράψει. Διαβάζεις στην ελληνική έκδοση του βιβλίου για τη στιγμή που Αλντο Μόρο βρίσκεται στα χέρια του και υποχρεώνεται να μπει σε ένα ξύλινο μπαούλο: «Μπορεί να φαίνεται γελοίο, αλλά πάντοτε ζητούσαμε συγγνώμη για αυτή τη μικρή βιαιότητα από εκείνους στους οποίους την επιβάλλαμε. Ποιος ξέρει, μπορεί να μας φαίνονταν πιο δικαιολογημένες οι μεγάλες βιαιότητες του ένοπλου αγώνα, όταν σκοτώνονταν άνθρωποι, από τις μικρές ταλαιπωρίες όπως αυτή, όταν δεν μπορούσαμε να μην υποβάλουμε έναν άνθρωπο σε αυτή την ταπείνωση».
Γελοίο, βιαιότητα, άνθρωπος, ταπείνωση… «Συζήτηση» λέει μετά, η Ροσάντα το επισημαίνει, ο Μορέτι εξεγείρεται ξανά. «Μα όχι, δεν ήταν μια δίκη, αν και το γράφαμε έτσι στις προκηρύξεις. Ακόμη και τότε εκείνη η γλώσσα μου φαινόταν τρομερή. Οταν τις διαβάζω εκ των υστέρων συχνά αναρωτιέμαι πώς μπορούσαμε και τις γράφαμε». «Τρομερή» λέει η ελληνική έκδοση, «απαίσια» θα το μετέφραζες εσύ, σαν τις προκηρύξεις που δημοσίευαν περήφανα οι ελληνικές εφημερίδες χωρίς να κάνουν το παραμικρό σχόλιο για την απαισιότητά τους, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν σαν τον Μορέτι, πώς διάολο τα έγραφαν αυτά τα πράγματα;
Ας είναι, η αντίφαση επιστρέφει μπροστά στα μάτια σου: πώς μπορείς να σκοτώσεις κάποιον έπειτα από μια απλή «συζήτηση»; Και να που μέσα σε όλη αυτή την τραγωδία των μολυβένιων χρόνων εντοπίζεις σουρεαλιστικές σκηνές γνήσιας ιταλικής κωμωδίας, σκηνές που θα ζήλευαν ο Μονιτσέλι και ο Ρίζι. «Θυμάμαι όταν είχαμε απαγάγει τον Μινκούτσι, ένα διευθυντικό στέλεχος της Alfa Romeo. Τον κρατήσαμε σε μια αποθήκη έξω από το Μιλάνο, τον εγκαλέσαμε για τις συνθήκες εργασίας, τα ωράρια, τον ρυθμό παραγωγής, τα ζητήματα του αγώνα στην Alfa εκείνη την περίοδο. Ηταν σκληρές κατηγορίες, αλλά μετά από πέντε λεπτά καθόμασταν και συζητούσαμε (…) Οι θέσεις μας ήταν ασυμβίβαστες. Ομως σε κάποιο σημείο εκείνος, με τα μάτια δεμένα και τη μύτη πρησμένη από μια μπουνιά που είχε φάει επειδή αντιστάθηκε όταν τον βάζαμε μέσα στο φορτηγάκι, μου λέει: “Μα, εξήγησέ μου, γιατί δεν ήρθατε στο σπίτι μου να τα συζητήσουμε όλα αυτά;”».
Επιστρέφεις σε αυτό που σου φαίνεται μια αδιανόητη, και για το βάρος της πράξης, μια απάνθρωπη αντίφαση: «Δεν μοιάζαμε ο Μόρο κι εγώ, αλλά ξέρω τι συνέβαινε μέσα του. Κι έπειτα είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που μου προκαλούσε οίκτο, με τη έννοια που δίνει στην λέξη ο Βιργίλιος. Και μερικές φορές και λίγη οργή, το παραδέχομαι». Το μίσος δεν υπάρχει πουθενά. Διακρίνεις μια κάποια ενσυναίσθηση, ξέρει τι συνέβαινε μέσα του, την ομολογημένη οργή, λίγη οργή, αλλά πάντως όχι μίσος. Πώς σηκώνει τότε το όπλο και πυροβολεί εννέα φορές; Το κάνει, λες, όπως θα το έκανε ένας ψυχρός δολοφόνος. Είναι μια εν ψυχρώ δολοφονία.
Ή μήπως «εκτέλεση»; «Εκτέλεση» δεν ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός Τύπος για τις δολοφονίες της 17 Νοέμβρη; Δεν ήταν η επιστράτευση αυτού του όρου που έδινε στις δολοφονίες ιδελογικό υπόβαθρο, που τις εφοδίαζε με έναν ευγενικό σκοπό, που τις εξύψωνε από το πεδίο του κοινό εγκλήματος σε εκείνο του ένοπλου αγώνα; Δεν ήταν μια λέξη που έκανε την πράξη να μοιάζει δικαιολογημένη, να κάνει πολλούς να σκέπτονται ότι «δεν μπορεί, κάτι θα είχαν κάνει» τα θύματα; Κι έπειτα θυμάσαι την Αντριάνα Φαράντα να σου λέει στο τηλέφωνο, σε εκείνη τη συνέντευξη για τον «Ταχυδρόμο» πριν από δέκα χρόνια, «εκτέλεση, μα τι λέξη…».
Αντριάνα Φαράντα. Συμμετείχε στην απαγωγή του Μόρο, διαφώνησε με τη δολοφονία του μαζί με τον σύντροφό της Βαλέριο Μορούτσι, δεν ήταν ανθρωπιστικοί οι λόγοι τότε, λόγοι τακτικής ήταν. Συνελήφθη μερικά χρόνια αργότερα ζώντας στην παρανομία. Την ημέρα της σύλληψής της η 8χρονη κόρη της θα χοροπηδούσε από τη χαρά της, «επιτέλους θα μπορούσε να έβλεπε τη μαμά». Η Φαράντα θα έβλεπε στο μεταξύ στην φυλακή μια άλλη κόρη, την κόρη του νεκρού Αλντο Μόρο. «Συναντήθηκα με την Μαρία Φίντα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ήρθε να με βρει στην φυλακή» σου είπε. «Ήταν μια στιγμή γεμάτη ένταση. Εκείνη έσπασε πρώτη τη σιωπή γιατί εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Από τότε αναπτύξαμε μια επαφή, όσο μας επιτρέπει η καθημερινότητα. Δεν μπορώ να πω αν ένιωσα πως με συγχώρεσε. Δεν της ζήτησα ποτέ συγνώμη επειδή αν ζητήσεις συγγνώμη από κάποιον που δεν είναι έτοιμος να σου την δώσει, μπορεί να την προκαλέσεις επιπλέον πόνο. Ισως μεγαλύτερη σημασία από τη συγχώρεση έχει η συμφιλίωση».
Η Φαράντα μετάνιωσε για τις πράξεις της, για όλη εκείνη τη βία, «η βία προδίδει τους στόχους σου, δεν φτιάχνεις την κοινωνία που θέλεις με ένοπλη δράση, παρανομία και απομόνωση», ξέρει ότι απέτυχε, ξέρει και γιατί απέτυχε, «αποτύχαμε τότε γιατί καταλήξαμε να κάνουμε με το κράτος έναν ιδιωτικό πόλεμο που από ένα σημείο και μετά δεν αφορούσε κανέναν». Και αναζήτησε την εξιλέωση, «δεν ήταν η έγνοια για συγχώρεση ούτε η επιθυμία μου για συμφιλίωση που με έκανε να πουλήσω το σπίτι μου για να διαθέσω τα χρήματα για τα θύματα. Με οδήγησε το χρέος που αισθανόμουν ότι είχα απέναντί τους. Πίστεψα ότι όφειλα ένα είδος αποζημίωσης σε κάποιους ανθρώπους που είχαν περισσότερη ανάγκη από μένα». Με τη γνώση, φυσικά, ότι «καμία αποζημίωση δεν μπορεί να γιατρέψει τον πόνο και το πένθος, το έκανα ανώνυμα όταν έμαθα ότι κάποιες οικογένειες θυμάτων της τρομοκρατίας είχαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες».
Α βέβαια είναι και τα άλλα θύματα, οι «Αξαρλιάν», αυτούς τους ξεχνάμε, έγραφε την περασμένη Παρασκευή στον ιταλικό Τύπο ο Κλάουντιο Μάγκρις του υπέροχου «Δούναβη». Γράφει για τους πέντε συνοδούς του Μόρο στο Φίατ που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην οδό Φάνι από το όπλο που κρατούσε ο Βαλέριο Μορούτσι. «Θύματα τρίτης κατηγορίας» είναι ο τίτλος στο άρθρο του. «Για τους τρεις αστυνομικούς και τους δυο καραμπινιέρους, αλλά και για άλλους αναρίθμητους άνδρες και γυναίκες χωρίς όνομα, δεν υπάρχει θέση στο μυαλό, την καρδιά, τη μνήμη μας». Να η μνήμη σαν μαύρη τρύπα, να ποιους καταπίνει. Και να που σε αυτά τα θύματα προστίθενται κι άλλα, αθώα όλα τους, λες και για να εκείνα που είναι ένοχα μπορεί να σηκώσει οποιοσδήποτε ένα όπλο και να τους αφαιρέσει τη ζωή.
Αλλά αυτά τουλάχιστον θύματα που ζούνε και περιγράφουν έναν βιωμένο πόνο, όχι ένα κληρονομημένο μίσος. Δεν είναι το κληρονομημένο μίσος του Εκτορα, του γιου που έχει μετατρέψει σε τοτέμ τον δολοφόνο πατέρα του, αλλά ο βιωμένος πόνος της Αλεξάντρα που επιστρέψει στα 40 της κάτι στη φυλακή για να μιλήσει για τότε που, οκτώ χρονών κοριτσάκι, περνούσε από την ανδρική πτέρυγα των φυλακών στην γυναικεία, είδε πρώτα τον «μπαμπά» και μετά τη «μαμά». Η λέξη «θύμα» δεν της αρέσει, αν και έχει υπάρξει «κατά κάποιο τρόπο» - αυτό είναι το «κατά κάποιο τρόπο» που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο.
Αλλά πάντως στη ζωή που ζει έπεσε θύμα διακρίσεων, κάποιοι δεν ήθελαν να δώσουν δουλειά στην «κόρη της ταξιαρχίτισσας», βίωσε τον κοινωνικό αποκλεισμό στη μικρή πόλη που κατοικεί και ποτέ δεν θα ξεχάσει τη στιγμή που οι αστυνομικοί με πλήρη εξάρτυση, κράνη, αλεξίσφαιρα γιλέκα και όπλα στα χέρια μπούκαραν στο σπίτι για να βρουν τη «μαμά» που η ίδια δεν ήξερε καν πού βρισκόταν κι αργότερα, στη φυλακή, όταν μιλούσε με τη μητέρα της μέσα από το διαχωριστικό τζάμι, κι εκείνη άγγιζε το τζάμι για να την αγγίξει και δεν μπορούσε μέχρι που, «επιτέλους», μια ψυχολόγος των φυλακών ζήτησε από τον εισαγγελέα των φυλακών, «έναν άνθρωπο ευαίσθητο σε τέτοια θέματα», να πέσει το τζάμι κι εκείνος, «επιτέλους», έδωσε την άδεια. Επιτέλους αγγίχτηκαν.
Τίποτε από αυτά δεν ξεχάσει. Γιατί, λες εσύ, η μνήμη δεν είναι μόνο μια μαύρη τρύπα που καταπίνει τα πάντα. Είναι και επιλεκτική. Και τουλάχιστον είναι μια μνήμη χωρίς μίσος ακόμη κι αν μια μνήμη που μοιάζει με μαύρη τρύπα είναι μια σχεδόν λήθη. Αλλά δεν είναι αμνησία. Δεν είναι στόματα ερμητικά κλειστά που δεν έκαναν ποτέ και καμία συζήτηση που προτίμησαν το παγωμένο χαμόγελο, τη φυγή, τις ξανθές περούκες, τη σιωπή. Που δεν έκαναν καμία συζήτηση επειδή δεν ξέρουν τι ήταν αυτό που έζησαν ως επαναστάτες, δεν στοχάστηκαν ποτέ, δεν έψαξαν, δεν διάβασαν. Που ποτέ, μα ποτέ, δεν βρήκαν να πουν μια κουβέντα στα θύματά τους, ούτε είχαν το θάρρος να δεχθούν μια ερώτηση από εκείνα, να προσπαθήσουν να εξηγήσουν ό,τι φαινόταν ανεξήγητο, σαν την ερώτηση που έκανε η χήρα του Αλντο Μόρο στους δολοφόνους του άνδρα της όταν τους συνάντησε, η Ανιέζε αυτό ήθελε να μάθει: «Μα πώς βάζατε το βράδυ το ξυπνητήρι, σηκωνόσασταν το πρωί και πηγαίνατε να σκοτώσετε;».