Κοσμος

«Ένας χρόνος χωρίς την κόρη μου Lola, θύμα της επίθεσης στο Bataclan»

Μυρσίνη Λιοναράκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Georges Salines ήταν ένας ευτυχισμένος γιατρός στο Παρίσι και ο πατέρας μιας κόρης που υπεραγαπούσε. Σήμερα είναι πρόεδρος της οργάνωσης «13 Νοεμβρίου – Αδελφότητα και αλήθεια» και συγγραφέας του βιβλίου «Το ανείπωτο από το Α στο Ω – H κόρη μου η Lola χόρευε στο Bataclan». Η Lola, η κόρη του ήταν ένα από τα θύματα της περσινής δολοφονικής επίθεσης στο Bataclan. Ήταν 29 χρονών και σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών, ένα από τα πρώτα θύματα του μακελειού, ένα από τα πρώτα πτώματα των πυροβολισμών. Ήταν Παρασκευή 13 Νοεμβρίου και η ζωή του Georges Salines άλλαξε εντελώς. Σχεδόν αμέσως άρχισε να γράφει και να εκτονώνει και να εκφράζει εκεί τα συναισθήματα και τις σκέψεις του.

Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα, περιγράφει αυτόν τον περίπου ένα χρόνο απουσίας της Lola, τον πόνο του θανάτου αλλά και τη χαρά της ζωής, για τα 29 χρόνια που έζησε η κόρη του. Οι Γάλλοι τον γνώρισαν μέσα από την έντονη δραστηριότητά του ως πρόεδρος της οργάνωσης των συγγενών και φίλων των θυμάτων, κάτι σαν το σύμβολο του πατέρα του αδικοχαμένου παιδιού. Γιατί πάνω από όλα ήταν ένας πατέρας, ο πατέρας της Lola που στις 13 Νοεμβρίου 2015 ήταν 29 χρονών και είχε βγει να διασκεδάσει με την παρέα της σε μία συναυλία στην καρδιά του Παρισιού.  

Η χαρά της ζωής:

 «Έζησε μία ωραία ζωή η Lola. Φυσικά καμιά φορά είχε και σκιές η ζωή της, μικρές ή μεγαλύτερες στεναχώριες (…) Ταξίδεψε τον κόσμο. Χόρεψε, έπαιξε ντραμς και γιουκαλίλι. Έκανε μία δουλειά που λάτρευε. Αγάπησε και έκανε έρωτα. Ήπιε μπύρες και έκανε σαχλαμάρες. Έδωσε και πήρε αγάπη χωρίς όριο. Δεν έκρινε ποτέ κανέναν. (…) Ναι ήταν μία ζωή πολύ σύντομή, αλλά μία τόσο όμορφη ζωή για ένα τόσο όμορφο άτομο. Πιστεύω ότι η κόρη μου ήταν ευτυχισμένη».

                                         

Το μίσος:

«Κανένα μίσος. Δεν ένιωσα τέτοιο συναίσθημα καμία στιγμή. Δεν μπορώ να μισήσω τους εγκληματίες κρετίνους που πήραν τη ζωή της κόρης μου και που έχασαν και τη δική τους μαζί. Και οι ίδιοι θύματα τελικά»

Τα μίντια και τα θύματα:

«Στις 14 Νοεμβρίου, μία νέα ταυτότητα που δόθηκε, αυτή του θύματος. Λεπτομέρεια: έμμεσου θύματος, κατηγορία “τεθλιμμένος πατέρας”. Γιατί υπάρχει μία ολόκληρη κατηγοριοποίηση και κλιμάκωση των θυμάτων. Τα άμεσα: νεκροί, τραυματίες, εμπλεκόμενοι και τα έμμεσα: τεθλιμμένοι γονείς και κοντινοί των νεκρών, γονείς και κοντινοί των τραυματιών. Εξαρχής οι εμπλεκόμενοι αναζητούνται με πάθος από τα μέσα ενημέρωσης αφού είναι οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Όσο όμως περνούν οι μέρες, αυξάνεται η αξία των νεκρών: οι εφημερίδες γεμίζουν πορτρέτα των 130 θυμάτων. Καθώς περνούν οι εβδομάδες, οι νεκροί πέφτουν στο μιντιακό χρηματιστήριο και αρχίζουν να εκτινάσσονται οι τραυματίες. Κατά προτίμηση οι τραυματίες με εμφανή ακόμα τραύματα».

Τα χάδια:

«Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που του άρεσε η σωματική επαφή και τα χάδια. Αλλά μετά τις 13 Νοεμβρίου, το να αγγίζω, να με αγγίζουν, να αγκαλιάζω και να με αγκαλιάζουν, να χαϊδεύω και να με χαϊδεύουν, έγιναν όλα τόσο σημαντικά, ζωτικά θα έλεγα».

Το πένθος:

«Να μάθεις να ζεις χωρίς. Να παραδεχτείς την πραγματικότητα της απουσίας και του κενού. Να ξαναβρείς την ικανότητα να ζήσεις στιγμές χαράς, ευχαρίστησης, ικανοποίησης. Να μην βουλιάζεις στις τύψεις και τις ενοχές. Όλα αυτά είναι η πραγματική δουλειά του πένθους. Και εδώ που τα λέμε είναι κανονική δουλειά και καθόλου εύκολη».

Το στοκ:

«Μετά τις 13 Νοεμβρίου, τα δύο πράγματα που αγοράζαμε συνέχεια και στοκάραμε ήταν το ουίσκι και τα χαρτομάντηλα».

Το κλάμα:

«Όπως έλεγε η γιαγιά μου, δεν είχα ποτέ εύκολο το κλάμα. Με θυμάμαι να κλαίω όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί. Αυτά που έπεφταν ήταν δάκρυα εξάντλησης και συγκίνησης. Ξέσπασα σε μία γωνία μόνος μου, κρυφά από όλους. Ανάμεσα λοιπόν στο 1970 και στο 2017 είχα κλάψει μόνο εκείνη τη μία φορά. Μετά που πέθανε η Lola τα δάκρυα ερχόντουσαν συνέχεια. Ο Guilhem (σημ: ο αδερφός της Lola) έκλαψε πριν από μένα, μόλις μάθαμε για την επίθεση εκείνο το βράδυ, πριν καν ενημερωθούμε για την τύχη του παιδιού μου. Τα πρώτα δάκρυα της Emmanuelle (σημ: η μητέρα της Lola) ήρθαν μετά τα δικά μου. Και μετά ήρθαν κι άλλα, κι άλλα. Με το χρόνο στερεύουν γλυκά. Όσο όμως και αν τα δάκρυα φεύγουν, η ανάμνηση της Lola, το αίσθημα αδικίας και του πόνου είναι πάντα εδώ».  

Το όνομά της:

«Lola: αγαπημένη μου, αγάπη μου. Σου άρεσε αυτό το όνομα, οι δύο μουσικές συλλαβές που διαλέξαμε για σένα. Όνομα αγωνιστικού αυτοκινήτου και όνομα νυμφιδίου. Τίτλος έργου του Jacques Demy, τραγουδιού των Kinks, πίνακα του Manet. Το όνομα του Γαλάζιου Άγγελου».

Η νύχτα στο νεκροτομείο:

«Μοιάζει να κοιμάται. Μοιάζει έτοιμη να ξυπνήσει, αν επιμέναμε ίσως λίγο. Παραδόξως αυτό το κομμάτι μας έκανε μάλλον καλό. Η γαλήνη του προσώπου της μας έκανε να σκεφτόμαστε ότι ίσως δεν είδε τον θάνατο να έρχεται, έτσι συνεπαρμένη από τη μουσική και τον χορό».

Η συνέχεια:

«Η ζωή συνεχίζεται. Έτσι μας λένε όλοι. The show must go on. Ναι, έτσι είναι, η ζωή συνεχίζεται αλλά έχει μία γεύση σκατένια. Η καθημερινότητα φαίνεται ίδια: δουλειά – σπίτι, έξοδος τα σαββατοκύριακα, διακοπές το καλοκαίρι. Αλλά η απουσία είναι πάντα παρούσα, στριμωγμένη σε μία γωνία του μυαλού, εμποδίζει να ζήσεις και να απολαύσεις τη ζωή του. Αλλά και ζω. Επέλεξα να ζήσω. Για εμένα και για τους άλλους δίπλα μου».