Κοσμος

Τι ρόλο έπαιξε η πολεμική αναμέτρηση Ελλάδας-Άξονος στην τελική έκβαση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου;

Η ιστορική έρευνα θα έπρεπε να είχε αποκαταστήσει, ή διαλύσει προ πολλού ορισμένες θεωρίες που συντηρούνται ακόμη

Ellinika Hoaxes
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορική έρευνα θα έπρεπε να είχε αποκαταστήσει, ή διαλύσει προ πολλού ορισμένες θεωρίες που συντηρούνται ακόμη για την πολεμική συμμετοχή του ελληνικού κράτους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι θεωρίες αυτές είναι άλλοτε ιστοριογραφικές, δηλαδή αποτέλεσμα ελλειπτικών ερμηνειών των δεδομένων της σύγκρουσης άλλοτε ιδεολογικές, αφού καθίσταται δυσχερές να αναγνωριστούν με νηφαλιότητα τα ιστορικά δεδομένα, τα οποία συχνά παρουσιάζονται υπό την διαθλασμένη οπτική της πολιτικής τοποθέτησης ή της ιδεοληπτικής συναίνεσης.

Ο δρόμος προς τον 2ο ΠΠ – Πρελούδιο

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο 2ος ΠΠ έγινε για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών που είχε αφήσει ανοιχτούς ο 1ος ΠΠ. Η Γερμανία για παράδειγμα, υπέστη οδυνηρή ήττα που μεταφράστηκε σε αποκοπή εδαφών και καταβολή υψηλών πολεμικών αποζημιώσεων. Η διάδοχος Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποτέλεσε ένα χωνευτήρι ιδεολογιών που σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, έφερε στην εξουσία με δημοκρατικό (!) τρόπο τους ναζί το 1933. Φασιστικά καθεστώτα εδραιώθηκαν στην Ισπανία, την Ιταλία, ακόμη και την Ελλάδα με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Επιπλέον, η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), στην οποία τα Έθνη στήριζαν τις ελπίδες τους για διαρκή ειρήνη, έχασε κάθε ουσιαστικό κύρος με την αποχώρηση των ΗΠΑ, που επέλεξαν πολιτική απομονωτικών τάσεων, της Γερμανίας το 1939, της Ιταλίας το 1935, αλλά και του συναγωνισμού επιδείξεως «αρχών ειρηνοφιλίας» από τα λοιπά Δημοκρατικά κράτη της Δύσεως και κυρίως την Αγγλία και Γαλλία, που δεν μπόρεσαν έγκαιρα να προβλέψουν τον επερχόμενο κίνδυνο.

Κατά γενική ομολογία, οι Μεγάλες Δυνάμεις, δε κατόρθωσαν να λύσουν τα προβλήματά τους κατά το 1ο ΠΠ και σε συνδυασμό με τις αδικίες των συνθηκών ειρήνης (Συνθήκη Βερσαλιών) και την οικονομική ανέχεια που εντάθηκε με το Κραχ του ’29, οδήγησαν στην άνοδο των εθνικιστικών παθών.

Ο Μουσολίνι θα καταλάβει την εξουσία στην Ιταλία ήδη από το 1922 και εξ αρχής έδειξε τις φιλοδοξίες του για την αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εδραίωσε τη παρουσία του στη Λιβύη και την Αβησσυνία και προσάρτησε την Αλβανία. Στις 31 Αυγούστου 1923, ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν πρόσκαιρα τη Κέρκυρα και παρά τις εκκλήσεις της Ελλάδας προς τη Κοινωνία των Εθνών, το διεθνές δίκαιο δεν επιβλήθηκε.

Η Ελλάδα στο 2ο ΠΠ

Είναι αλήθεια πως το καθεστώς Μεταξά διέβλεψε το ξέσπασμα ενός ακόμη μεγάλου πολέμου και προχώρησε σε μεγάλες προσπάθειες πολεμικής προπαρασκευής της χώρας. Έγιναν μεγάλες, για τα δεδομένα της Ελλάδας, αγορές πολεμικού υλικού και κατασκευάστηκαν σημαντικά έργα αμυντικής υποδομής, όπως η Γραμμή Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ένα ακόμη άγνωστο έργο που κατασκευάστηκε την εποχή εκείνη (1938), είναι η τοξωτή γέφυρα του Μόρνου, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα.

Τις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, η Ελλάδα βρισκόταν σε αναμονή Ιταλικής επίθεσης. Ο τορπιλισμός της Έλλης στις 15 Αυγούστου 1940, ήταν αποδεδειγμένα εχθρική πράξη από ιταλικό υποβρύχιο, δεδομένου πως βρέθηκαν θραύσματα ιταλικής τορπίλης στα συντρίμμια.

Οι ιταλικές δυνάμεις στο αλβανικό μέτωπο έφτασαν τους 140.000 άνδρες, με σημαντική υπεροπλία στον αέρα (463 ιταλικά αεροσκάφη έναντι 79 ελληνικών) και στη ξηρά (163 ιταλικά άρματα μάχης, έναντι κανενός ελληνικού). Με τη πλήρη κινητοποίηση, ο αριθμός των Ελλήνων στρατιωτών έφτασε τις 260.000.

Σε επίπεδο στρατηγικής προσέγγισης της επερχόμενης σύγκρουσης, η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη για το αναπόφευκτο του ελληνο-ιταλικού πολέμου και είχε προετοιμαστεί από κάθε άποψη για το ενδεχόμενο αυτό, χωρίς να αιφνιδιαστεί από το ιταλικό τελεσίγραφο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται η επιτυχία του ελληνικού στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, καθώς πρόκειτο για μία σημαντική επιτυχία, ανάλογη, αν και ανώτερη, της αντίστασης της Φινλανδίας στην εισβολή της ΕΣΣΔ, το 1939.

 Μετά την αρνητική απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο των Ιταλών στις 28 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα κιόλας, Ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα σύνορα της με την Αλβανία, την οποία είχαν ήδη καταλάβει. Αρχικά κατάφεραν να πιέσουν την ελληνική άμυνα, όμως το ορεινό έδαφος της περιοχής δυσκόλευε την κίνηση των Ιταλικών αρμάτων. Την 1η Νοεμβρίου καταλαμβάνουν τη Κόνιτσα, αλλά λόγω της αντίστασης αποτυγχάνουν να προχωρήσουν περισσότερο στο εσωτερικό. Παράλληλα, ειδικές μονάδες του Ιταλικού στρατού (αλπινιστές), επιτίθενται μέσα από την Πίνδο, επιχειρώντας να διασπάσουν τον ελληνικό στρατό και καταφέρνουν στις 2 Νοεμβρίου να καταλάβουν το χωριό Βοβούσα, βόρεια από το Μέτσοβο

Οι ελληνικές αντεπιθέσεις κατάφεραν να ελευθερώσουν τη Βοβούσα δύο μέρες μετά και στις 8 Νοεμβρίου, οι Ιταλικές ειδικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν από την Πίνδο, μέχρι την τελική τους εξουδετέρωση από τους Έλληνες στις 13 Νοεμβρίου (Μάχη της Πίνδου). Ήδη από τις 9 Νοεμβρίου, ο Μουσολίνι βλέποντας την απρόσμενη αντίσταση των Ελλήνων, είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο διοικητή των επιχειρήσεων του Ιταλικού στρατού με τον Ubaldo Soddu, ο οποίος αναγνωρίζοντας οτι η Ιταλική εισβολή είχε αποτύχει, διέταξε τις Ιταλικές δυνάμεις να αλλάξουν τη στάση τους σε αμυντική.

Στα μέσα του Νοεμβρίου, οι εφεδρείες του ελληνικού στρατού είχαν ήδη φτάσει στο Αλβανικό Μέτωπο, ενισχύοντας τις ελληνικές δυνάμεις τις οποίες διοικούσε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος και δίνοντας έτσι καθαρή αριθμητική ανωτερότητα στους Έλληνες. Στις 14 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός εισβάλει στην Αλβανία και επιτίθεται στους Ιταλούς, οι οποίοι υποχωρούν. Στην αρχή του νέου έτους, σχεδόν όλη η νότια Αλβανία βρίσκεται στη κατοχή των Ελλήνων. Η ελληνική αυτή νίκη, ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων ενάντια στον Άξονα και βοήθησε στην ανύψωση του ηθικού ολόκληρης της Ευρώπης. Ιστορικοί υποστηρίζουν οτι μερικώς άλλαξε και τη ροή του πολέμου, καθώς οι Γερμανοί θέλοντας πρώτα να βοηθήσουν τους Ιταλούς, καθυστέρησαν την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση

Η προέλασή των Ελλήνων σταματά στο τέλος του Ιανουαρίου, καθώς οι Ιταλικές δυνάμεις είχαν ενισχυθεί εν τω μεταξύ. Στις 4 Μαρτίου, φτάνει η πρώτη βοήθεια από τη Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα με 57.000 άνδρες, οι οποίοι όμως δεν έφτασαν στο μέτωπο έγκαιρα για να πολεμήσουν. Και οι δύο δυνάμεις – Έλληνες και Ιταλοί – έμειναν καθηλωμένοι, καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να ξεκινήσει μια μεγάλη επίθεση. Ωστόσο, οι Έλληνες είχαν μεταφέρει όλες τους τις δυνάμεις στην Αλβανία, αφήνοντας ακάλυπτα τα σύνορα με τη Βουλγαρία σε μια πιθανή επίθεση των Γερμανών. Η ελληνική πλευρά – αντίθετα με τη στρατιωτική λογική η οποία επέβαλε την υποχώρηση των στρατευμάτων από τις μακρινές θέσεις στην Αλβανία και την ενίσχυση της Μακεδονίας – πίστευε πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να χάσει τις θέσεις που τόσο ένδοξα κέρδισε τους προηγούμενους μήνες

Τον Μάρτιο του 1941, οι Ιταλοί επιχείρησαν ακόμη μια μεγάλη επίθεση, η οποία επίσης απέτυχε και τα Ιταλικά στρατεύματα έμειναν σε αναμονή, καθώς οι Γερμανικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Ελλάδα. Στις 6 Απριλίου, Γερμανοί και Ιταλοί ξεκίνησαν μια μεγάλη επίθεση. Στις 12 Απριλίου η ελληνική στρατιωτική διοίκηση βλέποντας τη γρήγορη επέλαση των Γερμανών, διατάζει την απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την Αλβανία. Στις 18 Απριλίου, ο ελληνικός στρατός της Ηπείρου αποκόπτεται στο Μέτσοβο από τους Γερμανούς και την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα Ιωάννινα. Στις 20 Απριλίου, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου χωρίς την έγκριση του στρατηγού Παπάγου, παραδίδει τον ελληνικό στρατό στους Γερμανούς για να αποφύγει την ντροπιαστική παράδοση στους Ιταλούς. Η παράδοση στους Γερμανούς προέβλεπε οτι οι Έλληνες στρατιώτες δεν θα γίνονταν αιχμάλωτοι πολέμου και οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τους βαθμούς τους. Εξαγριωμένος ο Μουσολίνι για αυτή τη μονομερή παράδοση, θα ζητήσει να επαναληφθεί η τελετή παράδοσης στις 23 Απριλίου, παρουσία Ιταλών αντιπροσώπων

Στις 24 Απριλίου, ο Ιταλικός στρατός ενώνεται με τον Γερμανικό και επιτίθενται στην Αττική, οι Βρετανοί ξεκινούν την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, ενώ οι Βουλγαρικές δυνάμεις εισβάλουν στη Θράκη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη της Κρήτης, ολοκληρώθηκε η κατοχή ολόκληρης της χώρας από τον Άξονα, η οποία εορτάστηκε και με παρέλαση Γερμανών και Ιταλών στην Αθήνα.

Η γερμανική εισβολή υπό το πρίσμα των λοιπών πολεμικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη

Όπως προαναφέραμε, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, με σκοπό τη διασφάλιση του νοτιοανατολικού άκρου της Ευρώπης, από τη παρουσία αγγλικών και λοιπών συμμαχικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα τόσο στη σχεδιαζόμενη εισβολή στην ΕΣΣΔ, όσο και στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας που τροφοδοτούσαν τη Βέρμαχτ με πολύτιμο καύσιμο.

Οι γερμανικές δυνάμεις, επικουρούμενες από τον ιταλικό στρατό, ολοκλήρωσαν τη κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας σε 24 ημέρες (Επιχείρηση Μαρίτα, 6-30 Απριλίου 1941). Για να διασφαλιστεί όμως η πλήρη κυριαρχία του Άξονα, έπρεπε να καταληφθεί και η Κρήτη, που διαφορετικά θα αποτελούσε σημαντική προκεχωρημένη συμμαχική βάση, στο μαλακό υπογάστριο της γερμανοκρατούμενης νοτιοανατολικής Ευρώπης. Για αυτό το σκοπό, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η μεγαλύτερη μέχρι τότε αερομεταφερόμενη επιχείρηση (Unternehmen Merkur), που έληξε την 1 Ιουνίου 1941 με νίκη των γερμανικών δυνάμεων. Οι τεράστιες γερμανικές απώλειες, οδήγησαν σε εκατοντάδες εγκληματικές σφαγές αμάχων.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να κάνουμε συγκριτική αναφορά στην αντίσταση των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών έναντι των δυνάμεων του Άξονα και συγκεκριμένα της Γερμανίας:

– Η Γαλλία, μια από τις ισχυρότερες στρατιωτικά χώρες της εποχής, αντιστάθηκε για 1 μήνα και 15 ημέρες.

– Η Πολωνία, με δικιά της πολεμική βιομηχανία, για 1 μήνα και 5 ημέρες.

– Η Ολλανδία, για 5 ημέρες.

– Το Βέλγιο, για 18 ημέρες.

– Η Γιουγκοσλαβία για 12 ημέρες.

– Η Δανία για 6 ώρες.

– Η Ελλάδα από την έναρξη της εισβολής στις 6 Απριλίου (Επιχείρηση Μαρίτα) μέχρι το τέλος της Μάχης της Κρήτης στις 1 Ιουνίου 1941, για 57 ημέρες, χωρίς να υπολογίζουμε τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.

Διαβάστε τη συνέχεια στα Ellinika Hoaxes