Κοσμος

Πάπας Βενέδικτος IΣΤ΄

Το «ροτβάιλερ του Θεού» γέρασε … και αποχωρεί

Λένα Χουρμούζη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο τέλος του μήνα θα υποβάλει την παραίτησή του ο προκαθήμενος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, πάπας της Ρώμης Βενέδικτος ΙΣΤ’, καθώς σύμφωνα με δήλωσή του λόγω προχωρημένης ηλικίας –85 ετών– θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Την είδηση επιβεβαίωσε το Βατικανό κάνοντας γνωστό ότι ο επικεφαλής της Αγίας Έδρας θα παραιτηθεί στις 28 Φεβρουαρίου. Ήδη, οι διαδυκτιακές εταιρείες στοιχημάτων ξεκίνησαν να δέχονται στοιχήματα για το ποιος θα είναι ο επόμενος ποντίφικας. Προηγείται με καλύτερη απόδοση του υπολοίπου κονκλαβίου, ο καρδινάλιος από την Γκάνα, Πίτερ Τάρκσον.

Πρώτες αντιδράσεις

Μάριο Μόντι (πρωθυπουργός Ιταλίας): «Είμαι συγκλονισμός από αυτήν την αναπάντεχη είδηση»

Άνγκελα Μέρκελ (καγκελάριος Γερμανίας): «Εάν ο ίδιος ο πάπας –έπειτα από πολλή σκέψη– κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει τη δύναμη να εκτελεί τα καθήκοντά του, τότε έχει τον αμέριστο σεβασμό μου».

Ντέιβιντ Κάμερον (πρωθυπουργός Βρετανίας): «Ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ εργάστηκε ακούραστα για τη βελτίωση των σχέσεων Βρετανίας-Αγίας Έδρας».

Τζάστιν Γουέλμπι (Αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρι): «Με βαριά καρδιά αλλά με απόλυτη κατανόηση πληροφορηθήκαμε σήμερα το πρωί την απόφαση του προκαθήμενου να σηκώσει από τους ώμους το βάρος της Αγίας Έδρας, την οποία υπηρέτησε με αξιοπρέπεια, διορατικότητα και σθένος».

Γιονά Μετζέρ (αρχιραβίνος Ισραήλ): «Πιστεύω ότι του αξίζει μεγάλη αναγνώριση για την προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεων των παγκόσμιων θρησκειών, του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του ισλάμ».

Ντιμίτρι Σιζονένκο (εκπρόσωπος της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας): «Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα αλλάξει κάτι δραστικά στις πολιτικές του Βατικανού. Στις σχέσεις με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία φρόντιζε πάντα την ομαλή συνέχεια».

Έχουν περάσει περίπου 600 χρόνια από την τελευταία φορά που ένας ποντίφικας εγκατέλειψε την Αγία Έδρα.

n

Ο προκαθήμενος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ γεννήθηκε σε μια Γερμανία, η οποία προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις πληγές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην άνοδο των ναζί στην εξουσία. Ως έφηβος υπήρξε μέλος της ναζιστικής νεολαίας, καθώς η συμμετοχή είχε γίνει υποχρεωτική το 1941. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στράφηκε στη θεολογία. Συνέδραμε στην έκδοση της πιο έγκριτης επιθεώρησης της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Communio. Στην έδρα του Βατικανού ανήλθε το 2005.

Παιδικά χρόνια

Ο Τζόζεφ Ράτσινγκερ γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1927 στο Μαρκτλ της Βαυαρίας. Ήταν ο μικρότερος υιός μιας τρίτεκνης οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και η μητέρα του εργαζόταν ως μαγείρισσα σε ξενοδοχείο. Η οικογένειά του άλλαζε συχνά τόπο κατοικίας. Περιόδευαν την επαρχία της βαθιά ρωμαιοκαθολικής Βαυαρίας τη δεκαετία του ’30 ενώ ο ναζισμός εξαπλωνόταν. Σύμφωνα με τον Ράτσινγκερ, ο πατέρας του μισούσε τους ναζί. «Η ανεργία ήταν στα ύψη», γράφει ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ στα απομνημονεύματά του με τίτλο Milestones. «Οι πολεμικές αποζημιώσεις βάρυναν σημαντικά τη γερμανική οικονομία. Η κόντρα ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα αποτυπωνόταν στην κοινωνία, με τη μία τάξη να στρέφεται εναντίον της άλλης».

Για να αμυνθεί στο ναζιστικό καθεστώς, ο Ράτσινγκερ στράφηκε προς την ρωμαιοκαθολική εκκλησία. «Ήταν ένα κάστρο αλήθειας και δικαιοσύνης απέναντι στο βασίλειο της αθεΐας και της απάτης», έχει γράψει. Το 1939 συμμετείχε σε προπαρασκευαστικό εκκλησιαστικό σεμινάριο, αλλά δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής. Το 1941 έγινε αναγκαστικά μέλος της ναζιστικής νεολαίας.

Στρατιωτική θητεία

Το 1943 στρατολογείται στις μονάδες αντιαεροπορικής άμυνας. Έχει διηγηθεί το εξής: «Η μονάδα μου δέχθηκε επίθεση των συμμαχικών δυνάμεων το 1943. Εγώ δεν πήρα μέρος στη μάχη. Έμεινα εκτός χάρη σε μια μόλυνση του δαχτύλου, η οποία με κατέστησε ανίκανο να κρατώ και να χρησιμοποιώ όπλο». Ένα χρόνο μετά βρέθηκε στον τακτικό στρατό και σ’ ένα στρατόπεδο στα σύνορα της Γερμανίας με την Ουγγαρία. Το 1993 σε συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό Time είχε πει ότι είχε δει με τα μάτια του καραβάνια Εβραίων της Ουγγαρίας να οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στα τέλη Απριλίου του 1945 λιποτάκτησε. Συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες και υπήρξε αιχμάλωτος πολέμου για αρκετούς μήνες. Το φθινόπωρο του ’45 επιλέγει να σπουδάσει Θεολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και το 1951 χειροτονίζεται παπάς. Δύο χρόνια αργότερα ολοκληρώνει τη διπλωματική του στο ίδιο πανεπιστήμιο.

Το 1957 λαμβάνει άδεια διδασκαλίας και το 1958 διδάσκει δόγμα και θεολογία στο κολέγιο του Φράιζινγκ. Μέσα σ’ ένα χρόνο αποκτά έδρα στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Και από εκεί μετακομίζει στο πανεπιστήμιο του Μούνστερ και στο πανεπιστήμιο του Τούμπιγκεν με έδρα δογματικής θεολογίας. Επιστρέφει στη Βαυαρία, στο πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ απογοητευμένος από το μαρξιστικό φοιτητικό κίνημα του Τούμπιγκεν. Πιστεύει ότι με τον μαρξισμό η θρησκεία υποτάσσεται σε μια πολιτική ιδεολογία «τυραννική, βάρβαρη και απάνθρωπη».

Προαγωγές στην εκκλησία

Στο δεύτερο Συμβούλιο του Βατικανού (1962-1965) υπήρξε στενός επιστημονικός συνεργάτης του Καρδινάλιου Τζόζεφ Φρινγκς της Κολωνίας. Είχε χαρακτηριστεί ρεφορμιστής της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

n

Το 1972 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της ρωμαιοκαθολικής επιθεώρησης, Communio. Θεωρείται από τα πιο έγκριτα και αξιόλογα έντυπα της ρωμαιοκαθολικής σκέψης. Τον Μάρτιο του 1977 ανακηρύσσεται αρχιεπίσκοπος του Μονάχου και Φράιζινγκ και τρεις μήνες αργότερα γίνεται καρδινάλιος από τον πάπα Παύλο τον Στ΄. Το 1998 εξελέγη αντιπρύτανης του ιερού κολεγίου των καρδιναλίων και πρύτανης το 2002.

Στις 19 Απριλίου του 2005 και έπειτα από ένα συντοµότατο κονκλάβιο, οι εκλέκτορες καρδινάλιοι τον εξέλεξαν πάπα. Ο νέος πάπας είναι συντηρητικός και πολύ πιο εσωστρεφής από τον προκάτοχό του, πάπα Ιωάννη Παύλο το Β΄.

Το 2005 είναι 78 ετών και επί της ουσίας ο γηραιότερος πάπας στην ιστορία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Βρισκόταν, μάλιστα, στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης, όταν απεβίωσε ο Πολωνός προκάτοχός του. Έχει εκμυστηρευτεί ότι δεν ήθελε να γίνει πάπας.

Ανέλαβε σε μια περίοδο δύσκολη για την καθολική εκκλησία. Πλήθαιναν συνεχώς τα σκάνδαλα περί σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων από φερόμενους παιδόφιλους εκπροσώπους του κλήρου. Ωστόσο, θεωρείται ο πάπας που ασχολήθηκε περισσότερο από κάθε άλλον με το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης. Θέλησε να «καθαρίσει» το όνομα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και σιχαινόταν τη λέξη «συγκάλυψη». Εξού και απομάκρυνε τον πατέρα Μαρσιάλ Μασιέλ, ο οποίος ήταν μεν πιστός του φίλος αλλά και κατηγορούμενος για βαρύτατα αδικήματα.

«Εάν ο Ιωάννης Παύλος Β΄ δεν ήταν πάπας, θα ήταν σταρ του κινηματογράφου. Εάν ο Βενέδικτος Στ΄ δεν ήταν πάπας, θα ήταν καθηγητής πανεπιστημίου» έχει πει ο ειδικός σε θέματα Βατικανού Τζον Ελ. Άλεν. Εξαιτίας του πάθους του για τον ρωμαιοκαθολικισμό κέρδισε το προσωνύμιο «το ροτβάιλερ του Θεού».

Ήταν ανέκαθεν κατά της φιλελευθεροποίησης της θεολογίας, κατά του εκσυγχρονισμού και κατά των κοινωνικών αγώνων εντός της Εκκλησίας. Συντηρητικός μέχρι κόκαλο. Δεν έχει μετανιώσει την άκαμπτη θέση του κατά της αντισύλληψης, των γυναικών κληρικών και της ομοφυλοφιλίας.

Διόρισε σκληροπυρηνικούς υπέρμαχους της παράδοσης σε θέσεις-κλειδιά. Το κονκλάβιο σήμερα απαρτίζεται από μέλη που έχει ο ίδιος διορίσει και φαίνεται να μεροληπτούν απέναντι στους Ευρωπαίους και κυρίως απέναντι στους Ιταλούς κληρικούς. «Ήρεμος, ταπεινός και βαθιά ηθικός» είναι οι χαρακτηρισμοί κάποιων συναδέλφων του, ενώ άλλοι τον έχουν αποκαλέσει «δύσκαμπτο και πεισματάρη».

Ο Βενέδικτος είναι ο πρώτος πάπας που παρέστη σε Φόρουμ της Καθολικής και της Μουσουλμανικής Θρησκείας. Έχει επισκεφτεί το Μπλε Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη, το τέμενος του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ και έχει προσευχηθεί στο εβραϊκό Τείχος των Δακρύων. Τον Δεκέμβριο έκανε το πρώτο του τουίτ.

n